(Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού)
Και γι’ αυτό πρώτα απ’ όλα χρειάζεται το «γνώθι σαυτόν». Δηλαδή να γνωρίσεις τον εαυτό σου, ποιος είσαι. Ποιός είσαι στ’ αλήθεια, όχι ποιός νομίζεις εσύ ότι είσαι. Με τη γνώση αυτή γίνεσαι ο σοφότερος των ανθρώπων. Με τέτοια επίγνωση έρχεσαι σε ταπείνωση και παίρνεις χάρη από τον Κύριο. Διαφορετικά αν δεν αποκτήσεις αυτογνωσία, αλλ’ υπολογίζεις μόνο τον κόπο σου, γνώριζε ότι πάντοτε θα βρίσκεσαι μακριά από το δρόμο. Διότι δεν λέει ο Προφήτης· «ίδε, Κύριε, τον κόπον μου», αλλά «ίδε, λέγει, την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου». Ο κόπος είναι για το σώμα, η ταπείνωση για τη ψυχή και πάλι τα δύο μαζί, κόπος και ταπείνωση, για όλον τον άνθρωπο.
Ποιός νίκησε το διάβολο; Αυτός που γνώρισε την ασθένειά του, τα πάθη και τα ελαττώματα, που έχει. Ο φοβούμενος να γνωρίσει τον εαυτό του, αυτός βρίσκεται μακριά από τη γνώση· άλλο τίποτε δεν αγαπά παρά να βλέπει μόνο λάθη στους άλλους και να τους κρίνει. Αυτός δεν βλέπει στους άλλους χαρίσματα, αλλά μόνον ελαττώματα- δεν βλέπει στον εαυτό του ελαττώματα, παρά μόνο χαρίσματα. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικό ελάττωμα των ανθρώπων του καιρού μας που δεν αναγνωρίζουμε ο ένας το χάρισμα του άλλου. Ο ένας στερείται πολλά, μα οι πολλοί τα έχουν όλα. Αυτό που έχει ο ένας δεν το έχει ο άλλος. Και, αν αυτό το αναγνωρίζουμε, υπάρχει πολλή ταπείνωση. Γιατί έτσι τιμάται και δοξάζεται ο Θεός, ο οποίος με πολλούς τρόπους στόλισε τους ανθρώπους και έκανε όλα τα δημιουργήματά του άνισα, δηλ. διαφορετικά. Όχι όπως προσπαθούν οι ασεβείς να φέρουν ισότητα ανατρέποντας την θεία Δημιουργία.
Ο Θεός «τα πάντα εν σοφία εποίησεν».
Γι’ αυτό, παιδί μου, τώρα που είναι αρχή φρόντισε να γνωρίσεις καλά τον εαυτό σου, για να βάλεις θεμέλιο στερεό την ταπείνωση. Φρόντισε να μάθεις την υπακοή, να αποκτήσεις την ευχή. Γι’ αυτό πρώτα γνώριζε, παιδί μου, ότι κάθε αγαθό από το Θεό έχει την αρχή. Δεν γίνεται αγαθός λογισμός που να μην έχει αιτία το Θεό, ούτε πονηρός που να μην έχει αιτία το Διάβολο. Ό,τι καλό λοιπόν διανοηθείς, πεις, κάνεις, όλα είναι της δωρεάς του Θεού. «Παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον». Όλα είναι της δωρεάς του Θεού· δικό μας δεν έχουμε τίποτε.
Καθένας λοιπόν που επιθυμεί και ζητεί να λάβει τη χάρη, να του δώσει δωρεάν ο Θεός, πρέπει πρώτον να γνωρίσει καλά την ύπαρξή του, το «γνώθι σαυτόν». Και αυτή είναι η όντως αλήθεια. Γιατί κάθε πράγμα έχει αρχή. Και αν δεν αρχίσεις καλά δεν θα έχεις τέλος καλό.
Και αρχή λοιπόν και αλήθεια είναι να γνωρίσει κανείς ότι είναι μηδέν – 0 – και εκ του μηδενός δημιουργήθηκαν τα πάντα. «Είπε και εγεννήθησαν ενετείλατο και εκτίσθησαν». Είπε και έγινε γη. Και αφού πήρε πηλό έπλασε άνθρωπο. Άψυχο, άνουν ένα πήλινο άνθρωπο. Αυτή η ιδία σου ύπαρξη. Αυτό είμαστε όλοι μας. Χώμα και λάσπη. Αυτό είναι το πρώτο μάθημα σ’ εκείνον που θέλει να λάβει, αλλά και να μένει διαπαντός η χάρη κοντά του. Απ’ αυτό αποκτά την επίγνωση και απ’ αυτό γεννιέται ταπείνωση. Όχι με λόγια μόνο, να ταπεινολογεί, αλλά στηριζόμενος στην πραγματικότητα λέει την αλήθεια: Είμαι χώμα, είμαι πηλός, είμαι λάσπη. Αυτή είναι η πρώτη μητέρα μας. Λοιπόν το χώμα πατιέται, και συ ως χώμα οφείλεις να πατηθείς. Είσαι λάσπη, δεν έχεις καμίαν αξία.
Σε πετούν εδώ και εκεί, σε κτίζουν από ένα σημείο σε άλλο σε χρησιμοποιούν ως άχρηστη ύλη.
Και λοιπόν σου «ενεφύσησεν» ο Δημιουργός και σου έδωσε πνεύμα ζωής. Και να, αμέσως έγινες ένας άνθρωπος λογικός. Ομιλείς, εργάζεσαι, γράφεις, διδάσκεις· έγινες ένα μηχάνημα του Θεού. Όμως μη λησμονείς ότι η ρίζα σου είναι το χώμα. Και αν λάβει το πνεύμα αυτός που σου το έδωσε, εσύ πάλι θα κτίζεσαι στα ντουβάρια.
Γι’ αυτό «μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμαρτήσης εις τον αιώνα».
Αυτή είναι η πρώτη αίτια, που όχι μόνον ελκύει τη χάρη, αλλά την πληθύνει και τη συγκρατεί. Αυτή ανεβάζει το νου στην πρώτη θεωρία της φύσεως. Και έξω απ’ αυτή την αρχή βρίσκει μεν κάτι λίγο, αλλά μετά από καιρό θα το χάσει. Γιατί δεν κτίζει σε έδαφος στερεό, αλλά προσπαθεί με τρόπους και τέχνη.
Λες λόγου χάριν είμαι αμαρτωλός! Αλλά εσωτερικά πιστεύεις ότι είσαι δίκαιος. Δεν μπορείς να αποφύγεις την πλάνη. Η χάρη θέλει να μείνει, αλλ’ επειδή ακόμη πρακτικά δεν έχεις βρει την αλήθεια, κατ’ ανάγκη πρέπει να φύγει. Γιατί αναμφίβολα θα πιστέψεις στο λογισμό σου ότι είσαι αυτό το οποίο δεν είσαι, και χωρίς άλλο θα πλανηθείς. Ως εκ τούτου δεν παραμένει η χάρη. Επειδή έχουμε τον αντίπαλο, που είναι τεχνίτης ισχυρός, είναι εφευρέτης κακών, και της κάθε πλάνης δημιουργός. Που αγρυπνεί πλάι μας. Που από φως έγινε σκότος και όλα τα γνωρίζει. Που είναι εχθρός του Θεού και ζητεί όλους να μας κάνει εχθρούς Του. Και εν τέλει είναι πνεύμα πονηρό και εύκολα αναμειγνύεται με το πνεύμα, που μας χάρισε ο Θεός, και παίρνει τη μηχανούλα μας και την κινεί όπως θέλει αυτός. Κοιτάζει, πού ρέπει η όρεξη της ψυχής, και με ποιό τρόπο τη βοηθά ο Θεός, και αμέσως σκέφτεται και εκείνος τα ίδια.
(«Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου, Άγ. Όρος -αποσπάσματα σε νεοελληνική απόδοση.)
Πηγή: www.pemptousia.gr
Περι Προσευχής
Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού
Τί είναι η προσευχή, ποιά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της και ποιοί οι καρποί της;
Προσευχή είναι το κύριο μέσο που ενώνει όλα τα λογικά όντα με το δημιουργό τους Θεό. Αυτή θα είναι και μετά την παλιγγενεσία το μόνιμότους έργο και καθήκον. Προσευχή είναι η άμεση επαφή και η διαρκής επικοινωνία αγγέλωνκαι ανθρώπων με το Θεό. Προσευχή είναι η έξοδός μας από τον πήλινο κλοιό μας προς το χώρο της απεραντοσύνης. Προσευχή είναι το μέσο, που μας μεταφέρει έξω από τουςευτελείςμας περιορισμούς στην αίσθηση του απέραντου και του υπερφυσικού.
Καταργείται ο χώρος, ο τόπος και ο τρόπος και γίνονται αισθητές οι ενέργειες των θείων ιδιοτήτων. Αν και θέλουμε να περιγράψουμε τη φύση και την ουσία αυτής της υπερφυσικής αξίας, καταλαβαίνουμε ότιείναι κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις μας. Θα αρκεστούμε μόνο στις ενέργειες τών αποτελεσμάτων της.
Τόσο είναι το μεγαλείο αυτής της «θείας προμηθείας» προς τα κτιστά όντα, ώστε και ο ίδιος ο δωρητής της να την εφαρμόσει, όταν κοινώνησε με τον υλικό μας κόσμο. Ο Λουκάς αναφέρει για τον Κύριό μας ότι «ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού» (Λουκ. 6,12). Χρησιμοποιούσε την προσευχή άλλοτε ως εξομολόγηση, άλλοτε σαν δέηση ήευχαριστία ήικεσία προς τον αρχίφωτό Του Πατέρα και απέδειξε το απαραίτητο και ουσιώδες αυτής της υπεραξίας. «Πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου. (Ίω. 11,41). «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου… ους δέδωκάς μοι εφύλαξα και ουδείς εξ αυτών απώλετο ειμη ο υιός της απωλεί-ας…ου περί τούτων ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευσόντων διά του λόγου αυτών ειςεμέ» (Ίω. 17, 11,12,20). Το μεγαλύτερο όμως και συγκλονιστικότερο παράδειγμα είναι η προσευχή τής Γεθσημανή, όπου τρεις φορές παρακάλεσε τον Πατέρα, όταν έμπρακτα ανέλαβε την παγκόσμια αποθεραπεία.
Όπου και αν στρέφουμε την προσοχή μας από τη θεμελίωση ολόκληρης της κτίσεως και μετά, βρίσκουμε τα πάντα συνυφασμένα με την προσευχή. Είναι, λοιπόν, η προσευχή, ο σύνδεσμος και ηενότητα όλων των κτισμάτων με το δημιουργό Θεό και ηδύναμη της προεκτάσεώς τους στο διηνεκές. Τόσο είναι ενωμένη με τα λογικά όντα αυτή ηυπεραξία, που μόνη της αυτόματα ενεργεί όσες φορές το επιβάλλει η ανάγκη και ασυναίσθητα κινούνται τα μέλη χωρίς σκέψη, ιδιαίτερα σε ώρα κινδύνου.
Είναι το τελειότερο όργανο και πράγμα, που παρέχει τη δυνατότητα στα κτίσματα -και ειδικά στον άνθρωπο-, να επικοινωνεί πρακτικά με τον πλάστη του. Ο άνθρωπος μέσω αυτής μπορεί να ζητά και να παίρνει ό,τι χρειάζεται, να μεταβάλλει την ποινή, που επιβάλλεται από τη θεία δικαιοσύνη, να αυξάνει την προσθήκη της θείας ευλογίας, να πληροφορείται όσα αγνοεί, να μεταδίδει τη συμπαράστασή του στους συνανθρώπους του, εκλιπαρώντας το Θεό γι’ αυτό, και γενικά να μετέχει σε πάρα πολλές ιδιότητες του Θεού Πατέρα μας.
Πάντως είναι αδύνατο να περιγράφουν τα κατορθώματα και προτερήματα αυτής της παναρετής, που λέγεται προσευχή. Ελάτε λοιπόν οι «κοπιώντες και πεφορτισμένοι», που κατοικείτε στην εξορία αυτή, στους κόλπους της μητέρας των αρετών προσευχής και αυτή θα σας αναπαύσει περισσότερο απ’ ό,τι θα περιμένατε ή θα ζητούσατε.
Τί είναι η νοερά προσευχή και γιατί λέγεται έτσι; Πώς επιτυγχάνεται;
Η προσευχή, αν και στη φύση της είναι μία, εκδηλώνεται με διάφορες μορφές και σχήματα, όπως φαίνεται μέσα στην Ιστορία. Αυτή η παναρετή περιγράφεται με διάφορες ονομασίες, που πάντοτε έχουν την ίδια σημασία. Προσευχή είναι η γενική ονομασία. Ανάλογα με το σκοπό και τον τρόπο που εκδηλώνεται λέγεται ευχή, δέηση, ικεσία, παράκληση, έντευξη, ακόμα και κραυγή, αν η ανάγκη που την επιβάλλει είναι επείγουσα.
Στην παρούσα μας όμως εξορία η προσευχή είναι όχι μόνο απαραίτητη, αλλά και επιβεβλημένη, γιατί ο Κύριος μάς διαβεβαιώνει ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ίω. 15,5). Τη συνεργασία μαζί του μόνο η προσευχή μπορεί να πετύχει με το «αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. 7,7).
Τους τρόπους της προσευχής μάς τους διδάσκουν οι Πατέρες μας, επειδή ήταν πραγματικοί εργάτες και κατακτητές των δωρεών και χαρισμάτων της. Κάθε στροφή και ύψωση του νου προς το Θεό είναι προσευχή. Όσο πιο ήσυχα και προσεκτικότερα γίνεται, τόσο περισσότερο καρποφορεί.
Ο πρακτικότερος τρόπος, που επικρατεί στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, είναι η ψαλμωδία στους ιερούς ναούς με τη βοήθεια των ειδικών λειτουργικών βιβλίων. Άλλος τρόπος είναι ο «κατά μόνας» ή μεταξύ δύο ή τριών, με ευχές διάφορων Πατέρων ή ψαλμών του Δαβίδ. Άλλος πρακτικότερος τρόπος είναι η «κατά μόνας» προσευχή, με συγκέντρωση και προσοχή, στην οποία ο ευχόμενος εξομολογείται με συντριβή και εκβιάζει, με την επίμονή του ικεσία, τη φιλάνθρωπη συμπάθεια του Κυρίου μας. Άλλος τρόπος προσευχής είναι η μέθοδος της εσωστρέφειας, που εφάρμοσαν και δίδαξαν οιμοναχοί Πατέρες μας. Να κρατείται δηλαδή, ο νους αμετεώριστος στην καρδιά με τη λεγόμενη μονολόγιστη προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Πρώτος ο Παύλος μάς πληροφορεί ότι δεν είναι δυνατή η σωτηρία χωρίς την πίστη και την επίκληση του σωτήριου ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού. Με τη μονολόγιστη ευχή επιζητούμε τη θεία βοήθεια και παραδίδουμε τον εαυτό μας στο Χριστό. Ομολογούμε, όπως ο Πέτρος, ότι ο Κύριος είναι Υιόςτου Θεού. Η ευχήείναι περιεκτική Αγίου Πνεύματος, διότι «ουδείςδύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Ά Κορ. 12,3).
Τοθέμα της ευχής είναι κοπιαστικό λόγω της αιχμαλωσίας του νου στις πολλές και κακές συνήθειες, που δεν υποχωρεί εύκολα, και χρειάζεται επιμονή και βία. Γι’ αυτό ο Παύλος παρακινεί: «τη προσευχή προσκαρτερείτε». Καρτερία σημαίνει επιμονή και παράταση. Στην επιμονή αυτή συμβαίνουν πολλές φορές διάφορα μικροεμπόδια είτε από φυσική κόπωση, είτε λόγω της ελλείψεως συνήθειας, είτε από το διάβολο. Δεν πρέπει να τα λαμβάνουμε υπόψη εφόσον ο σκοπός και το ζητούμενο είναι κατευθείαν ο Χριστός, η ζωή μας.
Στην επιμονή της επικλήσεως του πανάγιου ονόματος «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέτου Θεού, ελέ-ησόν με», αισθάνεται κανείς ότι πονούν οιώμοι ή το κεφάλι. Αυτά οφείλονται σε φθόνο του σατανά, που έχει σκοπό να διακόψει την προσπάθειαμας, και δεν τα προσέχουμε. Το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. 5,17) είναι θέμα εντολής και γνωρίζουμε ότι «αι εντολαί του Κυρίου βαρείαι ουκ εισί» (Α’ Ίω. 5,3). Πώς αλλιώς θα μάθουμε έμπρακτα το λόγο του Κυρίου μας «Ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»(Ίω. 15,5) και το «επικάλεσαί με εν καιρώ θλίψεως και εξελούμαι σε» (Ψαλμ. 49, 15).
Οι έμπειροι πατέρες μάς διδάσκουν ότι άλλοτε πρέπει να λέμε όλες τις λέξεις της ευχής και άλλοτε, ιδιαίτερα στην αρχή, λόγω της αδυναμίας του νου να κρατά περισσότερες λέξεις, να λέμε «Ιησού, Υιέτου Θεού, ελέησόν με». Δεν πρέπει όμως να αλλάζουμε συχνά τα λόγια της ευχή ςκαι να λέμε πότε το ένα και πότε το άλλο, διότι δεν προκαλείται η καλή συνήθεια. Την ευχή την λέμε πότε με το στόμα, «εκφώνως», με σιγανή φωνή, ψιθυριστά, για να συγκρατείται ευκολότερα ο νους από το μετεωρισμό και τη σύγχυση του περιβάλλοντος και άλλοτε νοερά, με το νου μας. Και οι δύο τρόποι είναι απαραίτητοι και επωφελείς.
Η βία όμως της προθέσεως προκαλεί την ενέργεια της Χάριτος και ο νους διευκολύνεται. Με τη συνήθεια ευκολότερα επιμένει, παρηγορείται από τη Χάρη, αποκτά αίσθηση της θείας βοήθειας και με θάρρος συνεχίζει. Γευόμενος τη θεία παρηγοριά, λόγω της επιμονής του, κρατά μόνος του την ευχή,χωρίς τον ψιθυρισμό της φωνής -«ενδιάθετα»-, και προσεύχεται με λιγότερο κόπο, γιατί η Χάρη τον ελευθέρωσε από τη βία του μετεωρισμού. Εάν παραμείνει προσευχόμενος δέχεται το θείο φωτισμό, ελέγχει τα νοήματα και αποτρέπει τις προσβολές του παράλογου, που είναι όλο το σύστημα του παλαιού ανθρώπου. Τότε η Χάρη αποκαλύπτει τη βασιλεία του Θεού, που βρίσκεται μέσα μας, όπως ακριβώς δίδαξε και ο Κύριος: «η βασιλεία του Θεού εντός υμών έστι» (Λουκ. 17,21). Αυτόςο τρόπος της μονολόγιστης ευχής, αν εφαρμοστεί, είναι και λέγεται νοερά προσευχή.
Όταν η επίμονη αυτή εργασίασυνεχιστεί χωρίς διακοπή ή μεταμέλεια, η θεία Χάρη παραμένει πλέον μόνιμα στο νου και την καρδιά του αγωνιστή. Τότε όχι μόνο δε χρειάζεται προσπάθεια, αλλά μόνη της πλέον η ευχή λειτουργεί αδιάλειπτα, ακόμη και στον ύπνο. Ουδέποτεο αγωνιστής παύει ευχόμενος να παρακαλεί το Θεό με «στεναγμούς αλάλητους», όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά για κάθε θλιμμένο και καταπονεμένο και γενικά για όλη την κοινωνία των ανθρώπων.Χωρίς ιδιαίτερηπροσπάθεια κοινωνεί με τον πανανθρώπινο πόνο και «κλαίει μετά κλαιόντων και χαίρει μετά χαιρόντων» (Ρωμ. 12,15).
Η μονολόγιστη ευχή λέγεται σε κάθε τόπο, χρόνο ή περίσταση και σε όλες τις μορφές της κοινωνικής ή μεμονωμένης μας ζωής.
Δεν είναι αυτόαπαγορευμένο για τους κοσμικούς ανθρώπους, όπως μερικοί ισχυρίζονται, αν και χρησιμοποιείται περισσότερο από τους μοναχούς. Μπορεί ο καθένας, όπου και όπως βρίσκεται, να επικαλείται και να περιστρέφει μέσα του το όνομα του Χριστού. Προκαλώ την αγάπησας. Δοκιμάστε και πολύ σύντομα θα γευθείτε τους καρπούς αυτής της εργασίας. Το όνομα του Κυρίου μας δεν είναι μια απλή λέξη. Είναι δύναμη, είναι ενέργεια, είναι ανάσταση και ζωή!
Όποιος αποφασίσει με τη βοήθεια της Χάριτος να ασχοληθεί με αυτήντην εργασία,ας μη μικροψυχήσει, ας μη βαρεθεί, ας μην αμφιβάλλεικαι ο μισθός του θα είναι πολύς· όχι μόνο στον ουρανό, αλλά και εδώ θα ωφεληθεί. Είναι αδύνατοο Κύριοςμας, που «έτι αμαρτωλών όντων ημών υπέρ ημών απέθανε» (Ρωμ. 5,8), να μας παραβλέψει όταν τον επικαλούμαστε τόσο επίμονα, για να μας χαρίσει όσα μας υποσχέθηκε. Εάν ο Κύριος άκουσε τους δαίμονες, που τον παρακάλεσαν να μην τους αποστείλει στην άβυσσο, και το θεόργιστο Φαραώ, που καταδυνάστευε το λαό του, απάλλαξε από τις πληγές,δε θα ακούσει εμάςπου αδιάλειπτα, κατά το δυνατό, τον επικαλούμαστε; Ας γίνει και ας μείνει και σε μάςτους ασθενείς και αδύνατους, ως απαραίτητο καθήκον, η προσευχή και θα λάβουμε κατά τη Γραφή, «υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» (Έφ. 3,20).
πηγή: Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Συζητήσεις στον Άθωνα», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 13, σ. 89-140
Δείτε και άλλα Πατερικά Κείμενα πατώντας εδώ.
Πίστη και Θάρρος
Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού
Τί είναι η πίστη;
Πίστη είναι ο σύνδεσμος της κτίσεως με τον δημιουργό Θεό και το μέσο της επαφής της με την πανσωστική πρόνοια. Μέσω της πίστεως αποκαλύφθηκε ο Θεός στην κτίση του και μ’ αυτήγνώρισε η φύση το δικό της προορισμό, ειδικά όμως ο άνθρωπος. Μήπως και την επίγνωση της θείας ευσπλαχνίας, που μας οδήγησε στην ανάπλαση και σωτηρία δεν την αποκτήσαμε με την πίστη;
Η ανθρώπινη φύση, μετά την πτώση, απογυμνώθηκε από όλα τα καλά και υποτάχθηκε στη φθορά και το θάνατο. Χωρίς την πίστη, ουδέποτεθα επανορθωνόταν. Κανένα άλλο μέσο δε μας απέμεινε για παρηγοριά και θεραπεία, παρά η πίστη προς το δημιουργό.
Αυτόνπου αρνηθήκαμε με την παρακοή, τον ανακαλούμε με την πίστη και επαναφέρουμε στον εαυτό μας και στο περιβάλλον μας την παντοδύναμη θεία Χάρη και ορθοποδούμε. Απιστία είναι η έμπρακτη άρνηση· η πίστη είναι η ομολογία, που θα προκαλέσει την ισορροπία και μόνο μέσω αυτήςθα αποκατασταθεί η τάξη.
Η Πίστη κατά τον Παύλο είναι «ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. 11,1). Πίστη είναι η παραδοχή πραγμάτων, που αδυνατούμε να ερευνήσουμε και να συγκρίνουμε πρακτικά. Με την πίστη παραδεχόμαστε τα υπερφυσικά πράγματα και νοήματα και αυτόν ακόμη το Θεό, που γίνεται γνωστός μέσω των ενεργειών του. Τις θείες επαγγελίες, που είναι όλος ο στόχος και σκοπός μας, και όλες μας τις προσδοκίες, με την πίστη τις περιμένουμε και ελπίζουμε.
Στην πίστη αυτή στηρίζει ο Παύλος όλους τους αγώνες και τα βραβεία των αγίων. Η πίστη χαρίζει την ελπίδα και την προσδοκία και σε μας που τώρα αγωνιζόμαστε. Άρα η πίστη είναι το καθολικό μέσο και στοιχείο, που μας συνδέει με το μέλλον και την αληθινή μας πατρίδα. Δίκαια προβάλλεται το βραβείο της πίστεως για τους προγόνους μας. «Επίστευσε Αβραάμ τω Θεώ, και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην» (Ρωμ. 4,3). Το «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»(Ίω. 15,5) και το «πάντα ισχύομεν δι’ αυτού» (βλ. Φιλ. 4,13) απαιτούν, ως μέσο επαφής με το Θεό, την πίστη.
Τα είδη της πίστεως είναι δύο. Το ένα αφορά την πίστη στις αλήθειες της Εκκλησίας, τα δόγματα. Δε θα ασχοληθούμε με αυτό στην απάντησή μας. Το άλλο είναι, η κατά τους Πατέρες, «πίστις της θεωρίας». Αυτή χρειάζεται σε μας για να ισορροπούμε στην κοιλάδα της εξορίας στην οποία βρισκόμαστε.
Η συνεκτική δύναμη του Θεού εκδηλώνεται ως θεία ενέργεια της πρόνοιάς του, με την οποία συντηρεί και συνέχει τα σύμπαντα. Αυτή τη θεία ενέργεια επικαλούμαστε, όποτε βρισκόμαστε σε οποιαδήποτε ανάγκη, και πιστεύουμε ότι θα εισακουστούμε. Ο ίδιος ο Θεός μάς προκαλεί σ’ αυτό λέγοντας: «πάντα όσα αν αιτήσεσθε πιστεύοντες λήψεσθε» (Ματθ. 21,22), «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. 9,23) και «η πίστις σου σέσωκέ σε» (Ματθ. 9,22). Άρα η πίστη είναι το απόλυτο σωσίβιο της δικής μαςδυστυχίας και κανείς ποτέ να μην το αποχωρίζεται.
Αφού, λοιπόν, πιστεύουμε στην πατρική πρόνοια του Θεού, που λέει «αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. 7,7), την επικαλούμαστε με επιμονή και λύνουμε με την πίστη ό,τι μας απασχολεί.
Ποιά η σχέση του θάρρους με την πίστη;
Ο Κύριος επισημαίνει, όπως προαναφέραμε, ότι «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Όσοι χρειάζονται θάρρος στον αγώνα που έχουμε να κάνουμε, ας ερεθίσουν βαθύτερα την πίστη τους. Είναι πηγή θάρρους η πίστη και αυτήν πάλι το θάρρος τη στηρίζει.
Πρέπει να αναφερθούμε πλατύτερα στο θάρρος, γιατί αυτόείναι η πρακτική μας δύναμη. Με την πίστη παραδεχόμαστε τη μελλοντική μας αποκατάσταση και αθανασία. Μαζί με αυτήν επιβάλλεται και η πρακτική μας άσκηση και ομολογία.
Στις δυσκολίες των αδυναμιών και των αλλοιώσεων, που μας ταλαιπωρούν, και αυτού του ίδιου του σατανά, που ακούραστα μάς πολεμά, ένα μάς μένει πρακτικό όπλο και βοήθημα, το θάρρος. Προϊόν της προσωπικότητάς μας, διεγείρει σε πάλη και εγρήγορση. Εμείς πιστεύουμε ότι δεν είμαστε μόνοι, αλλά με το Θεό, που μας κάλεσε στη δική του στρατεία. Με τη θέλησή μας πήραμε την απόφαση της υποταγής στο θείο θέλημα, που το εφαρμόζουμε και το θεωρούμε καθήκον.
Όργανα της θελήσεως και κινητήρια δύναμη είναι ο ζήλος και το θάρρος. Ο διάβολος, επειδή το γνωρίζει αυτό,προσπαθεί να τα νεκρώσει με τις προφάσεις των λαθών και των σφαλμάτων μας. Ελέγχει τις παραβάσεις και φοβίζει τον άνθρωπο σαν «δικηγόρος»: «Να! είσαι παραβάτης! Πρόδωσες πάλι! Δεν είσαι για τίποτε! Γιατί προσπαθείς, αφού είσαι ανίκανος;».
Όλος αυτός ο κύκλος της διαβολικής πονηριάς, ειδικά στους άπειρους, προκαλεί μαρασμό και αδράνεια, που είναι γέννημα της αποθαρρύνσεως. Γι’ αυτό χρειάζεται πολλή προσοχή στον αγωνιστή, για να μην υποκύψειστην παγίδα του «δικηγόρου» σατανά και νεκρωθεί η δραστηριότητά του με δόλιες προφάσεις.
Εφόσον ο αγώνας της μετάνοιας είναι πραγματικά πολύπλευρος και οι αντιθέσεις ποικίλες, είναι φυσικό, λόγω και των παθών και συνηθειών, που ακόμηυπάρχουν και ενεργούν, να γίνονται λάθη. Ο διάβολος τότε παρουσιάζει το Θεό σαν δικαστή και επομένως ο παραβάτης γίνεται πλέον υπεύθυνος. Σταματά να έχει παρρησία σαν προδότης και έτσι χάνει το θάρρος και το ζήλο του και τον κυριεύει η αδράνεια.
Οι θεόσοφοι πατέρες μας, οι «καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες», μάς διδάσκουν τη δική τους εμπειρία, που συντρίβει τη σατανική πονηριά και επιβουλή. Παύουμε να θεωρούμε το Θεό κριτή, όπως με δολιότητα τον παριστάνει ο εχθρός. Τον βλέπουμε σαν Πατέρα μας και αποκρινόμαστε προς τον απατεώνα: «Ύπαγε οπίσω μου σατανά! Δικηγόρο δε χρειάζομαι! στο Θεό έφταιξα, στο Θεό και απολογούμαι, που έγινε για μένα άνθρωπος- για να με υιοθετήσει και εσένα να καταργήσει και συντρίψει. Ουδέποτε φοβούμαι τον πατέρα μου, ούτε τον αρνούμαι, ούτε τον προδίδω. Η απειρία μου με εμποδίζει και η δική σου κακουργία. Αυτή θα την καταργήσει ο Θεός, με τη Χάρη του, και εμένα θα βραβεύσει, γιατί γι’ αυτό με προόρισε».
Υποδεικνύουμε, με αυτά που είπαμε, τον τρόπο που ο αγωνιστής πρέπει να πολεμά και να μην οπισθοχωρεί στις διάφορες ελλείψεις ή και ολισθήματα που συμβαίνουν.
Το τέρμα της μετάνοιας είναι η κατά χάρη και δωρεάν ένωσή μας με το Θεό Πατέρα, αυτή ηίδια η θέωση, όπως ο Κύριόςμας την περιγράφει. «Συ πάτερ εν εμοίκαγώ εν σοι ίνα και αυτοί εν ημίν» (Ίω. 17,21) και «θέλω ίνα όπου ειμί εγώ ώσι κακείνοι» (Ίω. 17,24). Η έσχατη μορφή και θέση της μετάνοιας είναι να κρατήσει ο μετανοών, όσο και αν υποχώρησε με την αμέλειά του, την ορθή πίστη στο Θεό και να μην αρνηθεί τη χριστιανική ομολογία. Το ότι κρατά και δεν αρνείται την «ενΧριστώ» ομολογία, σημαίνει ότι βρίσκεται στη θέση και τον τόπο των μετανοούντων. Ο Θεός με τη Χάρη του παραμένει μαζί του περιμένοντας τον αφυπνισμό του από το σκοτάδι της απογνώσεως.
Η θεία ευσπλαχνία θεωρεί τη θέση αυτήνομολογία και επομένως ο Θεός, πουαναζητεί την επιστροφή των ασθενών και αδυνάτων, θα τον διεγείρει, αφούδεν πρόδωσε «εις τέλος» τη βάση της μετάνοιας. Το θέμα της σωτηρίας μας δεν είναι ζήτημα συναλλαγής. Είναι ζήτημα πίστεως και ομολογίας προς Αυτόν, που σώζει δωρεάν όσους τον πιστεύουν και περιμένουν την ανέκφραστη συμπάθεια και φιλανθρωπία του.
πηγή: Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Συζητήσεις στον Άθωνα», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 13, σ. 89-140
Δείτε και άλλα Πατερικά Κείμενα πατώντας εδώ.
Πειρασμοί και θλίψεις
Γέροντος Εφραίμ του Κατουνακιώτη (+27/2/1998)
«Η χαρά παρηγορεί, αλλά δεν μας φέρνει κοντά στον Θεό. Σε ξεγελά και ξεχνάς την φιλοπονία, την άρση του σταυρού. Εγώ πολλές φορές βλάφτηκα από την πολλή χαρά. Οι θλίψεις, οι πειρασμοί, οι στενοχώριες σε καθαρίζουν και αισθάνεσαι κοντά σου τον Θεό. Ο σταυρός σε κάνει ταπεινό και αυτός φέρνει την ανάσταση. Δεν βλέπεις τι λέει; “Ιδού γαρ ήλθε δια του σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω”.
Η ζωή μας εδώ είναι ένα συνεχές μαρτύριο. “Στενή και τεθλιμμένη οδός”, η μόνη που οδηγεί στον ουρανό. “Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού”(Πραξ. 4,22). Γεύθηκα, αδελφοί μου, και δεν περιαυτολογώ και την γλυκύτητα του παραδείσου, αλλά και την πικρία του άδου. Ανέβηκα στα ύψη του ουρανού, αλλά κατόπιν κατέβηκα στα κατώτερα βάραθρα και τάρταρα της κολάσεως».
Ο συνειδητός μοναχός θα δοκιμάσει τον σταυρό και την ανάσταση σταδιακά. Άλλοτε θα προηγούνται τα θλιβερά και θα ακολουθούν τα ευχάριστα και αντίστροφα. Σε όσους η Χάρις αποδέχεται στο στάδιο της αθλήσεως τους θα συμβαίνουν αυτά, αλλά περισσότερο θα δοκιμάζουν τον σταυρό. Δίκαια μαθαίνομε ότι «ει συναποθάνομεν άρα και συζήσωμεν» (Β΄Τιμ.2,11).
Υπάρχουν και βαθύτερα νοήματα στις κρίσεις του Θεού, που με πανσοφία ο Δημιουργός ρυθμίζει τα μυστήρια της προνοίας Του. Στους Αποστόλους βλέπομε ότι δόθηκε δωρεάν η Χάρις στην αρχή, γιατί ήταν τα θεμέλια της νέας αποκαλύψεως, της δημιουργίας της Εκκλησίας. Μετά σήκωσαν οι Απόστολοι τον σταυρό με τους πολλούς διωγμούς, τις ταλαιπωρίες και τα μαρτύρια που υπέστησαν από τα άπιστα έθνη και που τα καλούσαν στην ευσέβεια.
Στον Γέροντα μας Ιωσήφ προηγήθηκε η Χάρις δωρεάν και μετά η άρση του σταυρού, η περιεκτική φιλοπονία, με την οποία έπρεπε να ολοκληρωθεί η ομολογία του ως πιστού και όχι μισθωτού.
Αυτή είναι η γενικότερη μορφή της φιλοπονίας. Υπάρχει και η μερική, η οποία αφορά κάθε αγωνιζόμενο που θέλει να λάβει μέρος στο μυστήριο της πίστεως και των θείων επαγγελιών. Στον χώρο της μετανοίας, που ο κάθε πιστός στρατεύεται ανάλογα με την πίστη του, τον ζήλο του, ακόμα και τον χαρακτήρα του, θα δοκιμάσει αυτές τις εναλλαγές της θλίψεως και της παρηγορίας.
Αυτές οι μεταβολές βρίσκονται στις νόμιμες αλλοιώσεις της κατά Θεόν ζωής, και δεν είναι ψυχολογικές αστάθειες και μεταπτώσεις της ακατάστατης ζωής. Είναι δε επωφελέστατες, γιατί δυναμώνουν το πνευματικό ήθος του αγωνιστού και τον βεβαιώνουν ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Τότε λέει με θάρρος «ταύτα πάντα ήλθον εφ’ ημάς και ουκ επελαθόμεθα σου…ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» ( Ψαλ. 43, 18-23). Κάποτε μας αφηγήθηκε, ότι υπέφερε δύο φορές από κάποιο σκληρό πειρασμό, που τον εμπόδιζε να λειτουργήσει. Παρά τις επίμονες παρακλήσεις του δεν εισακούστηκε από τον Θεό. Τότε στράφηκε προς τον φύλακα άγγελο και με παράπονο του είπε: « Δεν απεστάλης συ πρός φυλακή και βοήθεια μου; Γιατί δεν με βοηθείς σε αυτή την δοκιμασία;». Πράγματι, αμέσως έφυγε ο πειρασμός και λειτούργησε. Το πνεύμα της απογνώσεως είναι το πιο σκληρό μαρτύριο. Εύχομαι στους πνευματικούς αυτούς αθλητές να μην τους εκλείψει η καρτερία και η επιμονή. « Μακάριος άνθρωπος ον αν παιδεύσης Κύριε και εκ του νόμου σου διδάξης αυτόν» ( Ψαλ. 93,12).
Συνιστούσε πολύ την υπομονή ως απαραίτητο μέσο σωτηρίας στις θλίψεις ο μακάριος Γέροντας. Μας διηγόταν για την αυστηρότητα και φιλοπονία του Γέροντος μας Ιωσήφ, που ήταν σχεδόν κλεισμένος στον τάφο. Αναφερόταν και σε κάποιον άλλο Γέροντα Γαβριήλ που είχε πόθο να κοινωνεί κάθε ημέρα. Αυτός ο Γέροντας έκανε άκρα νηστεία και αυτό του προκαλούσε φυσιολογικά δυσκολία. Κάποτε τόσος ήταν ο πόνος και η αγωνία του «υπέρ φύσιν» και κοίταζε ψηλά στον ουρανό. Ξαφνικά κάτι τον παρηγόρησε και άρχισε να φωνάζει: «Λουλούδια, λουλούδια, αρώματα» και λέγοντας αυτά παρέδωσε την μακαρία ψυχή του στα πραγματικά λουλούδια της αιωνιότητος.
Σωματική ασθένεια και θεραπεία.
«Ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού» ( Β΄Κορ. 12, 9).
Από μικρός ο Γέροντας ήταν αλλεργικός. Μας έδειχνε το ένα πόδι, που φαινόταν πάντοτε ερεθισμένο. Όταν η κόπωση αυξανόταν, τότε αυτό ερεθιζόταν περισσότερο και μετέδιδε τα συμπτώματα και στο υπόλοιπο σώμα.
Όταν και σε μας συνέβαιναν θλίψεις, είτε από κάποια ασθένεια ή άλλη αιτία και προκαλούσαν φόβο ή αποθάρρυνση, μας παρηγορούσε με ένα δικό του περιστατικό που μας δυνάμωνε το ηθικό, αλλά μεγάλωνε και την προθυμία μας.
«Κάποτε, μας έλεγε, αυτή η αλλεργική ασθένειά μου δυνάμωσε απότομα. Από τους σωματικούς κόπους, γιατί υπηρετούσα δύο Γέροντες, γέμισε το σώμα μου χονδρά σπυριά με ερεθιστική φαγούρα. Τα μάτια μου ακόμα ερεθίστηκαν, και σχεδόν όλο μου το πρόσωπο παραμορφώθηκε.
Πήγα σιγά-σιγά στο εκκλησάκι μας και με παράπονο άρχισα να κλαίω μπροστά στην εικόνα της Παναγίας μας. “Παναγία μου, Της έλεγα, τώρα θα σου θυμίσω τα λόγια Σου, όταν μας παρηγορούσες, ότι θα είσαι και θα μείνεις πάντοτε η κηδεμόνας, η τροφός και γιατρός μας. Που θα καταφύγω τώρα εγώ ο ταπεινός, όπως είμαι για να βρώ παρηγοριά”.
Αμέσως αισθάνθηκα στην ψυχή μου μία ειρήνη, μία ανακούφιση και όλο μου το σώμα το αισθανόμουν ελαφρό και ευκίνητο. Άρχισα να κινούμαι και να περπατώ με ευκολία! Αυτό ήταν όλο. Απόκτησα την υγεία και την όρεξή μου να συνεχίσω την διακονία μου στους Γέροντές μου».
Πόση δύναμη περνάμε, όταν μας διηγόταν τόσο ζωντανά την παρουσία της Χάριτος, εάν την επικαλεσθεί κάποιος με πίστη! Ο Γέροντας Εφραίμ είχε υπερβολική αγάπη στην Παναγία. «Τι να κάνω, έλεγε, πολλές φορές όταν λειτουργώ δεν μπορώ να προφέρω το όνομά Της. Όταν Την επικαλούμαι, αισθάνομαι μέσα μου μία πυράκτωση της καρδίας μου».
«Είχε έρθει μία φορά στην καλύβη μας ένας καλός ψάλτης από τους Δανιηλαίους. Μας πέτυχε στην Λειτουργία. Ορίστε π. Δανιήλ να ψάλλετε το “Άξιον εστί”. Και το έψαλλε. Εκείνη την ώρα ξέρετε τι είπα; Εσύ π. Δανιήλ ψέλνεις και υμνολογείς τον Θεό, δοξάζεις τον Θεό με την καλλιφωνία και την ψαλτική. Εγώ δεν έχω τίποτε άλλο να προσφέρω στον Θεό παρά τον πόνο που αισθάνομαι στο ποδάρι μου. Αν θα με ελεήσει ο Θεός, εξαιτίας του πόνου θα με ελεήσει.
-Γέροντα, τι πειρασμούς περάσατε;
«Θα σας πω το απόρρητο της ζωής μου. Το έκζεμα, αυτή την πληγή που έχω στο πόδι, την έχω από δεκαπέντε χρονών. Δοκίμασα διάφορα φάρμακα. Τίποτε. Τώρα που πέρασε η ηλικία επιδεινώθηκε. Καθήμενος στο κρεβάτι του πόνου, έτσι το λέω εγώ, έχω το πόδι ψηλά και λίγο ανακουφίζομαι. Καθήμενος εδώ δημιουργήθηκε κύστη κόκκυγος. Όταν το σκέπτεσαι αυτό είναι το πλέον φρικωδέστερο. Προκαλεί πολύ πόνο. Σε όποια στάση και αν καθήσεις πονάς. Σε πονά ο γλουτός. Σε προειδοποιεί ότι θα ανοίξει πληγή. Υπομονή, υπομονή. Έως ότου μία φορά δεν άντεξα και έπεσα σε απόγνωση. Μόνο που να σκέφτεσαι την λέξη απόγνωση είναι φρίκη. Είναι γεύση κολάσεως, γεύση γεένης. Κράτησε έξι έως εφτά λεπτά. Μέσα στον πόνο, μέσα στην απελπισία που βρισκόμουν, δεν έλεγα τίποτε στην συνοδία μου. Μία φωνή άκουσα ως αύρα λεπτή. “Έτσι σε θέλει ο Θεός”. Με αυτό πήρα μία βαθιά αναπνοή. “Ε! νάναι ευλογημένο, αφού έτσι με θέλει Ο Θεός. Αλλά δος μου υπομονή, γιατί δεν αντέχω”. Τι να κάνω; Να βγω έξω να κάνω εγχείριση; Ολοι σου λένε εγχείριση να κάνεις. Πως θα βγω όμως;
Σηκώνομαι απελπισμένος και πηγαίνω στο καντηλάκι της Παναγίας. Και το καντηλάκι της Παναγίας, θαυματουργό είναι. Παίρνω λίγο βαμβάκι και αλείφω το μέρος, που είναι η κύστη κόκκυγος, και δεξιά και αριστερά τους γλουτούς. Αυτό το έκανα τρεις ημέρες. Την τρίτη ημέρα άφαντος ο πόνος. Θαυματούργησε η Παναγία. Εφαρμόστηκε η συχνή πατερική ρήση, “υπομονή στις θλίψεις” .
Η σκέπη της Παναγίας πάντα υπάρχει, αλλά δεν την βλεπομε. Τότε την βλέπομε, όταν πρόκειται να πέσομε μέσα στο χάος, στην άβυσσο. Τότε μας απαλλάσσει από την καταβόθρα. Και όχι μόνο αυτό. Το κυριότερο να πούμε. Όταν έφυγαν οι πόνοι, μία χαρά κυκλοφόρησε μέσα μου ως μία πληροφορία, ότι ο Θεός την πολλή Του, την άμετρη αγάπη, την φανέρωσε με το να μου δώσει την πληγή κάτω στο ποδάρι. Και δεν χόρταινα να δοξάζω, να υμνολογώ, να ευγνωμονώ τον Θεό, που μου έδωσε την πληγή.
Γι’ αυτό, καλές είναι οι θλίψεις, καλά τα βάσανα, καλές οι στενοχώριες. Ξέρει ο Θεός, γιατί τις δίνει. Περισσότερο πλησιάζομε τον Θεό με τις θλίψεις. “Εν θλίψει επλάτυνάς με” (Ψαλ.4,2) και κατά το πατερικό “ο φεύγων πειρασμόν επωφελή, φεύγει ζωήν αιώνιον”.
Γι’ αυτό ο άνθρωπος να μην απελπίζεται. Να μην έρχεται σε απόγνωση με μία αποτυχία. Η αποτυχία μετατρέπεται σε επιτυχία, διότι έτσι γνωρίζεις ποιο είναι το θέλημα του Θεού. Το θέλημα του Θεού, δεν είναι πάντοτε γλυκό. Είναι και πικρό! “Το ποτήριον ο δέδωκε μοι ο πατήρ, ου μή πίω αυτό;” (Ιω.18,11). Διαμέσου του σταυρού ήλθε η ανάσταση. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επαινεί τον Ιώβ, όχι για την προηγούμενη ζωή του, που ήταν ελεήμων, οικτίρμων, φιλόξενος, της προσευχής, αλλά για την υπομονή, που έκανε στην ασθένεια που του παραχώρησε ο Θεός. “Την υπομονήν Ιώβ ηκούσατε” (Ιακ. 5,11). Με αμεριμνία και με άνεση, δεν πάμε στον ουρανό. Θα δώσουμε αίμα για να πάρουμε πνεύμα.
Θυμάμαι όταν πήγα στα Ιεροσόλυμα με πλησίασε μία γερόντισσα και ήθελε να μου πει ένα όραμα, που είδε. Είδα Γέροντα τους τρείς Πατριάρχες, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ μέσα στον παράδεισο. Τους είπα, θέλω να έρθω και εγώ εκεί. Έλα, μου λένε. Από πού; Από τον δρόμο. Ποιό δρόμο; Μου έδειξαν ένα μονοπάτι δεκαπέντε πόντους. Μα αν έρθω από αυτό θα σχίσω τα ρούχα μου. Α!, γερόντισσα, από αυτό ήρθαμε και εμείς.
Με γλυκίσματα, δεν πάμε στον παράδεισο. Έχει κάτι φαρμάκια! Με αυτά όμως καθαρίζεται η ψυχή».
(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Ο χαρισματούχος υποτακτικός. Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 12, σ. 135-142)
Δείτε και άλλα Πατερικά Κείμενα πατώντας εδώ.