(Λουκ. στ’ 31-36)

Εἶπεν ὁ Κύριος· καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. καὶ ἐὰν δανείζητε παρ' ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστίν.

Ερμηνεία

Στο σημερινό Ευαγγέλιο -όπως και σε όλα- ο Κύριος μας προσκαλεί σε μια πνευματικότερη και θεία κατάσταση, πέρα από τη φυσική, στην οποία ζούμε και υπάρχουμε υποδουλωμένοι στη φύση, που θα καταλήξει στη φθορά και τον θάνατο.
Ο Κύριος μιλά για την αρετή της αγάπης, όπως εκδηλώνεται στον άνθρωπο, που ζει για να ικανοποιεί τις ανάγκες και επιθυμίες της φύσεως, δηλαδή της «κατά σάρκα» ζωής του. Είναι η αγάπη, που αναφέρεται σε κείνους που μας αγαπούν. Η αγάπη της φύσεως θα μείνει άμισθη, τονίζει ο Χριστός, γιατί είναι αγάπη συμφεροντολογική, σε όσους μας κάνουν καλό, στους «ἀγαθοποιοῦντας ἡμᾶς».
Στη συνέχεια μίλα για την αγάπη στον εχθρό, που ξεπερνά τη φύση και είναι η ζωή της Χάριτος. Αυτή αμείβεται με «μισθόν πολύν» και κάνει τον άνθρωπο «υἱὸν τοῦ Ὑψίστου».
Σκοπός του σημερινού Ευαγγελίου είναι η «διὰ σταυροῦ» διάβαση από τη ζωή της φύσεως στη ζωή της Χάριτος.
louka b1. Η ζωή ως αγάπη
Ο Θεός, λένε οι Πατέρες, έκανε τον άνθρωπο φιλάγαθο, φιλάνθρωπο και αμνησίκακο, δηλαδή «κατ' εικόνα» δική Του. Να αγαπά το καλό, τον Θεό, τον άνθρωπο, χωρίς όρια και διακρίσεις, χωρίς να θυμάται ή να σκέπτεται το κακό, που τυχόν θα του έχουν κάνει. Είναι προσόντα που τα έχει ο Θεός σε τέλειο και απόλυτο βαθμό και τα χάρισε και στον άνθρωπο σε μικρότερο βαθμό, για να έχει τη δυνατότητα να ζει και να υπάρχει κατά θείο τρόπο, που ζει και υπάρχει ο Τριαδικός Θεός. Αγαπώντας ο άνθρωπος τον Θεό, καθώς και τους συνανθρώπους του, μετέχει στον αγαπητικό τρόπο ζωής του Θεού, που είναι αθανασία και αιωνιότητα. Ο άνθρωπος ζει αληθινά, όταν αντλεί ζωή από τη θεία ζωή. Ελευθερώνεται η γήινη φύση από τις δικές της επιθυμίες και εντάσσεται κι αυτή στο θέλημα του Θεού, στον θείο τρόπο ζωής και μετέχει στην αιώνια ζωή. Αυτή είναι η ζωή της Χάριτος, στην όποια ο Θεός κάλεσε και τον άνθρωπο να μετάσχει.
Ο Κύριος στο σημερινό Ευαγγέλιο παραγγέλλει στον άνθρωπο να μη περιορίζει την αγάπη του στους «ἀγαπῶντας αὐτὸν», ούτε να κάνει το καλό σε κείνους μόνο, που τον ευεργετούν, αλλά να αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του. Με τα λόγια αυτά τον προσκαλεί σε κάτι που ήταν έμφυτο, που συνιστούσε τη ζωή του. Ζούσε, επειδή αγαπούσε. Ζωή του ήταν η αγάπη. Και η αγάπη ήταν ζωή.
2. Από τη ζωή στην επιβίωση
Με την εγκατάλειψη όμως του Θεού και την άρνηση του τρόπου ζωής ως αγάπης και κοινωνίας με Αυτόν και τους συνανθρώπους του, ο άνθρωπος έχασε τη ζωή, έπαυσε να υφίσταται, να υπάρχει, να αντλεί ζωή από τη Ζωή και εγκλωβίστηκε στον εαυτό του, στα θελήματα της γήινης φύσης του. Από τη σχέση του με την «ὄντως Ὕπαρξῃ» ξέπεσε στην «ανυπαρξία».
Τότε, αντί για ζωή, επεδίωξε μια φυσική επιβίωση με τα φθαρτά στοιχεία του υλικού κόσμου και με τις λειτουργίες του φυσικού οργανισμού του. Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος πέθανε, γιατί έχασε αυτό, που για τον Θεό ήταν ζωή. Τη σχέση και κοινωνία μαζί Του και τη ζωή που απέρρεε απ’ αυτή. Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος χωρίς αγάπη, από φιλόθεος και φιλάνθρωπος γίνεται φίλαυτος και εγωκεντρικός. Υποδουλώνεται στη φύση και τις ανάγκες της, στην «κατά σάρκα ζωή», όπως ονομάζει την κατάσταση αυτή ο απ. Παύλος. Όλες οι φυσικές του δυνάμεις αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση της αυτόνομης ζωής του, της αποκομμένης από τον Θεό. Τη θέση του Θεού πήραν τα αμαρτωλά πάθη.
Ο Νόμος του Θεού, που ήταν γραμμένος στην καρδιά του, για να τον οδηγεί στον «κατά Θεόν» βίο, παραχώρησε τη θέση του στον «ἕτερον νόμον», τον νόμο της αμαρτίας, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος, που είναι «ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν» (Ρωμ. ζ, 5). Σκοπός του νόμου αυτού ήταν να εξυπηρετεί τις ανάγκες της αυτόνομης ανθρώπινης φύσεως. Αφού αυτοαποκλείσθηκε από τη Χάρη του Θεού, προσπαθεί τώρα να επιβιώσει με την ικανοποίηση των αναγκών της φύσεως: τη διατροφή, τη διαιώνιση, την αυτοπροβολή, τη δόξα των ανθρώπων κ.α. Θέλει να ζει αιώνια, αλλά την αιωνιότητα την έχασε από τη στιγμή, που έπαυσε η ζωή του να είναι αγάπη.
Έτσι καταλαβαίνουμε και το σημερινό Ευαγγέλιο, που μίλα για τον άνθρωπο, που δεν αγαπά όλους, αλλά τους «ἀγαπῶντας αὐτὸν», κάνει το καλό σε κείνους που τον ευεργετούν, δανείζει χρήματα σε όσους σίγουρα θα τα επιστρέψουν. Γίνεται δηλαδή δούλος της αυτόνομης χοϊκής ύπαρξής του, που έχασε την αληθινή ζωή και προσπαθεί απλά να επιβιώσει. Αφού δεν αντλεί ζωή από τον Θεό, προσπαθεί από τους ανθρώπους και τα χρήματα να εξασφαλίσει κάποια επιβίωση, που καταλήγει στη φθορά και τον θάνατο.
Πολλές φορές η αυτονομημένη ανθρώπινη φύση φτάνει σε τέτοια κατάπτωση, που δεν αγαπά ούτε τους αγαπώντας αυτήν, ούτε δανείζει σ’ αυτούς που υπόσχονται πως θα τα επιστρέψουν, αλλά απαιτεί βαρείς τόκους και γίνεται τοκογλύφος σε βάρος του αδελφού, με τη ψευδαίσθηση, πως με τα πλούτη θα κερδίσει τη ζωή. Είναι μια άρνηση της αλήθειας, ότι η διαιώνιση της ζωής είναι η αγάπη στον Θεό και τον συνάνθρωπο και η προσωπική κοινωνία μαζί τους. Η απουσία της αγάπης είναι κόλαση για τον άνθρωπο, όπως είπε κάποιος. Η πρόσκληση λοιπόν του Κυρίου μας είναι να ξαναβρούμε την αληθινή ζωή, που είναι αγάπη.
3. Ο σταυρός της τέλειας αγάπης
Ο Χριστός με την ενανθρώπηση του πήρε τη χωρισμένη από τον Θεό φύση μας, που βρισκόταν γι’ αυτό στη φθορά και τον θάνατο και την ένωσε με τη θεότητά Του. Την καθάρισε από τα αυτόνομα θελήματά της και την εναρμόνισε προς το θέλημα του Πατρός Του και την απόλυτη αποδοχή Του. Ενωμένη με τον Θεό, βρήκε αυτό που έχασε: την «ὄντως ζωὴν», που είναι αγάπη και κοινωνία με τον Θεό και με τον άνθρωπο. Εγκαταλείπει τη φιλαυτία της και γίνεται ξανά φιλόθεη και φιλάνθρωπη. Ενώ πριν την προσλάβει ο Χριστός αγαπούσε κατά το συμφέρον της, τώρα αγαπά όλους και τους μεγαλύτερους εχθρούς. Η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Κυρίου ξαναβρήκε την αγάπη ως πηγή της ζωής, από την όποια ξέπεσε, για να ζήσει αυτόνομα.
Ζωή αληθινή, αθάνατη και αιωνία για την ανθρώπινη φύση του Χρίστου, είναι η κοινωνία της αγάπης με τον Θεό και τον άνθρωπο. Γι’ αυτό ο Χριστός αγαπά όλους και αυτούς που τον σταύρωσαν και τους συγχωρεί. Γι’ αυτό ανάστησε τη φύση μας από τον θάνατο της φιλαυτίας και του εγωκεντρισμού. Αν ενεργούσε σύμφωνα με τις επιταγές της αυτόνομης φύσεως, που αγωνιζόταν για επιβίωση, θα αφάνιζε τους εχθρούς Του. Δε θα δεχόταν ν’ ανεβεί στον Σταυρό ή θα κατέβαινε για να μη πεθάνει, όπως τον προκαλούσαν οι σταυρωτές Του. Αυτό όμως θα ήταν προτίμηση της επιβίωσης από τη ζωή, δηλαδή θάνατος για την ανθρώπινη φύση. Ο Χριστός δεν θυσίασε την αιώνιο ζωή για την πρόσκαιρη επιβίωση. Γι’ αυτό η ανθρώπινη φύση Του και όταν έπασχε στον Σταυρό νικούσε τον θάνατο. Νικούσε η αγάπη Του στον Πατέρα Θεό και στους ανθρώπους, στους όποιους συμπεριλαμβάνονταν και οι σταυρωτές Του. Αν δεν αγαπούσε κι αυτούς, θα καταργούσε το, «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ». Χάρη στην τέλεια αγάπη του δεν είχε εχθρούς, αλλά ασθενείς αδελφούς, αποτυχημένους από την αληθινή ζωή, «νεκρωμένους τῇ ἁμαρτίᾳ», που θυσιάστηκε για να τους αναστήσει. «Λοιδορούμενος, οὐκ ἀντελοιδόρει» (=υβριζόταν και δεν ανταπέδιδε τις ύβρεις). Ο Ίδιος ήταν η αγάπη του «Υἱοῦ τοῦ Ὑψίστου», που λέγει και το σημερινό Ευαγγέλιο.
Όταν μας παραγγέλλει στο σημερινό Ευαγγέλιο, «αγαπάτε τους εχθρούς σας και να τους ευεργετείτε και να τους δανείζετε, χωρίς να περιμένετε να σας τα επιστρέψουν», μας καλεί να απαλλαγούμε από τον θάνατο, να αποδεχτούμε τον δικό του τρόπο ζωής, της αγάπης, που είναι ζωή αιωνία. Θάνατος είναι η απουσία της αγάπης από το είναι μας, από τη ζωή και την ύπαρξή μας.
Αυτός ο τρόπος ζωής είναι σταυρός. Είναι υπέρβαση και νέκρωση μέσα στην ύπαρξή μας, του σαρκικού τρόπου ζωής. Είναι η πραγματοποίηση του «ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν». Είναι ελευθερία από τον αμαρτωλό εαυτό μας, ο οποίος θεωρεί «μωρίαν» την αγάπη στον εχθρό και θέλει την εξαφάνισή του. Αυτό όμως είναι πτώση, αποτυχία, απώλεια της ζωής, φθορά και θάνατος.
Άραγε είναι δυνατό στον άνθρωπο να φτάσει τον τρόπο ζωής ως αγάπης, που αγκαλιάζει και τους εχθρούς, αφού προϋποθέτει την νέκρωση του παλαιού ανθρώπου, που ζει μέσα μας; Αν δεν ήταν δυνατό, δε θα το ζητούσε ο Κύριος.
4. Το παράδειγμα των Αγίων
Αν κοιτάξουμε την «κοινωνία της αγάπης των Αγίων» θα δούμε να πραγματοποιείται ο τρόπος αυτός. Οι Άγιοι μπαίνουν και στη φωτιά για να σώσουν άλλους. Αυτή η αγάπη είναι επανάσταση κατά της δουλείας του «εγώ», ένας «αναρχισμός». Να είσαι έτοιμος να δώσεις τον εαυτό σου για τη σωτηρία του άλλου, του αδελφού, όπως ο αββάς Αγάθων, που ήθελε να βρει ένα λεπρό, να του δώσει το σώμα του και να πάρει το δικό του. Είναι ελευθερία από «παντός πράγματος». «Ὑπεραίρεσαι (=ανυψώνεσαι) ὑπὲρ τὴν φύσιν καὶ φθάνεις τὴν ἀγάπην». «Οὐδὲν θαρσαλεώτερον» (αγ. Ισαάκ). Η ανθρώπινη φύση από τον θάνατο του «εγώ», της φιλαυτίας μας, του παλαιού ανθρώπου, προβάλλει μεγάλες αντιστάσεις.
Ο Χριστιανός με την άσκησή του και τη δύναμη του Θεού στοχεύει στην υπέρβαση της ασθενείας της φύσεως, στην απελευθέρωση από το «εγώ». «Τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής», είπεν ο Κύριος και γι’ αυτό πρόσθεσε το «γρηγορεῖτε». Και στο σημερινό Ευαγγέλιο έδειξε και τον τρόπο για να φτάσουμε την αγάπη στον εχθρό. Προχωρεί ο Κύριος εξελικτικά. Πρώτα ξεκινά με τον έμφυτο νόμο, «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμὶν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Αυτόν τον «ἔμφυτον λόγον», παραγγέλλει ο αδελφόθεος Ιάκωβος, «δέξασθε, τὸν δυνάμενον σώσαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (α΄, 21). Μέσα μας ο Θεός έβαλε τη γνώση, για το πως θα ενεργούμε. Όταν μας έρχεται να ενεργήσουμε με τρόπο, που θα πλήξουμε τον συνάνθρωπο μας, ας σκεφτούμε, λέγει ο Κύριος: Εμείς δεν επιθυμούμε να μας πλήξει κανένας. Δεν θέλουμε να μας υβρίσει, να μας προσβάλει ή να μας προξενήσει οτιδήποτε κακό. Κατά τον ίδιο τρόπο να διακείμεθα κι εμείς απέναντι στον οποιονδήποτε άνθρωπο.
Στη συνέχεια δε, όχι απλά να αποφεύγουμε να κάνουμε το κακό, που δεν θέλουμε να κάνει ο άλλος σ’ εμάς, αλλά να κάνουμε και το αγαθό, που θα επιθυμούσαμε να κάνουν οι άλλοι σ’ εμάς. Εφ’ όσον επιθυμούμε τη βοήθεια των συνανθρώπων μας, κατά την ώρα που έχουμε ανάγκη, να δίνουμε κι εμείς τη δική μας βοήθεια σε κείνους. Έτσι προχωρούμε σταδιακά από τα μικρά στα μεγάλα. Αν δε μπορούμε να αγαπούμε, τουλάχιστο να μη μισούμε και να μην καταριόμαστε κανένα. Και αν δε μπορούμε να ευεργετούμε τους εχθρούς μας, τουλάχιστο να μην τους αδικούμε. Αν όμως μπορέσουμε να ευεργετήσουμε αυτούς που μας μισούν και μας αδικούν, τότε θα πάρουμε λαμπρότερο στεφάνι, λέγει ο ι. Χρυσόστομος. Ας συγχωρούμε όλους και μην κατακρίνουμε κανένα. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού.
5. «Καθ’ ὁμοίωσιν» Θεού
Ο Κύριος μας προσκαλεί τελικά στη θέωση. Όχι απλά να μείνουμε σε κάποια επιτέλεση του καλού, αλλά να γίνουμε «υιοί Υψίστου», κατά χάριν, κατά το παράδειγμα του «κατά φύσιν» Υιού Του, του Κυρίου ἡμῶν Ιησού Χριστού. Να ζήσουμε τη ζωή μας ως αγάπη προς πάντας, όπως ο Πατέρας μας ο ουράνιος και ο Κύριος Ιησούς. Εάν αγαπάμε όσους μας αγαπούν, γινόμαστε όμοιοι με τους ειδωλολάτρες και τους τελώνες. Εάν όμως αγαπάμε εκείνους που συμπεριφέρονται με τρόπο πονηρό απέναντί μας, γινόμαστε όμοιοι με τον Θεό Πατέρα μας, που είναι αγαθός και αγαπά τους «ἀχαρίστους καὶ πονηρούς».
Είθε να ξαναβρούμε το αρχαίο αξίωμα της θείας εικόνας μέσα μας, για να αποφύγουμε τον θάνατο από την απουσία της αγάπης.
Όπως αναφέραμε, αυτό είναι σταυρός, οδύνη μέσα στο ίδιο το σώμα μας, είναι ανέβασμα πολύ ανηφορικό, κατορθωτό όμως για κείνον που θα πιστέψει τα λόγια του απ. Παύλου: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ».
Ο δε Θεός της αγάπης θα είναι «ἐν μέσω θεῶν» αγαπώντων και αγαπωμένων.

Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διά τῶν Σπορίμων, Τόμος Β΄.