(Μάρκ. η΄ 34 – θ΄ 1)
Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὃστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὃς γὰρ ἐὰν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ΄ ἂν ἀπολέσει τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελεῖ ἄνθρωπον κερδῆσαι τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῆναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς, Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσίν τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἔως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
Ερμηνεία
Με την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού που γιορτάσαμε, αλλά και σήμερα, Κυριακή μετά την Ύψωση, και την παρελθούσα Κυριακή προ της Υψώσεως, η Αγία μας Εκκλησία, τόσο με τα ιερά αναγνώσματα των Αποστολικών και Ευαγγελικών περικοπών, τις Προφητείες του Εσπερινού και την Υμνολογία της, θέλει να μας μυήσει στο Μυστήριο του Σταυρού, ώστε να γίνει ο Σταυρός τρόπος ζωής μας. Να τον φέρουμε στα μέλη μας, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, για να μας ελευθερώσει με την ενέργειά Του από τον «νόμον της αμαρτίας», που βρίσκεται «ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν»• να μας κατευθύνει στην πορεία της ζωής μας• να τον φέρουμε στην καρδιά μας και Αυτός να είναι η δόξα μας, μέσα από την αδοξία, την ατιμία, τους ονειδισμούς, τις πληγές, τις ύβρεις, που είναι όλα «κοινωνία (=μετοχή) των παθημάτων» του Κυρίου μας.
Διά μέσου του σταυρού της νεκρώσεως των αμαρτωλών παθών μέσα μας, που είναι «νέκρωσις ζωηφόρος» και γενικά της θυσίας παντός πράγματος, στο οποίο δεν αρέσκεται ο Θεός, διαβαίνουμε από τον θάνατο των φθαρτών και επιγείων πραγμάτων, που είναι απάτη, προς τα πνευματικά και ουράνια, προς την «ἐν Χριστῷ ζωὴν», την άφθαρτη και ατελεύτητη, δηλαδή την Ανάσταση, που ο Κύριος μας χάρισε «διὰ τοῦ Αἵματος τοῦ Σταυροῦ Αὐτοῦ» (Κολ. α' 20).
1. Το μυστήριο, το «κεκρυμμένον ἐν τῷ Θεῷ»
Ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου μας και γενικά όλο το Μυστήριο της θείας Οικονομίας, όπως αναφέρει ο απ. Παύλος (Ῥωμ. ιδ΄ 24, Ἐφ. γ΄ 9, Κολ. α΄ 26) ήταν μυστήριο κρυμμένο από των «αιώνων και των γενεών». Όχι μόνο άγνωστο στους ανθρώπους, αλλά και στους αγγέλους. Ήταν η «ευδοκία του Πατρός», δηλαδή το προαιώνιο θέλημα του Θεού να σώσει τον κόσμο από την αμαρτία και τον θάνατο.
Το μυστήριο αυτό, φανερώθηκε και σ’ εμάς, όταν «ὁ Πατὴρ ηὐδόκησε» και το Άγιο Πνεύμα συνήργησε και εσκήνωσε στην Παρθένο Μαρία και με τρόπο υπερφυσικό συνέλαβε και γέννησε τον Θεάνθρωπο Χριστό, ο οποίος με τον «υπέρ λόγον και έννοιαν» σταυρικό Του θάνατο και την Ανάστασή Του, πραγματοποίησε τη σωτηρία. Απάλλαξε δηλαδή τον άνθρωπο από τον θάνατο της παρακοής και του χάρισε την «ἐν τῷ Θεῷ» ζωή, που είναι ανάσταση.
Ο τελικός δηλαδή σκοπός του «σεσιγημένου» Μυστηρίου ήταν: Ο Θεός μέσα στον άνθρωπο και ο άνθρωπος μέσα στον Θεό. Τα δύο συνάπτονται σε ένα και πραγματοποιείται το μέγα μυστήριο, η θέωση του ανθρώπου.
2. Ο προγονικός θάνατος
Ο θάνατος του ανθρώπου επήλθε μέσα στον Παράδεισο και ήταν άρνηση ενός ελάχιστου σταυρού, μιας μικρής θυσίας, άρνηση υποταγής και υπακοής της ανθρωπίνης φύσεως σ’ αυτό που ήθελε ο Θεός. Η αναίρεση του θανάτου και η ανάσταση της ζωής επετεύχθηκε από τον Χριστό, γιατί αποδέχθηκε τον πιο οδυνηρό σταυρό, υπακούοντας στον Θεό Πατέρα.
Ήταν στην επιλογή του ανθρώπου και η ζωή και ο θάνατος. Ζωή ήταν η αγαπητική σχέση και κοινωνία με τον Θεό. Θάνατος ήταν η διακοπή της σχέσης αυτής και η απομάκρυνση από τον Θεό, για να πάρουν τη θέση Του τα αμαρτωλά πάθη, το «φρόνημα της σαρκός».
Αν αγαπούσε τον Θεό με όλες τις δυνάμεις του και ήταν πάντοτε πρόθυμος να υπακούει και να ταυτίζει το θέλημά του με το θέλημα του Θεού, αυτό θα ήταν ζωή και αθανασία. Η ζωή του δεν θα ήταν αποτέλεσμα της «βρώσεως (=τροφής) και της πόσεως» των φθαρτών αγαθών του κόσμου. Αν ήταν αυτά, θα οδηγείτο στον θάνατο. Τα λάμβανε βέβαια κι αυτά ως δώρα του Θεού και γίνονταν μέσα ευχαριστίας και δοξολογίας του Θεού, και συνέβαλλαν στη διατήρηση της σχέσης του με τον Θεό.
Αυτό που ζωοποιούσε τον άνθρωπο με ζωή άφθαρτη και αθάνατη ήταν η Χάρις του Θεού, που προερχόταν από τη σχέση του με τον Θεό, και θα τον έκανε θεό «κατά χάριν». Η Χάρις επιδρούσε, όχι μόνο στην ψυχή, αλλά και στο σώμα, γιατί κι αυτό «πριν από την πτώση ήταν απαθές και άφθαρτο και δεν είχε σχέση με τα πάθη» (αββάς Ισαάκ). Ήταν εναρμονισμένο με την ψυχή στην ευχαριστία και δοξολογία του Θεού. Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος «μεταμορφωνόταν από δόξης εις δόξαν».
Για να μείνει ο άνθρωπος σταθερός στη σχέση του με τον Θεό, έπρεπε να τον αγαπά και να τον ποθεί «ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ διανοίας» και να είναι πρόθυμος να θυσιάσει οτιδήποτε, και τη φυσική ζωή του ακόμη, σ’ αυτή την αγάπη. Για τον σκοπό αυτό έπρεπε να κάνει έναν εσωτερικό αγώνα, μια νοητή πάλη, για να επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις του, ψυχικές και σωματικές, τις σκέψεις και επιθυμίες του στην υπακοή του Θεού. Να νεκρώνει κάθε αντίθετο θέλημα της υλικής φύσεώς του, του «σαρκικού φρονήματος», όπως λέγει ο απ. Παύλος, που τυχόν θα δημιουργόταν μέσα του και θα μπορούσε να τον αιχμαλωτίσει και να τον απομακρύνει από τον Θεό.
Αυτός ο διαρκής εσωτερικός πόλεμος ήταν ο σταυρός του, η άσκησή του, ο σταυρός της υπακοής στον Θεό. Ήταν οδύνη που οδηγούσε σε μια ζωή αιώνια, χωρίς οδύνη και πλήρη πνευματικής ηδονής. Η ολοπρόθυμη αποδοχή αυτού του σταυρώσιμου τρόπου ζωής θα ήταν μια έμπρακτη απόδειξη ότι αναγνώριζε την ανεκτίμητη Χάρη του Θεού και πως θα ήταν έτοιμος και «αίμα να δώσει» για να μείνει «ἐν τῷ Θεῷ», μέχρι που να φθάσει στην «κατά χάριν» θέωση. Θα ήταν η διαρκής δοξολογία και ευχαριστία στον Θεό, ανταπόκριση στη δική Του αγάπη, γιατί τον κάλεσε στη σχέση και κοινωνία μαζί Του, που ήταν ζωή αιώνια.
Δυστυχώς ο άνθρωπος αρνήθηκε αυτό τον τρόπο ζωής και στράφηκε προς τα αισθητά πράγματα και έγινε αιχμάλωτος στα πάθη και στον δημιουργό τους διάβολο. Τον πλάνησε πως είναι δυνατό να γίνει θεός, χωρίς τη Χάρη του Θεού, φτάνει να ικανοποιούσε την επιθυμία της σάρκας με αισθητά πράγματα, με τον καρπό του δένδρου, που ήταν φθαρτός και που δεν πήρε ευλογία από τον Θεό να φάγει. Προτίμησε τα πρόσκαιρα από τα αιώνια, την πρόσκαιρη ηδονή της φύσεως, που θα τον οδηγούσε σε αιώνια οδύνη.
Η άρνηση του εσωτερικού αγώνα υπακοής στον Θεό, που ήταν οδύνη χαροποιός, ήταν άρνηση του σταυρού της ταπείνωσης και της αγάπης, που έφερε τον θάνατο, πρώτα τον πνευματικό, που ήταν χωρισμός από τον Θεό και ύστερα τον φυσικό, τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα. Η απουσία του Θεού είναι ο καθαυτό θάνατος, η κόλαση, ο άδης, το «σκότος τὸ ἐξώτερον».
3. Ο Σταυρός, το «φρόνημα του Χριστού»
Τον Σταυρό της υπακοής στον Θεό, που αρνήθηκε ο άνθρωπος, τον αποδέχθηκε με την ενανθρώπησή του ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Δέχθηκε στο Σώμα Του τον θάνατο της παρακοής μας και με την τέλεια υπακοή Του στον Θεό Πατέρα, τον μεταποίησε σε ζωή και αθανασία. Παρόλο που ήταν Θεός τέλειος, ίσος με τον Πατέρα, «ἐκένωσεν ἑαυτὸν», όπως λέγει ο απ. Παύλος, απαρνήθηκε κάθε τιμή και δόξα και ανθρώπινη απόλαυση και επιθυμία και δικαίωμα για φυσική ζωή, δηλαδή αυτά που έφεραν τον θάνατό μας και έθεσε τον εαυτό του στην πλήρη υπακοή στο θέλημα του Πατέρα. Όλες οι δυνάμεις της ψυχής και του σώματός Του, εναρμονίσθηκαν με το θέλημα του Θεού. Γι' αυτό και όταν ο διάβολος τον κτύπησε με τους απίστους Ιουδαίους και με όλα τα ανθρώπινα πάθη (μίσος, απανθρωπία, αλαζονεία, εξευτελισμοί, σταυρικός θάνατος) για να τον κάνει να αμαρτήσει, δεν πέτυχε τίποτε. Τα «νέκρωσε ὅλα ἐν τῇ σαρκὶ Αὐτοῦ», με άκρα οδύνη, αλλά τα μεταποίησε σε αγάπη, ταπείνωση, συγχώρηση, όπως ήταν το θείο θέλημα, για να σώσει τον άνθρωπο. Εφάρμοσε με άκρα συνέπεια το «ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ», που μας δίδαξε. Ο Σταυρός έγινε το «φρόνημά» Του, όπως λέγει ο απ. Παύλος (Φιλ. β' 5-8).
Στην Παλαιά Διαθήκη (Άσμα 3, 7) ονομάζεται ο Σταυρός «κλίνη του βασιλέως της ειρήνης», δηλαδή του Χριστού. Αυτό δηλαδή που αναπαύει ως άλλη κλίνη (=κρεβάτι) είναι ο Σταυρός. Εκτός από τον Σταυρό τίποτε δεν υπήρχε σ’ αυτό τον κόσμο, που να μπορεί να τον αναπαύσει. «Οὐκ εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνει» και την έκλινε μόνο στον Σταυρό. Ο Χριστός αναπαύεται όπου δεν υπάρχει αμαρτία, όπου αυτή σταυρώνεται και νεκρώνεται. Πάνω στον Σταυρό θανατώθηκε η αμαρτία της παρακοής και ο θάνατος, που αυτή έφερε. Γι’ αυτό και ο Θεός Τον «υπερύψωσε», τον δόξασε, τον ανύψωσε και υπόταξε σ' Αυτόν κάθε αρχή και εξουσία του διαβόλου, που αιχμαλώτισε τον άνθρωπο. Καταργήθηκε το κενό, ο χωρισμός Θεού και ανθρώπου, που έφερε η αμαρτία της παρακοής. Ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό και όχι άπλα δεν μένει μακριά του, αλλά ενθρονίζεται «εν δεξιά» του Πατρός και γίνεται μέτοχος της θείας και αϊδίου ζωής.
4. Ο Πέτρος και το φρόνημα των ανθρώπων
Ο Πέτρος μιλούσε ανθρώπινα και όχι «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι», γι' αυτό και δεν μπορούσε να καταλάβει το μέγα μυστήριο του Σταυρού του Χριστού, του «Μεγάλου Αρχιερέως και θύματος» (Γρηγ. Θεολ.). Προσπάθησε να αποτρέψει τον Χριστό από τον σταυρικό θάνατο. Για τον Πέτρο απόλαυση ήταν η φυσική ζωή, τα πρόσκαιρα αγαθά, το «φρόνημα της σαρκός», που είναι «ἔχθρα εἰς Θεὸν» (Ρωμ. η' 7), γιατί «δεν φρονούσε τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων», όπως του είπε ο Κύριος. Γι' αυτό ο Χριστός, σύμφωνα με τον Πέτρο, πρέπει να αποφύγει τον θάνατο, που τερματίζει τη φυσική ζωή. Ο Χριστός αποκαλεί τον Πέτρο σατανά, γιατί δεν έχει το «φρόνημα του Θεού», που είναι ο Σταυρός, αλλά των ανθρώπων και του σατανά, που δεν θέλει να σωθεί ο κόσμος. Ο Σταυρός και ο θάνατος, για τον Χριστό, ελευθερώνει τον άνθρωπο από την τυραννία της αμαρτίας και του θανάτου, που αυτή έφερε και επαναφέρει τον άνθρωπο στην κοινωνία και ένωση με τον Θεό. Σταυρωνόμαστε θα πει νεκρώνουμε όλα εκείνα, που μας υπέδειξε ο διάβολος και τα δεχθήκαμε και μας χώρισαν από τον Θεό, δηλαδή μας θανάτωσαν.
5. Ο Χριστός μας προσκαλεί στον Σταυρό
Στον Πέτρο, που δεν επιθυμεί τον Σταυρό της θυσίας και υπακοής στον Θεό, ο Χριστός δίνει κατηγορηματική απάντηση, που άφορα όλους τους ανθρώπους: Η απάρνηση του σαρκικού εαυτού μας και η άρση του σταυρού μας είναι ο μοναδικός τρόπος για να ακολουθήσουμε τον Χριστό. Πίστη στον Χριστό θα πει συσταύρωση με Αυτόν και ασφαλώς συνανάσταση και συνθέωση. Συμπάσχουμε με τον Χριστό, «ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν». Χριστιανός είναι εκείνος, που χάριν του Χριστού και του άγιου θελήματος Του, σηκώνει τον οποιονδήποτε καθημερινό σταυρό. Δέχεται, όχι μόνο στέρηση και θυσία των πρόσκαιρων απολαύσεων της φύσεώς του, αλλ’ είναι και πρόθυμος να δεχθεί ταπεινώσεις, ονειδισμούς, ύβρεις, ποικίλες θλίψεις και δοκιμασίες, ακόμη και τη ζωή του να θυσιάσει για τον Χριστό και το ευαγγέλιό Του.
Πάσχουμε για τον Χριστό, όταν με υπομονή δεχόμαστε οτιδήποτε θλιβερό επιτρέψει η αγάπη του Θεού και λέμε συνεχώς: Δόξα σοι ο Θεός. Εφ’ όσον «αἴρομεν τὸν σταυρὸ» μας, αναπαύουμε σ’ Αυτόν και τον Ίδιο τον Εσταυρωμένο, γιατί γινόμαστε η «κλίνη», που Τον αναπαύει. Είναι μεγάλη δύναμις, αν «ἀγαπήσωμεν τὸν πόνον τῆς σαρκὸς καὶ μισήσωμεν αὐτῆς τὴν ἡδονὴν» (άγ. Μάξιμος). Όλη η οδύνη του Σταυρού μεταποιείται σε χαρά και ανέκφραστη ηδονή, όταν γίνεται για τον Χριστό και τη Βασιλεία Του.
6. «Πάσχοντες τὴν ἀφαίρεσιν»
Οι Άγιοι γίνονταν «κοινωνοί των παθημάτων» του Χριστού, «πάσχοντες τὴν ἀφαίρεσιν». Η ζωή τους ήταν μια διαρκής αφαίρεση από τα «καλά» της φυσικής ζωής, μια διαρκής θυσία των παθών, ένας σταυρός, αληθινή μετάνοια. Είναι ο θάνατος της προαιρέσεως σε καιρό ειρήνης, που έφθανε και σε μαρτύριο σε καιρό διωγμών. Στο άκουσμα των λόγων του Χριστού «για απώλεια της ψυχής» (=της κατά σάρκα ζωής) οι Άγιοι δεν ήθελαν να ζουν «κατά σάρκα». Η «απώλεια» αυτής της ζωής ήταν ο καθημερινός τους Σταυρός, μέχρι που έφταναν να γίνουν «ἐν ἀσθενείᾳ», «μὴ ὄντες», όπως τονίζει ο απ. Παύλος, δηλαδή χωρίς δύναμη κοσμική, ανύπαρκτοι κατά κόσμον, στην πλήρη «απώλεια». Τότε εζωοποιούντο από μια άλλη Δύναμη. Από Εκείνον που «ζωοποιεί τους νεκρούς» (=κατά την αμαρτία) και «καλεί τα μη όντα ως όντα», ώστε να λένε: «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἑμοὶ Χριστὸς». Έτσι δεν ζούσαν για τον εαυτό τους, αλλά για τον «ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντα καὶ ναστάντα». Ποτέ δεν έκαναν το θέλημά τους - κι ας φαινόταν σωστό. Το θυσίαζαν στον σταυρό της υπακοής στον πνευματικό τους πατέρα, δηλαδή στην Εκκλησία, για να πάρουν με την ταπείνωσή τους τη Χάρη του Θεού, που είναι Ανάσταση και ζωή.
Η Ανάσταση «μέτρῳ δίδοται», ανάλογα με την άρση του Σταυρού. Εφ' όσον όλα εξασφαλίζονται δια Σταυρού, είθε να αγαπήσουμε τον σταυρό μας και να ανέλθουμε σ’ Αυτόν πρόθυμοι.
Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διά τῶν Σπορίμων, Τόμος Β΄.