(Γαλ. β' 16-20)
Ἀδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἄρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.
Ερμηνεία
Πραγματική επιδημική αρρώστια είναι για την κοινωνία μας ο ατομισμός και εγωκεντρισμός μας. Τα πάντα θυσιάζονται και προσφέρονται στο θεοποιημένο «Εγώ» μας. Η γλώσσα της καθημερινότητος αποτυπώνει πιστά αυτές τις εγωιστικές τάσεις: «Θα ζήσω τη ζωή μου», «θα κάμω τη ζωή μου» - είναι διακηρύξεις του σημερινού ανθρώπου, που ζώντας στην αποστασία από τη Χάρη του Θεού, αυτοανακηρύσσεται «Θεός» και αυτοορίζεται, ακολουθώντας μια πορεία ζωής με μόνη επιδίωξη την αυτοϊκανοποίηση και τον κορεσμό των ορέξεων και φιλοδοξιών του. Στον αντίποδα μιας τέτοιας ζωής μάς μεταφέρει ο Απόστολος Παύλος σήμερα, προσδιορίζοντας την ουρανομήκη αντίθεση μεταξύ χριστιανικής ζωής και μιας ζωής χωρίς Χριστό, χωρίς Χάρη.
«Ζῇ ἒν ἑμοὶ Χριστὸς»
Έτσι καθορίζεται η «μετά το βάπτισμα χρεωστουμένη πολιτεία (ζωή) των Χριστιανών», σημειώνει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Τούτο σημαίνει πως η ζωή, για την οποία ομιλεί ο Παύλος, δεν (πρέπει να) είναι ολίγων μόνο, μεγάλων ερημιτών και ασκητών, αλλά η ζωή κάθε χριστιανού, που με τη μετάνοιά του εισήλθε στο σώμα του Χριστού, διά του αγίου βαπτίσματος. Η ζωή αυτή δεν είναι πια η εγωκεντρική ζωή, την οποία ζούμε μέσα στον κόσμο. Είναι μια νέα ζωή, που ακολουθεί τη νέκρωσή μας, τη συσταύρωσή μας με τον Χριστό. Σταυρώνει ο πιστός τα πάθη, και τις επιθυμίες (Γαλ. ε' 24), καθαριζόμενος με τον ασκητικό αγώνα της μετανοίας του, και έτσι με το βάπτισμά του μετέχει του σταυρού και του θανάτου του Χριστού, για να γίνει μέτοχος και της αναστάσεώς Του. Ο βαπτισμένος Χριστιανός είναι ένας αναστημένος νεκρός. Γι’ αυτό λέγεται το βάπτισμα «πρώτη ανάσταση». Είναι ανάσταση από τον θάνατο της αμαρτίας. Αν λοιπόν η ανάσταση αυτή έχει συντελεσθεί πραγματικά, τότε η ζωή που ζει ο Χριστιανός δεν είναι η «δική του» ζωή («ζω δε ουκέτι εγώ»), αλλ’ η ζωή του Χριστού, που έχει εγκαινιασθεί μέσα στον πιστό. Μία ζωή, κατά την οποία τα μέλη του πιστού έχουν νεκρωθεί, για να μην ενεργούν την αμαρτία. Στην κατάσταση αυτή της εν Χριστώ ζωής, η θέληση του πιστού είναι ταυτισμένη με τη θέληση του Χριστού. Έχει ο πιστός «νουν Χριστού». Ο Χριστός είναι Εκείνος, που ενεργεί μέσω αυτού τα πάντα: τον αγώνα (πνευματικό και κοινωνικό), τη μαρτυρία, την ομολογία, τις θαυματουργίες, μέχρι τη διάθεση για θυσία και μαρτύριο.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στους Αγίους, οι οποίοι ζουν μέσα στον κόσμο την ίδια τη ζωή του χριστοφόρου Παύλου, την εν Χριστώ ζωή, που προϋποθέτει την παρουσία του Χριστού μέσα στον άνθρωπο. Μιλώντας ο Απ. Παύλος για «δικαίωση», που εξασφαλίζεται με την πίστη και όχι από τα έργα του νόμου, μας φανερώνει ακριβώς αυτή τη ζωή του δικαιωμένου ανθρώπου. Του Χριστιανού δηλαδή, που έχει δεχθεί την «υιοθεσία» (Γαλ. δ' 5) και είναι κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος και ολόκληρης της Αγίας Τριάδος. Όπως θα ερμηνεύσει τον λόγο του Παύλου θεόπνευστα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «καὶ ὁ μέγας Παῦλος τὴν χρονικὴν μηκέτι ζῶν ζωὴν (= τη φθαρτή ζωή του κόσμου τούτου), ἀλλὰ τήν τοῦ ἐνοικήσαντος Λόγου Θείαν καὶ ἀΐδιον, Ἄναρχος γέγονε καὶ ἀτελεύτητος χάριτι». Και συνεχίζει: «Κτιστὸς ἦν ὁ Παῦλος, μέχρις ἂν ἔζη τὴν προστάγματι Θεοῦ ἐξ οὐκ ὄντων γεγονυῖαν ζωὴν• ὅτε δὲ μηκέτι ταύτην ἔζη, ἀλλὰ τὴν ἐνοικήσει τοῦ Θεοῦ προσγινομένην, ἄκτιστος γέγονε τῇ χάριτι»! Ο Παύλος απέκτησε, δηλαδή, με τη μετάθεσή του από τη ζωή του κόσμου στη ζωή του Χριστού, θεϊκές ιδιότητες, μεταβαλλόμενος, κατά Χάρη, σε Χριστό και συνεχίζοντας τη ζωή του Χριστού μέσα στον κόσμο. Στα πρόσωπα όλων των Αγίων, των αληθινών Χριστιανών, ζει ο Χριστός και «μαρτυρεῖ τῇ ἀλήθεια» (Ἰω. ιη' 37).
Μετοχή στη ζωή του Χριστού
Όταν ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (107 μ.Χ.) έγραφε στους Μαγνησιείς: «μάθωμεν κατὰ χριστιανισμὸν ζῆν», επαναλάμβανε με άλλο τρόπο την παραπάνω ομολογία του Παύλου, ο οποίος σ’ άλλο σημείο θα διατυπώσει αναλυτικότερα την εν Χριστώ ζωή του χριστιανού στον κόσμο, γράφοντας στον μαθητή του Τίτο: «Ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νυν αἰῶνι» (Τιτ. β' 12). Περιγράφει, έτσι, όλες τις διαστάσεις της χριστιανικής ζωής, του χριστιανικού ήθους θα λέγαμε, που συνίσταται στην άρνηση της ζωής του κόσμου και στην χριστοποίηση των σχέσεών μας: προς τον εαυτό μας (σωφρόνως), τον πλησίον μας (δικαίως) και τον Θεό (ευσεβώς). Αυτός όμως ο τρόπος ζωής δεν είναι δυνατόν να γίνει πραγματικότητα παρά μόνο με τη μετοχή μας στη ζωή του Χριστού, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη συνέργειά μας, δηλαδή τον αγιοπνευματικό μας αγώνα (μετάνοια, άσκηση). Δεν είναι κάτι, λοιπόν, που συντελείται αυτόματα ή μαγικά, με το βάπτισμά μας, ή που χορηγείται από το Θεό με τον «εξευμενισμό» Του διά των καλών έργων μας. Η δικαίωση - υιοθεσία του πιστού δεν γίνεται «εξ έργων νόμου», με την εκπλήρωση των απαιτήσεων του νόμου. Γιατί είναι απόλυτα αδύνατο να φανεί απόλυτα συνεπής ο άνθρωπος απέναντι στις διατάξεις του νόμου• πραγματοποιείται «διά πίστεως». Με την πλήρη αποδοχή εκ μέρους του ανθρώπου, του θελήματος του Χριστού για τη σωτηρία του. Με τη διεξαγωγή του αγώνα για τελείωση, που μας όρισε ο Χριστός και που τον διασώζει διά των Αγίων η Ορθόδοξος Εκκλησία μας. Με τον αγώνα αυτόν μας αξιώνει ο Θεός να μετάσχουμε στην «αφθαρτοποιόν ενέργειάν» Του και να γίνεται η ζωή του Χριστού ζωή δική μας.
Ένταξη στην εν Χριστώ κοινωνία
Έτσι όμως καταλαβαίνουμε και την κοινωνική διάσταση του προβλήματος μας. Γιατί η ζωή του Χριστού, την οποία οικειοποιείται ο πιστός, δεν είναι ατομική και ιδιωτική, όπως έφτασε ο δυτικός χριστιανισμός να πιστεύει, οδηγώντας στην ατομοκρατία και μένοντας εγκλωβισμένος στον κόσμο της αμαρτίας. Η ζωή αυτή πραγματοποιείται εν κοινωνία με τον Θεό και τους συνανθρώπους μας. Ο πιστός με τη μετάνοια και το βάπτισμά του εισέρχεται και εντάσσεται στην κοινωνία του Σώματος του Χριστού και κάνει δικό του, με τη χάρη του Θεού, τον αποκαλυμμένο στο Πρόσωπο του Χριστού νέο τρόπο ζωής, προσωπικής και κοινωνικής. Αυτή όμως η ζωή, το κατά Χριστόν ήθος, δεν θεμελιώνεται σε κάποιο θεωρητικό σύστημα ή σε τρόπους άλλης συμπεριφοράς. Ο θεμελιώδης ηθικός νόμος της Εκκλησίας είναι ο ίδιος ο Χριστός. Εκείνος, που δέχεται απόλυτα τον Χριστό και ακολουθεί τον δρόμο της σωτηρίας, που Εκείνος απεκάλυψε, φτάνει στη μεταμόρφωση της φύσεώς του σε τέτοιο σημείο, ώστε να ζει μέσα του ο Χριστός, όπως συνέβαινε με τον Παύλο. Αν δεν μπορούμε να συλλάβουμε αυτή την πραγματικότητα, είναι, γιατί ο τρόπος, με τον οποίον εμείς έχουμε «δεχθεί» τον Χριστό, είναι ξένος ολότελα, προς εκείνον, τον οποίον ο Χριστός έχει ορίσει.
Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Κηρύγματα στα Αποστολικά Αναγνώσματα