τοῦ Πρωτ. Παντελεήμονος Δαλίτη

Κορυφαία μορφή τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς ὑπῆρξε ὁ ἐπίσκοπος Σμύρνης, τῆς μίας ἀπό τίς ἑπτά Ἐκκλησίες τῆς ἀποκαλύψεως, Μητροπολίτης Χρυσόστομος Καλαφάτης.
Γεννήθηκε στίς 8 Ἰανουαρίου 1867 στήν Τρίγλια τῆς Βιθυνίας στήν Προποντίδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἦταν γιός τοῦ Νικολάου Καλαφάτη καί τῆς Καλλιόπης Λεμονίδου, οἱ ὁποῖοι ἀπέκτησαν συνολικά ὀκτώ παιδιά, τέσσερα ἀγόρια καί τέσσερα κορίτσια. Ὁ πατέρας του ἦταν νομομαθής καί ἀντιπροσώπευε συμπολίτες του ἐνώπιον τῶν Τουρκικῶν δικαστηρίων. Ἡ μητέρα του ἦταν εὐλαβής χριστιανή καί ἀπό τή γέννησή του τόν εἶχε τάξει στήν Παναγία. Ὁ Χρυσόστομος ἐκδήλωσε νωρίς τήν ἐπιθυμία του νά γίνει κληρικός. Οἱ γονεῖς του ἔγιναν ἀρωγοί στήν ἐπιθυμία του πουλώντας ἀκίνητη περιουσία καί στέλνοντάς τον οἰκότροφο στή Θεολογική σχολή τῆς Χάλκης. Εἶχε τήν τύχη νά ἀναλάβει τά ἔξοδα τῶν σπουδῶν του ὁ Μητροπολίτης Μυτιλήνης καί μετέπειτα Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντῖνος Βαλιάδης, ὁ ὁποῖος τόν γνώρισε σέ μία ἐπίσκεψή του στή Σχολή καί ἐκτίμησε τίς ἐπιδόσεις του. Ὁ Χρυσόστομος ἀποφοίτησε ἀπό τή Σχολή μέ «ἄριστα».
Ὁ Μητροπολίτης Κωνσταντῖνος τόν χειροτόνησε διάκονο καί τόν προσέλαβε στή Μητρόπολη Μυτιλήνης ὡς Ἀρχιδιάκονο καί κατόπιν στή Μητρόπολη Ἐφέσου, ὅπου μετατέθηκε. Τό 1896 ὁ Χρυσόστομος ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα πού δημιούργησαν Καθολικοί μοναχοί της Μονῆς τῶν Λαζαριστῶν τῆς Σμύρνης, οἱ ὁποῖοι θέλοντας νά προσηλυτίσουν Ὀρθοδόξους τῆς Ἰωνίας, ἀγόρασαν κοντά στήν Ἔφεσο μία τοποθεσία πού λεγόταν Καπουλή – Παναγία καί διέδωσαν ὅτι βρῆκαν τόν τάφο τῆς Παναγίας.AgiosChrysostomosSmyrnis23
Στίς 2 Ἀπριλίου 1897 ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου ἐξελέγη Οἰκουμενικός Πατριάρχης (Πατριάρχης Κωνσταντῖνος ὁ Ε΄), στίς 18 Μαΐου τοῦ ἰδίου ἔτους χειροτόνησε πρεσβύτερο τόν Χρυσόστομο καί τόν χειροθέτησε Μέγα Πρωτοσύγκελλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀπό τή θέση αὐτή προήδρευσε μικτῆς ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ἀγγλικανῶν μέ θέμα τήν Ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ἀκόμη συνετέλεσε στή ματαίωση τῶν σχεδίων τῆς πανσλαβιστικῆς ἑταιρείας, πού ἐπεδίωκε τήν ἀλλοίωση τοῦ Ἑλληνικοῦ χαρακτήρα τοῦ Ἁγίου Ὅρους καί τόν ἐκσλαβισμό τῶν Πατριαρχείων Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων. Ταυτόχρονα ἀξιοποίησε τήν εὐγλωττία του στό κήρυγμα. Μνημειώδης θεωρεῖται ὁ ἐπικήδειός του πρός τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καί πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο. Τή Μεγάλη Παρασκευή τοῦ 1901, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Οἰκουμενικό θρόνο ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Ε΄ καί κατόπιν ἐξελέγη ὁ δυναμικός Ἰωακείμ ὁ Γ΄ ὁ Μεγαλοπρεπής. Καί αὐτός ἐκτίμησε τά προσόντα τοῦ Χρυσοστόμου καί στίς 23 Μαΐου 1902, ἐκλέγεται παμψηφεί Μητροπολίτης Δράμας. Τήν ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του, ἀπευθυνόμενος στόν Πατριάρχη, εἶπε τά ἑξῆς προφητικά: «Ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ θά ὑπηρετήσω τήν Ἐκκλησία καί τό Γένος καί ἡ μίτρα τήν ὁποίαν αἱ ἅγιαι χεῖρες σου ἐναπέθεσαν ἐπί τῆς κεφαλῆς μου, ἐάν πέπρωται νά ἀπολέση ποτέ τήν λαμπηδόνα τῶν λίθων της, θά μεταβληθῆ εἰς ἀκάνθινον στέφανον μάρτυρος ἱεράρχου», πράγμα πού ἔγινε 20 χρόνια ἀργότερα.
Ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Χρυσοστόμου στή Δράμα ἔγινε στίς 22 Ἰουλίου 1902. Ὡς πρῶτο μέλημά του ἔθεσε τήν ἐνίσχυση τῆς Ἑλληνικῆς κοινότητας καί τῶν Ἑλληνικῶν σχολείων, ὅπως τό Καλλιμάρμαρο γυμνάσιο Ἀρρένων Δράμας σέ σχῆμα κάτοψης «Ε» συμβολίζοντας τή λέξη Ἑλλάδα καί τή λέξη Ἐλευθερία. Κατά τήν περίοδο τῆς Ἀρχιερατείας του ἀντιμετώπισε τίς τρομοκρατικές ἐνέργειες τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου καθώς καί τήν τότε ρουμανική προπαγάνδα. Ὁ Χρυσόστομος ἀνέπτυξε συνεργασία μέ τή Δημογεροντία τῆς Δράμας καί ὀργάνωσε σώματα Μακεδονομάχων. Ἐπίσης ἡ ἀλληλογραφία τοῦ Χρυσοστόμου μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, τούς προξένους ἀλλά καί τίς Ἑλληνικές Ἀρχές ἦταν συνεχής, μέ σκοπό νά γίνουν γνωστά τά μαρτύρια τῶν Ἑλλήνων τῆς Μακεδονίας ἀπό τούς Κομιτατζῆδες καί νά συγκεντρωθεῖ ἡ ἀπαραίτητη βοήθεια.
Ἔκτισε μεγαλοπρεπῆ ναό στή Δράμα, σχολές Ἀρρένων καί Θηλέων, οἰκίες γιά τούς καπνεργάτες, ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα. Ἡ ἐθνική αὐτή δράση τοῦ Χρυσοστόμου ἀνησύχησε τήν Τουρκική διοίκηση ἐπιτυγχάνοντας τήν ἀνάκλησή του ἀπό Μητροπολίτη τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1907. Πάντως διασώζεται τό γεγονός πώς, ὅταν ἀναχώρησε ὁ Χρυσόστομος ἀπό τή Δράμα τόν συνόδευσε ὅλος ὁ πληθυσμός τῆς Δράμας μέχρι τόν σιδηροδρομικό σταθμό τῆς πόλης. Ὁ Ἱεράρχης μετέβη καί παρέμεινε στή γενέτειρά του Τριγλία μέχρι τόν Ἰούλιο τοῦ 1908, ὅπου παραχωρήθηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς γενική ἀμνηστία. Ἔτσι βρῆκε τήν εὐκαιρία καί ἐπέστρεψε στό ποίμνιό του στή Δράμα τόν Αὔγουστο τοῦ 1908. Στίς 11 Μαρτίου 1910 ὁ Χρυσόστομος μετετέθη στή Σμύρνη ὡς Μητροπολίτης Σμύρνης. Στή Σμύρνη συνέχισε τούς Ἐθνικούς ἀγῶνες ὀργανώνοντας μάλιστα πάνδημο συλλαλητήριο, ὥστε νά καταγγείλει τίς βιαιότητες τῶν Βουλγάρων στή Μακεδονία ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων καί τήν ὑποστήριξη τῶν τουρκικῶν Ἀρχῶν πρός τή βουλγαρική προπαγάνδα.
Τό πολύπλευρο ἔργο του ἐπεκτάθηκε σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς κοινοτικῆς ζωῆς – ποιμαντικό, ἐθνικό, κοινωνικό, ἐκπαιδευτικό, φιλανθρωπικό, μέ πρωτοποριακή πρωτοβουλία τό μεγάλο κοινωνικό ἔργο δημιουργίας εὐαγῶν ἱδρυμάτων καί ἀθλητικῶν ἐγκαταστάσεων γιά τή νεολαία. Ἐνδεικτικά μέ ἔμπνευση καί ἐνέργειες τοῦ Χρυσοστόμου, δημιουργήθηκε στή Σμύρνη τό γήπεδο τοῦ Πανιώνιου Γυμναστικοῦ Συλλόγου Σμύρνης. Ἐκεῖ κτίστηκε τό νέο στάδιο τοῦ συλλόγου τό ὁποῖο ἐγκαινιάστηκε τό 1912 στούς ΙΔ΄ Πανιώνιους ἀγῶνες. Τό νέο στάδιο περιλάμβανε ἐξέδρα γιά 7000 θεατές.
Κατά τόν πρῶτο διωγμό τῶν Μικρασιατῶν (ἐπί Α΄ Παγκοσμίου πολέμου), βοήθησε πολλές οἰκογένειες μέ ναυλωμένα πλοῖα νά διασωθοῦν σέ ἀσφαλεῖς τόπους. Ὁ τότε πρέσβης τῆς Γερμανίας στήν Κωνσταντινούπολη Βόλφ Μέττερνιχ, γράφει σχετικά γιά τόν Χρυσόστομο. «Δέν γνωρίζω προσωπικῶς τόν ἀρχηγό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Σμύρνης. Ἀλλά ἀπό τάς ἐκθέσεις τῆς πρεσβείας δύναμαι νά βεβαιώσω ὅτι ὁ Ἑλληνικός κλῆρος τῆς Σμύρνης κατά τήν ἀγωνιώδη περίοδο τῶν ταραχῶν ἔφθασε στό ὕψος τοῦ καλύτερου ἐπί τῆς γῆς κλήρου. Ἐπικεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ κλήρου ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης μαζί μέ τρεῖς ἄλλους ἐκτοπισθέντες ἐπισκόπους, εἶχε τό θάρρος νά ἐξαπολύση εἰς τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος τάς φλογεράς διαμαρτυρίας του, ἐνῶ ἐγνώριζεν ὅτι ἵστατο ἐπί ἡφαιστείου».
Κατά τά ἔτη 1919 – 1922, ὅταν ἡ περιοχή τῆς Σμύρνης βρισκόταν ὑπό Ἑλληνική Διοίκηση, ὁ Χρυσόστομος ἀποτελοῦσε τόν Ἐθνάρχη τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Μάλιστα ἦταν ὁ ἐμπνευστής γιά τή δημιουργία αὐτόνομου κράτους σέ περίπτωση ἥττας τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ.
Παρά τίς προτάσεις πού τοῦ ἔγιναν νά ἀποχωρήσει ἀσφαλής ἀπό τή Σμύρνη καθώς τό μέτωπο κατέρρεε, ὁ Χρυσόστομος ἀρνήθηκε νά ἐγκαταλείψει τό ποίμνιό του. Στόν Μητροπολιτικό Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς τέλεσε τήν τελευταία του Θεία Λειτουργία ἐνθαρρύνοντας τούς φοβισμένους πιστούς, πού εἶχαν κατακλύσει τήν ἐκκλησία. Τό ἀπόγευμα τῆς 27ης Αὐγούστου, Τοῦρκος ἀρχιαστυνόμος μαζί μέ ἔνοπλους στρατιῶτες μετέβη στά γραφεῖα τῆς Μητρόπολης καί διέταξε τόν Χρυσόστομο νά παρουσιασθεῖ στόν Τοῦρκο στρατιωτικό διοικητή Νουρεντίν Πασά μαζί μέ τούς Ἕλληνες Δημογέροντες τῆς Σμύρνης. Ἐκεῖ ὁ Τοῦρκος διοικητής τόν κατηγόρησε γιά τή φιλελληνική του στάση καί τίς ἐνέργειές του ἐναντίον τοῦ Τουρκικοῦ Ἔθνους καί ἀφοῦ τόν ἐξύβρισε τόν παρέδωσε στούς ἐξαγριωμένους Τούρκους. Ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος, βασανίσθηκε, τυφλώθηκε καί διαμελίστηκε ἀπό τόν τουρκικό ὄχλο βρίσκοντας ἔτσι μαρτυρικό θάνατο στίς 27 Αὐγούστου 1922.
Στίς 14 Δεκεμβρίου 1982 μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 60 χρόνων ἀπό τήν καταστροφή, σέ ἔκτακτη συνεδρίαση τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ὁ διαπρεπής ἀκαδημαϊκός Γ. Μυλωνάς, τελείωσε τήν ὁμιλία του μέ μία συγκλονιστική περιγραφή τοῦ μαρτυρίου καί τῆς θανατώσεως τοῦ Χρυσοστόμου.
«Κατά τίς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Σεπτεμβρίου 1922 μία ὁμάδα φοιτητῶν τοῦ International College τῆς Σμύρνης καί ἐγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σέ ἀπαίσιο ὑπόγειο, σ’ ἕνα ἀπό τά μπουντρούμια τοῦ Διοικητηρίου Σμύρνης. Στίς 5 τό ἀπόγευμα τῆς τελευταίας ἡμέρας τοῦ θλιβεροῦ Σεπτεμβρίου, ἕνας Τουρκοκρής (Κρητικός Τοῦρκος) μέ διέταξε νά τόν ἀκολουθήσω στήν αὐλή. Εἶσαι δάσκαλος; Μέ ἐρωτᾶ. Αὐτή τήν τιμή εἶχα τοῦ ἀπαντῶ. Καί οἱ ἄλλοι πού ἦσαν μαζί σου εἶναι φοιτητές; Ναί, τοῦ λέγω. Γρήγορα μάζεψέ τους ἐδῶ. Ἐλᾶτε μαζί μου ἔξω λέγω στούς φοιτητές. Φαίνεται ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα μας. Ἐμπρός μέ θάρρος’’. Ποιά ἦταν ἡ ἔκπληξή μας, ὅταν ἀκούσαμε τόν Τοῦρκο-κρητικό νά λέει: ῾῾Θά σᾶς σώσω σήμερα, γιατί ἐλπίζω αὐτό νά μέ βοηθήσει νά λησμονήσω μία τρομερή σκηνή, πού ἀντίκρισαν τά μάτια μου, σκηνή στήν ὁποία ἔλαβα μέρος᾽᾽ καί συνέχισε: ῾῾παρακολούθησα τό χάλασμα τοῦ Δεσπότη σας. Ἤμουν μ’ ἐκείνους πού τόν τύφλωσαν, πού τοῦ βγάλαν τά μάτια καί αἱμόφυρτο τόν ἔσυραν ἀπό τά γένια καί τά μαλλιά στά σοκάκια τοῦ τουρκομαχαλᾶ, τόν ξυλοκοποῦσαν, τόν ἔβριζαν καί τόν πετσόκοβαν. Ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ὅταν μποροῦσε, ὕψωνε κάπως τό δεξί του χέρι καί εὐλογοῦσε τούς διῶκτες του. Κάποιος συμπατριώτης μου ἀναγνωρίζει τή χειρονομία τῆς εὐλογίας, μανιάζει καί μέ τό τρομερό μαχαίρι κόβει καί τά δύο χέρια τοῦ Δεσπότη. Ἐκεῖνος σωριάστηκε στή ματωμένη γῆ μέ στεναγμό, πού φαινόταν ὅτι ἦταν μᾶλλον στεναγμός ἀνακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τόν λυπήθηκα τότε, πού μέ δύο σφαῖρες στό κεφάλι τόν ἀποτελείωσα. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία μου. Τώρα πού σᾶς τήν εἶπα ἐλπίζω πώς θά ἡσυχάσω. Γι’ αὐτό σᾶς χάρισα τή ζωή. Καί ποῦ τόν ἔθαψαν’’; Ρώτησα μέ ἀγωνία. ‘‘Κανείς δέν ξέρει ποῦ ἔρριξαν τό κομματιασμένο του κορμί».
Ὁ μαρτυρικός θάνατος ἀπό τόν τουρκικό ὄχλο τοῦ Μητροπολίτου Χρυσοστόμου εἶναι ἄρρηκτα δεμένος μέ τίς τελευταῖες στιγμές τοῦ Ἑλληνικοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τό 1992 ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προχώρησε στήν Ἁγιοκατάταξη τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν Ἱεραρχῶν Γρηγορίου Κυδωνιῶν, Ἀμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ἰκονίου καί Εὐθυμίου Ζήλων. Ἐπίσης ὅρισε νά τιμᾶται ἡ μνήμη τους τήν Κυριακή πρό τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Παράκληση τεύχος 111