τῆς Πρεσβυτέρας κ. Κυριακῆς Μιχαηλίδου
«Τήν κλεινήν βασιλίδα ἐγκωμιάσωμεν, Ὑπομονήν τήν ὁσίαν.» Ἀργά τή φανέρωσε ὁ Θεός στόν σύγχρονο κόσμο, τήν ἁγία Ὑπομονή. Εἶναι ἡ αὐτοκρατόρισσα τῶν τελευταίων χρόνων τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καί εἶναι γιά τό ὀρθόδοξο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μία νεοφανής ἁγία. Ἔτσι εὐδόκησε ὁ Κύριος, μετά ἕξι αἰῶνες ἀπό τήν ὁσιακή της κοίμηση νά γίνει γνωστή.
Πρίν γίνει μοναχή, εἶχε τό κοσμικό ὄνομα Ἑλένη. «Ἑλένη ἡ ἐν Χριστῷ Αὐγούστα καί Αὐτοκρατόρισσα τῶν Ρωμαίων, ἡ Παλαιολογίνα.» Ἦταν κόρη τοῦ Κωνσταντίνου Δραγάση ἀπό τή Σερβία. Καταγόταν ἀπό βασιλική καί εὐλογημένη γενιά. Στούς προγόνους της συγκαταλέγονται ἄνθρωποι πού ἁγίασαν. Ἔγινε σύζυγος τοῦ Αὐτοκράτορα Μανουήλ Β’ τοῦ Παλαιολόγου. Στό εὐλογημένο ζευγάρι ὁ Θεός χάρισε ὀκτώ παιδιά. Ἕξι ἀγόρια καί δυό κορίτσια. Ἦταν ἡ μητέρα τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα, τοῦ Κωνσταντίνου ΙΑ΄ τοῦ Παλαιολόγου.
Ἡ ἁγία Ὑπομονή ἔγινε Αὐτοκράτειρα σέ μία πολύ κρίσιμη ἐποχή. Οἱ Τοῦρκοι βρίσκονταν σχεδόν στά πρόθυρα τῆς Πόλεως. Ὅμως δέν πτοήθηκε, ἀλλά μέ τόν πιστό σύζυγό της «ἐγεωργοῦσαν», ὅπως γράφει ἕνας ἀνώνυμος χρονογράφος, «τίς ψυχές τῶν παιδιῶν τους καί τοῦ ὀρθόδοξου λαοῦ τους».
Ἡ Ἑλένη Παλαιολογίνα, ἁγία Ὑπομονή, δέν παρασύρθηκε ἀπό τή μεγαλοπρέπεια καί τίς τιμές τοῦ παλατιοῦ. Ὡς συνετή γυναίκα καί ἀληθινή ὀρθόδοξη χριστιανή συναισθάνθηκε περισσότερο τήν εὐθύνη της, τόσο πρός τόν σύζυγό της καί τά παιδιά της, ὅσο καί πρός τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Ἡ συναίσθηση αὐτῆς τῆς εὐθύνης τήν ἔκανε νά ζητᾶ πάντοτε τή χάρη καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ. Πολλές φορές γονάτιζε, ἔχοντας γύρω τά παιδιά της, στήν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν. Μαζί τους πήγαινε στό μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, γιά νά προσκυνήσουν τό χαριτόβρυτο λείψανο τοῦ ὁσίου Παταπίου, πού τιμοῦσε ἰδιαίτερα. Ἀκόμα ἐπισκέπτονταν τά γηροκομεῖα, καί μάλιστα παρότρυνε νά πλησιάζουν τούς γέροντες καί νά τούς προσφέρουν τήν ἀγάπη τους. Φύτευε ἀκόμη στίς ἁγνές παιδικές ψυχές τῶν παιδιῶν της τήν ἀγάπη πρός τήν Ὀρθοδοξία.
Ἡ πολύτεκνη καί φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τά παιδιά της μέ τά νάματα τῆς πίστεως. Τά ὁδηγοῦσε σέ ἱερά προσκυνήματα καί μοναστήρια τῆς Βασιλεύουσας καί ἐπιζητοῦσε γι’ αὐτά τίς εὐχές τῶν ἁγίων ἀσκητῶν καί γερόντων. Τά ἀνέθρεψε «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Μέ ὑπομονή καί ἐπιμονή, μέ προσοχή καί προσευχή σμίλεψε τούς χαρακτῆρες τους, τούς ἔδωσε μαζί μέ τό ζῆν καί τό εὖ ζῆν.
Ἰδιαίτερη ἦταν ἡ ἀγάπη της γιά τά μοναστήρια. Ἐκεῖ ξεκουραζόταν καί ἀνεπαύετο ἡ ψυχή της. Ἀντλοῦσε δύναμη καί θάρρος γιά νά συνεχίζει τήν ἁγία της ζωή. Καί αὐτό τό ἐνέπνευσε σ’ ὅλη τήν οἰκογένειά της.
Ὁ σύγχρονός τους ἱστορικός Δημήτριος Χρυσολωρᾶς ἐξυμνεῖ τήν ὁσιότητα καί τή δικαιοσύνη τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ζεύγους, καί οἱ δυό τους τελείωσαν τή ζωή τους ὡς μοναχοί. Ὁ Μανουήλ ὡς μοναχός Ματθαῖος καί ἡ Ἑλένη ὡς μοναχή Ὑπομονή.
Στή μονή τῆς «Κυρᾶς Μάρθας» ἀνεδείχθη «κλέος ἀρετῆς» ἀναλαμβάνοντας κάθε μοναχική διακονία καί ἄσκηση.
Ἡ ἁγία Ὑπομονή, ἄνθρωπος πλήρης χάριτος, προικισμένη μέ πολλά τάλαντα, τά χρησιμοποίησε μέ πολλή σύνεση καί σωφροσύνη καί τά πολλαπλασίασε. Κατάφερε μ’ αὐτές τίς ἀρετές της, τήν ἄσκηση καί τήν καρτερία της νά φτάσει σέ δυσανάβατα μέτρα ἀρετῆς καί καθένας πού βρισκόταν κοντά της ἀπεκόμιζε καρπούς πνευματικούς.
Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα ἀναφέρει ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ πρῶτος Οἰκουμενικός Πατριάρχης μετά τήν ἅλωση, στόν παραμυθητικό του λόγο πρός τόν Βασιλέα Κωνσταντῖνο ΙΑ΄, ὅταν ἀπέθανε ἡ μητέρα του.
«Τήν μακαρίαν ἐκείνην Βασίλισσαν, ὅταν τήν ἐπεσκέπτετο κάποιος σοφός, ἔφευγεν κατάπληκτος ἀπό τήν ἰδικήν της σοφίαν. Ὅταν τή συναντοῦσε κάποιος ἀσκητής, ἀποχωροῦσε μετά τή συνάντηση, ντροπιασμένος διά τήν πτωχείαν τῆς ἰδικῆς του ἀρετῆς, συγκρινόμενης πρός τήν ἀρετήν ἐκείνης. Ὅταν τή συναντοῦσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εἰς τήν ἰδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Ὅταν τή συναντοῦσε κάποιος νομοθέτης, ἐγινόταν προσεκτικώτερος. Ὅταν συνομιλοῦσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ὅτι ἔχει ἐνώπιόν του ἔμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Ὅταν κάποιος θαρραλέος τή συναντοῦσε, ἔνιωθε νικημένος, αἰσθανόμενος ἔκπληξιν ἀπό τήν ὑπομονήν, τή σύνεσιν καί τήν ἰσχυρότητα τοῦ χαρακτῆρος της. Ὅταν τήν ἐπλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, ἀποκτοῦσε ἐντονότερο τό αἴσθημα τῆς φιλανθρωπίας. Κάθε πονεμένος μέ τή συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τόν πόνο του. Καί γενικά κανένας δέν ὑπῆρξε, πού νά ἦλθεν εἰς ἐπικοινωνία μαζί της καί νά μήν ἔγινε καλύτερος».
Συνέδεσε ἡ ἁγία Ὑπομονή τήν ἔννοια τοῦ μοναχικοῦ της ὀνόματος μέ τόν τρόπο πού ἀντιμετώπιζε τόσο τίς εὐτυχισμένες στιγμές, ὅσο καί τίς δυσκολίες τῆς ὅλης ζωῆς της. «Τῇ ὑπομονῇ αὐτῆς ἐκτήσατο τήν ψυχήν αὐτῆς».
Ὁ Θεός εὐδόκησε νά μήν ζήσει ἡ ἁγία Ὑπομονή τίς τελευταῖες τραγικές στιγμές τῆς Αὐτοκρατορίας. Τήν κάλεσε κοντά του στίς 13 Μαρτίου 1450, ἔχοντας ζήσει 35 χρόνια ὡς Αὐτοκράτειρα καί 25 χρόνια ὡς ταπεινή μοναχή. Σφράγισε μέ τήν παρουσία καί τή βιοτή της τά τελευταῖα δραματικά χρόνια πρό τῆς Ἁλώσεως, τῆς χιλιόχρονης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ τιμία κάρα της καί ἡ βυζαντινή ἁγιογραφία της ὡς Ὑπομονή ἁγία, βρίσκονται στήν ἱερά μονή ὁσίου Παταπίου στό Λουτράκι.
Ἡ μνήμη της τελεῖται τήν 13η Μαρτίου καί τήν 29η Μαΐου.
Πόσοι ταλαιπωρημένοι ἄνθρωποι δέν θά ἤθελαν νά αἰσθάνονται δική τους τήν ἁγία Ὑπομονή κατά τίς σκληρές δοκιμασίες, πού ἀντιμετωπίζουν. Καί μάλιστα βλέποντας τούς δικούς της ἀγῶνες καί τήν ὑπομονή μέ τήν ὁποία τούς ἀντιμετώπιζε. Διότι τίποτε μεγάλο στήν ἱστορία δέν πραγματοποιήθηκε χωρίς τήν ὑπομονή. Κι ὅπως λέει κι ὁ ἱερός Χρυσόστομος «οὐδέν γάρ ὑπομονῆς ἴσον καί καρτερίας». Θεωρεῖ μάλιστα τή γενναιότητα καί τήν ὑπομονή κατά τόν καιρό τῶν θλίψεων, ὡς κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν πιστῶν, πού τούς κάνει νά ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Περιοδικό Παράκληση, τ.101