τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἰατρεῖο Εἶναι γνωστό σ’ ὅλους μας ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά θεώσει τόν ἄνθρωπο. Ἐμεῖς οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, δηλαδή οἱ ἄνθρωποι οἱ μετά τήν πτώση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου δηλαδή τοῦ Ἀδάμ, δέν γνωρίζουμε πῶς ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ξέρουμε, βέβαια, ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα Του καί καθ’ ὁμοίωσί» Του.
Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ἕνα βιβλίο ἐπιστημονικό, οὔτε βιβλίο ἀνθρωπολογίας, οὔτε γεωγραφίας, οὔτε ἀστρονομίας οὔτε τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά. Εἶναι γελοῖοι αὐτοί οἱ φόβοι, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζονται κατά καιρούς, πού οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται ἐάν τυχόν οἱ ἐπιστήμονες ἀνακαλύψουν ζωή σέ ἄλλους πλανῆτες, ποιά θά εἶναι τότε ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας; Ὅτι τρόπον τινά κινδυνεύει νά καταρρεύσει. Δέν ὑπάρχει κανένας τέτοιος κίνδυνος, διότι ἡ Ἁγία Γραφή μίλησε περί ἄλλου γεγονότος. Τό γεγονός, τό ὁποῖο ἀφορᾶ ἐμᾶς τούς χριστιανούς, εἶναι ὅτι ὁ Θεός «ἐκ τοῦ μή ὄντος», ἐκ τοῦ μηδενός, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη κινούμενος, δημιούργησε τόν ἄνθρωπο. Δημιούργησε τόν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα δική Του καί καθ’ ὁμοίωσί Του. Τοῦ ἔδωσε δηλαδή τήν εἰκόνα Του, ὅλα τά χαρίσματα πού ἔχει Αὐτός, δηλαδή τρόπον τινά ἔκανε ἕνα ἀντίτυπο τοῦ ἑαυτοῦ Του, μία φωτογραφία τοῦ ἑαυτοῦ Του - αὐτό σημαίνει κατ’ εἰκόνα. Ὅσα ἔχει ὁ Θεός στή φύση Του, τά ἔδωσε ὡς δῶρο, ὡς δωρεά, ὡς χάρη σ’ ἐμᾶς καί ἔτσι ἀποδεικνύει τή μεγάλη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ βασιλιάς ὅλης τῆς κτίσεως. Εἶναι τό κέντρο ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας.
29.9Γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἀποκάλυψη ὅτι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, εἶχε ὡς κύριο ἔργο στόν Παράδεισο, νά δοξολογεῖ τόν Θεό. Κι ἔτσι ὁλόκληρη ἡ ἀγάπη του, ὁλόκληρη ἡ ἐπιθυμία του, ὁλόκληρος ὁ νοῦς του, ἡ καρδία του, ἡ ἰσχύς του, ἡ δύναμίς του, λειτουργοῦσαν πρός τόν Θεό καί διά τοῦ Θεοῦ στήν κτίση. Ἀγκάλιαζε τήν κτίση ὁλόκληρη μέ φυσικό τρόπο ὁ Ἀδάμ, διότι ὅλες οἱ δυνάμεις του ἦσαν ἑνοποιημένες. Δέν εἶχε ἀκόμα διασπαστεῖ ἡ προσωπικότητά του.
Ξέρουμε ὅτι μετά τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως διακόπηκε ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό, διασπάστηκε ἡ προσωπικότητά του, κι ἔτσι ἔχουμε πλέον τήν εἰσβολή μέσα στόν ἄνθρωπο τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία καί τά πάθη δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά διαστροφές τῶν ἀνθρωπίνων κατά φύσιν ἐνεργειῶν, αὐτῶν δηλαδή τῶν δωρεῶν πού ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο. Δηλαδή, ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν ἀγάπη, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ἀγάπη, καί διεστράφη ἡ ἀγάπη κι ἔγινε μῖσος. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη ἔγινε ἰδιοτελής. Ὁ Θεός ἔδωσε στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἔργο, τήν ἀδιάλειπτο προσευχή. Ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ συνεχής θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως μέ τήν πτώση σταμάτησε αὐτό τό ἔργο κι ὁ νοῦς στράφηκε στήν ὕλη, στόν κόσμο καί στήν κτίση, καί λάτρευσε τήν κτίση ἀντί τόν Κτίστη. Κι ἔτσι ἔχουμε τά γεννήματα τῆς εἰδωλολατρίας, ἡ ὁποία βέβαια δέν ἦταν μόνο πρό Χριστοῦ, ἀλλά συνεχίζει μέχρι σήμερα μέ διαφορετικούς τρόπους καί ἐκφράσεις.
Ἔχουμε τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου μέσα στούς αἰῶνες, ἔχουμε τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἐκλεκτό λαό του, τόν Ἰσραήλ, καί ἐν συνεχείᾳ, τήν «εἰσβολή» τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ-Λόγου. Ὁ Χριστός ἦρθε στόν κόσμο, ὄχι γιά νά μᾶς δώσει τό Εὐαγγέλιο ὡς σύνολο ἀληθειῶν. Τό Εὐαγγέλιο δέν εἶναι ἕνα βιβλίο ὅπως τό Κοράνι, τό ὁποῖο ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό καί λέει μέσα φιλοσοφίες, γιά ν’ ἀποτελοῦν ἕνα νόμο κι ἕνα κώδικα στούς ἀνθρώπους. Τό Εὐαγγέλιο δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ἡ ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων, πού ζοῦσαν μαζί μέ τόν Χριστό.
Ὁ Χριστός ἦρθε στόν κόσμο, ὄχι γιά νά μᾶς ἀποκαλύψει ἰδέες ἤ γιά νά μᾶς δώσει μία φιλοσοφία ἤ μερικές ἀρχές, ἀλλά ἦρθε στόν κόσμο, γιά νά μᾶς δώσει τόν ἑαυτό Του, ὁ ὁποῖος δίδεται στόν κόσμο καθημερινῶς στήν Ἐκκλησία καί ἰδιαίτερα στή Θεία Εὐχαριστία. Αὐτό ἦταν τό νόημα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου.
Δίδοντας τόν ἑαυτό Του στόν κόσμο, ταυτόχρονα ἀνέλαβε τόν κόσμο ἐπάνω Του. Ἔγινε ἄνθρωπος, θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση τή δική του, τήν ἀνέλαβε στόν οὐρανό, τήν «ἐκάθησε ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός», καί ἐν συνεχείᾳ μᾶς ἔδειξε ὅτι καί σ’ ἐμᾶς πλέον ἀνήκει αὐτός ὁ δρόμος καί αὐτή ἡ θέση, τῆς δόξας τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τοῦ ἀνθρώπου στό σύνολό του. Ὁ ἄνθρωπος πλέον δέν εἶναι μόνο ψυχή, ἤ μόνο μία ἠθικολογία, ἀλλά μιά ἑνότητα ψυχῆς καί σώματος.
Ἀναλαμβανόμενος ὁ Θεός στόν οὐρανό, ἄφησε στόν κόσμο τήν Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀκριβῶς ὁ πνευματικός χῶρος στόν ὁποῖο παραδόθηκε ἀπό γενεά σέ γενεά, ὡς ἐμπειρία πλέον, ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία μας ἀπό τότε πού ἦρθε ὁ Χριστός, καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἔλαβε σάν παρακαταθήκη, σάν θησαυρό, σάν δῶρο, σάν κληρονομιά, αὐτή τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί αὐτή τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίδει ἡ Ἐκκλησία ἀπό γενεά σέ γενεά στούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν αὐτή τήν ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων, κι ἔτσι ἔχουμε μέσα σ’ αὐτή τήν πορεία τό σύνολο τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἡ ἐπαλήθευση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπαλήθευση τοῦ Εὐαγγελίου.
Πολλές φορές διερωτόμαστε ὅλοι, κι ἰδιαίτερα οἱ νέοι ἄνθρωποι, γιά τό γεγονός τῆς ὑπάρξεως τῆς ἁμαρτίας, καί γιατί μία πράξη εἶναι ἁμαρτία καί τί σημαίνει ἁμαρτία. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία γιά τόν ἄνθρωπο, διότι ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε ποιός εἶναι ὁ κατά φύσιν ἄνθρωπος, δέν εἴδαμε τόν κατά φύσιν ἄνθρωπο. Ξέρουμε τόν σημερινό ἄνθρωπο, τόν ἑαυτό μας καί τούς γύρω μας. Κανείς βέβαια ἀπό ἐμᾶς δέν εἶναι ὁ φυσιολογικός ἄνθρωπος, ὁ κατά φύσιν ἄνθρωπος. Ἔχουμε δηλαδή τόν ἄνθρωπο πού ἔπλασε ὁ Θεός, τόν Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ κατά φύσιν ἄνθρωπος. Ἔχουμε, μετά τήν πτώση, τόν ἄνθρωπο πού εἴμαστε ἐμεῖς, πού γνωρίζουμε, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ παρά τή φύσιν ἄνθρωπος, ὁ ὑπάνθρωπος ἄς ποῦμε. Κι ἔχουμε μετά τή σάρκωση τοῦ Χριστοῦ τόν νέο Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Θεάνθρωπος. Ἔχουμε τόν ἄνθρωπο, τόν ὑπάνθρωπο καί τόν Θεάνθρωπο.
Τώρα, ἡ Ἐκκλησία καλεῖ ὅλους μας - ὁ Χριστός - νά προχωρήσουμε, νά ἀναλάβουμε, νά βροῦμε τόν πραγματικό ἑαυτό μας. Αὐτή ἡ εὕρεση τοῦ πραγματικοῦ ἑαυτοῦ μας, δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά μία πορεία ἐπιστροφῆς πρός τά πίσω. Δηλαδή, νά ἐπιστρέψουμε στήν κατά φύσιν δημιουργία μας, ἐκεῖ ὅπως ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε, καί ἐν συνεχείᾳ ἀφοῦ ἐργαστοῦμε σ᾽αὐτό τόν χῶρο, νά ὑπερβοῦμε ἀκόμα κι αὐτή τή θέση καί νά ἀνέβουμε στήν ὑπερφυσική κατάσταση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ θέωση.
Αὐτό δέν εἶναι ἠθικολογία, οὔτε φιλοσοφία, ἀλλά εἶναι ἐμπειρία. Καί δόξα τῷ Θεῷ, στήν Ἐκκλησία μας μέχρι σήμερα ὑπάρχουν ἄνθρωποι καί θά ὑπάρχουν πάντοτε, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς θεώσεως καί σ’ αὐτή τήν κατάσταση λειτουργοῦν πλέον ὅλες οἱ ἐνέργειες, τίς ὁποῖες ἔδωσε ὁ Θεός σ’ ἐμᾶς στήν ὥρα τῆς δημιουργίας μας καί ἀποδεικνύουν ἀνά πᾶσα στιγμή ὅτι αὐτά τά ὁποῖα ὁ Χριστός φανέρωσε στόν κόσμο, εἶναι πραγματικότητες κι ἀλήθεια.
Ἐάν θέλαμε σήμερα νά κατατάξουμε τή θεολογία στόν χῶρο τοῦ πανεπιστημίου, θά ἦταν μεγάλο λάθος ἐάν τήν κατατάσσαμε στόν χῶρο τῆς φιλοσοφικῆς ἤ τῆς νομικῆς ἤ τῆς ψυχολογικῆς σχολῆς ἤ τῶν κοινωνιολογικῶν ἐπιστημῶν κλπ. Τό ὅτι στόν ἑλλαδικό χῶρο ἡ θεολογική σχολή κατατάχθηκε στίς θεωρητικές ἐπιστῆμες, εἶναι ἀποτέλεσμα ἀκριβῶς μίας λανθασμένης νοοτροπίας, μίας δυτικῆς ἐπίδρασης, κατά τήν ὁποία ἡ θεολογία, ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἦταν θέμα γνωσιολογικό, φιλοσοφικό καί ὀρθολογιστικό.
Σήμερα, ἕνας ὀρθόδοξος, ἕνας ἅγιος, θά κατέτασσε ἄνετα τήν Ἐκκλησία στήν ἰατρική σχολή. Διότι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας πνευματικός χῶρος, ὅπου θεραπεύεται ὁ πνευματικά ἄρρωστος ἄνθρωπος. Δέν τόν θεραπεύει ὡς διά μαγείας, ἀλλά τόν θεραπεύει μέ συγκεκριμένη μέθοδο, ἡ ὁποία ἔχει πειραματισθεῖ ἐπί τῶν ἁγίων. Ἔχει ἀποδείξει τήν ἀλήθειά της, ἔχει καταντήσει σέ ἀξίωμα καί ἔχει ἀναχθεῖ πλέον εἰς ἐπιστημονική ὁδό. Χιλιάδες, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, διά τῆς μεθόδου αὐτῆς βρῆκαν τήν πνευματική ὑγεία καί τήν πνευματική ἰσορροπία, ἡ ὁποία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στόν χῶρο καί στόν τρόπο, στό ἀξίωμα τῆς πρώτης δημιουργίας του ἀπό τόν Θεό, καί ἐν συνεχείᾳ τῆς ἀναβάσεώς του στήν κατάσταση τῆς θεώσεως.
Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη, κατατάσσεται στόν χῶρο τῆς ἰατρικῆς. Διότι πράγματι πρόκειται περί ἰατρείας. Καί σ’ αὐτό τό νοσοκομεῖο, τό πνευματικό, ὁ γιατρός δέν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ, διακονεῖ τούς ἀσθενεῖς ἀνθρώπους διά τῶν ἁγίων του, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς θεραπευτικῆς ὁδοῦ.
Ἀπό τή μικρή προσωπική μου πεῖρα ὡς ἀσθενής ἄνθρωπος, καί ἀπό τήν πεῖρα μου ὡς ἱερέας καί πνευματικός, μπορῶ νά πῶ ὅτι πράγματι εἶναι γεγονός ὅτι συναντᾶμε καθημερινά ὁλόκληρη αὐτή τήν τραγωδία τῆς διασπάσεως τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας. Καί ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου. Λέω καμμιά φορά καί στόν ἑαυτό μου καί σέ ἄλλους ἀνθρώπους, ὅτι θά θεωροῦνταν ὅλοι ὑγιεῖς, ἐάν ἡ ἁμαρτία θά ἦταν ἡ φυσική κατάσταση γιά τόν ἄνθρωπο. Διότι σήμερα καταργήθηκε αὐτή ἡ ἔννοια καί θεοποιήθηκε ἡ ἁμαρτία, ἄρα λοιπόν, ἄν κάνεις λ.χ. πράγματα τά ὁποῖα εἶναι παραβάσεις τῆς κατά φύσιν δημιουργίας σου, θεωροῦνται φυσιολογικά. Ἐνῶ ἄν ἀντιστρατευτεῖς, θεωρεῖται αὐτό ὅτι εἶναι παρά φύσιν κι ὅτι εἶσαι ἄρρωστος, ἀφοῦ δέν κάνεις αὐτά πού κάνουν ὅλοι.
Ὅμως, τό παράδοξο εἶναι ὅτι ὅσο ἀπελευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ἐπιτελεῖ αὐτά τά ὁποῖα θεωροῦνταν ἤ θεωροῦνται ἁμαρτίες, περισσότερο ἐμπλέκεται σέ μία ἄρρωστη κατάσταση, ἀπό τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά βγεῖ. Τελικά, ἐάν ἡ ψυχή του παραμείνει ζωντανή, τότε θά γευθεῖ πολύ πικρά αὐτό τόν δρόμο στόν ὁποῖο μπῆκε, καί μετά πολλῶν δακρύων θά θελήσει νά βγεῖ.
Εἶδα ἑκατοντάδες ἀνθρώπους νά κλαῖνε μέ μαῦρα δάκρυα γιά τούς καρπούς τῆς ἁμαρτίας. Δέν εἶδα κανέναν ἄνθρωπο νά κλάψει, γιατί ἀκολούθησε τόν δρόμο τῆς ἐμπειρίας τῶν ἁγίων. Ἀντίθετα, ἐνῶ στά μάτια τοῦ κόσμου φαίνονταν δυστυχισμένοι, ἡ καρδία τους ἦταν γεμάτη μέ οὐράνια χαρά καί ἀνέκφραστη καθαρότητα, τήν ὁποία εὐχόμαστε πολλές φορές, ἔστω ψήγματα νά εἶχαν οἱ ἄνθρωποι, γιά νά καταλάβουν ποῦ τελικά βρίσκεται αὐτή ἡ εὐτυχία τήν ὁποία ψάχνουν.
Ἐπειδή εἴπαμε γιά τήν ἁμαρτία καί τίς συνέπειές της, θά ποῦμε καί λίγα λόγια γιά τό τί σημαίνει ἁμαρτία. Ἀφοῦ λοιπόν ξέρουμε ὅτι τελικά εὑρισκόμαστε στήν κατάσταση τῆς πτώσεως, τοῦ ὑπανθρώπου, τοῦ διασπασμένου ἀνθρώπου, τοῦ διασκορπισμένου, τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος παρουσιάζει μέσα του πολλούς ἑαυτούς καί πολλές θελήσεις καί πολλές ἐνέργειες, καί ποικιλία νοοτροπίας, διερωτόμαστε γιατί λοιπόν μία πράξη νά εἶναι ἁμαρτία.
Λένε πολλά παιδιά, «γιατί πάτερ αὐτό τό πρᾶγμα πού εἶναι τόσο ὡραῖο, μᾶς εὐχαριστεῖ, εἶναι στά μάτια μας τόσο λαμπερό, ὅπως τά ὡραῖα ροῦχα στίς βιτρίνες, ἡ Ἐκκλησία νά μᾶς ἀπαγορεύει νά τό δοκιμάσουμε καί νά τό χαροῦμε;». Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τόσο σκληρή; Ἐμφανίζεται στά μάτια τῶν ἀνθρώπων σάν μία κακή μάγισσα, ἡ ὁποία δέν ἀφήνει τά μικρά παιδιά της νά γευθοῦν καί νά χαροῦν τή ζωή τους, γιατί ἔτσι τῆς κατέβηκε νά πεῖ ὅτι αὐτές οἱ πράξεις εἶναι ἁμαρτία; Ἤ μήπως ὁ Θεός κάθησε καί σκέφτηκε ἐκεῖ στόν οὐρανό πού εἶναι, καί εἶπε, «νά βγάλω μερικές πράξεις σάν ἁμαρτίες γιά νά τυραννῶ τούς ἀνθρώπους». Αὐτές οἱ ἀντιλήψεις δόθηκαν στόν μεσαίωνα στή Δύση. Ἐν μέρει εὑρίσκονται καί στόν μουσουλμανισμό κι ἔτσι εἰσχώρησαν καί στόν λαό μας. Στήν Ὀρθόδοξή μας παράδοση οὐδέποτε ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἀντίληψη.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁμαρτία ὡς συγκεκριμένη πράξη, διότι δέν εἶναι στή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, εὑρισκόμενος στόν Παράδεισο, εὑρισκόμενος εἰς τήν κατά φύσιν δημιουργία του, δέν ἔπραττε αὐτά τά πράγματα, δέν λειτουργοῦσε κατ’ αὐτό τόν τρόπο. Ὁπότε ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά τά συμπτώματα καί ἡ ἴδια ἡ ἀρρώστια. Κι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά μήν πεῖς ψέματα, νά μήν σκοτώσεις, νά μήν κλέψεις, νά μήν ἐπιθυμήσεις, νά μήν κάνεις σαρκικές ἁμαρτίες, αὐτά δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τά ἀντίδοτα καί ἡ θεραπευτική ἀγωγή, ἡ ὁποία δίδεται ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἀποβάλει ἀπό μέσα του αὐτό τό δηλητήριο τῆς ἀσθένειας καί νά μπορέσει νά λειτουργήσει κατά φύσιν.
Ἔτσι, μέ πολλή φιλανθρωπία καί ἀγάπη ὁ Θεός ἐντόπισε τήν ἁμαρτία, γιά νά μᾶς εὐκολύνει. Κατ’ ἀκρίβεια, ὁ Θεός δέν ἔπρεπε νά μᾶς δώσει ἐντολές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑπερβεῖ τήν κατάσταση τοῦ δούλου, τότε καταργοῦνται κι οἱ ἐντολές, διότι ὅπως λέει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται», δηλαδή στόν δίκαιο δέν ὑπάρχει νόμος. Διότι πλέον ὁ δίκαιος λειτουργεῖ φυσιολογικά. Δέν χρειάζεται νά τοῦ πεῖ ὁ Θεός νά μήν κλέβει, νά μήν λέει ψέματα, νά μήν ἁμαρτάνει, διότι ἡ φύση του πλέον λειτουργεῖ ἁρμονικά κι αὐτή ἡ ἐνάρετη ζωή εἶναι πλέον φύση γι’ αὐτόν καί δέν χρειάζονται οἱ ἐντολές. Μένουν μόνο τρία πράγματα: Ἡ πίστη στόν Θεό, ἡ ὁποία δέν εἶναι φιλοσοφία, ἡ ἐλπίς στήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί στήν εἴσοδο τοῦ ἀνθρώπου στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καί «μείζων πάντων ἡ ἀγάπη», δηλαδή ἡ ἕνωση, αὐτή ἡ ἐρωτική ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μετά τοῦ Θεοῦ κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος θεοῦται καί ταυτόχρονα ἀγκαλιάζει κατά τρόπο ἀπόλυτο ὁλόκληρη τή δημιουργία σέ σχέση ἀγάπης, σέ σωστή σχέση, ὡς ἄνθρωπος ὑγιής καί θεραπευμένος ἀπό τήν ἁμαρτία.

Παράκληση τεύχος 111