του Οικ. Ανδρέα Γκατζέλη
Στο μέσο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η μητέρα μας Εκκλησία, υψώνει τον Τίμιο Σταυρό του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, για να μας ενισχύσει και να μας εμπνεύσει στην πορεία μας προς τον Γολγοθά και την Ανάσταση. Με αυτό τον τρόπο φανερώνει την αγάπη της και το ενδιαφέρον της για εμάς τα παιδιά της. Κι εμείς στη θέα του Τιμίου Σταυρού πλημμυρίζουμε χαρά και ευφροσύνη άλλης ποιότητας και άλλης τάξεως «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος».
Διότι ο Σταυρός έγινε το θυσιαστήριο στο οποίο θυσιάστηκε ο Υιός του Θεού για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης Του. Και γι’ αυτό εμπνέει αγάπη ακόμη και προς τους εχθρούς.
Για κάποιο δίκαιο και καλό άνθρωπο μόλις και μετά βίας βρίσκεται κάποιος να θυσιαστεί, γράφει ο Απόστολος Παύλος. Ο Χριστός όμως θυσιάστηκε για εμάς, που είμαστε μεγάλοι αμαρτωλοί και ανάξιοι παντελώς της αγάπης Του. Με τη θυσία Του αυτή μεταμόρφωσε το χειρότερο εκτελεστικό όργανο σε αιτία μεγάλης χαράς και ευλογίας. Από τότε κάθε φορά που βλέπουμε το σύμβολο του Σταυρού βεβαιωνόμαστε για την αγάπη Του, Τον εμπιστευόμαστε ανενδοίαστα και σταυρικά Του προσφέρουμε την καρδιά μας και ολόκληρη την ύπαρξή μας.
Ταυτόχρονα ο Τίμιος Σταυρός μας αποκαλύπτει το φρόνημα και τον τρόπο σκέψης του Θεού. Έτσι μαθαίνουμε να μην πεθαίνουμε τον άλλον με την παρουσία μας, αλλά να πεθαίνουμε εμείς για την παρουσία του. Μαθαίνουμε ότι αφού στον κόσμο αυτό η Αγάπη είναι σταυρωμένη, κι εμείς με τον σταυρό της αυτοθυσίας μόνο μπορούμε να εκφράσουμε αληθινά την αγάπη. Μαθαίνουμε ότι χριστιανικά δεν μπορεί κανείς να ζήσει, χριστιανικά μπορεί κανείς να πεθαίνει, χίλιους θανάτους κάθε ώρα.
Βέβαια το μυστήριο του Σταυρού ενεργούσε και φανερωνόταν σε όλη την πορεία του Κυρίου μας στη γη. Από τη γέννησή Του μέσα στο σπήλαιο, τη φυγή Του στην Αίγυπτο και την απόρριψή Του από τους δικούς Του, μέχρι τον Μυστικό Δείπνο, την προδοσία του Ιούδα και την άρνηση του πρωτοκορυφαίου Πέτρου. Σε όλες αυτές τις προκλήσεις το μέγα ερώτημα του εχθρού προς τον Χριστό ήταν: «Δες τι σου κάνουν, αγαπάς τους ανθρώπους; Πόσο πολύ τους αγαπάς;»
Η απάντηση του Ιησού δόθηκε τελεσίδικα στον Σταυρό. Η εις τέλους αγάπη Του εκφράστηκε με τη θυσία Του στον Γολγοθά. Άρα το διαχρονικό και πανανθρώπινο ερώτημα «μ’ αγαπάς;» μία και μοναδική απάντηση έχει: τον Σταυρό. Και η ποιμαντική διακονία της Εκκλησίας μας έχει σαν στόχο να φανερώσει τη σταυρική αγάπη του Χριστού, αλλά και να εμπνεύσει τους ανθρώπους σε ανταπόκριση σταυρικής και ασκητικής αγάπης.
Όπως ο Χριστός πέθανε για τους εχθρούς Του, έτσι και ο αληθινός ακόλουθός Του αναγνωρίζεται από την αγάπη που δείχνει σε όλους και ιδιαίτερα στους εχθρούς. Αυτή η αγάπη αποτελεί και το μοναδικό κριτήριο της Αλήθειας. Με αυτό το κριτήριο κρίνουμε την πνευματική μας πορεία. Αλλά και με αυτό το κριτήριο ελέγχουμε την Εκκλησία, αν είναι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού.
Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη ούτε είναι παράξενο που οι αιρετικοί όλων των εποχών αρνούνται και εχθρεύονται και απορρίπτουν είτε απευθείας τον Τίμιο Σταυρό, είτε εμμέσως το φρόνημα και το ήθος που αυτός κομίζει.
Από την εποχή των αγίων Αποστόλων, οι μακράν του Θεού, θεωρούσαν σκάνδαλο ή μωρία τον Σταυρό. Στη δική μας εποχή υπάρχουν ομάδες, όπως οι λεγόμενοι «Μάρτυρες του Ιεχωβά», οι οποίες αρνούνται παντελώς τη δύναμη του Σταυρού.
Η συγκεκριμένη ομάδα, από τη μανία της ενάντια στον Χριστιανισμό, φθάνει στο σημείο να αρνείται και την ονομασία και το σχήμα του Τιμίου Σταυρού. Έτσι αντί για τη λέξη «Σταυρός» χρησιμοποιεί στα έντυπά της, ακόμη και στο βιβλίο που ονομάζει Αγία Γραφή, τη φράση «ξύλο του βασανισμού». Εικονίζει δε τον Τίμιο Σταυρό με ένα κάθετο ξύλο μη μπορώντας να εξηγήσει την επιμονή του Αποστόλου Θωμά να δει το σημάδι από τα καρφιά στα χέρια του αναστημένου Κυρίου μας. Διότι εάν σταυρωνόταν επάνω σε κάθετο ξύλο, δεν θα χρειαζόταν πάνω από ένα καρφί στα χέρια.
Όλες όμως ανεξαιρέτως οι εκτός Εκκλησίας ομάδες, είτε δέχονται είτε απορρίπτουν τον Τίμιο Σταυρό, κηρύττουν ως τρόπο έκφρασης της αγάπης όχι τον πόνο και την άσκηση αλλά την ιδιοτέλεια και τον ετσιθελισμό. Υπακούοντας στην αρχαία συμβουλή του όφεως θεοποιούν το θέλημα του ανθρώπου και ειδοποιούν την αισθησιακή ηδονή, αρνούμενοι τον κόπο και τον πόνο της Αγίας ασκήσεως.
Ο κόπος και ο πόνος είναι η κληρονομιά της πτώσεως. Είτε το θέλουμε είτε όχι υπάρχουν στη ζωή μας. Διά του Σταυρού μεταβάλλεται κάθε κόπος και κάθε πόνος σε μέσο και τρόπο έκφρασης της αγάπης μας προς τον Θεό και τους αδελφούς. Έτσι κατανοούμε την πεποίθηση της Εκκλησίας μας ότι η χαρά του Χριστιανού και η δόξα του Θεού μόνο διά του Σταυρού επιτυγχάνονται.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση.
Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 77)