Όσιος Νικηφόρος ο Λεπρός
Ο πατήρ Νικηφόρος (κατά κόσμο Νικόλαος Τζανακάκης) γεννήθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό των Χανίων, στο Σηρικάρι, καστανοχώρι στα δυτικά του Νομού με υγιεινό κλίμα, με όμορφα δάση, πλούσια νερά, φαράγγια και σπήλαια. Το χωριό αυτό έχει μια ιδιομορφία που δεν την συναντούμε συχνά: είναι χωρισμένο σε ένδεκα γειτονιές, οι οποίες πήραν και το όνομα τους από τις οικογένειες που πρωτοκατοίκησαν εκεί.
Ο Νικόλαος έφτασε στη Χίο το 1914 σε ηλικία 24 ετών. Στο λεπροκομείο της Χίου, που ήταν ένα συγκρότημα με πολλά ομοιόμορφα σπιτάκια, υπήρχε το εκκλησάκι του Άγιου Λαζάρου, όπου φυλάσσονταν η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Υπακοής. Σ’ αυτόν τον χώρο άνοιξε το στάδιο των αρετών για τον Νικόλαο. Μέσα σε 2 χρόνια ο Άγιος Άνθιμος τον έκρινε έτοιμο για το αγγελικό σχήμα και τον έκειρε μοναχό με το όνομα Νικηφόρο. Η νόσος προχωρούσε και εξελίσσονταν και ελλείψει καταλλήλων φαρμάκων, επέφερε πολλές και μεγάλες αλλοιώσεις (το φάρμακο βρέθηκε αργότερα το 1947).
Ἀπολυτίκιον
Ήχος α΄.
Νικηφόρου Ὁσίου, τοῦ λεπροῦ τὰ παλαίσματα,
καὶ τὴν ἐν ἀσκήσει ἀνδρείαν, κατεπλάγησαν Ἄγγελοι
ὡς ἄλλος γὰρ Ἰὼβ τὰ ἀλγεινά, ὑπέμεινε δοξάζων τὸν Θεόν,
νῦν δὲ δόξῃ ἐστεφάνωται παρ᾽ Αὐτοῦ, θαυμάτων διακρίσεσιν.
Χαίροις τῶν Μοναστῶν χειραγωγέ,
χαίροις φωτὸς ὁ πρόβολος·
χαίροις ὁ εὐωδίας χαρμονήν,
προχέων ἐκ λειψάνων σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
«Σηρικαρίου τον γόνον και Κισάμου το καύχημα,
Εκκλησία γεραίρει αθλητήν τον λαμπρότατον.
Υπέστη ασθενείας τα δεινά βιώσας εν συνέσει θαυμαστή.
Νυν δε εδοξάσθη παρά Θεού θαυμάτων διακρίσεσιν.
Χαίροις, ω Νικηφόρε ιερέ,
χαίροις, φωτός ο πρόβολος,
χαίροις ο ευωδίας χαρμονήν προχέων εκ λειψάνων σου».
Πηγή: Ιστοσελίδα Ιεράς Μητρόπολης Κισάμου και Σελίνου
(Λουκ. ιη΄ 18 – 27)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θεός. τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. ὁ δὲ εἶπε· Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· Καὶ τίς δύναται σωθῆναι; ὁ δὲ εἶπε· Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
Ερμηνεία
Ο άρχοντας που πλησίασε τον Χριστό, δεν ήταν άνθρωπος κακών διαθέσεων. Αντίθετα ήταν καλοπροαίρετος, αυστηρός τηρητής των εντολών του Νόμου και μάλιστα ήταν και τύπος ανθρώπου που είχε ανησυχίες για τη σωτηρία του. Ήθελε να κερδίσει την εύνοια του Χριστού, γι’ αυτό και εξαρχής τον προσφωνεί κολακευτικά: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τὶ ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 18,18). Μάλιστα ο ευαγγελιστής Μάρκος σημειώνει και τη λεπτομέρεια πως τόλμησε μπροστά στο πλήθος να γονατίσει ενώπιον του Χριστού και μετά να του κάνει την ερώτηση (Μάρκ. 10, 17). Ο Βίκτωρ ο Πρεσβύτερος Αντιοχείας γράφει πως ο «νεανίσκος» (Ματθ. 19, 20) δεν ήταν ύπουλος, αλλά φιλάργυρος. Ας δούμε την προσωπικότητά του.
Τα καλά στοιχεία του νεανίσκου
Πρώτα πρώτα είχε τηρήσει τις εντολές του Θεού από τη μικρή του ηλικία. Βέβαια οι περισσότερες εντολές που είχε φυλάξει, είχαν αρνητικό χαρακτήρα, δηλ. δεν είχε μοιχεύσει, δεν είχε σκοτώσει, δεν είχε κλέψει κ.λπ. Εντύπωση προκαλεί η ομολογία του πως είχε, αν και νεαρός στην ηλικία, νικήσει τα σαρκικά πάθη, που είναι καταστάσεις δυσκαταγώνιστες. Θα μπορούσαμε άνετα να πούμε πως είχε φόβο Θεού. Δεν ήταν αναίσθητος πνευματικά. Ακόμη και η ερώτηση που έκανε: «Τὶἔτι ὑστερῶ;» (Ματθ. 19, 20) δείχνει την αγωνία που είχε για τη σωτηρία του. Στο σημείο αυτό παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος: «"τὶ ἔτι ὑστερῶ;" ὅ καὶ αὐτό σημεῖονἦν τῆςσφοδρὰς ἐπιθυμίας αὐτοῦ», δηλ. η ερώτηση ήταν σημάδι της πάρα πολύ μεγάλης επιθυμίας του, για να σωθεί. Αυτή η συναίσθηση του πως πιθανώς κάπου να υστερεί και η επιθυμία του να γίνει καλύτερος, τον κάνει να είναι συμπαθής. Ο Κύριος «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν» (Μάρκ. 10,21). Ο Κύριος τον αγάπησε, επειδή είδε πως όλα αυτά τα χαρίσματα που είχε, δεν ήταν ψεύτικα, αλλάαληθινά. Ο νεανίσκος είχε νικήσει τη σάρκα του, είχε νικήσει τον εγωισμό του, είχε καταβάλει τις ιδιοτροπίες του και τα διάφορα νεανικά πάθη. Πού όμως είχε νικηθεί;
Το μεγάλο πάθος του νεανίσκου
Μπορεί κάποιος να τηρεί τις εντολές του Θεού και συγχρόνως να είναι δέσμιος των υλικών αγαθών. Το εγώ του ανθρώπου επινοεί πολλές φορές αμαρτωλές καταστάσεις μέσα μας, οι οποίες τις περισσότερες φορές εστιάζονται στις προσπάθειές μας να κατανικήσουμε τον φόβο του θανάτου και να σταθεροποιήσουμε τη ζωή μας με τη βοήθεια των υλικών πραγμάτων. Ο Θεός ζητάει από μας την τέλεια αποδέσμευση από τα πράγματα που μας κρατούν δέσμιους εντός του κόσμου, γράφει ένας καθηγητής θεολόγος. Ο νεανίσκος είχε νικήσει τον έρωτα των σωμάτων, αλλ’ είχε νικηθεί από τον έρωτα των χρημάτων. Ήταν φιλάργυρος. Η προσκόλληση στον υλικό πλούτο μπορεί να αποβεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για την είσοδό μας στη Βασιλεία του Θεού. Η απαγκίστρωσή μας από τα χρήματα θεωρείται χάρισμα και μάλιστα μεγάλο. Ο Κύριος ζήτησε από τον άρχοντα να διανείμει την περιουσία του στους πτωχούς. Αυτό ήταν κάτι ανήκουστο για τους Ιουδαίους. Του είπε να κάνει κάτι μεγάλο, αλλά του έδωσε και μεγάλα έπαθλα• «ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ» (Λουκ. 18, 22). Ο Κύριος του υποσχέθηκε να τον κάνει πιο πλούσιο. Του είπε να δώσει τα φθειρόμενα, για να κερδίσει τα μένοντα και αιώνια. Ο νεανίσκος δεν άντεξε την προτροπή του Κυρίου και «ἀπῆλθε λυπούμενος» (Ματθ. 19, 22). Τα κτήματα και τα υπάρχοντα του αφαίρεσαν τον ζήλο για την αιώνια ζωή. Ο Ιερός Χρυσόστομος σε μια ομιλία του λέγει πως πιο εύκολα κάποιος δίνει το αίμα του παρά αρνείται τα χρήματα• «ὥστε τοῦ ῥῖψαι τὰ χρήματα πολλῷ μεῖζον τοῦτο τὸ ἐπίταγμα, τὸ καὶ αὐτὸ τὸ αἷμα ἐκχεῖν». Ο λαλίστατος νεανίσκος κατάπιε τη γλώσσα του μπροστά στην προσταγή του Κυρίου. Σίγησε, έγινε κατηφής και στυγνός και αναχώρησε για το σπίτι του, χωρίς να παραδεχθεί τον σωτήριο λόγο του Χριστού.
Η επίδραση των παθών
Αντί άλλων σχολίων ας αναφέρουμε τη γνώμη του Μεγάλου Βασιλείου για τη φιλαργυρία που δείχνει τη φοβερή επίδραση του πάθους πάνω μας. «Γνωρίζω (γράφει ο άγιος) πολλούς νηστευτές, προσευχομένους, στενάζοντες, που δείχνουν όλη την αδάπανη ευλάβεια, ενώ δεν προτίθενται να δώσουν ελεημοσύνη ούτε έναν οβολό. "Τὶ τὸ ὄφελος τούτοις τῆς λοιπῆς ἀρετῆς"», δηλαδή ποιο είναι σ’ αυτούς το όφελος από την υπόλοιπη αρετή; Κανένα όφελος δεν έχουμε, εάν κυριαρχεί ένα πάθος και μάλιστα θανάσιμο, επάνω μας, από την υπόλοιπη αρετή μας.
Αγαπητοί αδελφοί, αν δεν είναι στραμμένη η καρδιά μας στα μη βλεπόμενα, αν δεν μπορούμε να τοποθετήσουμε στην πρέπουσα θέση τη γη απέναντι στον ουρανό κι αν δεν καταλάβουμε ότι είμαστε στη γη, αλλά ο προορισμός μας είναι ο ουρανός, είναι αδύνατο να εννοήσουμε αυτά που λέγει η Εκκλησία μας για τον πλούτο. Ας προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από τα διάφορα πάθη μας. Αμήν.
Μητροπ. Εδέσσης Ιωήλ, Ο επιούσιος Άρτος
(Εφ. β’ 4-10)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν γάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασιν συνεζωοποίησεν τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι· καὶ συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, ἵνα ἐν δείξη ται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ᾽ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον· οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. Αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.
Ερμηνεία
Δεν είναι η χριστιανική πίστη τήρηση ορισμένων τύπων. Περισσότερο η σωτηρία του ανθρώπου δεν είναι τήρηση ορισμένων καλών έργων. Νομίζουν μερικοί πως ο καλός άνθρωπος είναι και καλός χριστιανός. Πιστεύουν στην καλοσύνη, αλλά δεν πιστεύουν στη χάρη του Θεού. Άλλο πράγμα είναι oι ηθικοί άνθρωποι κι άλλο οι πιστοί. Προηγείται η πίστη και έπονται τα έργα που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος. Ο απόστολος Παύλος τονίζει• «τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ πίστεως» (Ἐφ. 2,8), δηλαδή είμαστε σωσμένοι με τη χάρη του Θεού που εκδηλώνεται διά της πίστεώς μας. Η πίστη στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού αγιάζει τον άνθρωπο κι όχι τα έργα. Μας αγιάζει η χάρη του Θεού κι όχι η δύναμη των καλών μας έργων. Κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί πως σώθηκε μόνο με τα καλά του έργα. Ας δούμε την άποψη αυτή του Αποστόλου.
Ο νόμος των έργων καιη Χάρη του Χριστού
Ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι την παρουσία του Χριστού έσωζε «τοὺς ἀκριβεῖς φύλακας αὐτῆς», κατά τους αγίους Πατέρες. Μετά από την κατάσταση αυτή, όταν δηλαδή προκόψαμε καιφύγαμε από τη νηπιακή ηλικία και φτάσαμε στην κατάσταση του τέλειου και όταν με την πίστη μας στον Χριστό μας δόθηκε πολλή χάρη κι όταν στήθηκαν κατορθώματα και τρόπαια και βραβεία που δεν συγκρίνονται με τα παλαιά καλά έργα, τότε καταργήθηκαν τα έργα της Παλαιάς Διαθήκης, όπως η περιτομή, καθαρμοί κ.λπ. Τα έπαθλα της χάριτος είναι η κληρονομιά του Ουρανού, τα ουράνια αγαθά, η υιοθεσία του Θεού, οι νίκες κατά των δαιμόνων, κοινωνία Βασιλείας ατελεύτητου. Τα έργα της Παλαιάς Διαθήκης είναι η οδός προς το Ευαγγέλιο, ενώ η Χάρη είναι το Ευαγγέλιο.
Η σωτηρία των ανθρώπων ήλθε διά του Ιησού Χριστού. Ο Παύλος μιλάει για τον «ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ἐφ. 2,7), δηλαδή για τον υπερβολικό πλούτο της χάριτος του Θεού που χαρίσθηκε σε μας διάτουΙησούΧριστού. Ο Χριστός κατά τον άγιο Ιωάννη τονΧρυστόστομο «ἔστησε τοῦ νόμου τὸ θέλημα», δηλαδή σταμάτησε την ισχύ του νόμου και έφερε τη δικαιοσύνη της χάριτος που είναι νέος τρόπος σωτηρίας. Μέσα στην Εκκλησία μας που είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνες, εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης με τη χάρη τουΘεού.
Πώς αντιλαμβανόμαστε τη σωτηρία μας;
Το θέμα αυτό έχει και σύγχρονες προεκτάσεις. Σήμερα είναι πολλοί άνθρωποι προσκολλημένοι στον τύπο και ξεχνούν τον σκοπό της ζωής τους. Ο σκοπός της χριστιανικής μας ζωής δεν είναι να φανούμε στους άλλους πως είμαστε καλοί άνθρωποι, αλλά να βιώσουμε με την πίστη μας τη χάρη τουΘεού. Μπορούμε να πούμε πως η σωτηρία μας είναι η βίωση της θυσίας τουΧριστού διά της πίστεως. Σωτηρία δεν είναι η κοινωνική μας καταξίωση, αλλά η κατάσταση της θεώσεως. Πολλοί θέλουν να αποκτήσουν ένα καλό όνομα με το να κάνουν καλές πράξεις «προς τὸ θεαθῆναι» (Ματθ. 6,1). Ακόμη πολλοί έχουν την εντύπωση πως εξαντλείται η ευλάβειά μας με τη σχολαστική τήρηση θρησκευτικών τύπων. Ακόμη και η πραγματοποίηση καλών έργων, έξω όμωςαπό τη χάρη τουΘεού, δηλαδή αυτονομημένων και αποκομμένωναπό την κατά Χριστό ζωή είναι ανώφελη. Δεν οδηγεί πουθενά τον άνθρωπο. Ο άγιος Μάρκος ο Αθηναίος λέγει πως τέτοιες πράξεις, έστω κι αν φαίνονται καλές είναι «ἐγκλήματα λάμποντα». Πρέπει να περισσεύσει η δικαιοσύνη μας από τη δικαιοσύνη των ανθρώπων, δηλαδή η κατά Χριστόν ζωή μας να είναι ανώτερηαπό την ισχύ των κοινωνικών μας καταξιώσεων που προέρχονται από την εκπλήρωση των θρησκευτικών τύπων και των λεγομένων καλών μας έργων.
Η σωτηρία μας είναι μυστήριο της χάριτος κι όχι αντιμισθία των καλών μας έργων, όπως φαντάζονται μερικοί. Βεβαίως τα καλά έργα είναι καρπός της χάριτος, αλλά η πίστη στο πρόσωπο του Κυρίου μας είναι η αιτία της σωτηρίας μας. Αυτή η πίστη γεννά και τα καλά έργα. Μόνα τους τα καλά έργα δεν σώζουν. Οι άγιοι της Εκκλησίας μας υπήρξαν διδάσκαλοι της χάριτος, γιατί την είχαν βιώσει, γι’ αυτό και ονομάζονται πνευματικοί, δηλαδή καινούργιοι άνθρωποι. Άνθρωποι που μέσα στην καρδιά τους γεννήθηκε ο Χριστός και ενεργεί το Άγιο Πνεύμα.
Η χάρη του Θεού τους δίδαξε να συμμετέχουν σωστά στα παθήματα του Χριστού, να ζουν μυστηριακή ζωή, να συμμετέχουν στο μυστήριο της ζωής, δηλαδή στη Θεία Ευχαριστία, να είναι ταπεινοί και να ζητάνε το έλεος του Θεού. Αυτή τους παρακίνησε να κάνουν και καλά έργα, χωρίς να περιμένουν ανταπόδοση, υπέμεναν τις θλίψεις «ἀνάπαυσιν καὶ παράκλησιν τῆς χάριτος ἐκδεχόμενοι», κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο. Είχαν την αδιάκριτη αγάπη. Η χάρη του Θεού ξεχύνεται παντού, αρκεί να βρεθεί κάποιος να την αναζητήσει και να την βιώσει εν Χριστώ Ιησού. Το πιο φοβερό πράγμα είναι να μην ενεργεί μέσα σου η χάρη του Θεού.
Αγαπητοί αδελφοί, ας ευχηθούμε να ζήσουμε με την πίστη μας τη σώζουσα χάρη τουΘεού, για να φθάσουμε τη σωτηρία μας. Αμήν.
Μητροπ. Εδέσσης Ιωήλ, Ο επιούσιος Άρτος
(Λουκ. ιβ,16-21)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; Καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶτῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲἡτοίμασας τίνι ἔσται; Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
Ερμηνεία
Ο Κύριος εξαιτίας μιας ερωτήσεως κάποιου για κληρονομικές υποθέσεις με τον αδελφό του είπε «ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. 12,15), δηλαδή κι αν έχει κάποιος αφθονία, τα πλούτη του δεν του δίνουν ζωή. Η ανθρώπινη ζωή δεν συμπαρεκτείνεται με τα ανθρώπινα πλούτη. Στη συνέχεια για να στηρίξει τη διαπίστωσή Του αυτή ο Κύριος είπε την παραβολή του άφρονος και άπληστου πλουσίου. Ας δούμε τα σημεία της απληστίας του.
Τα σημεία της απληστίας του πλουσίου
Πρώτα πρώτα στην παραβολή φαίνεται η ευσπλαχνία του Θεού. Δεν ευφόρησε κάποιο χωράφι του πλουσίου, αλλά «η χώρα» (12, 16). Όλα τα κτήματά του τη χρονιά εκείνη ήταν καρποφόρα. Μπροστά στα αναμενόμενα αγαθά που επρόκειτο να λάβει ο άπληστος εκείνος άνθρωπος, συμπεριφέρθηκε ανόητα. Καταλήφθηκε από άπληστους λογισμούς. Θέλοντας να μαζέψει όλους τους καρπούς του εξαιτίας της πλεονεξίας του και μην μπορώντας, επειδή ο όγκος των αγαθών ήταν μεγάλος, «ἑξαπορεῖται καὶ στενοχωρεῖται, ὡς ἄγαν πένης, ὁ ἄγαν πλούσιος», δηλαδή στενοχωριέται σαν να είναι πάρα πολύ φτωχός, εκείνος που ήταν πολύ πλούσιος, τονίζει ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός. Έπρεπε ή να δώσει τους παλαιούς καρπούς στους πτωχούς ή να ευχαριστήσει τον Θεό για την ευφορία. Τίποτε από τα δύο δεν έκανε. Δεν κατάλαβε πως ο Θεός του έδωσε τόσα αγαθά όχι για να τα τρώγει αυτός, αλλά και για τους ενδεείς και τους ανήμπορους. Το ότι ευφόρησε η χώρα του δείχνει το βάθος του πλούτου του. Αυτός που είχε τόσο πλούτο, φωνάζει σαν φτωχός. Ο Θεός έδωσε αγαθά κι ο άνθρωπος απάντησε με απληστία.
Εντύπωση προκαλεί και ο τρόπος που ομιλεί. Λέγει: «Οι αποθήκες μου, οι καρποί μου, τα αγαθά μου, τα γεννήματά μου· "ἡ ψυχή μου, φάγε, πίε, εὐφραίνου"» (12,17 και εξ.). Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται στην παραβολή σαν να μην έχει συγγενείς, οικογένεια, παιδιά, γνωστούς και οικείους. Μόνο για τον εαυτό του κάνει λόγο. Σαν να λέγει: «Ουδένα έχω κοινωνόν, ουδέν αμεριστήν ποιούμαι, ου του Θεού εισιν, αλλ’ αμά, μόνος ουν απολαύσω» (άγιος Θεοφύλακτος), δηλαδή «δεν έχω κανέναν που να συμμεριστεί τα πλούτη μου, κανένας δεν θα τα μοιραστεί μαζί μου, δεν είναι του Θεού, αλλά δικά μου, μόνος μου θα τα απολαύσω». Η απληστία κάνει τον άνθρωπο να στεγνώνει από κάθε ανθρώπινο αίσθημα. Διαλύει συγγενικούς δεσμούς και αποξενώνει τους ανθρώπους από το κοινωνικό σύνολο.
Άλλο σημείο της απληστίας του πλουσίου είναι οι επιθυμίες του για το μέλλον. Το φαγητό, η ευωχία και η απόλαυση ήταν τα μόνα που επιθυμούσε, όταν θα μάζευε τον πλούτο. Σημειώνει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας πως με τη λέξη «εὐφραίνου» υποδηλώνονται τα υπογάστρια πάθη· «ἀκολουθεῖ γὰρ τῷ κόρῳ τὰ ἀφροδίσια», δηλαδή ακολουθούν τον κόρο (την πληθώρα των αγαθών) τα αφροδίσια πάθη. Πράγματι τα σαρκικά πάθη πολλές φορές συμβαδίζουν με την πλησμονή (χόρτασμα) των υλικών αγαθών και μάλιστα της γαστριμαργίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λέγουν πως η γαστριμαργία είναι η μητέρα της πορνείας. Μετά από φαγοπότια και κραιπάλες και μέθες είναι συνηθισμένο φαινόμενο να πέφτουν οι συμμετέχοντες σε τέτοιες καταστάσεις στην πορνεία. Η απληστία καταστρέφει τον άνθρωπο.
Είναι μεγάλο πάθος η απληστία
Ο ιερός Χρυσόστομος σε μια ομιλία του γράφει πως τα πάθη που πολεμούν τον άνθρωπο είναι η πλεονεξία, η ακολασία και η κακή επιθυμία· «Τὰ τυραννούντα μάλιστα τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος, ταῦτά ἐστι πλεονεξία καὶ ἀκολασία καὶ ἐπιθυμία κακὴ». Ο πλεονέκτης, που είναι ειδωλολάτρης (Ἐφ. 5, 5), δεν είναι ποτέ ειρηνικός. Πάντοτε είναι στην ταραχή. Μηχανεύεται τρόπους νόμιμους ή άνομους για να συλλέξει περισσότερα αγαθά στη ζωή του. Είναι καχύποπτος γιατί δεν εμπιστεύεται κανέναν από τους οικείους του ή γνωστούς ή, ακόμη, κι εκείνους που τον πλησιάζουν με καλή πρόθεση. Όλους τους υποψιάζεται και τους αντιμετωπίζει με αμφιβολία. Φοβάται μήπως τον αδικήσουν ή τον ζημιώσουν. Ο άπληστος δεν μπορεί να έχει καθαρά νοήματα και καρδιά. Ο Κύριος είπε πως μέσα από την καρδιά του αμαρτωλού ανθρώπου εκπορεύονται μεταξύ άλλων και «πλεονεξίαι» (Μάρκ. 7, 22). Μάλιστα τονίζει πως όλα αυτά «κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον» (7, 23), δηλαδή μολύνουν τον άνθρωπο. Η πλεονεξία μας απομακρύνει από τον Θεό και τους ανθρώπους, μας αποθηριώνει.
Αγαπητοί αδελφοί, το πάθος της απληστίας κάνει τον άνθρωπο να μην έχει εμπιστοσύνη στον Θεό, αλλά στα χρήματα και τα υλικά αγαθά. Η πλεονεξία είναι όντως μια ειδωλολατρία. Σε πολλούς έχει υποκαταστήσει την πρόνοια του Θεού. Ας επαναστατήσουμε εναντίον του εαυτού μας και ας αναζητήσουμε τη χάρη του Θεού, που είναι πλούτος άσυλος και θησαυρός «ἀνέκλειπτος» (Λουκ. 12, 33). Είναι αγαθό που έχει πάντοτε την άξια του και εκείνο που κατ’ εξοχήν πάντοτε έχουμε ανάγκη. Αμήν.
Μητροπ. ΕδέσσηςΙωήλ, Ο επιούσιος Άρτος