Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἡ ἐν Νικαίᾳ

(Ὁμιλία τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος κ. Νικολάου

πού ἐκφωνήθηκε στήν Ἱερατική Σύναξη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ στίς 17 Ἰουνίου 2025

μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση 1700 χρόνων ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο)

 

1

 

Συμπληρώνονται φέτος 1700 χρόνια ἀπό τή σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τῆς Συνόδου πού ἀπετέλεσε τό κατ’ ἐξοχήν μέσον ἔκφρασης τῆς πίστης, ζωῆς, ἀλλά καί ἑνότητας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Ὅλοι λίγο - πολύ, ἔχουμε ἀσχοληθεῖ μέ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία καί γενικότερα τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅμως καλά εἶναι νά προσπαθοῦμε νά ἀνανεώνουμε σέ τακτά διαστήματα καί μέ διαφόρους τρόπους καί ἀφορμές, ὄχι ἁπλῶς τίς γνώσεις μας, ἀλλά κυρίως τό Ὀρθόδοξο πνεῦμα καί φρόνημά μας. Ποτέ νά μήν νιώθουμε αὐτάρκεις καί παντογνῶστες, ἀλλά συνεχῶς νά προσπαθοῦμε νά ἀνακαλύπτουμε καί περισσότερο νά βιώνουμε ἐμπειρικά τόν πνευματικό θησαυρό, τήν ἱερά παρακαταθήκη, πού οἱ ἅγιοι Πατέρες μας βίωσαν καί παρέδωσαν στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία καί βεβαίως σέ μᾶς. Ἔτσι καί ἐμεῖς, «ἑπόμενοι αὐτοῖς», νά πορευόμαστε ἀπλανῶς στόν δρόμο μας στηριζόμενοι στή δική τους ἐμπειρία καί φρόνημα, ἀγωνιζόμενοι στή δική μας ἐποχή μέ τίς δικές μας συνθῆκες καί δεδομένα, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν ἐκεῖνο πού λέει καί ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας».

Αὐτό πού πρέπει ἐξ ἀρχῆς νά τονίσουμε και νά ξεκαθαρίσουμε καί θά τό ἀναφέρουμε καί στή συνέχεια εἶναι ὅτι:

•        Οἱ ἀποφάσεις μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου δέν μποροῦν νά ἀλλάξουν, νά καταργηθοῦν ἤ νά τροποποιηθοῦν, παρά μόνο μέ ἀπόφαση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

•        Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι δέν συνεκλήθηκαν πάντα ὡς Οἰκουμενικές, ἀλλά τό Οἰκουμενικό καί Πανορθόδοξο κύρος τῶν ἀποφάσεών τους καί ἡ ἀποδοχή τους ἀπό τίς ἑπόμενες Οἰκουμενικές Συνόδους καί τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τίς κατέστησε Οἰκουμενικές.

•        Ἡ βάση καί τό πρότυπο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν καί θά εἶναι πάντοτε στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἡ Ἀποστολική Σύνοδος. Μέ τό Συνοδικό σύστημα καί τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν Ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῶν μετεχόντων σέ αὐτή, ἡ Οἰκουμενική Ὀρθοδοξία ἀντιμετώπισε τίς κατά καιρούς διάφορες αἱρέσεις, διετύπωσε μέ ἀκρίβεια καί σαφήνεια τά δόγματα καί τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί διδασκαλία της καί ἔδωσε λύσεις καί προτάσεις στά διάφορα ποιμαντικά καί διοικητικά θέματα καί προβλήματα πού εἶχε μπροστά της, μέσα στή σωτηριολογική πάντοτε καί αἰώνια προοπτική τῶν μελῶν της.

Καί τά δόγματα καί οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποβλέπουν καί στοχεύουν στή σωτηρία τῶν πιστῶν. Ὅπου διακυβεύεται ἤ ἀπειλεῖται καί ἀμφισβητεῖται αὐτό, τότε αὐτοκαταργεῖται ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη καί ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας.

Ἄς ἀναφερθοῦμε πρῶτα σύντομα καί περιληπτικά στήν Ἐκκλησιαστική κατάσταση καί τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ Ἀρείου καί τῶν ὁμοφρόνων του καί τά προβλήματα πού δημιούργησαν ἀρχικά στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας καί στή συνέχεια σ’ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀλλά καί αὐτοκρατορία, πού ἀνάγκασαν καί ἔπεισαν τόν Μέγα Κωνσταντῖνο νά συγκαλέσει τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.

Ἄρειος - Αἱρετικές δοξασίες.

Ὡς γνωστό, κατά τόν Δ΄ αἰώνα ὑπῆρχαν οἱ δύο γνωστές φιλοσοφικές σχολές στήν εὐρύτερη Βυζαντινή αὐτοκρατορία, τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Ἀλεξανδρείας, τά δύο μεγάλα αὐτά κέντρα τοῦ πολιτισμοῦ τῶν γραμμάτων καί τοῦ ἐμπορίου. Ὅσοι χριστιανοί πήγαιναν ἐκεῖ νά σπουδάσουν, ἔρχονταν σέ ἐπαφή μέ τά φιλοσοφικά συστήματα καί κυρίως τόν νεοπλατωνισμό, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νά ἑρμηνεύσει μέ ὀρθολογιστικούς καί φιλοσοφικούς ὅρους καί προϋποθέσεις τόσο τό Τριαδολογικό ὅσο καί τό Χριστολογικό δόγμα.

Μέσα ἀπό αὐτή τή θεολογική καί φιλοσοφική ζύμωση καί σύγχυση, προέκυψαν οἱ δύο Θεολογικές Σχολές (σκέψεις), τῆς Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας. Στήν πρώτη, αὐτή δηλαδή της Ἀλεξανδρείας, ἐπί κεφαλῆς ἦταν ὁ γνωστός μεγάλος κατά τήν ἀκαδημαϊκή τοὐλάχιστον ἔννοια καί γνώση, Ὠριγένης. Αὐτός πίστευε καί δίδασκε ὅτι ὁ Υἱός ἐγεννήθη προαιώνια ἀπό τόν Πατέρα, στόν ὁποῖο ὑποτάσσεται καί δέν ὑπάρχει ταύτιση τοῦ θελήματος τῶν δύο, δηλαδή Πατρός καί Υἱοῦ. Ἡ Ἀντιοχειανή Σχολή εἶχε ὡς ἐπί κεφαλῆς τόν Δωρόθεο καί τόν Λουκιανό, οἱ ὁποῖοι δίδασκαν ὅτι ὁ Υἱός ἐγεννήθη «ἐν χρόνῳ», ὅπως ὅλα τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ καί βεβαίως ὁ ἄνθρωπος. Ἐπίσης ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ἄλλης οὐσίας ἀπό τόν Πατέρα, ὄχι δηλαδή ὅπως πιστεύουμε καί ὁμολογοῦμε ὁμοούσιος μέ τόν Θεό Πατέρα, πράγμα πού πίστευε μέν ὁ Ὠριγένης ὅτι εἶναι δηλαδή τῆς ἴδιας οὐσίας ὁ Υἱός μέ τόν Πατέρα, τόν ὑποβίβαζε ὅμως λέγοντας ὅτι ὑποτάσσεται σ’ αὐτόν ὅπως καί τά κτίσματα.

Σέ αὐτό τό θεολογικό περιβάλλον βρέθηκε καί σπούδασε καί ὁ περιβόητος αἱρεσιάρχης Ἄρειος κατά τόν Γ΄ αἰώνα. Ὁ Ἄρειος, ὡς γνωστόν ἦταν κληρικός τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀλεξανδρέων ἐπί πατριάρχου Ἀλεξάνδρου, πού ἔλαβε μέρος καί στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο μέ τόν τότε Διάκονο τοῦ Μέγα Ἀθανάσιο.

Ἄς δοῦμε πῶς περιγράφει τόν Ἄρειο ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στό βιβλίο του «Ἡ Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενική Σύνοδος»: «Ἡ εὐρεῖα αὐτοῦ παιδεία, ἡ φιλοσοφική αὐτοῦ μόρφωσις, καί ἡ περί τήν ἐπιστήμην τῶν θείων Γραφῶν δεινότης, κατέστησαν αὐτόν γνωστότατον, τό δέ ἐμβριθές σχῆμα (δηλαδή τό διεισδυτικό του πνεῦμα καί ἡ βαθιά γνώση μέ τή μεγάλη ἐντρύφηση), οἱ ὁπωσοῦν ἀγέρωχοι τρόποι, τό μεγαλοπρεπές ἀνάστημα, καί ἡ εὐειδής αὐτοῦ ὄψις, ἐνέπνεον πᾶσι τόν σεβασμόν καί τήν συμπάθειαν».

Ὁ δεινός αὐτός κατά τά ἄλλα κληρικός καί θεολόγος καί γνώστης τῶν Γραφῶν Ἄρειος ἀρνεῖτο τή θεότητα τοῦ Υἱοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί δίδασκε ὅτι ὁ Υἱός δέν ἦταν συναΐδιος (δέν εἶναι δηλαδή ἀΐδιος ὅπως ὁ Πατέρας, χωρίς δηλαδή ἀρχή καί τέλος) καί ὁμοούσιος (τῆς ἴδιας δηλαδή οὐσίας) μέ τόν Πατέρα. Ἀντί τούτων δίδασκε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «κτίσμα», τό πρῶτο κτίσμα τοῦ Πατρός, πού δημιουργήθηκε «ἐξ οὐκ ὄντων καί ἐν χρόνῳ».

Ὅπως ἔλεγε γιά τόν Υἱόν, «ἦ ποτέ, ὅτε οὐκ ἦν». Ὑπῆρχε δηλαδή χρόνος, πού δέν ὑπῆρχε. Προσπάθησε δηλαδή ὁ Ἄρειος νά κατανοήσει, ἀλλά καί νά παρουσιάσει τόν Υἱόν ὡς ἕναν ἐνδιάμεσο Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἐπηρεασμένος τόσο ἀπό τήν Ἑλληνική φιλοσοφία καί Ἰουδαϊκή παράδοση καί διδασκαλία ἀλλά καί τίς γνωστικές καί ἄλλες αἱρετικές δοξασίες.

Τίς αἱρετικές διδασκαλίες καί θεωρίες του, διέδωσε μέσῳ τῶν διαφόρων συγγραμμάτων του, ποιημάτων, τή γνωστή Θαλία (λαϊκός στίχος) καί ἐπιστολῶν ὅσο καί τῶν κηρυγμάτων του, ἀφοῦ ὅπως εἴπαμε ἦταν καί δεινός ρήτορας. Οἱ αἱρετικές διδασκαλίες του διαδόθηκαν ὄχι μόνο στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ἀπέκτησε πολλούς ὀπαδούς, κληρικούς καί λαϊκούς, ἀλλά καί ἐκτός αὐτῆς μέχρι καί τήν Παλαιστίνη προκαλώντας μεγάλη σύγχυση καί ἀναστάτωση. Κατά τόν Ἅγιο Ἐπιφάνιο Κύπρου καί κάποιους ἱστορικούς ὁ πρῶτος πού ἀντέδρασε ἔντονα κατά τῶν αἱρετικῶν θέσεων τοῦ Ἀρείου ἦταν ὁ πρεσβύτερος τῶν Ἀλεξανδρέων Κόλουθος, ὁ ὁποῖος ἦταν καί ὁ εἰσηγητής τοῦ ὅρου ὁμοούσιος.

Ὁ Κόλλουθος ἐπειδή ἔβλεπε τόν Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο νά μήν λαμβάνει κάποια μέτρα κατά τοῦ Ἀρείου, παρά τίς καταγγελίες πού ὑπέβαλε πρός αὐτόν, τελικά ἀποσχίσθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μαζί μέ κάποιους ὀπαδούς του. Αὐτό κράτησε μέχρι τή Σύνοδο τῆς Ἀλεξανδρείας τοῦ 324 μ.χ., ὅπου ἐπέστρεψε καί πάλι στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρόλαβε ὅμως τή Σύνοδο τῆς Νικαίας, γιατί κοιμήθηκε πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν της.

Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στήν Ἀλεξάνδρεια, ἡ ὁποία ἀφοῦ τίς ἐξέτασε καί τίς καταδίκασε, καθαίρεσε τόσο τόν ἴδιο ὅσο καί τούς ὁμόφρονές του.

Ὁ Ἄρειος δέν σταμάτησε ὅμως τήν προσπάθειά του, ἀλλά συνέχισε νά μεταδίδει τή διδασκαλία του βρίσκοντας βοηθούς καί συμμάχους ἐκτός Ἀλεξανδρείας, ὅπως τόν ἱστορικό Εὐσέβιο Καισαρείας, ὀπαδό τοῦ Ὠριγένη, καί Εὐσέβιο Νικομηδείας, συμφοιτητή τοῦ Λουκιανοῦ καί σύμβουλo του Λικινίου. Ὁ τελευταῖος μάλιστα ἔγραψε ἐπιστολές σέ ἐπισκόπους, ἐπιβεβαιώνοντας τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί διδασκαλία τοῦ Ἀρείου. Μάλιστα, ἔγραψε καί ἐπιστολή πρός τόν Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο, ἀπό τόν ὁποῖο ζητοῦσε τήν ἀποκατάσταση τοῦ Ἀρείου καί τήν ἐπαναφορά του σέ Ἐκκλησιαστική διακονία. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλέξανδρος ἀρνήθηκε νά κάνει κάτι τέτοιο, ἐπαναλαμβάνοντας τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου.

Ἐπιπλέον ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας συγκάλεσε Σύνοδο στή Βιθυνία, ὅπου ἐνέκρινε τή διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ὅπως καί ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης. Γεγονότα ὅπως ὁ διωγμός τοῦ Λικινίου κατά τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ διαμάχη μεταξύ Κωνσταντίνου καί Λικινίου τοῦ Αὐγούστου δυσκόλεψαν τήν ἀντιμετώπιση τῆς κατάστασης. Ὁ Ἄρειος ἐν τῷ μεταξύ ἐπέστρεψε στήν Ἀλεξάνδρεια συνεχίζοντας τή δράση του.

Μέ τήν ἐπικράτηση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἐπανῆλθε τό θέμα στό προσκήνιο. Στήν ἀρχή βέβαια, ὁ αὐτοκράτορας δέν εἶχε ἀντιληφθεῖ τή σοβαρότητα τοῦ θέματος. Ἀπέστειλε ὅμως τόν Ὅσιο Ἐπίσκοπο Κορδούης, τόν ὁποῖο ἐμπιστευόταν κυρίως λόγῳ τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του, στήν Ἀλεξάνδρεια, γιά νά ἐρευνήσει τό θέμα. Ὁ αὐτοκράτορας μετά ἀπό τίς ἀποτυχημένες προσπάθειές του καί τήν ἀλαζονική ἐμμονή τοῦ Ἀρείου νά παραμείνει στίς αἱρετικές του διδασκαλίες, καί μέ εἰσήγηση τοῦ Ἀλεξανδρείας Ἀλεξάνδρου, ἀποφάσισε νά συγκαλέσει μιά διευρυμένη Οἰκουμενική Σύνοδο, γιά νά ἐξετάσει τόσο τή διδασκαλία τοῦ Ἀρείου ὅσο καί κάποια σχίσματα: τό Νοβατιανό, τό Σαμοσατιανό καί τό Μελιτιανό. Ἐπίσης νά καθορισθεῖ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα, γιατί μέχρι τότε ἑορταζόταν σέ διαφορετικό χρόνο ἐξ αἰτίας διαφορετικοῦ τρόπου ὑπολογισμοῦ του.

Μέσα σέ αὐτό, λοιπόν, τό Ἱστορικό καί Θεολογικό πλαίσιο, συγκάλεσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.

Ἀρχικά προγραμματίστηκε νά γίνει στήν Ἄγκυρα τό 325μ.Χ. Μετά ἀπό πολλές προετοιμασίες καί τήν ὀργάνωση μιᾶς προπαρασκευαστικῆς, θά λέγαμε, ἐπαρχιακῆς συνόδου ὑπό τόν ὅσιο Κορδούη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου καταδικάστηκε ὁ ἀρειανισμός καί ἀφορίστηκαν κάποιοι ἐπίσκοποι, πού δέν ὑπέγραψαν τήν ὁμολογία πίστεως, προχώρησε ἡ σύγκληση τῆς Μεγάλης Συνόδου. Ἄλλαξε ὅμως τελικά ὁ τόπος σύγκλησης τῆς Συνόδου. Ἀπό τήν Ἄγκυρα μεταφέρεται στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας ὡς πιό προσιτή πόλη καί γιά τούς ἐπισκόπους τῆς Δύσης ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, πού εἶχε τήν ἕδρα του στή Νικομήδεια καί ἤθελε νά εἶναι παρών στίς ἐργασίες τῆς Συνόδου.

Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου πραγματοποιήθηκαν ἀπό τίς 20 Μαΐου μέχρι καί τίς 25 Αὐγούστου 325 μ.Χ., μέ τήν παρουσία τοῦ ἰδίου τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τουλάχιστον στίς κυρίως ἐργασίες τῆς Συνόδου πού ἄρχισαν στίς 14 Ἰουνίου στά βασιλικά Ἀνάκτορα.

Στή Σύνοδο ἔλαβαν μέρος 318 Πατέρες ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὡς διάκονος, ὁ Ἅγιος Σπυρίδων Τριμυθοῦντος, ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐν Μύροις κ.ἄ. Ὅσον ἀφορᾶ τόν ἀριθμό τῶν μετεχόντων Πατέρων, διίστανται οἱ ἀπόψεις τόσο ἀπό Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί ἀπό Ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς. Οἱ περισσότεροι ὅμως συγκλίνουν στούς 318. Τό σίγουρο ὅμως εἶναι ὅτι κλήθηκαν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι νά συμμετάσχουν, ἀνεξαρτήτως του ἄν κάποιοι δέν μπόρεσαν νά παρουσιασθοῦν.

Ὅσον ἀφορᾶ τήν προεδρία τῆς Συνόδου, ἐπικρατέστερη εἶναι ἡ γνώμη ὅτι προήδρευσε ὁ Εὐστάθιος Ἀντιοχείας. Οὐσιαστικό ρόλο, βέβαια, καί λόγο εἶχε καί ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας καί πίσω ἀπό αὐτόν ὁ τότε διάκονος Ἀθανάσιος. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶχε τόν γενικότερο συντονισμό τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου.

Συγκλήθηκε λοιπόν ἡ πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐπειδή ἦταν «χρεία κατεπείγουσα» κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο γιά νά ἀντιμετωπίσει κατά πρῶτον τήν αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ, πού ἀπειλοῦσε ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία καί τήν ἑνότητά της.

Ἕνα θέμα πού ἀπασχολεῖ ὅλους τούς ἱστορικούς καί θεολογικούς μελετητές εἶναι, τό ἄν κρατήθηκαν πρακτικά κατά τίς ἐργασίες τῆς Συνόδου. Τό σίγουρο εἶναι ὅτι δέν ἔχουν σωθεῖ πρακτικά τῆς Συνόδου, παρ' ὅλο πού ἦταν μιά τόσο σημαντική Σύνοδος. Πληροφορίες γιά τά «ἐν τῇ Συνόδῳ τότε πραχθέντα» κατά τήν ἔκφραση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου μάς διασώζει ὁ ἐν λόγῳ Ἅγιος στόν λόγο του « Περι τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου». Πληροφορίες γιά τή Σύνοδο μᾶς διασώζει καί ὁ Γελάσιος Κυζίκου στό «Τῶν κατά τήν ἐν Νικαίᾳ Σύνοδον πραχθέντων Σύνταγμα» ἔχοντας ὡς βάση του, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ, κάποιο χειρόγραφο μέ τά πρακτικά τῆς Συνόδου, τό ὁποῖον ἀπέκτησε ὁ πατέρας του, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερέας, ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κυζίκου Δαλμάτιο.

Πρακτικά, κατά κάποιους, ἴσως νά τηρήθηκαν ἀπό τούς βοηθούς τοῦ αὐτοκράτορα καί τελικά νά δόθηκαν στούς ὑπόλοιπους Ἐπισκόπους μόνο τά σημαντικά κείμενα, πού εἶναι καί σήμερα γνωστά: τό σύμβολο τῆς πίστεως, οἱ 20 κανόνες, ἡ ἐπιστολή πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἀναφορικά μέ τίς ἀποφάσεις γιά τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, τά σχίσματα καί τόν κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα.

Σώζεται καί κάποιος κατάλογος τῶν συμμετεχόντων στή Σύνοδο Ἐπισκόπων, ὁ ὁποῖος ὑπέστη κάποιες προσθαφαιρέσεις. Στή Σύνοδο, παρουσιάστηκαν καί οἱ ἀρειανόφρονες ἐπίσκοποι, ἀνάμεσά τους καί ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας καί ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας, οἱ ὁποῖοι καί ἐλέγχθηκαν ἀπό τούς πατέρες γιά τίς αἱρετικές δοξασίες τους, κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, καί ἀφοῦ ἀνακάλεσαν μπροστά στή Σύνοδο τίς διδασκαλίες τους, ἔλαβαν κανονικά ὡς Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι μέρος στίς ἐργασίες τῆς Συνόδου.

Ὁ Ἄρειος καί οἱ Ὁμόφρονές του συνοπτικά πίστευαν καί δίδασκαν τά ἀκόλουθα:

α) Ὁ Υἱός κτίστηκε ἐν χρόνῳ ἀπό τόν Πατέρα ὡς ἕνα ἐνδιάμεσο κτίσμα Θεοῦ καί ὕλης, καί ὅπως ἔλεγε «ἦν ποτέ, ὅτε οὐκ ἦν». Ὑπῆρχε χρόνος, δηλαδή, πού δέν ὑπῆρχε σέ ἀντίθεση μέ τόν Θεό Πατέρα.

β) Ὁ Υἱός δέν μετέχει τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, δέν εἶναι δηλαδή ἀπό τήν ἴδια οὐσία, ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, ἀλλά εἶναι κτίσμα του. Ὡς ἐκ τούτου δέν εἶναι ἀληθινός Θεός.

γ) Ὁ Υἱός εἶναι τρεπτός καί ἀγνοεῖ τόν πατέρα. Δηλαδή ὁ Ἄρειος ἀρνεῖτο τό συναΐδιο τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα (ἀΐδιος: δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος), καθώς ἐπίσης ἀρνεῖτο τό ἄτρεπτον καί τήν παγγνωσία τοῦ Υἱοῦ.

Ὅλες αὐτές οἱ κακοδοξίες εἶχαν διατυπωθεῖ σέ σύμβολο, τό ὁποῖον ὑπέβαλε στή Σύνοδο ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας. Ὅταν διαβάστηκε αὐτό τό σύμβολο, οἱ Πατέρες ἐξεγέρθησαν καί ἀντέδρασαν ἔντονα. Μετά ἀπό μεγάλες καί διεξοδικές συζητήσεις κατήρτισαν τό σύμβολο πίστεως, διά τοῦ ὁποίου ἐκφραζόταν καί διατυπωνόταν μέ ἀκρίβεια τό Ὀρθόδοξο Δόγμα περί τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί ἀπό τήν ἄλλη ἀντέκρουε - ἀπαντοῦσε στίς αἱρετικές ἀρειανικές πλάνες καί τίς ἀναθεμάτιζε.

Ἡ κάθε τοπική Ἐκκλησία, πρίν ἀπό τήν Α΄Οἰκουμενική Σύνοδο, εἶχε τό δικό της Βαπτιστήριο – Σύμβολο, διά τοῦ ὁποίου ὁμολογεῖτο ἀπό τούς μέλλοντας βαπτισθῆναι συνοπτικά ἡ Ὀρθόδοξος πίστη.

Σέ αὐτά στηριζομένη ἡ Σύνοδος συνέταξε τό νέο κοινό καί ὑποχρεωτικό πλέον γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία Σύμβολο ὡς «Ἔκθεση πίστεως». Στό Σύμβολο ἐκτός ἀπό τήν ὁμολογία πίστεως ἀντικρούονται ὅλες οἱ κακοδοξίες τῶν Ἀρειανῶν, καί ἀναθεματίζονται αὐτοί πού τίς δίδασκαν.

Μέ τό κοινό αὐτό Σύμβολο διαφυλάσσεται καί προφυλάσσεται ἡ Ὀρθόδοξη πίστη ἀπό πλάνες καί αἱρέσεις. Ἐπιπλέον, ὅπως ἐκφράζεται καί διαφυλάσσεται ἡ κοινή πίστη καί ἑνότητα σέ κάθε τοπική Ἐκκλησία μέ τά Βαπτιστήρια Σύμβολα, αὐτό τώρα θά ἐπιτυγχάνετο διά τοῦ κοινοῦ Συμβόλου ὡς ἑνός καθολικά ἀποδεκτοῦ Συμβόλου. Λέει λοιπόν τό Σύμβολο τῆς Νικαίας:

(α) «Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν καί ἀοράτων ποιητήν.

(β) Καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρός μονογενῆ, τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, Θεόν ἐκ Θεοῦ, Φῶς ἐκ Φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι οὗ τά πάντα ἐγένετο τά ἐν τῷ οὐρανῷ καί τά ἐν τῇ γῆ

(γ) Τόν δι' ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα, καί σταυρωθέντα καί ἐνανθρωπήσαντα,

(δ) παθόντα,

(ε) καί ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ,

(στ) ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς,

(ζ) καί ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς

(η) Καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα».

«Τούς δέ λέγοντας "ἦν ποτε, ὅτε οὐκ ἦν" καί "πρίν γεννηθῆναι οὐκ ἦν" καί ὅτι "ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο", ἤ "ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως" ἤ "οὐσίας" φάσκοντας εἶναι, ἤ "κτιστόν", ἤ "τρεπτόν", ἤ "ἀλλοιωτόν" τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».

Τό Σύμβολο τῆς Πίστεως λοιπόν εἶναι αὐτή ἡ «θεόγραφος» πίστη κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι, κατά τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, κατά λέξιν θεόπνευστον, γιατί ἀποτυπώνει καί ἐκφράζει τήν Ἀποστολική πίστη, τή βιβλική διδασκαλία καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατά τόν Γελάσιο Κυζίκου εἶναι: «ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί διά τῶν ἁγίων ἡμῶν Πατέρων ἐκφωνηθεῖσα, ὥσπερ δι ἑνός στόματος, καί κυρωθεῖσα παρά πάντων τῶν συνδραμόντων εἰς τήν ἁγίαν ἐκείνην τῆς πίστεως ἀκρόασιν».

Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὡς γνωστόν, συμπλήρωσε καί ὁλοκλήρωσε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἐπικυρώνοντας τήν πίστη τῶν 318 Πατέρων. Ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος 431 μ.Χ., μέ τόν ζ΄ κανόνα της, καθιστᾶ τό σύμβολο τῆς Νικαίας κριτήριον Ὀρθοδοξίας καί ἀπαγορεύει τή σύνταξη ἄλλου Συμβόλου.

Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀναφέρεται ὅτι στή Σύνοδο αὐτή πού ἔγινε στή Χαλκηδόνα, μόλις ἀναγνώσθηκε τό σύμβολο τῆς Νικαίας, ὅλοι οἱ Πατέρες φώναξαν: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων, ταύτην πάντες πιστεύομεν, ἐν ταύτῃ ἐβαπτίσθημεν, ἐν ταύτῃ βαπτίζομεν... Αὕτη ἀληθινή πίστις, αὕτη Ἁγία Πίστις. Αὕτη αἰωνία πίστις. Πάντες οὕτως πιστεύομεν».

Ἡ Δ΄ καί ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, μάλιστα, ἐπεσήμαναν ὅτι τό Σύμβολο τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ἀποτελεῖ κάποια ἀλλοίωση, ἀλλά ἑρμηνευτικό κείμενο τοῦ Συμβόλου τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Πολλές βέβαια τοπικές Σύνοδοι ἀποδέχθησαν καί διεκύρηξαν τήν πίστη τους στό Σύμβολο τῆς Νικαίας.

Ἐπίσης, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, πολλοί Πατέρες μεταγενέστεροι τήν θεωροῦν κριτήριο Ὀρθοδοξίας, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος καί συστατικό στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ἐπισημαίνει ὅτι ἡ πίστη τῆς Νικαίας ἔχει Ἐκκλησιαστικό καί Οἰκουμενικό κύρος.

Τό βασικό ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν νά ἀντιμετωπίσει τις Ἀρειανές ἀπόψεις, ὅπου ἀμφισβητεῖτο ἡ θεότητα τοῦ δευτέρου προσώπου τοῦ Υἱοῦ.

Ἡ χρήση τοῦ ὅρου ὁμοούσιος, παρά τίς ἀντιδράσεις τῶν ἀρειανοφρόνων, ἀλλά ἀκόμη καί τίς ἐπιφυλάξεις κάποιων Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, ὡς πρός τό νόημα καί περιεχόμενό του, ἔδωσε τή διέξοδο καί τήν πιό δυνατή ἀποτύπωση τῆς σχέσης Πατρός καί Υἱοῦ καί ὡς ἐκ τούτου τῆς Θεότητος τοῦ Υἱοῦ.

Μέσα στίς ἀτέρμονες συζητήσεις μάλιστα, εἶχε τεθεῖ καί ὁ ὅρος «ὅμοιος», ὅπως ὅμως σημειώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Υἱός δέν εἶναι ἁπλᾶ ὅμοιος πρός τόν Πατέρα, «ἀλλά ὡς ἡ Σύνοδος νοοῦσα καλῶς, ὁμοούσιος πρός τόν Θεόν Πατέρα».

Ἡ προσθήκη μάλιστα τῆς φράσης «τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός» καί τό «οὐ ποιηθέντα» δέν ἀφήνει ὁποιαδήποτε περιθώρια ἀρειανικῆς ἑρμηνείας καί θεώρησης τοῦ Υἱοῦ ὡς κτίσματος ἐκ τοῦ Πατρός.

Τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπως τό διαβάσαμε προηγουμένως, ἀρχίζει μέ τό ρῆμα «πιστεύομεν» θέλοντας οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου νά ἐκφράσουν τήν καθολική συνείδηση καί πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ, πάνω στήν ὁποία ἐξαρτᾶται καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅταν αὐτό ἀντικατέστησε ἀργότερα τά Βαπτιστήρια Σύμβολα, ἐπανῆλθε πάλι ὁ ἑνικός ἀριθμός «Πιστεύω», ὅπως ἦταν καί στά πρό τῆς Συνόδου Βαπτιστήρια Σύμβολα.

Στό πρῶτο μέρος τοῦ Συμβόλου ὅπου ὁμολογοῦμε πίστη σέ ἕνα Θεό πατέρα Παντοκράτορα ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων, δηλώνουμε τήν Παντοκρατορία τοῦ Θεοῦ ὡς δημιουργοῦ τῶν πάντων, τά ὁποῖα δημιούργησε μέ τήν ἐλεύθερη βούλησή Του.

Ἀκολούθως στό Σύμβολο περιγράφεται ἡ πίστη στό δεύτερο πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ, τό ὁποῖο ὑπῆρξε πάντοτε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον».

Ὅπως λέει χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, αὐτοί πού πιστεύουν σέ ἕνα Θεό Πατέρα Παντοκράτορα, ὀφείλουν νά πιστεύουν καί σέ ἕναν Υἱόν Μονογενῆ.

Οἱ Πατέρες, οἱ ὁποῖοι μέ πολλή σαφήνεια καί ἀκρίβεια ἐξέφρασαν τό δόγμα μέ τή χρήση τῆς λέξης «ἕνα» καί γιά τόν Υἱόν, δηλώνουν τή μοναδικότητα τοῦ Υἱοῦ. Ἐπίσης ἀπαντοῦν τόσο στήν ἰουδαϊκή ἔννοια τῆς μονοθεΐας ἀλλά καί σέ αὐτήν τῆς πολυθεΐας. Ὅπως λέει πάλι ὁ Ἅγιος Κύριλλος, «Ἕνα λέγομεν, ἵνα μή ὑπονοήσεις ἄλλον. Ἕνα λέγομε ἵνα μή τό πολυώνυμον τῆς ἐνεργείας εἰς πολλούς Υἱούς ἐκχέης δυσσεβῶς».

Μέ τόν ἁγιογραφικό ὅρο Μονογενῆ φαίνεται τόσο ἡ φυσική υἱότητα τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά καί ἡ μοναδικότητά Του, «διά τό μόνος εἶναι Θεός ὡς ὁ Πατήρ» κατά τόν Μέγαν Ἀθανάσιον.

Ἡ προσθήκη πού προαναφέραμε «τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός» κατά τόν Μέγα Βασίλειο δηλώνει ὅτι «ὁ κατ’ οὐσίαν Θεός καί Πατήρ, τόν κατ’ οὐσίαν Θεοῦ Υἱόν ἐγέννησεν».

Στή συνέχεια ἐπαναλαμβάνεται καί ξεκαθαρίζει ἀκόμη περισσότερο ὅτι ὁ Υἱός εἶναι Θεός καί Φῶς, Θεός ἀληθινός ὅπως ὁ Θεός Πατέρας.

Τό «γεννηθέντα καί οὐ ποιηθέντα» γιά τόν Υἱό ἀπαντᾶ στίς Ἀρειανικές διδασκαλίες ὅτι ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρός. «Οὐ ποίημα οὐδέ κτίσμα ὁ τοῦ Θεοῦ λόγος, ἀλλά ἴδιον τῆς τοῦ Πατρός οὐσίας γέννημα ἀδιαίρετον ἐστίν» κατά τόν Μέγαν Ἀθανάσιον.

Μέ τόν ὅρο «ὁμοούσιος» ἀνακεφαλαιώνεται, κατά τόν ἴδιο Πατέρα, ὅλη ἡ Ἁγιογραφική διδασκαλία, «διάνοια τῆς Ἁγίας Γραφῆς», ἀλλά καί πίστη τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτός ὁ ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα Υἱός εἶναι καί συνδημιουργός μέ Αὐτόν, ὅπως βλέπουμε στή συνέχεια τοῦ Συμβόλου. Ὅλη ἡ δημιουργία δι’ αὐτοῦ, δηλαδή τοῦ Υἱοῦ, ἐγένετο. «Πάντα δι’ Αὐτοῦ, τοῦ Λόγου, ἐγένετο», κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη.

Αὐτός ὁ ἄσαρκος Λόγος γίνεται πραγματικός ἄνθρωπος «διά τήν ἡμῶν σωτηρίαν», «ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» κατά τόν Μέγαν Ἀθανάσιο.

Μέ τούς ὅρους «σαρκωθέντα» καί «ἐνανθρωπήσαντα» θέλουν νά ξεκαθαρίσουν οἱ Πατέρες μέ τόν καλύτερο τρόπο ὅτι πραγματικά ἔγινε «τέλειος ἄνθρωπος» καί ὄχι «ψιλός ἄνθρωπος», ὅπως ἔλεγαν οἱ δοκητιστές, πού ἀμφισβητοῦσαν τήν κατ’ ἀλήθεια, ἐνανθρώπησίν Του. Ἄν δέν ἦταν τέλειος Θεός ἀλλά καί τέλειος ἄνθρωπος, δέν θά μποροῦσε νά θεραπεύσει τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά σώσει τόν ἄνθρωπο.

Μέ ἀφορμή αὐτό ἀξίζει νά σημειώσουμε ἐδῶ καί νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἔπαιζαν μέ τίς λέξεις, οὔτε ἔδειχναν ὑπερβολική εὐαισθησία καί ἐνασχόληση γιά πράγματα ἀσήμαντα. Προσπαθοῦσαν βάσει τῆς ἁγιοπνευματικῆς τους ἐμπειρίας ἀλλά καί τῆς παραδεδομένης σ’ αὐτούς Ἀποστολικῆς πίστης καί διδασκαλίας νά ἐκφράσουν τό δόγμα, ὅσο μπορεῖ ἀκριβέστερα καί καθαρότερα μέ τόν ἀνθρώπινο λόγο. Καί αὐτό, γιατί ἡ λανθασμένη ἔκφραση καί διατύπωση τοῦ δόγματος, ἔδινε τροφή στούς διαφόρους αἱρετικούς, καί τό κυριότερο διακυβευόταν ἡ ἴδια ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Στή συνέχεια ὁμολογεῖται ἡ πίστη στόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου καί πάλι – Β΄ Παρουσία - δηλαδή τοῦ Κυρίου, γιά νά κρίνει ζῶντας καί νεκρούς, πράγμα πού ἔχει καί ξεκάθαρη βιβλική ἀναφορά.

Καταλήγει τό σύμβολο μέ τήν πίστη καί λιτή ἀναφορά «Καί εἰς τό ἅγιον Πνεῦμα».

Μέ τήν ἀναφορά «καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα» ὁλοκληρώνεται - συμπληρώνεται ἡ πίστη στήν ἁγία Τριάδα καί ἀναιρεῖται ὁποιαδήποτε αἱρετική διδασκαλία, πού θέλει τό ἅγιο Πνεῦμα κτίσμα ἤ δύναμη τοῦ Πατρός, τονίζοντας τήν ἴδια Θεότητα τοῦ Πνεύματος ὅπως στόν Πατέρα καί τόν Υἱόν.

Γιά νά ἀντιμετωπίσει ἡ Ἐκκλησία ὁριστικά καί τελεσίδικα τούς Ἀρειανούς, ἀλλά καί ὅσους ἀμφισβητοῦσαν τή θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, προσθέτει στό τέλος τοῦ Συμβόλου καί τούς ἀναθεματισμούς μέ τήν ἔννοια τῆς ἀποκοπῆς τους ἀπό τήν Εὐχαριστηριακή Σύναξη καί γενικότερα τήν Ἐκκλησία.

Στόν ἐπίλογο αὐτό συνοψίζονται καί ἐπαναλαμβάνονται οἱ αἱρετικές ἀρειανικές δοξασίες, προστατεύοντας καί μέ αὐτό τόν τρόπο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅπως προαναφέραμε, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐκτός ἀπό τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Ἀρείου καί τῶν ὁμοφρόνων του, ἀντιμετώπισε καί ἄλλα θέματα – προβλήματα, πού ἀντιμετώπιζε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ὁ καθορισμός τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία, δεδομένου ὅτι ὑπῆρχε ἀσυμφωνία μεταξύ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἀπό τόν δεύτερο αἰώνα. Ἦταν μεγάλο πρόβλημα αὐτή ἡ ἀσυμφωνία μεταξύ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τό ὁποῖο μάλιστα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Εὐσέβιο Καισαρείας τό χαρακτηρίζει «δεινόν τε καί ἀπρεπές», παρ' ὅλο πού δέν ὑπῆρχε πρόβλημα Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.

Ὑπῆρχαν τρεῖς διαφορετικές παραδόσεις ὡς πρός τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα:

α) Πρώτη ἦταν αὐτή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου, ὅπου ἑόρταζαν τό Πάσχα πάντοτε στίς 14 τοῦ μηνός Νισάν (σεληνιακός Ἰουδαϊκός μήνας, πού περιλαμβάνει μέρος τοῦ Μαρτίου καί μέρος τοῦ Ἀπριλίου). Ἑορταζόταν ὁποιαδήποτε μέρα, δηλαδή ὄχι πάντα ἡμέρα Κυριακή. Αὐτοί λοιπόν ἦταν οἱ λεγόμενοι «Τεσσαρεσκαιδεκατῆτες».

β) Οἱ ὑπόλοιπες Ἐκκλησίες γιόρταζαν τήν ἀμέσως ἀπό τίς 14 τοῦ μηνός Νισάν Κυριακή, ὥστε νά ξεχωρίζουν ἀπό τό Ἑβραϊκό Πάσχα. Ἡ χρήση ὅμως διαφορετικοῦ πασχαλίου κύκλου σέ Ἀνατολή καί Δύση ἀναφορικά μέ τήν ἐαρινή ἰσημερία, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα σέ διαφορετική ἡμέρα. (Ἡ Ἀνατολή θεωροῦσε τήν 21η Μαρτίου, ἐνῶ ἡ Δύση τήν 18η Μαρτίου).

γ) Ἡ τρίτη καί δυσκολότερη περίπτωση ἦταν αὐτή στή Συρία, Μεσοποταμία καί Κιλικία. Αὐτοί ἑόρταζαν πάντα Κυριακή τό Πάσχα στηριζόμενοι στό Ἑβραϊκό Πάσχα, πού τύγχανε πολλές φορές καί πρίν τήν ἐαρινή ἰσημερία καί μάλιστα μέ τούς Ἑβραίους, πράγμα βέβαια πού ἀντίκειται καί στόν ζ΄ Ἀποστολικό κανόνα.

Ἄν καί δέν σώζεται ὁ ἴδιος ὁ ὅρος τῆς Συνόδου, ἐν τούτοις διαβάζουμε γιά τό θέμα αὐτό τῶν προϋποθέσεων τοῦ ἑορτασμοῦ, τόσο ἀπό τήν ἐπιστολή τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρεἰας ὅσο καί ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου πρός τίς Ἐκκλησίες.

Ὁρίζεται λοιπόν τό Πάσχα νά ἑορτάζεται ἀπό ὅλους κατά τήν ἴδιαν ἡμέρα, δηλαδή τήν πρώτη Κυριακή μετά τίς 14 τοῦ μηνός Νισάν, δηλαδή τήν Κυριακή μετά ἤ κατά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καί σίγουρα ὄχι μέ τό Ἑβραϊκό Πάσχα.

Φέτος, ὡς γνωστόν, συνέπεσε τό Ὀρθόδοξο Πάσχα μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Αὐτό ἀπετέλεσε ἀφορμή μεγάλης συζήτησης ἀναφορικά μέ τόν κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα. Μπορεῖ φέτος νά ἔτυχε, ἀλλά δέν ἔγινε σίγουρα κάποια ἔκπτωση ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τούς ὅρους καί προϋποθέσεις πού θέτει ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Δέν ἔχει κανένα πρόβλημα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὔτε προσβάλλεται τό Ὀρθόδοξο Πάσχα. Ἀλλά καί ὅταν συζητεῖται τό θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, πρέπει νά μήν ξεχνᾶμε ὅτι δέν μποροῦμε νά ξεφύγουμε ἀπό αὐτά, πού ὁρίζει ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἄν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί θέλουν νά λάβουν ὑπ’ ὄψιν αὐτά πού ὁρίζει ἡ Σύνοδος γιά τούς Ὀρθοδόξους, δέν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα. Σίγουρα, δέν ἐννοοῦμε σέ καμία περίπτωση συμπροσευχή ἤ τό χειρότερο συλλειτουργία.

Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀσχολήθηκε ἀκόμη μέ τό πρόβλημα τῶν τριῶν σχισμάτων: Νοβατιανό, Σαμοσατιανό καί Μελιτιανό.

Θεραπεία - ἀντιμετώπιση σχισμάτων

α) Νοβατιανό σχίσμα ἤ καθαρῶν

Οἱ λεγόμενοι καθαροί ἤ Νοβατιανοί ἀπό τό ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ τους τοῦ ἀποσχισθέντος λεγομένου ἐπισκόπου Ρώμης Νοβατιανοῦ, ἀρνοῦνταν τό δικαίωμα στήν Ἐκκλησία νά συγχωρᾶ ὅσους ἁμάρταναν βαριά, ἔστω καί ἄν μετανοοῦσαν. Δέν κοινωνοῦσαν μέ τούς δίγαμους οὔτε μέ αὐτούς πού δέν ἄντεξαν στά μαρτύρια καί ἔπεσαν, τούς πεπτωκότας. Μάλιστα ὅσους ἐπέστρεφαν τούς ξαναβάφτιζαν. Μέ τόν Η΄ κανόνα της ἡ Α΄Οἰκουμενική Σύνοδος καθόριζε τόν τρόπο τῆς ἐπιστροφῆς ὅλων αὐτῶν μέ ἐπιβολή κάποιου ἐπιτιμίου.

Ἐδῶ, ἄς προσέξουμε λίγο οἱ πνευματικοί, πού πολλές φορές φτάνουμε σέ τέτοια ἀκραία αὐτηρότητα, πού στό τέλος ἀντί νά βοηθήσουμε τούς ἀνθρώπους νά μετανοήσουν τούς ἐξοντώνουμε καί τούς διαλύουμε. Ἡ ἀδιάκριτη καί ἀπόλυτη χρήση τῶν κανόνων, τελικά τούς ἀπομακρύνει ἀπό τήν Ἐκκλησία καί οἱ κανόνες μετατρέπονται κανόνια, πού τούς θανατώνουν πνευματικά.

β) Τό δεύτερο σχίσμα πού ἀντιμετώπισε ἡ Σύνοδος εἶναι τῶν Σαμοσατιανῶν. Ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατέας δεχόταν τόν Θεό ὡς ἕνα πρόσωπο, τόν δέ Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς δυνάμεις τοῦ Θεοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ τόν Χριστό, ἔλεγε ὅτι γεννήθηκε ἁπλός ἄνθρωπος καί τήν ἡμέρα τῆς βάπτισής του ἐνοίκησε σ αὐτόν ὁ Λόγος ὡς ἀπρόσωπη, ὅμως, ὅπως εἴπαμε δύναμη, ὡς μιά σταδιακή ἠθική θεοποίησή του.

Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τήν αἵρεση αὐτή καί τό σχίσμα καί ἀπάντησε στίς κακοδοξίες του διά τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Μέ τόν 19ο κανόνα ἐπέβαλε τόν ἀναβαπτισμό καί ἀναχειροτονία σέ ὅσους κατέφευγαν στήν Καθολική Ἐκκλησία.

γ) Τό τρίτο σχίσμα τό ὁποῖο ἀντιμετώπισε ἡ Σύνοδος εἶναι τῶν Μελιτιανῶν Ὁ Μελίτιος δεχόταν τούς πεπτωκότας κατά τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἀλλά μέ πιό πολλή αὐστηρότητα ἀπό ὅτι ἡ Ἐκκλησία. Ἵδρυσε μάλιστα δική του Ἐκκλησία, ὀνομάζοντάς την «Ἐκκλησία μαρτύρων». Ἐπιπλέον, ἔκανε πολλές ἀντικανονικές χειροτονίες ἐπισκόπων καί ἄλλων κληρικῶν.

Ἡ Σύνοδος ἔθεσε τέρμα καί σέ αὐτό τό σχίσμα. Μέσα ἀπό τόν 8ο καί 9ο κανόνα φαίνεται ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου.

Ἐνεργοῦσα ἡ Σύνοδος «ἐπί τό φιλανθρωπότερον», ὅπως ἀναφέρεται, ἀποφάσισε νά παραμείνει ὁ Μελίτιος στήν πόλη του χωρίς καμία ὅμως ἐξουσία. Νά σημειωθεῖ ὅτι ἀπό τή Σύνοδο τῆς Ἀλεξανδρείας ἦταν ἤδη καθαιρεμένος. Οἱ 28 ἐπίσκοποί του θά γίνοντο δεκτοί δι’ ἁπλῆς χειροθεσίας ὡς βοηθοί ἐπίσκοποι ὑπό τόν κανονικό Ἐπίσκοπο.

Ὁ Μελίτιος ὑπάκουσε στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ὄχι ὅμως καί οἱ διάδοχοί του καί κυρίως ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας, ὁ ὁποῖος συμμάχησε μέ τούς Ἀρειανούς. Τό σχίσμα αὐτό κράτησε μέχρι τα μέσα τοῦ Ε΄αιώνα.

Μέσα ἀπό τήν ἀντιμετώπιση τῶν σχισμάτων καί προβλημάτων πού ἀντιμετώπισε ἡ Σύνοδος, βλέπουμε αὐτή τήν ὑγιῆ πνευματική ἐλευθερία τῶν Πατέρων ἀπό τή μία, ἀλλά καί τήν τήρηση τῆς ἀκριβείας καί τῆς τάξεως ἀπό τήν ἄλλη μέ πνεῦμα διάκρισης καί ἀγάπης, ἀποβλέποντας στό πῶς θά βοηθήσει καί θά θεραπεύσει τήν κατάσταση. Πῶς θά βοηθήσει καί τό ὑπόλοιπο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί τούς ἐμπλεκομένους σέ αὐτά. Πῶς θά βροῦν τή σωτηρία τους, δίνοντάς τους τή δυνατότητα ἐπανένταξης στήν Κανονική Ἐκκλησία καί ὄχι σπρώχνοντάς τους μακριά ἀπό αὐτήν ἤ ἀπέναντι ἀπό αὐτή.

Κανονικό ἔργο τῆς Συνόδου

Ὅταν λέμε Κανονικό ἔργο ἐννοοῦμε τήν κανονική ἀντιμετώπιση κάποιων ζητημάτων διά τῆς θέσπισης κανόνων, οἱ ὁποῖοι πλέον ἀποτελοῦν πνευματικούς νόμους - κανόνες τῆς Ἐκκλησίας γιά ἀντιμετώπιση παρόμοιων θεμάτων - προβλημάτων.

Ἐξέδωσε λοιπόν ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος 20 κανόνες. Κάποιους ἀπό αὐτούς ἤδη ἀναφέραμε ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀναφερθέντων σχισμάτων καί βεβαίως τῆς θέσπισης τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Οἱ κανόνες αὐτοί ἐπιπλέον ἀναφέρονται σέ θέματα ἐκκλησιαστικῆς ὀργάνωσης καί τάξεως, λατρείας, χριστιανικῆς ζωῆς καί ἄλλα.

Ἕνα ἀπό τά σημαντικά θέματα πού ἀναφέρονται εἶναι τό θέμα τῆς γενικῆς ἀγαμίας τοῦ κλήρου. Πολλοί ὑπεστήριζαν ὅτι ἔπρεπε ὅλοι οἱ κληρικοί νά μένουν ἄγαμοι, γιά νά μποροῦν ἔτσι ἀπερίσπαστοι νά ἀφιερώνονται στήν ἱερατική τους διακονία. Τό θέμα τέθηκε στή Σύνοδο. Ἐκεῖ ἀντέδρασε ἄμεσα καί ἔντονα ἕνας ἀσκητής, ὁ Ὅσιος Παφνούτιος, λέγοντας, σύμφωνα καί μέ τή μαρτυρία τοῦ Γελασίου Κυζίκου τά ἀκόλουθα: «Μή βαρύνετε τόν ζυγόν τῶν ἱερωμένων. Τίμιος γάρ φησίν (ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος) ὁ γάμος ἐν πᾶσιν καί ἡ κοίτη ἀμίαντος, μή τῇ ὑπερβολῇ τῆς ἀκριβείας τῇ Ἐκκλησίᾳ μᾶλλον προσβλάψητε. Οὐ γάρ πάντες δύνασθαι φέρειν τῆς ἀπαθείας τήν ἄσκησιν».

Βλέπουμε ἐδῶ ἕναν ἀσκητή νά φέρεται μέ περισσότερη διάκριση καί συμπάθεια στό θέμα ἀπό τούς ὑπολοίπους, πού ἤθελαν νά ἐπιβάλουν τή γενική ἀγαμία.

Ὅσον ἀφορᾶ τούς ὑπολοίπους κανόνες πού θεσπίστηκαν, θά μπορούσαμε ἐν συντομίᾳ νά ποῦμε.

-        Ἀπαγορεύει τή χειροτονία σέ ὅσους εὐνουχίστηκαν, ἐκτός βέβαια ἀκούσια ἤ γιά λόγους ὑγείας.

-        Ἀπαγορεύει τήν εἰς «ἀθρόον», ὅπως λέγεται, χειροτονία, χωρίς χρόνο δοκιμασίας ἀπό τόν ἕνα βαθμό στόν ἄλλο.

-        Ἀπαγορεύει σέ ὅλους τούς κληρικούς νά ὑπηρετοῦνται ἤ νά συζοῦν μέ γυναῖκες (ἐκτός βέβαια μητέρας, ἀδελφῆς ἤ θείας) γιά ἀποφυγή σκανδαλισμοῦ.

-        Ἡ ἐπαρχιακή Σύνοδος κάθε Ἐκκλησίας νά συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές τόν χρόνο γιά ἐπίλυση προβλημάτων καί βεβαίως θεμάτων κληρικῶν ὅπως ἀκοινωνησία καί ἄλλα.

-        Κάποιοι κανόνες ἀναφέρονται σέ ὅσους γιά ὁποιοδήποτε λόγο εἰσπηδοῦν σέ ἄλλη ἐκκλησιαστική ἐπαρχία, χωρίς ἐννοεῖται τήν εὐλογία τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου.

-        Προβλέπει καθαίρεση γιά τούς τοκογλύφους κληρικούς.

-        Ἀπαγορεύει τή γονυκλισία τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς καί κατά τήν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς.

Αὐτά εἶναι τά πιό σημαντικά θέματα στά ὁποῖα ἀναφέρονται οἱ κανόνες πάντα μέ πνεῦμα διάκρισης καί σωτηριολογικῆς προοπτικῆς.

Γενικά συμπεράσματα καί σκέψεις

Σέ γενικές γραμμές αὐτό εἶναι, ὅσο καί ὅπως μποροῦμε νά ἐκφράσουμε καί περιγράψουμε, τό ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά καί ἡ σημασία πού ἔχει γιά τή ζωή καί τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς τόσο σημαντικῆς ἀποστολῆς της, πού εἶναι ἡ διαφύλαξη τῆς Ἱερᾶς παρακαταθήκης, τῆς ἀποστολικῆς πίστης, διδασκαλίας καί ἐμπειρίας, ἀλλά καί δι’ αὐτῶν ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων γιά τούς ὁποίους ὁ Κύριος σαρκώθηκε καί ἔχυσε ἐπί τοῦ Σταυροῦ τό Πανάγιον Αἷμα του.

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀπεφάνθησαν καί ἐνήργησαν ὄχι μέ τήν ἀνθρωπίνη λογική καί τό κοσμικό φρόνημα, ἀλλά ἐκζητοῦντες «τί ἐστί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Δέν στηρίζονταν στήν ἀνθρωπίνη διάνοια, γνώσεις καί χαρίσματά τους, ἀλλά πρωτίστως στόν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί στήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία. Εἶχαν τή βεβαιότητα ὅτι τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα κατηύθυνε τίς ἐργασίες τῆς Συνόδου. Γι αὐτό καί στό τέλος μποροῦσαν νά ποῦν καί αὐτοί ὅπως οἱ Ἀπόστολοι στήν Ἀποστολική Σύνοδο, «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν». Εἶναι κοινή ἐμπειρία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀδειάζει μέ ταπείνωση τόν ἑαυτόν του ἀπό τή δική του κρίση καί τόν δικό του λογισμό καί ἐπικαλεῖται ταπεινά τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, τόσον ὁ Θεός τόν φωτίζει καί κατευθύνει τά ἔργα καί τούς λόγους του.

Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τό ἔργο της ἀπετέλεσε πρότυπο γιά τίς ἑπόμενες Συνόδους, ἀλλά καί ἡ πίστη καί διδασκαλία της βάση καί θεμέλιο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί ζωῆς.

Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀλλά καί κάθε Σύνοδος πού γίνεται μέ τίς σωστές προϋποθέσεις, ἐπιβεβαιώνει τήν Πατερική ἀρχή ὅτι κανένας δέν εἶναι ἀλάθητος στήν Ἐκκλησία οὔτε καί Ἐπίσκοπος ἀπό μόνος του. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀλάθητος, ὅταν ἀποφαίνεται ἐν Συνόδῳ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, στηριζομένη καί ἔχοντας ὡς κριτήριο καί πυξίδα της τόν θεόπνευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, τούς Ἱερούς κανόνες καί ἐν γένει τήν Ἱερά Παράδοση.

Ὅλες οἱ ἐνέργειες καί ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί γενικότερα τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν βάση, κριτήριο καί σημεῖο ἀναφορᾶς τήν εὐχαριστηριακή σύναξη καί κοινωνία.

Τόσο τά δόγματα – τά θέματα πίστεως – ὅσο καί οἱ κανόνες περί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς γενικότερα, ἀκόμη καί τά ἐπιτίμια, ἔχουν σχέση μέ τή μυστηριακή κοινωνία. Ἡ εὐχαριστηριακή δέηση «τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι...» βρίσκει τήν πλήρη ἑρμηνεία καί ἐφαρμογή της στή Σύνοδο, τῆς ὁποίας τό ἔργο κατευθύνεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ὁ κάθε Ἐπίσκοπος καί κατ’ ἀναλογία καί κάθε κληρικός ὀφείλει νά εἶναι φορέας καί ἐκφραστής τῆς ἀληθείας αὐτῆς. Ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζει ἰδιαίτερα τήν κατ’ Ἀνατολάς Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία εἶναι τό Συνοδικό σύστημα σέ ὅλα τά ἐπίπεδα: τοπικό, ἐπαρχιακό, οἰκουμενικό.

Ἔχοντας ἡ Ἐκκλησία ὡς πρότυπο τήν Ἀποστολική Σύνοδο ἀλλά καί τήν ἐν Νικαίᾳ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐκφράζει ἐν Συνόδῳ, μέ τόν πλέον αὐθεντικό καί ἁγιοπνευματικό τρόπο, τήν ἐκκλησιαστική καί θεολογική της συνείδηση.

Ὁ καθηγητής Ἀλιβιζάτος ἐπισημαίνει ὅτι «ἡ ἀνώτατη διοικητική βαθμίδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καί διοίκησης εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ συγκροτούμενη κυρίως ἐκ τῆς ὁλότητας τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἐπισκόπων, ὅπως καί στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο πού προσκλήθηκαν τουλάχιστον ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καί τῆς ὁποίας οἱ ἀποφάσεις ὁριστικῶς γενόμεναι ὑπό τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεκταί ἀποτελοῦν τήν ὑψίστην εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν αὐθεντίαν».

Ἡ ἐπετειακή ἀνάμνηση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μᾶς ὑπενθυμίζει καί τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ». Αὐτόν ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὀρθοτομοῦσαν τόν λόγον τῆς ἀληθείας χωρίς νά προσβάλλουν τόν ἄνθρωπο ἀκόμη καί τόν αἱρετικό, βλέποντάς τον ὡς εἰκόνα Θεοῦ,. Ἤξεραν ὅτι σέ θέματα πίστεως πρέπει νά εἴμαστε ἀκριβεῖς καί ξεκάθαροι, μακριά ἀπό ἀνθρώπινες εὐγένειες καί παρεξηγημένους συμβιβασμούς, προσπαθώντας νά βοηθήσουν ἀκόμη καί τόν διδάσκοντα τήν αἵρεση. Ἡ οἰκονομία δέν χωρᾶ καί δέν ἐπιτρέπεται σέ θέματα πίστεως, γιατί ἔτσι διακυβεύεται ἡ ἴδια ἡ σωτηρία μας. Δυστυχῶς σήμερα αὐτός πού προσπαθεῖ νά διαφυλάξει αὐτή τήν ἱερά παρακαταθήκη, κατά τήν προσταγή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν ἀπόστολο Τιμόθεο, θεωρεῖται σκοταδιστής καί μεσαιωνικός. Πνευματική καί χριστιανική ζωή θεωρεῖται ὁ στεῖρος ἠθικισμός, ἡ ἐξωτερική συμπεριφορά καί ἡ κοινωνική προσφορά, μακριά ἀπό τή Χάρη καί τόν ἁγιασμό, πού θά φέρει στόν ἄνθρωπο ἡ παραδεδομένη ἀπό τούς Πατέρες μας πνευματική ζωή καί ἄσκηση. Σίγουρα ἡ πλάνη καί ὁ χωρίς ἐπίγνωση ζῆλος καί φανατισμός, πού τελικά σέ ὁδηγοῦν ἐκτός Ἐκκλησίας, εἶναι τό ἴδιο καταστροφικά καί ἐπικίνδυνα ὅπως καί ἡ παρέκκλιση ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί Παράδοση.

Μέσα ἀπό ὅλα αὐτά τελικά φαίνεται καί ἡ δική μας μεγάλη εὐθύνη ὡς κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ταχθήκαμε νά διακονήσουμε τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί νά διαφυλάξουμε τήν παρακαταθήκη τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως καί παραδόσεως.

Ὀφείλουμε ὅλοι μας καί νά μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή καί τούς λόγους τῶν Πατέρων μας καί νά καταρτιζόμαστε πνευματικά, ὥστε νά μποροῦμε καί «νά δίδουμε λόγο παντί τῷ αἰτοῦντι» καί νά ἀντιμετωπίζουμε τούς διαφόρους αἱρετικούς ἀλλά καί τούς ἄλλους πλανηθέντας ἀπό τῆς ἀληθείας ἀδελφούς μας. Παράλληλα ὅμως καί περισσότερο ἴσως νά ἔχουμε πνευματική ζωή, νά ἁγιάζουμε τούς ἑαυτούς μας, ὥστε νά δεχόμαστε τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί νά διδάσκουμε μέ τό ἅγιο παράδειγμά μας καί τήν ἁπλή ἀκόμη παρουσία μας κατά τόν λόγον τοῦ Γεροντικοῦ: «ἀρκεῖ μοί τοῦ ὁρᾶν σοι πάτερ». Οἱ Θεοφόροι Πατέρες μας καί ἐπαρκῆ γνώση τῶν Γραφῶν εἶχαν ἀλλά καί ἁγιότητα βίου, ἔτσι πού ὅταν ἀποφαίνονταν, οἱ λόγοι τους θεωροῦνταν καί ὄντως ἦταν «ὡς ἐκ Θεοῦ ἐκπορευόμενοι».

Τιμώντας λοιπόν τή συμπλήρωση 1700 χρόνων ἀπό τή σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄς ἐπικαλούμαστε τούς Θεοφόρους Πατέρες, ὥστε νά μᾶς φωτίζουν καί καθοδηγοῦν στή ζωή μας, νά δίνουν καί σέ μᾶς αὐτό τόν ἔνθεο ζῆλο καί τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα πού εἶχαν, ἀλλά καί τή συνείδηση καί συναίσθηση καί τήν καλή ἀγωνία ὅτι θά ἀπολογηθοῦμε γιά τό πόσο φανήκαμε πιστοί στό Ἐκκλησιαστικό λειτούργημα καί χάρισμα, πού μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Χριστός διά τῆς Ἁγίας του Ἐκκλησίας. Ἀμήν!