τοῦ κ. Σάββα Ἀλεξάνδρου Διευθυντοῦ Γραφείου Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ
Ὁ ἄνθρωπος προβάλλει στήν ὀρθόδοξη πατερική Θεολογία μας ὡς τό ὄν ἐκεῖνο, πού εἶναι προορισμένο γιά τή θέωση καί τόν ἁγιασμό. Ὁ Μ. Βασίλειος μᾶς διδάσκει σχετικά μέ αὐτό: «Ὁ ἄνθρωπος κεκελευσμένος θεός ἐστιν».
Γιά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία, ἡ θέωση ἀφορᾶ τόν ὅλο ἄνθρωπο ὡς ἑνιαία ψυχοσωματική ὁλότητα. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος μᾶς παραθέτει τήν ἑξῆς ἐξήγηση: «Ὅπως ἀκριβῶς μέ τόν Πατέρα, μέ τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν Ἁγία Τριάδα, ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ἔτσι λοιπόν μέ τή χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ψυχῇ τέ καί σώματι κατά χάριν θεός, δηλαδή ἅγιος».
Ὅπως καταλαβαίνουμε, ὁ κόσμος τῶν ἀρετῶν εἶναι συνδεδεμένος μέ τό διφυές τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, δηλαδή μέ τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι σῶμα καί ψυχή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχουμε δύο εἴδη ἀρετῶν: τίς σωματικές καί τίς ψυχικές. Στίς σωματικές ἀρετές συγκαταλέγονται, μεταξύ ἄλλων, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ σιωπή, ἡ χαμαικοιτία, ἡ ἀκτημοσύνη. Στίς ψυχικές ἀνήκουν ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλπίδα, ἡ πίστη.
Ὁ κόσμος τῶν ἀρετῶν προβάλλει ὡς τό ἐργαλεῖο ἐκεῖνο πού βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά καταφέρει τόν στόχο του, πού εἶναι ἡ ἐνχρίστωση καί ἡ θέωσή του. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, παρουσιάζοντας τίς σωτηριολογικές προεκτάσεις τῆς ἀρετῆς, πού σχετίζονται μέ τήν ὀντολογική καί ὄχι ἁπλά τήν ἠθική διάσταση τῆς ἁγιότητας, παρατηρεῖ: «Ἀρετή ἐστι θεοῦ μίμησις πρός θείαν ἕνωσιν». Ἀκριβῶς στό ἴδιο πνεῦμα κινούμενος καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος ἐπισημαίνει: «Ἡ ἀρετή εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα, γιατί εἶναι ἱκανή νά ἀνεβάσει τόν ἀνθρώπινο νοῦ ἀπό τή γῆ στά οὐράνια καί νά καταστήσει τόν ὅλο ἄνθρωπο θέσει καί ἐνεργείᾳ θεό». Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος ἀκόμη ἀκριβέστερα ὁρίζει τήν ἀρετή ὡς ἑξῆς: «Πᾶσα καλή πρᾶξις διά τήν τοῦ Χριστοῦ ἐντολήν γινομένη, ἀρετή λέγεται».
Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ἀναφέρει πώς οἱ ἀρετές, ψυχικές καί σωματικές, εἶναι ἀλληλένδετες καί μποροῦν νά ὁδηγήσουν ἡ μία στήν ἄλλη. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, οἱ κακίες καί οἱ μικρότητες εἶναι ἐπίσης μεταξύ τους ἀλληλένδετες: «Αἱ ἀρεταί ἐκδέδενται καί ἀλλήλων ἔχονται, καθάπερ ἱερά τις σειρά μία τῆς μιᾶς ἠρτημένη, ὥσπερ καί τά μέρη τῆς κακίας εἰσίν ἐχόμενα ἀλλήλοις».
Στήν ὀρθόδοξη πατερική Θεολογία οἱ σωματικές ἀρετές στόχο ἔχουν νά συνδράμουν στήν ἄρση τοῦ ὀντολογικοῦ δυϊσμοῦ. Ὁ ὀντολογικός δυισμός ὁρίζεται ἀπό τούς θεοφόρους πατέρες ὡς ἡ μεταπτωτική τάση τῆς ψυχῆς, ἀφ’ ἑνός, νά αἴρεται πρός τά ἄνω καί τοῦ σώματος, ἀφ’ ἑτέρου, διά τῶν αἰσθήσεων νά ἕλκεται πρός τά ὑλικά καί γήινα. Αὐτή ἡ ἀντίθεση ἀτονεῖ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀσκεῖ τίς σωματικές ἀρετές. Ἔτσι, κατά τόν ἅγιο Πέτρο τόν Δαμασκηνό, «μέ τή νηστεία καί τήν ἀγρυπνία τό σῶμα ὑπακούει στήν ψυχή καί συνεργάζεται μαζί της γιά τόν κοινό στόχο, τή θέωση».
Ὁ ἅγιος Θαλάσσιος ὁ Λίβυος ἀπό τήν πλευρά του ἐπισημαίνει πώς ἡ σωματική ἀρετή τῆς ἡσυχίας σέ συνδυασμό μέ τήν ψυχική ἀρετή τῆς προσευχῆς ἐκκαθαίρουν τόν νοῦ ἀπό τά πάθη καί τόν καθιστοῦν διορατικό: «Ἡσυχία καί προσευχή μέγιστα ὅπλα ἀρετῆς. Αὗται γάρ καθαίρουσι τόν νοῦν καί ἀπεργάζονται αὐτόν διορατικόν».
Ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ πώς, κατά τούς θεοφόρους πατέρες, κορυφαῖες ψυχικές ἀρετές εἶναι οἱ ἀρετές τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀγάπης. Ὁ ὅσιος Ποιμήν, μεγάλος νηπτικός πατέρας, καταγράφοντας τόν ὁρισμό τῆς πίστης, ἐπι σημαίνει: «Πίστις ἐστί τό ἐν ταπεινοφροσύνῃ διάγειν καί ποιεῖν ἔλεος τοῖς πᾶσι». Δηλαδή, πίστη εἶναι τό νά ἔχει κανείς ταπείνωση καί ἀγάπη πρός ὅλους.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἀναλύοντας θεολογικά τήν ψυχική ἀρετή τῆς ἀγάπης ἀποφαίνεται: «Ἡ ἀγάπη ὡς πρός τήν ποιότητά της εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος συγγενεύει καί μοιάζει μέ τόν Θεό, ὡς πρός τήν ἐνέργειά της εἶναι ἕνα πνευματικό μεθύσι τῆς ψυχῆς καί ὡς πρός τήν ἰδιότητά της εἶναι ἡ αἰτία τῆς πίστης. Σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἁγίων ἀγγέλων». Ἡ ταπείνωση πάλι, κατά τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, «ὄχημά ἐστι τῆς πρός τόν θεόν ἀναβάσεως».
Τέλος, σπουδαία ψυχική ἀρετή πού βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο στήν ἀπόκτηση τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ προσευχή. Ὁ ἅγιος Νεῖλος, καταγράφοντας στό βιβλίο τῆς Φιλοκαλίας τήν πνευματική διάσταση τῆς ἀρετῆς αὐτῆς, ἐξηγεῖ: «Προσευχή εἶναι τό ἀνέβασμα τοῦ νοῦ πρός τόν Θεό, πού τόν καθιστᾶ ὄντως φιλόσοφο». Ἐξάλλου, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μάξιμο τόν ὁμολογητή, ἡ ψυχική ἀρετή τῆς προσευχῆς ἐξανθρωπίζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὅπως καί ἡ ἀπουσία της συμβάλλει στόν ἐκβαρβαρισμό του. Γράφει συγκεκριμένα: «Νοῦς τῷ θεῷ συναπτόμενος διά προσευχῆς καί ἀγάπης, σοφός γίνεται καί ἀγαθός. [...] ἀναχωρῶν δέ [ἐκ θεοῦ], ἤ κτηνώδης γίνεται φιλήδονος γεγονώς, ἤ θηριώδης».
Ἀξίζει λοιπόν νά ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος, ὥστε νά κάνει κτῆμα του τόν κόσμο τῶν ἀρετῶν. Ὅπως ἐνθαρρυντικά μᾶς πληροφορεῖ καί ὁ ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος, «οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέποντες, ἐνθέου δόξης καταξιοῦνται».
Περιοδικό Παράκληση τ.109