τοῦ κ. Σάββα Ἀλεξάνδρου, Διευθυντοῦ Γραφείου Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Σαββαΐτης ὑποστηρίζει πώς ὁ ἄνθρωπος πρίν τήν πτώση, εἶχε τήν εὐχέρεια νά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Θεό καί μέ τίς αἰσθήσεις καί μέ τή λογική ψυχή του. Μέ τίς αἰσθήσεις κοινωνοῦσε μέ τόν κτιστό ὑλικό κόσμο καί δι’ αὐτοῦ ἀνήγετο πρός τόν Θεό, ἐνῶ μέ τή λογική ψυχή του κοινωνοῦσε μέ τόν πνευματικό κόσμο καί πάλι δι’ αὐτοῦ ἀνήγετο πρός τόν Θεό. Μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα, κατά τή θεολογία τοῦ ἱεροῦ πατρός, ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποίησε τίς αἰσθήσεις ὄχι γιά νά ἀναχθεῖ πρός τόν Θεό, ἀλλά γιά νά διακόψει τή σχέση του μέ Αὐτόν. Ἔκτοτε ἡ συνεργασία σώματος καί ψυχῆς διακόπηκε. Τότε μπῆκε στή ζωή τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου ὁ ὀντολογικός δυϊσμός. Ἀπό τότε ἡ ψυχή ἐπιθυμεῖ τά ἄνω, ἐνῶ τό σῶμα διά τῶν αἰσθήσεων, τά ὑλικά καί γήινα. Ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο ἡ Ἐκκλησία εἰσήγαγε τήν ἄσκηση ὡς μέσο ὑπέρβασης τοῦ ὀντολογικοῦ δυϊσμοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ πρεσβύτερος δέχεται πώς «διά τῆς ἀσκήσεως ἡ ψυχή προσπαθεῖ νά χαλιναγωγήσει τό σῶμα, ὥστε νά συνεργαστεῖ μαζί της γιά τόν κοινό στόχο, πού εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἑνιαίας ψυχοσωματικῆς ὁλότητας».
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικῆς διεκτραγωδώντας τόν ὀντολογικό δυϊσμό τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου παρατηρεῖ: «ὁ μέν νοῦς ἡμῶν ἀεί κατά τόν ἀπόστολον συνήδεται τοῖς νόμοις τοῦ πνεύματος, τά δέ αἰσθητήρια τῆς σαρκός τῷ λείῳ τῶν ἡδονῶν συναπάγεσθαι θέλει». Δηλαδή ὁ νοῦς θέλει νά ἀναχθεῖ πρός τά πνευματικά, ἐνῶ ἡ σάρκα μέ τίς αἰσθήσεις της ἕλκει τόν ἄνθρωπο πρός τίς ἡδονές. Ἡ ἄσκηση, λοιπόν, θεωρεῖται, ὅπως λέχθηκε πιό πάνω, μέσο ὑπέρβασης τοῦ ὀντολογικοῦ δυϊσμοῦ καί ἐπιπρόσθετα ὁδός διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἔχει γεύση καί ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος στά περίφημα «Ἀσκητικά» του τονίζει: «Ἡ ἄσκησις μήτηρ τοῦ ἁγιασμοῦ ἐστι, ἐξ’ ἧς γεννᾶται ἡ πρώτη γεῦσις καί αἴσθησις τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ». Ἡ νηστεία, ὡς γνωστόν, ἀποτελεῖ τόν ἄξονα τῆς ἀσκήσεως καί μαζί μέ τήν ἀγρυπνία, τή χαμαικοιτία καί τήν ἀκτημοσύνη ἀποτελεῖ τό εὐρύτερο φάσμα τῶν σωματικῶν ἀρετῶν.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, μιλώντας εἰδικά γιά τήν ἀρετή τῆς νηστείας, ὑποστηρίζει πώς ἡ ἀρετή αὐτή ἦταν ἡ ἀρετή πού ὁ Θεός ἤθελε νά ἐπιδείξουν οἱ πρωτόπλαστοι, γιά νά πάρουν τό στεφάνι τῆς ὑπομονῆς. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Τό δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἦν φυτόν εὔφορον ὡραίων καρπῶν, ἵνα ἐν τῇ ἀποχῇ τοῦ ἡδέως ἐπιδειξάμενοι τό καλόν τῆς ἐγκρατείας, ἀξιωθῶμεν τῶν στεφάνων τῆς ὑπομονῆς».
Μέ ἀνάλογο ὕφος ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπισημαίνει: «ὁ οὖν Θεός, νηστείαν ἐνετείλατο ἐν τῷ παραδείσῳ, ἥν ἄν ὁ ἄνθρωπος κατεῖχε καί συνετήρει, ἀθάνατος, ἀκάματος, ἄλυπος εἰς τόν ἀεί χρόνον διέμεινε». Δηλαδή, ἡ νηστεία εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, ὅταν βρισκόταν μέσα στόν παράδεισο, τήν ὁποία, ἄν τηροῦσε καί φύλαττε, θά ἔμενε ἀθάνατος, χωρίς λύπες καί χωρίς κόπους. Θά ζοῦσε ἀγγελική ζωή. Ἑπομένως, ἡ σωματική αὐτή ἀρετή ἔχει κατά τούς θεοφόρους Πατέρες σωτηριολογικές ἐπιπτώσεις στό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ ἴδιος αὐτός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας τονίζει πώς «ὁ Χριστός ἐν ἐρημίαις νηστεύων τόν κοινόν πειραστήν καθεῖλε». Δηλαδή ὁ Χριστός νηστεύοντας μέσα στήν ἔρημο νίκησε τόν διάβολο. Συνεχίζοντας παρακάτω, ἀναφέρει: «καί τήν ἀνθρώπινη φύση ἐλευθέρωσε ἀπό τήν κυριαρχία του καί τόν ἴδιο παρέδωσε σάν ἕνα εὐτελές καί ἄχρηστο πρᾶγμα στά χέρια τῶν ἀνθρώπων, πού εὐσεβῶς πολιτεύονται κατά τό Ἅγιο Εὐαγγέλιό Του».
Ἐξάλλου, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος τονίζοντας τήν τεράστια σημασία τῆς νηστείας, ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τῆς σωτηρίας πού ἐπιτυγχάνεται διά τῆς ἥττας τοῦ διαβόλου, ἀναφέρει: «ἡ νηστεία μέγιστον ὅπλον κατά τοῦ διαβόλου ἐστίν• διά τοῦτο ὁ Χριστός ἐνήστευσεν, οὐ ταύτης δεόμενος, ἀλλ’ ἡμᾶς παιδεύων». Δηλαδή, ἡ νηστεία εἶναι ὅπλο μέγιστης σημασίας, διά τοῦ ὁποίου κατατροπώνεται ὁ διάβολος. Γιά αὐτό ἀκριβῶς, ὁ Χριστός νήστεψε, ὄχι γιατί ὁ ἴδιος εἶχε ἀνάγκη νά νηστέψει, ἀλλά γιά νά μᾶς διδάξει ὅτι ἡ νηστεία ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Παρακάτω δέ, σημειώνοντας τά κακά τῆς ἀκρασίας, ὑπογραμμίζει: «ἡ ἀκρασία ἐξέβαλε τόν Ἀδάμ τοῦ παραδείσου, αὕτη τόν κατακλυσμόν ἐπί Νῶε πεποίηκεν, αὕτη κατήγαγε καί τούς κεραυνούς Σοδόμων».
Γιά τήν ὀρθόδοξη Πατερική σκέψη, ἡ κατάλυση τῆς νηστείας καί ἡ ἀποδοχή τῆς ἡδυφαγίας συνιστοῦν μαζί μέ τήν πολυλογία τά αἴτια τῆς ἀκολασίας. Ἀποφαίνεται γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, μεγάλος φιλοκαλικός Πατέρας τῆς ὀρθοδοξίας: «Ἡ πολυλογία καί ἡ ἡδυφαγία εἰσίν τά αἴτια τῆς ἀκολασίας». Γιά αὐτό, ὅπως ὁ ἴδιος διευκρινίζει, ἡ νηστεία εἶναι ἀρετή ἀπαραίτητη, συνυφασμένη μέ τήν πνευματική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Τονίζει χαρακτηριστικά: «ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν, ἀγγελικόν βίον διάγει ἐπί τῆς γῆς, νηστεύων, ἀγρυπνῶν, ψάλλων, ἀεί καλά λογιζόμενος περί παντός ἀνθρώπου».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἐκθειάζοντας τήν ἀρετή τῆς νηστείας, πού συνοδευόταν ἀπό τήν ἀρετή τῆς ἀκτημοσύνης καί τήν ταπείνωση, ἀρετές πού βίωνε ἡ ἀδελφή του ἁγία Μακρίνα καί πού μετέδωσε καί στή μητέρα της, ἀναφέρει εἰς τό περισπούδαστο ἔργο του «Εἰς τόν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης»: «Τρυφή ἦν αὐταῖς ἡ ἐγκράτεια, δόξα τό μή γινώσκεσθαι παρά τῶν ἀνθρώπων, πλοῦτος ἡ ἀκτημοσύνη, καί πᾶσαν τήν ὑλικήν περιουσίαν ὡς κόνιν ἀποτινάξεσθαι». Δηλαδή, γι’ αὐτές ἦταν καλοπέραση ἡ νηστεία, πλοῦτος ἡ φτώχεια καί σάν σκόνη πέταξαν ἀπό πάνω τους κάθε ὑλική περιουσία. Δόξα τους δέ ἡ ταπείνωση, πού ἐκφραζόταν μέ τό νά μήν ἐπιδιώκουν νά εἶναι τό ἐπίκεντρο τῆς προσοχῆς τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλοι οἱ θεοφόροι πατέρες, ὑποστηρίζει πώς ἡ νηστεία εἶναι νομοθεσία πού σχετίζεται ἄμεσα μέ τήν ἐγκράτεια. Μετάνοια χωρίς νηστεία οὐσιαστικά δέν ὑπάρχει. Σημειώνει συγκεκριμένα: «Τό δέ, οὐ φάγεσθε, νηστείας ἐστί καί ἐγκρατείας νομοθεσία. Μετάνοια δέ χωρίς νηστείας ἀργή». Χαρακτηριστική εἶναι στήν προκειμένη περίπτωση ἡ θέση τοῦ Ἀββᾶ Ποιμένα στό γεροντικό, πού ὅταν ρωτήθηκε ἀπό τόν ἡγούμενο ἑνός μοναστηριοῦ γιά τό πῶς θά μποροῦσε νά ἀποκτήσει πνεῦμα μετάνοιας καί φόβο Θεοῦ τοῦ ἀπάντησε: «Τέκνον, πῶς δυνάμεθα τον φόβον τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτοῖς κτήσασθαι ἔσωθεν ἔχοντες γαστρία τυρίων καί κεράμια ταρίχων»; Δηλαδή, παιδί μου, πῶς θά ἀποκτήσουμε φόβο Θεοῦ καί εἰλικρινῆ μετάνοια, ὅταν ἀπολαμβάνουμε τυριά καί παστά κρέατα; Στήν ὀρθόδοξη Πατερική γραμματεία ἐπισημαίνεται πώς αὐτή εἶναι πού ὁδήγησε καί ὁδηγεῖ ὅλους τούς Ἁγίους νά ζοῦν κατά Θεόν καί νά ἔχουν γεῦσιν καί ἐμπειρία Θεοῦ στή ζωή τους. Λέει καί πάλι ὁ Μέγας Βασίλειος «Εὕροις ἄν τήν νηστείαν πάντας τούς ἁγίους εἰς τήν κατά Θεόν πολιτείαν χειραγωγήσασαν».
Ἀξίζει νά σημειωθεῖ πώς οἱ θεοφόροι πατέρες ἐμφορούμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, μιλώντας γιά τήν ἀρετή τῆς νηστείας καί ἔχοντας ὑπόψιν τους τό διφυές τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τονίζουν τήν ὠφέλεια τῆς νηστείας ὄχι μόνο γιά τήν ψυχή ἀλλά καί γιά τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Λέει λοιπόν ὁ Μέγας Βασίλειος «Οὐ πρός τά μέλλοντα μόνον ὠφέλιμος ἡ νηστεία, ἀλλά καί αὐτῇ τῇ σαρκί λυσιτελεστέρα». Στό ἴδιο πνεῦμα κινούμενος καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θά τονίσει «Ὁ κόρος πέφυκεν γεννᾶν ποδάγρας, καρηβαρίας καί ἑτέρας νόσους, ἡ δέ νηστεία μήτηρ τῆς ἡμῶν ὑγείας ἐστίν». Δηλαδή ἡ πολυφαγία εὐθύνεται γιά προβλήματα στά πόδια, γιά πονοκεφάλους καί γιά ἄλλες ἀρρώστιες. Ἑπομένως ἡ νηστεία εἶναι ἐκτός τῶν ἄλλων καί μητέρα τῆς σωματικῆς ὑγείας. Ἐξάλλου σπουδαία εἶναι ἡ θέση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιά τή σχέση τῆς νηστείας μέ τήν προσευχή. Θά πεῖ, «ἡ νηστεία σάν φτερό ἀνεβάζει τήν προσευχή τοῦ ἀνθρώπου στούς οὐρανούς». Γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐξομοιώνεται ὁ ἄνθρωπος μέ τούς ἀγγέλους καί τόν βοηθᾶ στό νά ἔχει σώφρονα βίο. Ἀναφέρει ὁ Μ. Βασίλειος, «Νηστεία ἡ τῶν ἀγγέλων ὁμοίωσις, ἡ τῶν δικαίων ὁμόσκηνος, ὁ τοῦ βίου σωφρονισμός». Μέ ἀνάλογο ὕφος, ὁ Ἀββᾶς Ὑπερέχιος στό Γεροντικό διακηρύττει: «Ἡ νηστεία χαλινός ἐστι κατά τῆς ἁμαρτίας• ὁ ρίπτων αὐτήν ἵππος θηλυμανής εὑρίσκεται». Τό ἴδιο θά τονίσει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στόν περίφημο λόγο του «Περί γαστριμαργίας»: «Κόρος βρωμάτων, πορνείας πατήρ• θλίψις δέ κοιλίας, ἁγνείας πρόξενος». Ἔτσι, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ὅπως ἀρχηγός τῶν δαιμόνων εἶναι ὁ πεσών ἑωσφόρος, ἔτσι καί ἀρχηγός τῶν παθῶν εἶναι ἡ κοιλιοδουλία καί ἡ γαστριμαργία. «Ἄρχων δαιμόνων, ὁ πεσών ἑωσφόρος• καὶ ἄρχων παθῶν ὁ λαιμός τῆς κοιλίας». Ἐξάλλου, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δίνοντας τό στίγμα τῆς νηστείας ὡς ὅρου ἀπαραίτητου γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἑρμηνεύει τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ «τοῦτο τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» ὡς ἑξῆς: «διά μέν τῆς προσευχῆς συντρίβονται οἱ πονηροί λογισμοί πού ἐμβάλλει ὁ διάβολος στόν ἄνθρωπο, διά δέ τῆς νηστείας καταστέλλονται οἱ ἐπαναστάσεις τῆς σαρκός».
Σπουδαία ἐξάλλου εἶναι καί ἡ θεολογική τοποθέτηση τῶν Πάτερων γιά τό πῶς πρέπει νά γίνεται ἡ νηστεία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅπως βέβαια καί ὅλοι οἱ Πατέρες συστήνει: «Νηστεύσωμεν μετά ταπεινώσεως καί αὐτομεμψίας, ἵνα καθαρά ᾖ καί θεάρεστος ἡ νηστεία ἡμῶν». Δηλαδή, γιά νά εἶναι ἡ νηστεία μας θεάρεστη, πρέπει νά συνδυάζεται μέ τήν ταπείνωση καί τήν αὐτομεμψία. Τονίζει δέ στή συνέχεια, πώς «νηστεία πού δέν γίνεται μέ ταπείνωση καί αὐτομεμψία συγγενεύει μέ τήν νηστεία τῶν δαιμόνων». Αὐτοί, ὡς ἄσαρκες ὑπάρξεις νηστεύουν, ἡ νηστεία τους ὅμως, ἔχει νά κάνει μέ τήν ὀργή, τήν ἀλαζονεία καί τήν ἀντίθεση πρός τόν Θεό».
Τέλος, σπουδαιότατη ἀπό πνευματική ἄποψη εἶναι καί ἡ θέση τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ γιά τή νηστεία, πού πρέπει νά εἶναι κανόνας ζωῆς γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους: «Νά νηστεύετε, παιδιά μου, μήν ἀκοῦτε πού λένε πώς δέν εἶναι τίποτε ἡ νηστεία καί ὅτι αὐτά τά λένε οἱ καλόγεροι. Ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ νηστεία, καθώς καί ὁ Χριστός μας ἐνήστευσεν. Προσευχή, παιδιά μου, καί νηστεία, αὐτά ὠφελοῦν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὁ προφήτης Ἠλίας, λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁμοιοπαθής ἄνθρωπος ἦταν καί αὐτός, ἀλλά μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία του ἔκλεισε τόν οὐρανό καί δέν ἔβρεξε στή γῆ τρία χρόνια καί ἕξι μῆνες. Μέ τή νηστεία καί τήν προσευχή καί τά δαιμόνια καί οἱ ἀρρώστιες καί τά πάθη ἀποβάλλονται ἀπό τόν ἄνθρωπο».
Περιοδικό Παράκληση, τ.105