του Πρωτ. Μιχαήλ Βοσκού
Σε μια εποχή, που τη χαρακτηρίζει ο άκρατος ερωτισμός και ο πανσεξουαλισμός, είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για την έννοια της χριστιανικής αγάπης. Σε μια εποχή, στην οποία ο λόγος περί θυσίας θεωρείται ξεπερασμένος ρομαντισμός, και η οποία έχει αναγάγει τον εγωισμό και την αυτοδικαίωση σε τρόπο ζωής, πώς είναι δυνατόν να μιλήσουμε για την έννοια της κενώσεως και για την έννοια της ταπεινώσεως, που αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις της χριστιανικής αγάπης; Κι όμως, η αγάπη, την οποία εξυμνεί τόσο όμορφα ο μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος στο 13ο κεφάλαιο της Α' προς Κορινθίους επιστολής του, στον λεγόμενο “ύμνο της αγάπης”, είναι το Α και το Ω της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Όχι η αγάπη ως μια αφηρημένη ιδέα, όχι η αγάπη ως ένα απλό ανθρώπινο συναίσθημα, αλλά η σαρκωμένη και σταυρωμένη αγάπη, ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, χωρίς τη μετοχή στην ζωή του Οποίου κάθε έννοια αγάπης είναι κίβδηλη και απατηλή.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος μάς υπενθυμίζει στην Α' Καθολική επιστολή του, ότι “ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶν” (Α’ Ἰω. δ’ 16). Ο Τριαδικός Θεός, στον Οποίον πιστεύουμε, ο μόνος αληθινός Θεός, δεν είναι μια απρόσωπη ύπαρξη, δεν είναι το «κινούν ακίνητον» του Αριστοτέλους, αλλά είναι κοινωνία προσώπων, είναι κοινωνία αγάπης. Δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο από άκρα αγάπη και από αγάπη κυβερνά και συντηρεί το σύμπαν. Τόσο πολύ δε αγάπησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, ώστε θέλησε ο Μονογενής Του Υιός να εισέλθει στην πεπερασμένη ιστορία του κόσμου, να προσλάβει την ανθρώπινη φύση και να σταυρωθεί για τις αμαρτίες των ανθρώπων. “Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον” (Ἰω. γ’ 16). Ο άναρχος και προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού, κινούμενος από άκρα συγκατάβαση, κενώνεται από τη θεϊκή Του δόξα και λαμβάνει μορφή δούλου• ταπεινώνεται δε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταδεχθεί να υποστεί τον επαίσχυντο σταυρικό θάνατο “δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν”.
Υπ’ αυτὲς τις προϋποθέσεις γίνεται κατανοητό, τι συνιστάγια μας η χριστιανική εντολή της αγάπης. Της αγάπης εκείνης, που από όλους τους εκκλησιαστικούς Πατέρες και Διδασκάλους θεωρείται ως η κορωνίδα των αρετών. Η αγάπη του Χριστιανού είναι πρώτα απ’ όλα μίμηση της άπειρης αγάπης του Τριαδικού Θεού και μίμηση της αγάπης του σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού. Η αγάπη του Θεού είναι αγάπη χωρίς πέρας, χωρίς όρια. Κι η αγάπη του Χριστιανού, για να είναι πραγματική χριστιανική αγάπη, πρέπει επίσης να καταστεί άπειρη και απεριόριστη. Δεν μπορεί να είναι αληθινή αγάπη μια αγάπη που απευθύνεται μόνο προς εκείνους που μας αγαπούν ή προς εκείνους, από τους οποίους περιμένουμε ανταπόδοση. Δεν μπορεί να είναι αληθινή αγάπη μια αγάπη που περιορίζεται στη δική μας οικογένεια, στους δικούς μας φίλους και γνωστούς, στη δική μας κοινωνική ομάδα, στο δικό μας έθνος. Η γνήσια χριστιανική αγάπη απευθύνεται προς όλους χωρίς καμιά διάκριση, προς φίλους και εχθρούς, προς φτωχούς και πλουσίους, προς ισχυρούς και αδυνάτους. Γι’ αυτό και ο Κύριος νομοθετεί στην Επί του όρους ομιλία Του: “Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς ... ὅπως γένησθαι υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς” (Ματθ. ε’ 44-45). Ως “καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως”, κατά τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, η χριστιανική αγάπη απευθύνεται ακόμη και προς τους δαίμονες. Είναι αρκετά τα παραδείγματα των Αγίων της Εκκλησίας μας, που προσεύχονταν στον Πανάγαθο Θεό ακόμη και για τον αρχέκακο διάβολο, έστω κι αν γνώριζαν ότι αυτός δεν είναι δεκτικός σωτηρίας.
Η αγάπη του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού είναι αγάπη κενωτική και θυσιαστική. Κι η αγάπη του Χριστιανού, για να είναι πραγματική χριστιανική αγάπη, πρέπει να συνοδεύεται από την κένωσή μας από κάθε πάθος και κάθε αμαρτία, ώστε να μείνει χώρος μέσα μας για την απόκτηση της θείας χάριτος. Πρέπει να συνοδεύεται από την κένωσή μας από το ίδιον θέλημα, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε πράξη στην ζωή μας το θέλημα του Θεού. Η γνήσια χριστιανική αγάπη σημαίνει πραγματική κένωση, αλλά σημαίνει και ετοιμότητα για θυσία. Θυσία της καλοπέρασης και του βολέματός μας, θυσία των ποικίλων επιθυμιών μας, θυσία των εγωισμού μας και του δικού μας θελήματος, θυσία ακόμη και της ίδιας μας της ζωής, αν τούτο κάποια στιγμή μας ζητηθεί. Χωρίς αυτήν την ετοιμότητα για θυσία, ούτε τον συνάνθρωπό μας μπορούμε ν’ αγαπήσουμε αληθινά, ούτε φυσικά και τον Θεό. Γιατί η αγάπη τότε “ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς”, είναι αγάπη όχι χριστιανική, αλλά αγάπη του κόσμου τούτου.
Σίγουρα για έναν άνθρωπο, που επιθυμεί να ζήσει κοσμικά, αυτή η αγάπη είναι ασύμφορη, γιατί ανατρέπει όλα τα δεδομένα μιας βολεμένης και ευχάριστης ζωής. Για έναν άνθρωπο όμως, για τον οποίο η ζωή δεν τελειώνει με τον βιολογικό θάνατο, για έναν άνθρωπο, ο οποίος “προσδοκεῖ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰώνος”, αυτή η αγάπη είναι η μοναδική οδός, που οδηγεί με βεβαιότητα στην αιώνια ζωή.
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Παράκληση. Περιοδική Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 88)