του κ. Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη
Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
O άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον δεύτερο λόγο του «Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος» γράφει: «Τὸ μὲν οὖν τοῦ ὀρθοῦ διαπεσεῖν κοινὸν ἐγένετο ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἄλλοτε ἄλλῃ διὰ τοῦ μακροῦ χρόνου λυμηναμένου τοῦ χείρονος. Τὸ δὲ διαπεσοῦσαν μηκέτ’ ἐπανελθεῖν μόνης τῆς τῶν Λατίνων ἐγένετο, καίτοι μεγίστης τε καὶ κορυφαίας οὔσης καὶ τῶν πατριαρχικῶν θρόνων ἐξόχου περιωπῆς· καὶ ταὐτὸν ταύτῃ συμβέβηκε, μεγίστῃ τῶν ἐκκλησιῶν οὔσῃ, τῷ μεγίστῳ τῶν ζῴων ἐλέφαντι. Ὅν φασι μηδ’ ὕπνου καιρὸν ἐπ’ ἐδάφους ἀνακλίνεσθαι πρὸς ἄνεσιν, τοῖς δὲ πλαγίοις ἄρθροις μικρὸν ἐποκλάζοντα διαναπαύεσθαι· ἄν δέ πού τι παθὼν καταπέσῃ, μηκέτ’ ἀνίστασθαι δύνασθαι». Και συνεχίζοντας ο άγιος Γρηγόριος γράφει ότι αιτία της αδυναμίας του ελέφαντα να σηκωθεί, όταν πέσει, είναι «το βάρος του σώματος και η πολυσαρκία», ενώ των Λατίνων «ο τύφος», που αποτελεί «πάθος ανίατον».
Υπάρχουν πολλές τοπικές εκκλησίες, που υπόκεινται σε πτώσεις και ανορθώσεις. Η εκκλησία όμως του Χριστού ως φανέρωση της βασιλείας του Θεού επί της γης είναι μία και αδιαίρετη. Άλλωστε φύση και σκοπός της εκκλησίας είναι η ενότητα των πάντων. Όλοι οι Χριστιανοί ομολογούμε πίστη «εἰς μίαν ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν». Με το δεδομένο αυτό ο χαρακτηρισμός χωρισμένων χριστιανικών ομολογιών ως «αδελφών εκκλησιών» είναι θεολογικά εσφαλμένος. Όταν μάλιστα χρησιμοποιείται σε διαχριστιανικούς διαλόγους, γίνεται και παραπλανητικός.
Αδελφές εκκλησίες κατά την ακαινοτόμητη χριστιανική Εκκλησιολογία ήταν οι εκκλησίες Ανατολής και Δύσεως προ του σχίσματος. Μετά το σχίσμα διασπάσθηκε η αδελφότητα στο εκκλησιολογικό επίπεδο. Βέβαια όλοι οι Χριστιανοί, αλλά και όλοι οι άνθρωποι, είναι μεταξύ τους αδελφοί σε άλλα επίπεδα, ως απόγονοι του Αδάμ κ.τ.λ. Εκκλησιολογικώς όμως αδελφές εκκλησίες μετά το σχίσμα είναι μεταξύ τους μόνο οι κατά τόπους ορθόδοξες εκκλησίες, που διατηρούν την ενότητα της πίστεως, την κοινωνία των αυτών μυστηρίων και τον οικουμενικό χαρακτήρα τους.
Άλλωστε μετά το σχίσμα και η Ρώμη, που ισχυρίζεται ότι αποτελεί τη συνέχεια της μίας εκκλησίας του Χριστού, δεν θεωρούσε τις ορθόδοξες εκκλησίες ως αδελφές εκκλησίες. Απέφευγε μάλιστα να χρησιμοποιεί τον όρο εκκλησία στον πληθυντικό αριθμό και τον χρησιμοποιούσε μόνο στον ενικό, εννοώντας βέβαια ως μία εκκλησία τη δική της. Στο «Διάταγμα» της Β’ Συνόδου του Βατικανού για τον Οικουμενισμό η «αδελφική κοινωνία της πίστης και της μυστηριακής ζωής» νοείται πάντοτε «κάτω από την καθοδήγηση της Ρωμαϊκής Έδρας». Αντίστοιχα και ο χαρακτηρισμός «αδελφές εκκλησίες» χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη σχέση των τοπικών εκκλησιών της Ανατολής μόνο μεταξύ τους, όχι όμως και με την ίδια.
Η χρήση του χαρακτηρισμού «αδελφές εκκλησίες» για να δηλωθεί η σχέση των ορθοδόξων εκκλησιών με τη Ρώμη, που έγινε αργότερα από τον πάπα Παύλο τον Στ’, αποτελεί ίσως χειρονομία καλής θελήσεως, αλλά αυτή δεν συνοδεύεται με κάποια δογματική διόρθωση. Εξ άλλου με το κείμενο της «Επιτροπής για τη Διδασκαλία της Πίστεως» η Ρώμη επανέρχεται στην παλαιότερη θέση της. Έτσι υποστηρίζεται με σαφή αλλά και σαφώς διπλωματική διάθεση ότι «η μία, αγία, καθολική και αποστολική παγκόσμια εκκλησία δεν είναι αδελφή, αλλά μητέρα όλων επιμέρους εκκλησιών».
Κάθε ορθόδοξη τοπική εκκλησία προσεύχεται «ὑπερ τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν», που είναι οι κατά τόπους ορθόδοξες αδελφές εκκλησίες, και «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», που είναι όλοι οι διασπασμένοι Χριστιανοί και ολόκληρος ο κόσμος. Ο αποχωρισμός του δυτικού χριστιανικού κόσμου αποτελεί τραγικό φαινόμενο στην ιστορία του Χριστιανισμού. Και η ορθόδοξη εκκλησία, που έχει την συνείδηση της οικουμενικής εκκλησίας, δεν μπορεί να μην προσεύχεται και να μην εργάζεται για την ένωση όλων των Χριστιανών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι βλέπει τις αποσχισμένες χριστιανικές ομολογίες ως «αδελφές εκκλησίες».
Ο ισχυρισμός ότι και ο πρόμαχος της Ορθοδοξίας άγιος Μάρκος ο Ευγενικός χαρακτήριζε αδιακρίτως τις εκκλησίες Ανατολής και Δύσεως ως αδελφές εκκλησίες δεν φαίνεται να ευσταθεί. Όπως μαρτυρούν σαφώς τα «Πρακτικά» της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας του Mansi, ο άγιος Μάρκος χαρακτηρίζει την εκκλησία της Ανατολής ως «αδελφήν» της Λατινικής, μόνο όταν αναφέρεται στην προ της καινοτομίας του Filioque περίοδο. Στη συνέχεια όμως, όταν γίνεται λόγος για τη Σύνοδο, δεν χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό αυτόν. Η φράση «πρὸς τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς, μᾶλλον δὲ πρὸς τὰς ἀδελφάς», που αποδίδεται σε αυτόν και απαντά σε έκδοση των «Πρακτικών» του Gill βασισμένη σε άλλη χειρόγραφη παράδοση, φαίνεται πως αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη, με την, οποία μάλιστα δυσχεραίνεται η ομαλή ροή του κειμένου.
Βέβαια στην καθημερινή γλώσσα χρησιμοποιείται ο όρος εκκλησία και για τις διάφορες χριστιανικές ομολογίες. Αυτό αποτυπώνεται και στην κοινωνιολογική ορολογία. Όπως είναι γνωστό, η Κοινωνιολογία δεν είναι, και οφείλει να μην είναι, αξιολογική επιστήμη, αλλά ένα είδος «γεωμετρίας» της κοινωνικής πραγματικότητας, που τυπολογεί τους διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς. Έτσι στην κοινωνιολογική ορολογία οι όροι «εκκλησία» και «αίρεση» χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν δύο βασικούς τύπους θρησκευτικών ενσωματώσεων χωρίς καμία αξιολογική ή θεολογική διαβάθμιση. Η «αίρεση» δηλώνει θρησκευτική ενσωμάτωση ανθρώπων, που εντάσσονται σε αυτήν με προσωπική τους επιλογή, ενώ «εκκλησία» δηλώνει καθιερωμένο θρησκευτικό θεσμό με μέλη εντασσόμενα με τη γέννησή τους.
Για τους λόγους λοιπόν αυτούς η χρήση του όρου εκκλησία με θεολογική σημασία είναι άστοχη και λανθασμένη. Ο Χριστός είναι ένας και η Εκκλησία του μία. Όποια χριστιανική εκκλησία αναγνωρίζει την ύπαρξη και άλλης ή άλλων χριστιανικών εκκλησιών με θεολογική σημασία, προεξοφλεί ότι η ίδια δεν μπορεί να είναι η εκκλησία του Χριστού. Εξ άλλου η χρήση του όρου εκκλησία σε θεολογικό επίπεδο με κοινωνιολογική σημασία είναι παραπλανητική και φαλκιδεύει κάθε ουσιαστικό θεολογικό διάλογο. Σύμφωνα με την ορθόδοξη Εκκλησιολογία ο όρος εκκλησία δεν μπορεί να καλύψει.
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παράκληση.
Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 90)