(Ἑβρ. στ΄, 13-20)

Ἀδελφοί, τῷ ᾽Αβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾽ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾽ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾽Ιησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ, Ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

Ερμηνεία

Paulos apostolosΣτην παλαιά διαθήκη, εξαιτίας της δυσπιστίας των ανθρώπων, ο όρκος ήταν αποδεκτός. Όποιος θα ορκισθεί, «οὐ βεβηλώσει τὸ ρῆμα τοῦτο» (Ἀριθ. 30, 3). Ο απόστολος Παύλος θέλοντας να διαλύσει τη δυσπιστία, που έτρεφαν οι Εβραίοι Χριστιανοί στο πρόσωπο του Χριστού, αναφέρει τον όρκο, που χρησιμοποίησε ο Θεός, ως αδιάψευστο πειστήριο, για να πείσει τους Ιουδαίους. Ο Θεός είπε στον πατριάρχη Αβραάμ ότι θα πληθύνει το γένος του. Αυτή την υπόσχεσή Του, για να την κάνει αξιόπιστη, την επιβεβαίωσε με όρκο. Όπως, λοιπόν, ορκίσθηκε ο Πατέρας, έτσι ορκίσθηκε και ο Υιός στον εαυτό Του για τους πιστούς, που θα ακολουθήσουν τη διδασκαλία Του λέγοντας, «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμὶν» (Ἰω. 5, 19 και 25). Ο Απόστολος τούς υπενθυμίζει εκείνους τους όρκους του Χριστού, που έλεγε πως όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν «οὐ μὴ ἀποθάνη εἰς τὸν αἰώνα» (11, 26). Οι χριστιανοί όσα βάσανα και πειρασμούς κι αν υποφέρουν είναι απόλυτα βέβαιοι πως δεν θα χαθούν, γιατί ο Υιός του Θεού ορκίσθηκε πως θα ζήσουν μαζί Του αιώνια. Το ερώτημα όμως, που γεννιέται, είναι, εάν επιτρέπεται ο όρκος, αφού φυσικά και ο Θεός ορκίζεται.
Επιτρέπεται να ορκιζόμαστε;
Εάν παρατηρήσουμε προσεκτικά τα χωρία της Αγίας Γραφής, που φαίνονται πως είναι επιβεβαιωτικά του όρκου, θα διαπιστώσουμε πως αυτά είναι σχήματα όρκου και όχι όρκος. Π.χ. ο απόστολος Παύλος στις επιστολές του χρησιμοποιεί τέτοια σχήματα, «μάρτυς γάρ μου ὁ Θεός, ὡς ἐπιποθῶ πάντας ὑμᾶς ἐν σπλάγχνοις Χριστοῦ Ἰησοῦ» (Φιλ. 1, 8), η «ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμε ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχὴν» (Β' Κορ. 1, 23). Επίσης στην Αποκάλυψη ο άγγελος του Κυρίου ορκίσθηκε στον ζωντανό Θεό (10, 5-6). Εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις, που ο Κύριος λέγει τα χαρακτηριστικά λόγια «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμὶν», δέχεται και τον όρκο του αρχιερέα, «ἐξορκίζω σὲ κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 26, 63). Όλα όμως αυτά τα χωρία φαίνονται να επιβεβαιώνουν μια κατάσταση. Με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να τα εκλάβουμε ως όρκους. Ο Παύλος όχι για κάποιο προσωπικό ανθρώπινο ζήτημα, αλλά για τον κίνδυνο της πίστεως και απλά για τον Θεό και για τα θεία πράγματα και κάνοντας χρήση της οικονομίας χρησιμοποιεί αυτά τα σχήματα του όρκου, παρατηρεί ο άγιος Νικόδημος. Το νόημα αυτών των όρκων κατά τον Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη είναι πως ο Θεός δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του (Β' Τιμ. 2, 13). Ο Θεός είναι πατέρας της αλήθειας, «ἀνεπίδεκτός ἐστι τοῦ ψεύδους», είναι τελείως ξένος με τα ψέματα. Δεν μπορεί να εισχωρήσει στη θεία φύση η ασθένεια του ψέματος. Αυτό είναι χαρακτηριστικό δείγμα πάρα πολύ μεγάλης δύναμης, είναι «μεγίστη ρώμη». Με την επεξήγηση αυτή διαπιστώνουμε πως οι όρκοι του Θεού δεν ήταν πραγματικοί, αλλά λεκτικά σχήματα.
Είναι μεγάλο κακό ο όρκος
Ο όρκος στην παλαιά εποχή νομοθετήθηκε, για να μην ορκίζονται οι άνθρωποι στα είδωλα. Είναι γνώρισμα της νηπιακής πνευματικής ηλικίας. Ο Χριστός απαγόρευσε τελείως τον όρκο λέγοντας «ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὔ οὔ» (Ματθ. 5, 37). Εκείνος, που συνηθίζει να ορκίζεται, έστω κι αν δεν ορκίζεται ψέματα, θα έλθει στιγμή, που εξαιτίας του όρκου θα επιορκήσει. Ενώ αυτός, που δεν ορκίζεται καθόλου, δεν θα επιορκήσει ποτέ. Η εντολή του Θεού να μην ορκιζόμαστε σημαίνει να μην απαιτήσουμε όρκο από κανένα. Εάν κάποιος είναι αληθινός, θα είναι αληθινός και προ του όρκου, ενώ εάν κάποιος είναι αναξιόπιστος, θα είναι αναξιόπιστος και μετά τον όρκο.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος περιγράφει παραστατικά τον όρκο. «Φοβερό κακό, αγαπητέ, είναι ο όρκος. Φοβερό και επιβλαβές, φάρμακο ολέθριο, δηλητήριο καταστρεπτικό, γκρεμός απότομος, παγίδα ισχυρή, βρόγχος, που δεν έχει διέξοδο». Παράδειγμα ο Ηρώδης με την αποτομή της κεφαλής του αγίου Ιωάννου. Κατά την ημέρα των γενεθλίων του, που θα ‘πρεπε να ευχαριστήσει τον Θεό, γιατί τον έφερε στη ζωή, την ημέρα αυτή εξαιτίας των όρκων, που έδωσε, σκότωσε τον Πρόδρομο. Εάν πιστεύουμε πως λέγει αλήθεια κάποιος άνθρωπος, ας μην τον αναγκάσουμε να ορκίζεται. Εάν όμως νομίζουμε πως ψεύδεται, ας μην υποχρεώσουμε αυτόν να κάνει το φοβερό αμάρτημα.
Εάν το να ορκισθεί κάποιος στον Θεό είναι αμαρτία, το να επιορκήσει είναι πολλές φορές χειρότερο. Σε κείνους, που επιμένουν να ορκίζονται, ο ιερός Χρυσόστομος φαίνεται να απαγορεύει και τη συμμετοχή τους στη θεία Λειτουργία, πολύ περισσότερο τους εμποδίζει να κοινωνήσουν. «Καν ἐπιμένοντας ἴδω, ἀπαγορεύσω λοιπὸν ὑμὶν τῶν ἱερῶν τούτων ἐπιβῆναι προθύρων, καὶ τῶν ἀθανάτων μετασχεῖν μυστηρίων, ὥσπερ τοῖς πορνεύουσι καὶ μοιχεύουσι καὶ ἐπὶ φόνοις ἐγκαλουμένοις».
Είναι μάστιγα της εποχής μας
Η δυσπιστία είναι γνώρισμα της καθημερινής μας ζωής. Δύσκολα οι άνθρωποι αρκούνται στο ναι ή στο όχι των άλλων. Για να βρουν την αλήθεια, αλλά και για να παρακινήσουν τον άλλο να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, επιστρατεύουν τον όρκο. Η λήψη ενός πτυχίου, ο διορισμός σε κάποια θέση, η κατάταξη στο στρατό, η ανίχνευση της αλήθειας στα δικαστήρια, η αξιοπιστία κάποιου προσώπου, ο διορισμός των βουλευτών και των αρχόντων του λαού, διάφορες διοικητικές πράξεις συνοδεύονται από όρκους, που καταστρατηγούν την εντολή του Θεού. Εάν ακουσθεί κάποια φωνή διαμαρτυρίας, πνίγεται μέσα στο κατεστημένο της ισχυρής παράδοσης του όρκου.
Οι συνέπειες αυτής της συνήθειας είναι πολλές. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο άνθρωποι με ελαστική συνείδηση να ορκίζονται ψέματα ή να χρηματίζονται για την υπηρεσία αυτή. Ψευδομάρτυρες που βεβηλώνουν το όνομα του Θεού είναι αρκετοί. Είναι οι αντικείμενοι στην υγιαίνουσα διδασκαλία του Χριστού, οι επίορκοι (πρβλ. Α' Τιμ. 1, 10).
Η θεραπεία αυτής της μάστιγας είναι η εφαρμογή της εντολής του Χριστού. Αντί να πιέζουμε τον άλλο να ορκισθεί, ας τον μάθουμε να είναι ευθύς και ακέραιος. Η Πολιτεία ας καταργήσει, επί τέλους, ένα μέτρο, που στην πρακτική αποδείχτηκε όχι και τόσο αποτελεσματικό. Αναγκάζει τους τίμιους ανθρώπους να παραβιάζουν την εντολή του Θεού, και ενθαρρύνει τους ασυνείδητους να χρησιμοποιούν τον όρκο, για να επιτύχουν τον στόχο τους.
Αγαπητοί αδελφοί, ο Κύριός μας είναι η αλήθεια κι όχι η συνήθεια, όπως είναι ο όρκος. Ας αποφεύγουμε κάθε μορφή όρκου, «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπη» (Ἐφ. 4, 15) και ας είναι στη γλώσσα μας μόνο το ναι ή το όχι. Αμήν.

Μητροπ. Εδέσσης Ιωήλ, Ο επιούσιος Άρτος