τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ
Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας χαίρονται ὅταν ὑφίστανται παθήματα, ὅταν ὑποβάλλονται σέ στερήσεις καί κακουχίες γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ποτέ δέν θά ἤθελαν νά κερδίσουν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ χωρίς κόπο. Οὔτε οἱ ἴδιοι ἀγαποῦν τόν ἄμισθον ὄκνον, δηλαδή τήν ὀκνηρία πού δέν παράγει τίποτε ἤ τήν ἄνανδρο δειλία.
Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πεῖ στούς μαθητές του• «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι»• ἤ εἶπε «ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν• ὅς δ’ ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν»• δηλαδή ὅποιος ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί θυσιάσει τήν ψυχήν του γιά μένα, αὐτός δέν θά τήν χάσει, ἀλλά θά τήν βρεῖ καί θά τήν σώσει.
Ὅταν, λοιπόν, ἄκουσαν οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ πώς χρειάζεται νά θυσιάσει κανείς τήν ψυχή του γιά νά κερδίσει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶχαν μέσα τους λογισμούς. Ἀσφαλῶς θά ἔλεγαν• «πῶς εἶναι δυνατόν νά θυσιάσει κανείς τόν ἑαυτό του; Ἤ πῶς εἶναι δυνατόν νά χάσει κανείς τήν ψυχή του καί μετά νά τήν βρεῖ; Ἤ ἐάν κανείς τά θυσιάσει ὅλα αὐτά ποιό θά εἶναι τό ἀποτέλεσμα; Τί θά κερδίσει; Τί χαρίσματα θά τοῦ δώσει ὁ Θεός;». Βλέπουμε πώς οἱ μαθητές ἀκόμη ἦταν νήπια πνευματικά, γι’ αὐτό καί δέν μποροῦσαν νά συλλάβουν τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν ἀκόμη μέσα τους τήν ἀνθρώπινη συνήθεια τοῦ δοῦναι καί λαβεῖν. Δίνει κανείς γιά νά πάρει. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός συγκαταβαίνοντας στήν ἀνθρώπινη ἀσθένεια, μετά ἀπό τά λόγια αὐτά τούς εἶπε: «εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσονται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει», δηλαδή ὑπάρχουν μερικοί ἀνάμεσά σας, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἐάν δέν δοῦν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού θά ἔλθει μέ δύναμη. Ἤ, ὅπως λέγει ὁ ἄλλος εὐαγγελιστής, θά δοῦν νά ἔρχεται ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου μέ δύναμη. Ὅσοι θά ἀρνηθοῦν τόν ἑαυτό τους γιά τόν Χριστό, θά δοῦν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ Χριστός.
Καί ἐδῶ γεννᾶται τό ἐρώτημα: Οἱ ἀπόστολοι θά ζοῦσαν τόσο πολύ, ὥστε θά ἔφθαναν μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία; Ὄχι βέβαια. Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐδῶ ὁ Κύριος ἐννοεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου Του• τήν θέα τῆς δόξης Του• τήν Μεταμόρφωσή Του. Πράγματι ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης καί ὁ Πέτρος εἶδαν τόν Χριστό νά λάμπει σάν τόν ἥλιο, πρίν νά πεθάνει, πάνω στό ὄρος Θαβώρ.
Ἐδῶ ἄς σταθοῦμε λίγο. Ὁ Κύριος ἔδειξε πώς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς. Ὅπως ἔλαμψε ἐπί τῆς γῆς, στό ὄρος Θαβώρ, θά λάμπει καί στήν ἄλλη ζωή καί στήν Δευτέρα Παρουσία. Οἱ τρεῖς μαθητές εἶδαν τά προοίμια τῆς μελλούσης Βασιλείας. Οἱ ἅγιοι δέν θά βλέπουν μόνον τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά θά ἀλλοιώνονται ἀπό τήν λαμπρότητα τοῦ Κυρίου. Θά ὁδηγοῦνται ἀπό λαμπρότητα σέ λαμπρότητα. Στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁ Χριστός ὁ κατά φύσιν Θεός θά εἶναι ἐν μέσῳ θεῶν, δηλαδή κατά χάριν θεωμένων ἀνθρώπων. Θεός ἐν μέσῳ θεῶν.
Πράγματι ὁ Χριστός εἶναι φῶς ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι φῶς. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πλασμένος ἀπό τόν Θεό νά λάμπει. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἦταν φῶς, ἦταν ἀδύνατο νά δεῖ τόν Θεό. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε πλασθεῖ ἀπό τόν Θεό φωτεινός, δέν θά μποροῦσε νά δεῖ τό νοητό φῶς. Ὑπάρχουν ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας πού ἔβλεπαν μέσα τους τήν λαμπρότητα τοῦ νοῦ τους, ἀλλά καί τήν λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ. «Καί ἔστω ἡ λαμπρότης Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐφ’ ἡμᾶς», λέγει ὁ Δαυΐδ. Ὁ δέ ἅγιος Συμεών ὁμιλεῖ σέ ἕνα λόγο του γιά τά μέλη τοῦ ἀνθρώπου, πού γίνονται φωτοφόρα• οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς φῶς, τό πρόσωπο φῶς, τό σῶμα φῶς, ὅλος φῶς. Δηλαδή ἔχουμε τό προνόμιο ἀπό τόν Θεό, νά μποροῦμε νά δοῦμε τό φωτεινό πρόσωπό του, γιατί καί ἐμεῖς ἔχουμε πλασθεῖ σάν φῶς.
Οἱ ἅγιοι ἀγαποῦσαν τόν Χριστό, θυσιάζονταν γι’ αὐτόν, θυσίαζαν τόν ἑαυτό τους καί προτιμοῦσαν νά χάσουν τήν ψυχή τους, γιά νά νοιώσουν μέσα τους τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιά νά αἰσθανθοῦν τόν υἱό τοῦ ἀνθρώπου ἐν δυνάμει. Ἄλλωστε εἶναι γνωστό πώς ὁ Χριστός φανέρωσε τό πρόσωπό του σέ αὐτούς πού ἦταν κοντά του, σ’ αὐτούς δηλαδή πού ὑποβλήθηκαν στόν κόπο νά ἀνέβουν στό ὄρος.
Ὁπότε καταλαβαίνουμε ὅλοι μας ὅτι τό πρῶτο πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι νά ἀδειάσουμε τόν ἑαυτό μας• νά κενωθοῦμε• νά ἀρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Βέβαια, αὐτό μεταφράζεται σέ ἕναν αἱματηρό ἐσωτερικό ἀγώνα. Πολύ δύσκολο εἶναι νά ἀρνηθεῖ π.χ. τήν κοινωνική του ὑπόληψη, ἤ τά πάθη του πού τόν εὐχαριστοῦν, γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ πολλά πράγματα νά μᾶς φαίνονται δυσχερῆ, ἀλλά ὁ σκοπός μας δέν εἶναι ἡ ἄνεση, ἡ κοινωνική προβολή, ἀκόμη καί μία ἐξωτερική θρησκευτική μακαριότητα καί αὐτάρκεια, πού κρύβουν τά νομιζόμενα καλά μας ἔργα, ὅσο ἡ κένωση, ἡ ἀποτυχία στόν ἑαυτό μας, ἡ συντριβή μας μέχρι τόν ἅδη, ὥστε νά μποροῦμε νά δεχθοῦμε μέσα μας τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει, ὅπως τόν εἶδαν οἱ μαθητές στήν μεταμόρφωση. Ἐάν παραδεχθοῦμε ὅτι μπροστά στόν Θεό εἴμεθα ἀποτυχημένοι καί ταπεινωθοῦμε, τότε ἀποκτοῦμε τίς προϋποθέσεις νά δοῦμε τόν Θεό. Καθαρίζεται ὁ νοῦς μας, γίνεται φῶς καί μπορεῖ νά δεῖ τό νοητό φῶς.
Ἄκουσα ἕναν ἁγιορείτη νά λέγει πώς στούς ἀνθρώπους πού ἔγιναν ἁπλοί, φανερώνεται ὁ ἁπλους στήν οὐσία Του Θεός. Ἀδελφοί μου, ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, ἕνας Βυζαντινός συγγραφέας πάνω σ’ αὐτά πού εἴπαμε κάνει τήν ἑξῆς παρατήρηση. Ὁ Χριστός ἔκανε πολλά θαύματα. Ἄνοιξε μάτια τυφλῶν, ἔκανε καλά παραλυτικούς, καθάρισε λεπρούς καί νεκρούς ἀνέστησε. Ὅλα αὐτά τά θαύματα τά εἶδαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἦταν ὁρατά σέ ὅλο τόν λαό. Τήν δόξα ὅμως τῆς θεότητος, ἔστω καί ἐάν ἦταν ἀμυδρή, μόνο οἱ μαθητές, πού ἦταν καθαροί στήν καρδία. Δέν ἀρκεῖ νά λέμε τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί νά ποθοῦμε τήν λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ διά τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
ἀπό τό βιβλίο: Ὁ Δεσπότης Χριστός (Ὁμιλίες σέ Δεσποτικές Ἑορτές)