του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου
Η αναφορά μας στον όσιο Παΐσιο δεν γίνεται για να αποκτήσουμε εμείς αίγλη, γιατί αυτό σε τίποτα δεν μας ωφελεί, εάν δεν μιμηθούμε την αγία ζωή του. Είναι γεγονός πως τους Αγίους τους γνωρίζουμε καλύτερα μετά τον θάνατό τους, γιατί ενόσω ζουν είναι ενδεδυμένοι την ανθρώπινη ασθένεια και αδυναμία και αφού είναι άνθρωποι ταπεινοί και απλοί μέσα στην καθημερινότητά τους, δεν είναι εύκολο να τους δει κανείς ως Αγίους. Έτσι και τον άγιο Παΐσιο. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε τόση απλότητα και ταπείνωση και κατέβαινε στο επίπεδο του κάθε ανθρώπου και ακόμα πιο κάτω. Αυτό σε έκανε να αισθάνεσαι τόσο οικεία μαζί του και να νιώθεις ότι αυτός ο άνθρωπος γινόταν ένα μαζί σου. Ταυτόχρονα όμως ήταν πραγματικότητα το ότι υπήρχε μία μεγάλη αίσθηση της παρουσίας του Θεού σ’αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν ένας άγιος άνθρωπος. Αγωνίστηκε πάρα πολύ και πέτυχε αυτό που πέτυχε.
Αυτό που θέλω να τονίσω είναι το ότι η πράξη της Εκκλησίας μας να τον κατατάξει δηλαδή στο αγιολόγιό της δεν πρόσθεσε τίποτα στην αγιότητα του Γέροντα. Δηλαδή στον Γέροντα δεν προσετέθη δόξα και χάρις από τον Θεό μετά την αγιοκατάταξή του, αφού απέλαβε τη χάρη από τον Θεό από τη ζωή αυτή, επειδή ήταν ενάρετος και Άγιος και μετά την κοίμησή του βέβαια που μπήκε στη Βασιλεία του Θεού. Εκείνο όμως που βιώσαμε όλοι μας και βιώνουμε έντονα είναι αυτή η απέραντη ευφροσύνη και χάρις η οποία προχέεται σε όλο τον κόσμο και αυτό δείχνει και τη δύναμη της Εκκλησίας. Ότι δηλαδή η Εκκλησία όταν σφραγίζει - επικυρώνει κάτι, το σφραγίζει και ο Θεός. Ο Γέροντας Παΐσιος ήταν Άγιος αλλά η Εκκλησία περίμενε μέσα στη σύνεση και στη σοφία της να περάσουν κάποια χρόνια και να έλθει ο κατάλληλος καιρός. Όταν και η Εκκλησία αποφάσισε διά της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου την αγιότητα αυτού του ανθρώπου, αμέσως λες και άνοιξαν οι ουρανοί και εξεχύθη ένας ποταμός χάριτος σε όλο τον κόσμο και έγινε για όλους τους ανθρώπους μεγάλη ευλογία και χάρις. Έτσι αισθανόμαστε ότι ο Γέροντας πλέον είναι συνεχώς μαζί μας έτοιμος να μας ακούσει, να δεχθεί τις προσευχές μας και την τιμητική προσκύνηση που απονέμουμε σε όλους τους αγίους της Εκκλησίας μας.
Δεν έχει σημασία αν τον γνωρίσαμε ή όχι. Σήμερα έχουμε τα βιβλία τα οποία γράφτηκαν με προσοχή και επιμέλεια και τα οποία είναι αυθεντικά λόγια του Γέροντα και η διδασκαλία του, όπως την εξέφρασε και περιέγραψε και έτσι δεν υπάρχει θέμα να πούμε ότι στερηθήκαμε τη διδασκαλία του. Αντίθετα μπορούμε να γνωρίσουμε τον Άγιο αυτό μέσα από όσα έχουν γραφτεί και μέσα από την κοινωνία μαζί του με την προσευχή και την επίκληση των αγίων ευχών του.
Σκοπός δεν πρέπει να είναι η ικανοποίηση της περιέργειάς μας για τη ζωή του αγίου Παϊσίου, παρά να μιμηθούμε τη ζωή του και να εφαρμόσουμε τη διδασκαλία του, η οποία ήταν βγαλμένη μέσα από την εμπειρία του. Αυτός τελικά είναι και ο σκοπός της παρουσίας των Αγίων στη ζωή της Εκκλησίας: να παρακινηθούμε όλοι μας να μιμηθούμε τη ζωή τους, γιατί η παρουσία τους επαληθεύει το Ευαγγέλιο.
Το να μιλώ για τον Γέροντα Παΐσιο δεν είναι εύκολο, γιατί πώς θα περιγράψει κανείς έναν Άγιο, αλλά και έναν άνθρωπο γενικότερα, αφού «τά τοῦ ἀνθρώπου οὐδείς οἶδε», την καρδία του και τα εσωτερικά της ψυχής του κανείς δεν τα γνωρίζει και πολύ περισσότερο την καρδία των Αγίων ανθρώπων, παρά μόνο ο Θεός! Δεν είναι εύκολο να μιλά κανείς για έναν Άγιο άνθρωπο, γιατί αυτά τα οποία λέμε είναι αυτά που βλέπουμε και ακούμε. Η αγιότητα συντελείται μέσα στην καρδία του ανθρώπου, και δεν μπορείς να περιγράψεις την καρδία του ανθρώπου, αφού είναι ένας χώρος που είναι ναός, όπου γίνεται μία αέναη και αδιάλειπτη ιερουργία της παρουσίας του Θεού.
Εάν εγώ δεν τον γνώριζα και αν δεν τον έβλεπα, και κάποιοι μου διηγούνταν αυτά που σας διηγούμαι ή που γράφονται στα βιβλία, μπορεί να μην τα πίστευα. Ακόμη και σήμερα διερωτώμαι, αν όλα αυτά που έζησα και είδα κοντά του είναι αλήθεια. Τόσο πολύ έντονα ήταν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος σε αυτόν τον άνθρωπο, ώστε ακόμη και εμείς οι ίδιοι που τα βλέπαμε δυσκολευόμαστε να τα πιστέψουμε. Βέβαια, δεν ήταν μία μέρα ή μία επίσκεψη η σχέση μας μαζί του αλλά ολόκληρα δεκαέξι χρόνια. Μία μεγάλη περίοδος στενής πνευματικής σχέσης στην οποία πολλές φορές μέναμε και πολλές νύχτες και μέρες κοντά του, αν και ο Γέροντας δεν κρατούσε κανένα να μένει μαζί του παρά ελάχιστους ανθρώπους και για ένα δυο βράδια για λόγους ησυχαστικούς και ασκητικούς. Βέβαια δεν αντέχαμε και περισσότερο, αφού αυτός είχε ένα τυπικό και έναν τρόπο ζωής, που δεν μπορούσε να τον αντέξει άλλος άνθρωπος. Στο τυπικό του δεν υπήρχαν δυο πράγματα: φαγητό και ύπνος. Όταν έμενα εκεί μερικές μέρες παραπάνω μου έλεγε: «διάκο, πήγαινε να φας και να ’ρθεις πάλι ή στο Μπουραζέρι ή στη μονή Σταυρονικήτα ή σε άλλο κοντινό μοναστήρι. Επομένως δεν αδικώ και τους ανθρώπους που δυσκολεύονται να πιστέψουν. Τα θαύματά του μάλιστα δεν ήταν μόνο όταν ήταν εν ζωή, αλλά πολλά έγιναν και μετά τον βιολογικό του θάνατο και υπάρχουν μαρτυρίες ανθρώπων που δεν τον γνώρισαν ή δεν τον ήξεραν.
Ο Γέροντας Παΐσιος ήταν Άγιος «ἐκ κοιλίας μητρός», αγωνίστηκε και σφράγισε την αγιότητά του με το τέλος της ζωής του. Έμεινε πιστός άχρι θανάτου στον Χριστό, παρόλο που είχε μαρτυρικό τέλος. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν «μαρτύριο». Έτσι είπε όταν άφησε την ψυχή του στα χέρια του Χριστού. Είχε φοβερούς πόνους από την ασθένεια που είχε. Τις τελευταίες ημέρες δεν έπαιρνε φάρμακα και πέρασε φοβερό μαρτύριο. Έλαβε και τον στέφανο του Οσίου και του Μάρτυρος από τον Θεό.
Τι παράξενο πράγμα είναι και πώς αποδεικνύεται η αγιότητα! Κανονικά εμείς που τον ζήσαμε, δεν έπρεπε να τον προσκυνούμε ως Άγιο. Όταν ζεις καθημερινά έναν άνθρωπο, πολύ δύσκολα τον βλέπεις και τον προσκυνάς στο εικονοστάσι.
Πήγα κάποια μέρα στον ιερό ναό των αγίων Παϊσίου και Αρσενίου στη Λεμεσό, τον έβλεπα και του έλεγα: «Γέροντα, πόσες φορές μιλήσαμε και τι κουταμάρες σου έχω πει, τι αστεία κάναμε». Αυτόν όμως τον Άγιο, δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, όσα κι αν έζησα μαζί του, δεν τον συνήθισα. Πολλές φορές τον περιέθαλπα ιατρικά, αφού έπασχε από πονοκεφάλους, τον βοηθούσα στα προβλήματα υγείας που είχε και σε κάποιες δουλειές του, έφαγα τόσες φορές μαζί του κι όμως ήταν ένας άνθρωπος που δεν τον συνήθιζες. Κάθε φορά που τον συναντούσα αισθανόμουν το ίδιο δέος, που αισθανόμουν τη δεύτερη φορά που τον είδα, αφού την πρώτη φορά που τον είδα τον παρεξήγησα. Ήμουν πεπεισμένος ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Ήταν μία άλλη πραγματικότητα. Γι’αυτό και δεν πήγα να τον δω όταν ήταν άρρωστος, γιατί δεν πίστευα ότι θα πέθαινε, κάτι θα έκανε και δεν θα πέθαινε! Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ο Γερο-Παΐσιος θα πέθαινε.
Βέβαια, βιολογικά πέθανε όμως ήταν τέτοια η πεποίθησή μου ότι αυτός ο άνθρωπος είχε νικήσει το ανθρώπινο και ξεπέρασε τον θάνατο, ώστε το γεγονός του βιολογικού του θανάτου ήταν στο περιθώριο, γι’αυτό και δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να πάω να τον δω, παρόλο που μου έστειλε με κάποιους Κυπρίους χαιρετίσματα και ένα σταυρουδάκι ως ευλογία. Βέβαια κακώς έπραξα.
Θα αναφέρω ένα περιστατικό που πρώτη φορά το λέω. Όταν πήγαμε στην Ιερά Μονή Παναγίας του Μαχαιρά, βρήκαμε πολλά προβλήματα και μία κατάσταση πολύ δύσκολη γύρω από το μοναστήρι. Γεμάτο εστιατόρια με μουσικές που ενοχλούσαν και δεν σέβονταν την ησυχία της μονής, πανηγύρια, άνθρωποι με άσεμνες ενδυμασίες επιχειρούσαν να μπουν στη μονή, μέχρι Καθαρά Δευτέρα και Κυριακή των Βαΐων έκαναν σούβλες κ.λπ. Μία μέρα μέχρι αργά το βράδυ σ’ ένα εστιατόριο στην περιοχή είχε πολύ δυνατή μουσική. Την ακούγαμε εμείς και σίγουρα μας δυσκόλευε στην προσευχή και στο πρόγραμμά μας. Εγώ ήμουν πολύ αγανακτισμένος, γιατί αν και επιχείρησα να μιλήσω με τον υπεύθυνο του εστιατορίου εκείνος τίποτε, καμία κατανόηση. Την άλλη μέρα το μεσημέρι ενώ εμείς πήγαμε να ξεκουραστούμε, ήρθε ένα παιδί να με συναντήσει και να μου μιλήσει για κάποια προβλήματα που είχε. Όταν ήρθε στο μοναστήρι, ρώτησε που είναι ο ηγούμενος και του απάντησαν ότι ξεκουράζεται στο κελί του. Δεν βρήκε βέβαια κανένα άλλο μοναχό. Όλοι ξεκουράζονταν, αφού κάθε βράδυ οι μοναχοί είχαμε αγρυπνία στα κελιά μας και σηκωνόμαστε και πολύ πρωί. Επομένως δεν βρήκε κανένα, παρά έναν λαϊκό ο οποίος πρόσεχε τα κεριά. Κάποια στιγμή το παιδί βρήκε έναν μοναχό, ο οποίος τον ρώτησε τι ψάχνει στη μονή. Το παιδί του απάντησε ότι έψαχνε τον ηγούμενο, όμως απογοητεύτηκε που δεν τον βρήκε, αφού όλοι ξεκουράζονταν. Ο μοναχός τον ρώτησε τότε ποιο είναι το πρόβλημά του και ο νεαρός του μίλησε γι’ αυτό. Ο μοναχός του είπε κάποια πράγματα, τον συμβούλεψε και τον ανάπαυσε με όσα του είπε. Εκείνη την ώρα κτύπησε το σήμαντρο για τον εσπερινό. Τότε ο μοναχός τον παρότρυνε να πάει στον εσπερινό και εκεί θα έβλεπε τον ηγούμενο (εμένα δηλαδή), για να μου μιλήσει. Ο νεαρός όμως του είπε ότι δεν χρειάζεται πια να δει τον ηγούμενο, αφού με αυτά που του είπε και τις λύσεις που του έδωσε ο ίδιος ο μοναχός, ένιωθε αναπαυμένος και πολύ καλύτερα απ’ ό,τι προηγουμένως. Τότε ο νεαρός ρώτησε τον μοναχό ποιος ήταν και ποια η θέση του στη μονή. Ο μοναχός του είπε: «Αυτές τις μέρες μένω εδώ στο μοναστήρι μαζί με τους πατέρες. Είμαι από το Άγιον Όρος, όμως αυτό τον καιρό μένω εδώ και το όνομά μου είναι Παΐσιος». Το παιδί δεν είχε ιδέα ποιος ήταν. Τελικά έφεραν το παιδί κοντά μου και μου είπαν ότι με έψαχνε για ώρα. Όταν τον ρώτησα τι θέλει και γιατί με ψάχνει μου απάντησε πως δεν έχει κάτι πλέον να μου πει, αφού είχε ήδη μιλήσει με τον πατέρα Παΐσιο. Εγώ αμέσως διερωτήθηκα με ποιον πατέρα Παΐσιο μίλησε, αφού τέτοιο όνομα στο μοναστήρι δεν είχαμε. Παραξενεύτηκα! Αυτός επέμενε ότι ενώ εμείς ξεκουραζόμαστε, βρήκε έναν μοναχό στον οποίο εξομολογήθηκε, είπε τα προβλήματά του και τα θέματά του και ότι τώρα είναι καλά. Τον ρώτησα τι του είπε αυτός ο άγνωστος σε μένα μοναχός και ο νεαρός απάντησε πως ο μοναχός αυτός του είπε πως είναι από το Άγιον Όρος και ότι αυτές τις μέρες μένει εδώ στο μοναστήρι. Εμείς ούτε αγιορείτη είχαμε, ούτε ήρθε κάποιος να μας επισκεφθεί και του ζήτησα να μου τον περιγράψει. Τότε μου περιέγραψε τον Γέροντα Παΐσιο. Πράγματι αυτό το γεγονός μας στήριξε και μας παρηγόρησε, γιατί καταλάβαμε ότι η ευχή του Γέροντα ήταν μαζί μας, γιατί αν και δεν ήταν αυτός που μας έστειλε στην Κύπρο, εντούτοις πριν έρθω τον ρώτησα πολλές φορές για να έρθω, πήρα τη συμβουλή του, τη γνώμη του και την ευχή του για να έρθω.
Σκοπός μας δεν είναι να ικανοποιούμε την περιέργειά μας με θαύματα και διάφορες ιστορίες από τους Αγίους, αλλά να δούμε τι θέλουν να μας πουν και εν προκειμένω πως εμείς ωφελούμαστε από τον Γέροντα και άγιο Παΐσιο. Ο Γέροντας ήταν Άγιος για τον εαυτό του αλλά και για αυτούς όλους που ακολουθούν το δικό του παράδειγμα, διότι μνήμη Αγίου σημαίνει μίμηση Αγίου, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «μνήμη μάρτυρος μίμηση μάρτυρος». Δεν αρκεί μόνο να ενθυμούμαστε τους Αγίους και να κάνουμε πανηγύρια στις γιορτές τους. Η μίμηση των Αγίων είναι κάτι πολύ περισσότερο σημαντική, γιατί έχει άμεση αναφορά στην προσωπική μας ζωή. Έτσι ο Γέροντας Παΐσιος είναι για μας ένα σημείο του Θεού στην εποχή μας. Ο αιώνας μας είναι ένας τρισευλογημένος αιώνας από τον Θεό, διότι είναι γεμάτος Αγίους, μάρτυρες και ομολογητές, στη Ρωσία, στην Αλβανία, στη Γεωργία, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στη Σερβία. Όμως και στον ελλαδικό χώρο με Νεομάρτυρες και Οσίους Γέροντες, οι οποίοι στιγμάτισαν αυτόν τον αιώνα και έδωσαν τη μαρτυρία τους ότι ο Χριστός είναι ο ίδιος και χθες και σήμερον και στους αιώνες. Αυτό είναι το πρώτο που μπορούμε να πούμε, ότι ο άγιος Παΐσιος έδωσε στην Εκκλησία την αγία ζωή του και τη διδασκαλία του μέσα στα δικά μας δεδομένα με απλά λόγια και στηρίζει εκατοντάδες ψυχές ανθρώπων οι οποίες επιστρέφουν κοντά στον Χριστό.
Μετά μας δείχνουν ποιο είναι το πραγματικό νόημα στη ζωή μας: η αγάπη του Θεού. Ο άνθρωπος είναι γεμάτος, όταν αγαπά τον Θεό. Έχω μείνει σε πολυτελή σπίτια και ξενοδοχεία. Σαν το καλυβάκι του Γερο- Παΐσιου δεν βρήκα. Ήταν τόσο ευλογημένος ο τόπος. Δεν είχε τίποτε μέσα ούτε μία καρέκλα. Είχε μόνο μία σπόντα στον τοίχο στην οποία κρεμόταν μία πετσέτα, που είχε να πλυθεί από τότε που την πήρε. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε ούτε ένα σουρωτήρι να φτιάξει τσάι. Όταν μάλιστα του πήρε κάποιος για το τσάι του ένα σουρωτήρι, τότε είπε πως αυτό θα θέλει μία σπόντα για να το κρεμάσει και ακόμη ένα εργαλείο για να τοποθετήσει τη σπόντα, όπως επίσης θα χρειάζεται και να το πλένει. Στο τέλος το έδωσε κι αυτό. Τα τσάγια του ήταν κάτι ξύλα. Αν και το δάσος ήταν γεμάτο από τσάγια ωραία, εντούτοις έβραζε κάποια ξύλα για τσάι. Για ψωμί είχε κάτι ξεροκόμματα. Δεν έχω δει ωραιότερη τράπεζα από την τράπεζά του. Ήταν πάνω σε έναν βράχο. Εκεί με έβαλε μία φορά και μου είπε: «Διάκο, να κάνουμε προσευχή για να φάμε». Τι θα τρώγαμε; Δυο κρεμμύδια και ένα μαρούλι και ξεροκόμματα που τα είχε σε ένα σακούλι. Εμένα μου έδωσε μία κονσέρβα καλαμαράκια, που του άφησε κάποιος. Δεν είχε κλειδί για να την ανοίξει, έπιασε ένα σκεπάρνι με το οποίο πελεκούσε τα ξύλα του και μου την άνοιξε. Είμαστε μέσα στο δάσος. Άνοιξε μια πλαστική σακκούλα, την έβαλε κάτω στη γη, άνοιξε τα χέρια του και ξεκίνησε να λέει το: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Τι να σας πω! Δεν ξανάκουσα ούτε ξαναείδα άνθρωπο να προσεύχεται έτσι. Νόμιζα ότι θα άνοιγε ο ουρανός και θα ευλογούσε ο Θεός το φαγητό μας. Καμιά φορά που του έφερναν κάποιοι φαγητό έβαζε μόνο μία δυο κουταλιές.
Όλη νύχτα προσευχόταν και αγρυπνούσε και όλη μέρα νήστευε. Βέβαια, δεν ήταν τόσο η άσκηση η επιτυχία του, αλλά το μεγάλο του κλειδί ήταν η ταπείνωση που είχε. Μεγάλη ταπείνωση από την οποία γεννήθηκε η μεγάλη αγάπη που είχε για τον Χριστό και για κάθε άνθρωπο. Συμπονούσε τον κόσμο όλο. Δεν μπορούσε να ακούσει πράγματα πονεμένα. Αμέσως τον έβλεπες ότι συνέπασχε με τους ανθρώπους. Όταν του διηγούμαστε κάποιο θλιβερό γεγονός δεν το άκουγε έτσι απλά, αλλά συνέπασχε με το γεγονός εκείνο. Τα διάφορα γράμματα που του έστελλαν και του περιέγραφαν τα προβλήματα τον συντάρασσαν και συνέπασχε με τον κόσμο αυτό. Αφιέρωνε τη νύχτα και τη μέρα του και την προσευχή του στους πονεμένους ανθρώπους. Όλη μέρα δεχόταν τον κόσμο και όλη νύχτα προσευχόταν γι’ αυτούς. Μία μέρα ήρθε εκεί ένας δαιμονισμένος που του επιτέθηκε. Τον άρπαξε, τον ταρακουνούσε και τον ύβριζε. Τότε ο Γέροντας του είπε: «Καλά, καλά! Θα σε τακτοποιήσω απόψε εσένα» και εννοούσε τον διάβολο. Πράγματι όλη νύχτα προσευχόταν.
Κάποια άλλη στιγμή τον ρώτησα για ένα περιστατικό που μου διηγήθηκαν κάποιοι άνθρωποι, ότι δηλαδή επισκέφθηκε ο Γέροντας ένα νοσοκομείο στον Βόλο και εκεί κάθισε δίπλα από έναν άρρωστο που ήταν στα τελευταία του και τον παρηγορούσε, τον ενδυνάμωνε και τον στήριζε. Του είπε ότι πράγματι ήρθε η ώρα να φύγει και ότι δεν πρόκειται να γίνει καλά, όμως του έδωσε πάρα πολλή δύναμη. Του είπα τότε: «Γέροντα, πως συμβαίνει αυτοί να λένε ότι σε είδαν εκεί, ενώ εσύ ήσουν εδώ»; Τότε αυτός μου απάντησε: «Άκουσε παιδάκι μου, εγώ βέβαια ήμουν εδώ, δεν πήγα στον Βόλο, αλίμονο που ξέρω εγώ να πάω στον Βόλο το βράδυ! Πολλές φορές όταν προσεύχομαι, ο Θεός με παίρνει εν Πνεύματι και βρίσκομαι σε νοσοκομεία, σε γηροκομεία, σε σπίτια ανθρώπων εγκαταλελειμμένων, σε μονήρεις ανθρώπους, τους βλέπω, τους μιλώ και καταλαβαίνω ότι με βλέπουν και μου μιλούν και το αισθάνονται, αλλά σωματικά είμαι εδώ. Ταυτόχρονα όμως με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος βρίσκομαι κι εκεί». Αυτό γινόταν πολύ συχνά. Άνθρωποι οι οποίοι σώθηκαν από δυστυχήματα που τον είδαν μπροστά τους, άλλοι τον είδαν σε οικίες πένθους, σε νοσοκομεία και σε τόπους που τον είχαν ανάγκη. Αυτά βέβαια γίνονται και μετά τον θάνατό του.
Θα σας διηγηθώ ένα άλλο περιστατικό που έγινε στη Λεμεσό. Έχω μάρτυρές μου την κατά κόσμον αδελφή μου και τους γονείς του παιδιού, για το οποίο θα σας μιλήσω. Το παιδί αυτό ήταν συγγενής μου. Πριν μερικά χρόνια ήταν περίπου 28 χρονών και έπαθε σηψαιμία. Το μετέφεραν σε μία ιδιωτική κλινική στη μονάδα εντατικής θεραπείας και οι γιατροί είχαν πει ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε και ότι το παιδί θα πέθαινε. Ήθελαν να το στείλουν στο Γενικό Νοσοκομείο της Λεμεσού, για να πεθάνει εκεί και ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα πέθαινε καθοδόν, αφού μόλις επιχειρούσαν να τον αποσυνδέσουν από τα μηχανήματα της εντατικής φαινόταν ότι θα πέθαινε. Ήταν η νύχτα της γιορτής του Αγίου Παϊσίου. Εγώ θα πήγαινα στον ιερό ναό του Αγίου Παϊσίου και Αρσενίου στη Λεμεσό για την αγρυπνία. Με πήραν τηλέφωνο και μου το είπαν. Φορούσα το ράσο μου και το σχήμα μου και ήμουν έτοιμος να πάω στην Εκκλησία για να μην περιμένει ο κόσμος. Με πήρε η αδελφή μου τηλέφωνο. Άκουσα κλάματα. Κατάφεραν και τον αποσύνδεσαν, όμως ήταν θέμα λεπτών να πεθάνει. Άκουγα να κλαίει η μητέρα του και οι άνθρωποι γύρω του και άκουγα τη σειρήνα του ασθενοφόρου, το οποίο μου είπαν ότι μόλις θα τον μετέφερε στο Νοσοκομείο. Συγκινήθηκα και λυπήθηκα τόσο πολύ και όπως είχα την εικόνα του αγίου Παϊσίου στο κελί μου, πήγα του άναψα ένα κερί και του είπα με όλη μου την ψυχή: «Σε παρακαλώ, Γέροντά μου, πήγαινε και θεράπευσε αυτό το παιδί. Όπως εσύ άναβες τα κεράκια για τους ανθρώπους, σου ανάβω κι εγώ αυτό το κερί και πήγαινε και θεράπευσε αυτό το παιδί και να το βοηθήσεις». Έπειτα πήγα στην Εκκλησία. Φτάνοντας εκεί είπα σε κάποιον του ναού να μου δώσει δυο λαμπάδες. Άναψα μία στον άγιο Παΐσιο και μία στον άγιο Αρσένιο και παρακάλεσα ξανά τον άγιο Παΐσιο να βοηθήσει αυτό το παιδί. Άρχισε η αγρυπνία και προσευχόμουν συνεχώς να βοηθήσει τον νέο αυτό ο Θεός.
Μετά από λίγες μέρες όταν είδα έναν εντατικολόγο γνωστό μου και τον ρώτησα τι γίνεται με το παιδί, αυτός μου απάντησε ότι είναι μία χαρά, βγήκε από την εντατική και παραδέχθηκε και ο ίδιος ότι το παιδί θα πέθαινε. Και ο ίδιος ο γιατρός έκπληκτος διερωτόταν τι έγινε και το επόμενο πρωί τον έβγαλαν από την εντατική!
Αυτά και πολλά άλλα θαύματα έκανε ο Γέροντας. Γι’ αυτό να επικαλείσθε τον Γέροντα Παΐσιο όπως και όλους τους Αγίους και βέβαια όχι να λέμε μόνο ότι τον γνωρίσαμε, αλλά και να τον μιμηθούμε και να μοιάσουμε έστω και λίγο στην αγία ζωή του, να μιμηθούμε τη μεγάλη ταπείνωση που είχε και τη μεγάλη αγάπη του για τον Χριστό και τους ανθρώπους. Έτσι ευαρέστησε τον Θεό!
(από απομαγνητοφωνημένη ομιλία)