τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου
‘O πόνος εἶναι ἕνα φαινόμενο, τό ὁποῖο ζοῦμε ὅλοι μας καί τόν βλέπουμε κάθε μέρα δίπλα μας, μπροστά μας, μέσα μας. Εἶναι ἕνα γεγονός τό ὁποῖο καθημερινά αὐξάνει, ὅπως φαίνεται, ἀλλά κι ἐμεῖς εἴμαστε πλέον πιό ἐκτεθειμένοι στόν πόνο, μέ τήν ἔννοια ὅτι μέ τή δυνατότητα πληροφόρησης πού ἔχουμε τώρα, εἶναι πολύ εὔκολο νά πληροφορηθοῦμε, νά μάθουμε, νά ἀκούσουμε γιά τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, μπορεῖ ἐσύ νά εἶσαι καλά, νά εἶσαι ἥσυχος, βάζεις τήν τηλεόραση νά δεῖς τά νέα καί βλέπεις ἐκεῖ χίλια δυό πράγματα, τά ὁποῖα σίγουρα σέ κάνουν νά ἀνησυχεῖς, νά στενοχωριέσαι, νά συμπονᾶς τούς ἄλλους ἀνθρώπους κλπ.
Ἕνα μεγάλο ἐρώτημα πάντοτε βγαίνει ἀπό μέσα μας, γιατί γίνονται ὅλ’ αὐτά τά πράγματα; Καί πῶς ὁ Θεός ἀνέχεται ὅλη αὐτή τήν κατάσταση; Ἐδῶ ἐμεῖς, πού εἴμαστε ἄνθρωποι καί δυσανασχετοῦμε. Ὁ Θεός, πού εἶναι Θεός, πῶς ἀνέχεται αὐτή τήν κατάσταση; Γιά νά πάρουμε τά πράγματα ἀπ’ τήν ἀρχή, πρέπει νά ποῦμε ὅτι γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός δέν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο γιά νά μετέχει στόν πόνο. Δέν μᾶς ἔπλασε γιά νά πονᾶμε. Αὐτό εἶναι ἀποδεδειγμένο καί ἀπ’ τό ὅτι δέν θέλουμε τόν πόνο. Ἡ φύση μας δέν θέλει νά πονᾶ. Κάθε πράγμα πού εἶναι πόνος τό ἀποδιώκουμε, δέν τό θέλουμε, γιατί δέν εἶναι φυσικό φαινόμενο. Δέν εἶναι κάτι γιά τό ὁποῖο εἴμαστε πλασμένοι καί νά τό ἔχουμε μέσα μας ὡς ἀποδεκτό στοιχεῖο.
Ὁ Θεός δέν μᾶς ἔπλασε γιά νά πονᾶμε. Εἶναι γνωστό σ’ ἐμᾶς, ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ Θεός ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, «ἔθετο αὐτόν, ἐν τῷ Παραδείσῳ τῆς τρυφῆς». Ὄχι ἁπλῶς τόν ἔβαλε μέσα σ’ ἕναν ὡραῖο χῶρο, ἀλλά τόν ἔβαλε μέσα στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, τῆς εὐχαρίστησης, τῆς ἀπόλαυσης. Μέσα στόν Παράδεισο, ὁ ἄνθρωπος ἀπολάμβανε τή χαρά καί τήν εὐτυχία του. Μέσα σ’ αὐτό τόν χῶρο εὑρισκόμενος ὁ ἄνθρωπος, δέν εἶχε καμμιά μετοχή στόν πόνο. Ὅμως, ὁ Θεός προειδοποίησε τόν ἄνθρωπο ὅτι, ἐάν θελήσει νά ἀποκοπεῖ ἀπό Αὐτόν καί νά παραβεῖ τήν ἐντολή Του, ὡς συνέπεια ὄχι ὡς τιμωρία αὐτοῦ τοῦ πράγματος, αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς του, θά ἦταν ὁ θάνατος, «ᾗ δ᾽ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾽αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Θά ἀποθάνετε. Δέν τούς εἶπε θά σᾶς τιμωρήσω μέ θάνατο. Δέν τούς τιμώρησε ὁ Θεός. Ἀλλά ἦταν ἡ συνέπεια τῆς πράξης τους. Αὐτό γιά νά μήν νομίζουμε ὅτι ὁ Θεός τιμώρησε τούς πρωτοπλάστους. Δέν τούς τιμώρησε ὁ Θεός, ἀλλά αὐτοί οἱ ἴδιοι ἐπέλεξαν αὐτή τήν κατάσταση καί ἀπέθαναν. Πρῶτα ἀπέθαναν ψυχικά, πνευματικά, ἀφοῦ χωρίστηκαν ἀπό τόν Θεό, καί στή συνέχεια πέθαναν καί σωματικά, μετά ἀπό τήν παρέλευση πολλῶν χρόνων.
Μετά, λοιπόν, τήν πτώση, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα, ἑκούσια, ἐπέλεξε νά αὐτονομηθεῖ, νά γίνει θεός ἀπό μόνος του καί νά αὐτοθεωθεῖ, μπῆκε πλέον μέσα στή ζωή του ὁ πόνος, καί ὁ θάνατος. Ὁ θάνατος εἶναι ἕνα στοιχεῖο τό ὁποῖο εἶναι περιεκτικό. Μέσα σ’ αὐτό τό γεγονός τοῦ θανάτου περικλείεται ἡ φθορά, ὁ πόνος, οἱ ἀρρώστιες, ὅλα ὅσα συμβαίνουν γύρω μας. Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν τό γεγονός καί τίς συνέπειες τῆς πτώσεώς μας.
Μεταπτωτικά, λοιπόν, ὁ πόνος εἶναι ἕνα φυσικό φαινόμενο πλέον. Μετά τήν πτώση μας, αὐτό τό ὁποῖο δέν ἦταν φυσικό, ἔγινε φυσικό, καί παραμένει ἡ ἀνθρώπινη φύση μέσα τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου στόν πόνο. Πονᾶμε ἀπό πάρα πολλές αἰτίες καί γιά πάρα πολλούς λόγους, καί ψυχικές, πνευματικές καί σωματικές αἰτίες. Ὁ ἄνθρωπος πονᾶ σ’ ὅλο τό εἶναι του. Ὁ ἴδιος ὁ χωρισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἡ ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο, σήμαινε ταυτόχρονα καί πόνο. Αὐτό τό ἀκοῦμε τήν Κυριακή τῆς Τυροφάγου. Ὅπου ἐκάθησε ὁ Ἀδάμ ἔναντι τοῦ Παραδείσου καί θρηνοῦσε ἐκεῖ τήν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ. Θρηνοῦσε ὅτι ἔχασε πλέον αὐτή τήν τρυφή, αὐτή τήν κοινωνία πού εἶχε μέ τόν Θεό, εὑρισκόμενος μέσα στόν Παράδεισο.
Ὁ θρῆνος, ὁ πόνος, τό κλάμα, ἡ ἀρρώστια, ὁ θάνατος κι ὅλα αὐτά, ἦρθαν πλέον ὡς ἐπακόλουθα φυσικά γεγονότα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἔρχεται ὁ Χριστός στον κόσμο, ἀναπλάθει τόν ἄνθρωπο καί μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ἐπιστρέψουμε ξανά ἐκεῖ πού ἤμαστε πρίν τήν πτώση μας. Ἀκόμη, πολύ περισσότερο, καταργεῖ ὁ Θεός τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας καί μᾶς ἐλευθερώνει ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἀλλά ὅμως παραμένει ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος θά καταργηθεῖ ὡς ἔσχατος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινή ἀνάσταση κατά τή Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία. Τόν κατήργησε οὐσιαστικά ὁ Χριστός μας, μέ τή δική του Ἀνάσταση• καί ὅταν θά ἔρθει καί ἡ κοινή ἀνάσταση ὅλων τῶν ἀνθρώπων, θά καταργηθεῖ πλέον ὁλοσχερῶς, καί στήν παλιγγενεσία, ἐκεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν θά ὑπάρχει οὔτε θάνατος, οὔτε πόνος, οὔτε κόπος, ὅπως τό λέμε εἰς τό νεκρώσιμο τροπάριο πού ψάλλουμε, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός». Ἔτσι, τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά δέν θά ὑπάρχουν μετά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Αὐτά καταργοῦνται ὅλα. Εἶναι μεταπτωτικά φαινόμενα.
Ὁ πόνος εἶναι μία ἐπιτυχία τοῦ διαβόλου ὅπως κι ὁ θάνατος. Ἤταν μία πρόσκαιρη ἐπιτυχία του κατά τοῦ ἀνθρώπου καί κατά τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ὁ Θεός δέν εἶναι δυνατόν νά νικηθεῖ ἀπό αὐτόν καί νά ματαιωθεῖ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἡ πρόνοια καί ἡ βούλησή Του. Ἔτσι, ὁ Θεός ἔκανε ἕνα κύκλο μεγαλύτερο ἀπ’ αὐτή τήν ἐπιτυχία τοῦ διαβόλου, καί αὐτό πού ἦταν ἐπιτυχία δική του - ὁ θάνατος καί ὁ πόνος καί ὁ κόπος καί ἡ φθορά κι ὅλ’ αὐτά – ἔρχεται ὁ Θεός πλέον, μετά τήν πτώση μας, καί μᾶς δίνει τή δυνατότητα αὐτό πού εἶναι κακό πράγμα, αὐτό πού εἶναι πικρό, νά τό μεταποιήσουμε σέ καλό.
Αὐτό πού εἶναι ξύδι, νά τό κάνουμε γλυκό κρασί, αὐτό πού εἶναι πικρό, νά τό κάνουμε γλυκό, αὐτό πού εἶναι φαρμάκι, νά τό κάνουμε φάρμακο. Ποιό εἶναι τό μυστικό; Τό μυστικό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός εἶναι αὐτό τό «πράγμα», αὐτό τό φάρμακο, τό ὁποῖο ὅταν τό ρίξεις μέσα σ’ αὐτό τό ποτήρι τοῦ πόνου, γίνεται γλυκό ποτήρι. Ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος, ὁ γλυκός πόνος. Πότε εἶναι γλυκός ὁ πόνος; Ὅταν μέσα σ’ αὐτόν βάλουμε τόν Χριστό. Καί τί σημαίνει αὐτό πρακτικά; Ἔρχεται μία ἀρρώστια καί μέ προσβάλλει, ἀνίατη καί φοβερή, πού θά μ’ ὁδηγήσει στόν θάνατο ἀναπόφευκτα. Ἄν ἀξιοποιήσω αὐτή τήν ἀρρώστια πνευματικά καί κάνω ὑπομονή, καί ὑπομένω αὐτό τό δύσκολο γιά μένα γεγονός, καί διατηρῶ τήν ἐλπίδα μου καί τήν πίστη μου στόν Θεό καί δέν γογγύσω κατά τοῦ Θεοῦ, δέν βλασφημήσω τό ὄνομα Του, δέν κινηθῶ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μέ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα μπορεῖ νά βγοῦν μέσα ἀπό τήν ψυχή μου, ἀλλά ἀντιμετωπίζω μέ προσευχή καί ὑπομονή τό γεγονός αὐτό, τότε αὐτή ἡ ἀσθένεια, ἡ ὁποία μ’ ὁδηγᾶ στόν θάνατο, κι ὁ θάνατος ὁ ἴδιος γίνεται γιά μένα ἕνα μεγάλο καλό, γιατί ἀντιμετωπίζω τά πράγματα ἔτσι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Τό κάνω καί τό ἀντιμετωπίζω ὡς ἕνα γεγονός, τό ὁποῖο θά μέ βοηθήσει νά συναντήσω τόν Χριστό. Ἐάν αὐτό τό κάνουμε ἔτσι, τότε πράγματι τό πρώην κακό γίνεται μεγάλο καλό. Τό πρώην πικρό, γίνεται πράγματι γλυκό.
Αὐτή ἡ ἀντιμετώπιση, βέβαια, δέν εἶναι καθόλου εὔκολη, οὔτε εἶναι ἔτσι ὅπως τήν περιγράφουμε τώρα καί νομίζουμε ὅτι εἶναι ὡραία. Ὅταν πονᾶ ὁ ἄνθρωπος, πονᾶ πραγματικά. Ὅταν θλίβεται, θλίβεται. Δέν εἶναι ἀστεῖα πράγματα ὁ πόνος καί ἡ θλίψη. Κι ὅπως σᾶς εἶπα πολλές φορές, ἡ λέξη θλίψη σημαίνει λιώσιμο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θλίβεται, λιώνει. Καί ὁ Θεός μᾶς ἀφήνει πολλές φορές, τρόπον τινά, κρύβεται. Ἡ ζῶσα καί ἐμφαντική παρουσία τοῦ Θεοῦ κρύβεται, προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά καταβάλει τό ἅπαν τῶν δυνάμεών του, γιά δυό λόγους: Πρέπει νά καταβάλει ὅλες τίς δυνάμεις του πρῶτα, γιατί εἶναι ἐλεύθερος ἄνθρωπος καί πρέπει ἐλεύθερα νά κινηθεῖ ἔναντι τοῦ Θεοῦ, καί νά μήν ἐκβιαστεῖ, ἄς ποῦμε, ἡ ἐλευθερία του, ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά κάνει πρῶτα ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν, καί μετά, ἀφοῦ δέν μπορεῖ πλέον νά κάνει τίποτα ἄλλο, τότε θά ἐμφανιστεῖ ὁ Θεός. Πρέπει νά καταβάλει ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτό, γιά νά φανεῖ ἡ ἐλευθερία του.
Ἀλλά καί τό ἄλλο, τό μεγαλύτερο, εἶναι ὅτι ἐμεῖς δέν ξέρουμε πόσες δυνάμεις ἔχουμε καί νομίζουμε καμιά φορά ὅτι ἔχουμε λίγες δυνάμεις. Ὅμως μέσα μας κρύβουμε πολλές δυνάμεις καί ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἔχουν ἀκόμα πιό πολλές ἀπό τούς ἄλλους. Ὅπως ἕνας μαθητής πού ἔχει δυνατότητες πολλές κι ὁ δάσκαλος τό ξέρει, καί τόν πιέζει κι ἀντιδρᾶ, ἀλλά ὅμως βγαίνει σέ καλό του, διότι πιεζόμενος ναί μέν κουράζεται καί ταλαιπωρεῖται λίγο, ἀλλά ὅμως, ἀφοῦ ἔχει μυαλό καί δυνατότητες, ἀποκτᾶ πολλές γνώσεις καί δυνάμεις, καί ἀξιοποιεῖ ὅλα αὐτά πού ἔχει μέσα του, γιά τό καλό του.
Ἔτσι λοιπόν, κι ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει πολλές δυνάμεις, μέσα στόν πόνο ἀξιοποιεῖ ὅλες αὐτές τίς δυνάμεις πού ἔχει καί δέν ἀδικεῖται, ἀλλά ὅ,τι ἔχει, ὅλο τό ἀπόθεμα τῶν δυνάμεων πού ἔχει, γιά πολλούς καί διάφορους λόγους τό ἀξιοποιεῖ, κι ἔτσι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γίνεται πολύτιμος καί λαμβάνει ἀπό τόν Θεό τήν ἀνάλογη Χάρη καί ἀνταπόδοση, ἀνάλογα μέ τόν κόπο πού ἔχει.
Θά μοῦ πεῖ κάποιος τώρα, γιατί εἶναι ἀνάγκη νά πονᾶμε; Δέν εἶναι ὅτι εἶναι ἀνάγκη, ἀλλά ὁ πόνος πλέον εἶναι ἀναπόφευκτο γεγονός μετά τήν πτώση. Κανένας ἄνθρωπος δέν ὑπάρχει στόν κόσμο, κανένας ἀπολύτως, πού δέν πόνεσε. Κι ἄν ποῦμε ὅτι θά ὑπάρξει κάποιος ἄνθρωπος, πού γεννήθηκε στίς καλύτερες συνθῆκες, καί μπορεῖ νά τόν διαφυλάξουμε μέσα στούς πιό ἰδανικούς τόπους καί περιβάλλοντα πού δέν θά πονέσει ποτέ, οὔτε θά δεῖ, οὔτε θ’ ἀκούσει πόνο ποτέ στή ζωή του, θά πονέσει ὅμως, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα βλέποντας τή φθορά τοῦ ἑαυτοῦ του. Κι ἄν δέν πονέσει ὅταν εἶναι νέος, θά πονέσει ὅταν ἀρχίσει νά μεγαλώνει. Θά πονᾶνε οἱ σπόνδυλοί του, τά γόνατά του, τά χέρια του. Θά πονᾶ τό ἕνα, θά πονᾶ τό ἄλλο, μέχρι πού νά ἔρθει ὁ μεγάλος πόνος. Ποιός; Τῆς ἐξόδου του ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Ὅταν θά φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἐκείνη τήν ὥρα θά πονέσει ὄντως ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι πόνος ἡ ἔξοδός μας ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί τό νά βλέπεις ὅτι τελειώνει ἡ ζωή σου καί ὅλα τελειώνουν σ’ αὐτό τόν κόσμο, καί χάνεσαι καί χάνονται ὅλα καί φεύγεις, εἶναι πόνος. Δέν εἶναι ἕνα εὐχάριστο κι ὄμορφο γεγονός.
Ἀναπόφευκτα, λοιπόν, θά συναντήσουμε τόν πόνο, ἀφοῦ εἶναι ἡ συνέπεια τῆς πτώσεώς μας. Ὅμως, ὁ Θεός τόν ἄφησε νά ὑπάρχει, παρόλο πού ἔγινε ὁ Ἴδιος ἄνθρωπος γιά ἐμᾶς. Παρόλο πού ἀνέτρεψε τά δεδομένα τῆς πτώσεως, ἄφησε τόν πόνο νά ὑπάρχει, γιατί δυστυχῶς ἡ ἀνθρώπινη φύση μας, ἡ ὁποία ἔχει ροπή καί κλίση πρός τήν ἁμαρτία, πρός τήν πονηρία, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία καί ἡ φιληδονία εἶναι ζυμωμένες πλέον μέσα στό εἶναι μας, δέν μπορεῖ ἐάν δέν μπεῖ μέσα σέ συνθῆκες πόνου, νά ξαναβρεῖ τόν ἑαυτό της, ἀλλά εὔκολα ἀπατᾶται ὁ ἄνθρωπος. Εὔκολα ξεχνιέται καί εὔκολα συνδέεται μέ τά πάθη του καί γίνεται φιλήδονος. Καί αὐτή ἡ φιληδονία, ἡ ὁποία ἦταν καί μία ἀπό τίς αἰτίες τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἡ φιλοδοξία καί ἡ φιληδονία, μόνο μέ τή φιλοπονία, μόνο μέ τόν πόνο, μέ τό νά ἀγαπήσει τόν πόνο καί τόν κόπο φεύγουν ἀπό μέσα του. Ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, καί τό ἐπανέλαβαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας: «Μέ ἧλο τόν ἧλο ἐκχοώμενοι», δηλαδή βγάλλεις ἕνα καρφί μέ τή βοήθεια ἑνός ἄλλου.
Ὁ πόνος εἶναι αὐτός πού βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά μάθει πάρα πολλά πράγματα. Καλλιεργεῖ τόν ἄνθρωπο. Δυστυχῶς, μεταπτωτικά, εἶναι μία μεγάλη πραγματικότητα. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν πόνεσε στή ζωή του, δέν ἔχει καλλιεργηθεῖ, εἶναι ἀκαλλιέργητος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό τόν ἄφησε ὁ Θεός τόν πόνο, γιά νά γίνει ἐργαλεῖο πλέον στά χέρια τά δικά μας, ὥστε νά ἀποβληθοῦν ἀπό μέσα μας τά πάθη καί ἡ ἁμαρτία, σάν ἕνα φάρμακο τό ὁποῖο εἶναι ἐμετικό καί τό πίνεις. Εἶναι πικρό καί ἀηδιαστικό, ἀλλά εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιά νά κάνεις ἐμετό καί νά βγάλεις ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα ἔχεις καταπιεῖ ἐδῶ καί χρόνια.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, πού δέν πονεῖ, πού δέν πόνεσε, δέν καλλιεργεῖται. Δέν μπορεῖ νά ἀγωνισθεῖ νά κόψει τά πάθη του καί νά βγεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἀλλά καί τί ἄλλο παθαίνει; Δέν μπορεῖ καί νά καταλάβει αὐτόν πού πόνεσε. Ἕνας πού δέν ἔχει πονέσει ὁ ἴδιος, ποτέ δέ θά καταλάβει τόν πονεμένο ἄνθρωπο, γιατί δέν ξέρει τί σημαίνει πόνος. Ἐνῶ αὐτός πού πόνεσε ὁ ἴδιος, θά καταλάβει τόν πονεμένο ἄνθρωπο, θά τόν συμπονέσει, γιατί ξέρει, ἔχει πείρα καί καταλαβαίνει. Ἔχει γεύση αὐτοῦ τοῦ πράγματος κι ἔτσι ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος πονᾶ, καταλαβαίνει καί τά ὅρια τῶν δυνάμεών του. Μαθαίνεις τά ὅριά σου, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος. Δέν ἔχεις ἀπεριόριστα ὅρια. Καί μαθαίνεις νά ζητᾶς καί νά ὑπολογίζεις καί τή βοήθεια τῶν ἀδελφῶν σου, νά ταπεινώνεσαι, νά ζητᾶς τή βοήθεια τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου• Ἀλλά πάνω ἀπ’ ὅλα ζητᾶς καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Λές, «Χριστέ μου βοήθησέ με, δέν μπορῶ νά κάνω αὐτό τό πράγμα, δέν ἐπαρκοῦν οἱ δυνάμεις μου νά φτάσω μέχρι ἐκεῖ». Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, ὁ ὁποῖος ξέρει νά χειρίζεται τόν πόνο, μαθαίνει καί τά ὅριά του, μαθαίνει καί τήν ταπείνωση καί τήν ταπεινή φύση του. Μαθαίνει νά ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του καί νά τόν συμπονᾶ, νά ἀγωνίζεται κατά τῶν παθῶν του καί μαθαίνει νά ζητᾶ καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, τό ἀντίδοτο, αὐτό τό στοιχεῖο πού μᾶς δίνει δύναμη, εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἔγινε ὑπόδειγμα σ’ ἐμᾶς, ὑπομονῆς καί πικρίας πόνου καί θανάτου. Κανένας ἄνθρωπος δέν θά πονέσει περισσότερο ἀπό τόν Χριστό καί κανένας δέν θά πονέσει ποτέ, οὔτε πόνεσε, παραπάνω ἀπό τήν Παναγία. Γιά ποιό λόγο; Ὄχι διότι ἁπλῶς ὁ Χριστός ὑπέφερε μαρτύρια καί πέθανε. Πολλοί πέθαναν μαρτυρικῶς. Ἄλλοι ἔπαθαν πιό πολλά μαρτύρια ἀπό τόν Χριστό. Ὁ ἅγιος Γεώργιος ὑπέφερε περισσότερα ἀπό τόν Χριστό. Τόν Χριστό μας τόν βασάνισαν μία-δυό μέρες καί τόν σκότωσαν. Τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ ἔκαναν μαρτύρια καί μαρτύρια. Ἀλλά γιατί δέν πόνεσε περισσότερο ἀπό τόν Χριστό; Καί γιατί κανείς δέν θά πονέσει καί δέν θά γευθεῖ πικρία μεγαλύτερη ἀπό τήν πικρία πού δέχθηκε ὁ Κύριος καί ἡ μητέρα Του; Διότι κανένας ἄνθρωπος δέν ἔχει αὐτή τήν εὐγένεια, τήν ἀπερίγραπτη καθαρότητα κι εὐγένεια τῆς ψυχῆς τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός ἦταν τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Ὅπως βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο πού εἶναι εὐγενέστατος, ἐάν τοῦ πεῖς ἕνα βαρύ λόγο, πληγώνεται, ἔτσι καί ὁ Χριστός μας τοῦ ὁποίου ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς καί ἡ καθαρότητα ἦταν ἀπερίγραπτες.
Δηλαδή, δέν εἶναι μόνο τά γεγονότα, ἀλλά εἶναι καί τό ποιός ἄνθρωπος βιώνει τό κάθε γεγονός. Ἄλλως πῶς βιώνει ἕνα γεγονός μία κοπέλα καί ἄλλως πῶς ἕνας ἄνδρας. Ἄλλως πῶς ἕνα μικρό παιδί, ἄλλως πῶς ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος. Διαφορετικά ἕνας ἄνθρωπος καθαρός καί διαφορετικά ἕνας ἄνθρωπος ἀκάθαρτος. Ἄλλως πῶς, λοιπόν, ὁ Χριστός βίωσε καί γεύθηκε τήν πικρία τοῦ κόσμου τούτου, κι ἄλλως πῶς τήν γευόμαστε μεῖς. Γι’ αὐτό, λοιπόν, κανείς δέν θά ἔχει τήν καθαρότητα καί τήν τελειότητα τῆς ψυχῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀνθρωπίνως. Ἄρα ὁ Κύριος γεύθηκε εἰς ἄπειρον βαθμό, κατά τήν ἄπειρή του καθαρότητα καί τελειότητα, τό πικρό ποτήριο τοῦ πόνου καί τῆς πικρίας τοῦ κόσμου τούτου. Τό ἴδιο κι ἡ Παναγία μας, ὡς κι αὐτή πού μετεῖχε κατά Χάρη στήν ἀναμαρτησία καί τήν καθαρότητα, τήν ὁποία τῆς χάρισε ὁ Θεός. Ἄρα, λοιπόν, ὁ Χριστός ἔγινε γιά ἐμᾶς πρότυπο, ὁ ἴδιος βάδισε αὐτό τόν δρόμο καί γεύθηκε αὐτό τό ποτήριο, γιά νά μήν ποῦμε ἐμεῖς ὅτι, «ἐσύ, Χριστέ μου, καλά ἤσουν». Κανείς δέν θά πονέσει ποτέ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι πόνεσε ὁ Χριστός κι ἀπ’ ὅ,τι πόνεσε ἡ Παναγία μας, ὥστε νά ἀφαιρέσει ἀπό ἐμᾶς κάθε δικαιολογία γογγυσμοῦ καί ἀμελείας στό νά ἐργαστοῦμε σωστά στόν πόνο, ἀλλά καί γιά νά γίνει γιά ἐμᾶς ὑπόδειγμα, ὥστε νά βαδίσουμε στά δικά του ἴχνη.
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδειξε μέ τή ζωή Του τόν δρόμο τῆς δικῆς μας σωτηρίας κι ὁ Ἴδιος δέν δίστασε νά βαδίσει τόν δρόμο τοῦ πόνου καί τοῦ προσωπικοῦ Του θανάτου. Ὡς ἄνθρωπος, γεύθηκε θάνατο πραγματικό, γιά νά ἀφαιρέσει ἀπό ἐμᾶς αὐτό τόν φόβο τοῦ νά βαδίσουμε στόν πόνο καί στόν θάνατο. Ἡ φύση μας δειλιᾶ. Ὅταν δοῦμε μπροστά μας τόν πόνο, φοβόμαστε. Ἀκόμη καί μία δουλειά δύσκολη νά δοῦμε, λέμε πώς δέν μποροῦμε νά τήν κάνουμε. Ὅταν δοῦμε τόν θάνατο καί τόν κόπο καί τόν πόνο, δειλιοῦμε. Ὅταν ὅμως ἔχουμε μπροστά μας τόν Χριστό, τότε τά πράγματα ἀλλάζουν μέσα μας. Γλυκαίνει αὐτός ὁ πόνος. Κι ὄχι μόνο γλυκαίνει, ἀλλά καί στίς καρδιές τῶν ἁγίων ἀνθρώπων, γίνεται πλέον ἐπιθυμητός, ἐφετός. Τόν ζητᾶ ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ξέρει ὅτι πονώντας καί πεθαίνοντας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἰσέρχεται μέσα σ’ αὐτή τήν αἰώνια κοινωνία μέ τόν Χριστό τόν ἴδιο. Θά ἔχετε διαβάσει ἕνα ὡραῖο περιστατικό ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μεγαλομάρτυρος. Ἕνα ἀπό τά πολλά μαρτύρια πού τοῦ ἔκαναν ἦταν ὅτι τοῦ φόρεσαν σιδερένια παπούτσια, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦσαν στά μαρτύρια οἱ εἰδωλολάτρες τότε Ρωμαῖοι. Σιδερένια παπούτσια μέ καρφιά μέσα, τά ὁποῖα τά πύρωσαν στή φωτιά κι ἔγιναν ὁλοκόκκινα. Πῆραν καί κάποια ἄλογα πού ἔτρεχαν, ἔδεσαν τόν Ἅγιο πίσω ἀπό τά ἄλογα καί τοῦ φόρεσαν τά πυρακτωμένα παπούτσια. Ἄρχισαν νά τρέχουν τά ἄλογα κι ἔπρεπε αὐτός εἴτε νά τρέξει γιά νά μήν σκοτωθεῖ, εἴτε νά ἀφεθεῖ νά παρασυρθεῖ ἀπό τά ἄλογα καί νά γίνει χίλια κομμάτια μέσα στό στάδιο. Καί λέγει ἐκεῖ ὁ βίος τοῦ ἁγίου Γεωργίου: Ὁ ἅγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, φορώντας αὐτά τά πυρακτωμένα ὑποδήματα, φυσικά πονοῦσε. Βλέποντας ὅμως, τόν Δεσπότη Χριστό μπροστά του, ἔσβησε ὅ,τι ἔβλεπε γύρω του – τά ἄλογα, τά παπούτσια, τούς εἰδωλολάτρες θεατές- πού φώναζαν, κλπ. καί μπροστά του ἔβλεπε μόνο τόν Χριστό. Μόνο Αὐτός ἦταν μπροστά του. Κι ὅταν ἄρχισαν τά ἄλογα νά τρέχουν, ἔτρεξε τόσο πολύ αὐτός, ἦταν νέος καί στρατιώτης κι εἶχε δύναμη, ὥστε ξεπέρασε καί τά ἄλογα ἀκόμη. Κι ἔλεγε στόν ἑαυτό του: «τρέχε Γεώργιε, ἵνα λάβῃς τόν ποθούμενο Κύριο». Ἔβαλε τόν Χριστό μπροστά του κι εἶχε τόση δύναμη ψυχῆς, πού οὔτε παπούτσια, οὔτε καρφιά, οὔτε τίποτα ἄλλο τόν ἔνοιαζε. ῎Ετρεξε σάν ἀστραπή καί προχώρησε.
Αὐτό τό πράγμα, ἐάν τό καταφέρει ὁ ἄνθρωπος στή ζωή του, καί βάλει τόν Θεό συνεχῶς μπροστά του καί ὅλη αὐτή τή λαίλαπα τῶν παθῶν πού τόν πνίγει κάθε μέρα δέν τήν ἀφήσει νά τόν πνίξει, ἀλλά βλέπει τόν Χριστό μπροστά του, τότε γίνεται πραγματικά βολίδα, ἡ ὁποία διασχίζει τά πάντα. Τότε ἀξιοποιεῖ ὄντως ὅλα ἐκεῖνα τά κακά πού γίνονται αἰτίες μεγάλων καλῶν. Γιατί εἶναι ἀγωνίσματα τά ὁποῖα νικᾶ καί λαμβάνει τόν μεγάλο στέφανο τῆς ὑπομονῆς ἀπό τόν Χριστό.
Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἕνα ὡραῖο λόγο, ἐκεῖ πού μιλάει γιά τούς διωγμούς καί τίς δυσκολίες τῶν χριστιανῶν: «Ἀδελφοί μου, ἐμεῖς τρέχουμε τόν προκείμενο ἀγῶνα μέ ὑπομονή, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγό καί τελειωτήν Ἰησοῦ». Γιατί βλέπουμε μπροστά μας συνεχῶς, ἀδιαλείπτως, χωρίς νά φύγουμε τό βλέμμα μας ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἄν φύγεις τό βλέμμα σου ἀπό τόν Χριστό χάθηκες, πνίγηκες. Θά σέ καλύψει κάτω ἡ θλίψις καί ὁ πόνος. Τό μυστικό, λοιπόν, τό ὁποῖο ἔχουμε μπροστά μας εἶναι ὁ ἐσταυρωμένος Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Μόνο Αὐτός μπορεῖ τήν ὥρα τοῦ πόνου νά μᾶς κρατήσει καί νά μᾶς δώσει τή δύναμη νά ἀξιοποιήσουμε τόν πόνο. Καί ὁ Χριστός μᾶς δίνει αὐτό, γιατί; Γιατί μᾶς δίνει τήν ὑπόσχεση καί τή γεύση τῆς αἰωνιότητας. Πέθανε ὁ ἀδελφός μου, ὁ φίλος μου, ὁ γιός μου, πεθαίνω ἐγώ, μά τί ἀπελπισία εἶναι αὐτή; Φοβερό πράγμα! Ξέρεις τί σημαίνει νά πεθαίνεις; Δέν ὑπάρχει πιό φοβερό αἴσθημα ἀπ’ αὐτό. Μόνο ἡ αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά νικήσει αὐτό τό φάσμα τοῦ θανάτου. Θυμᾶμαι μία φορά ὁ παπα-Ἐφραίμ στά Κατουνάκια μέ κάλεσε κά μοῦ λέει: «Κοίταξε, εἶδα τό φάσμα τοῦ θανάτου καί ἔφριξα. Εἶδα τόν θάνατο πού μέ πλησίασε. Ἔτσι ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά γευθῶ τί σημαίνει θάνατος. Καί βυθίστηκε ἡ ψυχή μου μέσα σ’ ἕνα σκότος, σέ μίαν ἄβυσσο. Ἄντεξα ἕξι ἕως ἑπτά λεπτά. Δέν μποροῦσα νά ἀντέξω περισσότερο αὐτή τήν κατάσταση. Καί τί βγῆκε ἀπό μέσα μου; Μία φωνή, ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, πού ἔλεγε: Κι ἐγώ νῦν πρός σέ ἔρχομαι». Αὐτό νίκησε τό φάσμα τοῦ θανάτου. Ἡ αἴσθηση ὅτι πορεύομαι πρός τόν Χριστό. Ἐάν αὐτό φύγει, χάθηκες. Θά βυθιστεῖς μέσα σ’ αὐτό τό χάος, σάν μία μαύρη θάλασσα θ’ ἀνοίξει νά σέ καταπιεῖ καί δέν θά σέ βρίσκει κανένας πλέον.
Μόνον ἡ αἴσθηση τῆς νίκης τοῦ θανάτου, ἡ αἴσθηση τῆς αἰώνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅτι ναί μέν πεθαίνω, ναί μέν πέθανε ὁ ἀδελφός μου, ὁ φίλος μου, ὁ γιός μου, ὁ συγγενής μου κτλ, ἀλλά αὐτά εἶναι φαινόμενα. Αὐτή εἶναι μία πορεία. Ἔσπασε τό φράγμα καί πέρασε μέσα στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει αἰώνια δικαιοσύνη καί ἡ πρόσκαιρη ἀδικία γίνεται ἀφορμή αἰώνιας δικαίωσης κι ἔτσι παρηγορεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος: «Νομίζω, πιστεύω, μοῦ λέει ὁ λογισμός μου», ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικά, «πώς ὅταν πεθάνουμε καί τρόπον τινά ἀνοίξουν τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, ὅπως γεννιέται ἕνα βρέφος καί βγαίνει ἀπό τή μητέρα του κι ἀνοίγουν τά μάτια του καί βλέπει γιά πρώτη φορά τόν κόσμο γύρω του, ἔτσι θά εἶναι καί γιά ἐμᾶς ἡ εἴσοδός μας στήν αἰωνιότητα. Εἶναι ἕνας τοκετός πού γεννιόμαστε καί εἰσερχόμαστε στήν αἰωνιότητα. Θ᾽ἀνοίξουμε τά μάτια μας σέ μίαν ἄλλη πραγματικότητα πλέον». Τό πρῶτο πράγμα, ἔλεγε ὁ Γέροντας, πού θά κάνουμε εἶναι νά εὐχαριστήσουμε, νά δοξολογήσουμε τόν Θεό, γιά ὅλες τίς θλίψεις τῆς ζωῆς μας, γιατί τότε θά καταλάβουμε τελικά, ὅτι αὐτό πού μᾶς βοήθησε δέν ἦταν τά ὡραῖα καί τά εὐχάριστα, ἀλλά οἱ θλίψεις. Αὐτές μᾶς βοήθησαν. Οἱ ἀδικίες, οἱ δυσκολίες, ὁ πόνος, ὁ κόπος, αὐτά μᾶς βοήθησαν τελικά καί ὄχι τά καλά καί εὐχάριστα.