του Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου
Για τον Γέροντα Σωφρόνιο ο κάθε ιερέας, ακόμη και ο ερημίτης ιερέας δεν είναι απλός λειτουργός των αγίων μυστηρίων, αλλά θερμός ικέτης «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». «Ο Ιερουργός του μυστηρίου της Λειτουργίας ίσταται εν αμέοω εγγύτητι προς τον Υιόν του Θεού, όστις είναι το «πλήρωμα του Νόμου και των προφητών» (Λειτουργία αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου) και διά του οποίου εγενόμεθα κάτοχοι «ρημάτων ζωής αιωνίου» (Ἰω. 68, Β,8). Ομιλώντας εκ της πείρας του ως αγιορείτου ερημίτου ιερέως μας φανερώνει το μυστήριο της διάβασης εκ της προσκαίρου πραγματικότητας εις την αιώνια πραγματικότητα, που μας προετοιμάζει η Θεία Λειτουργία. Γράφει περί αυτού «Το πλήρωμα αυτής (της Θείας Λειτουργίας) αιχμαλωτίζει ημάς ολοτελώς τοσούτον, ώστε, ότε ήμην εν τη ερήμω και ετέλουν μόνος την Λειτουργίαν, έχων μετ’ εμού μόνον ένα μοναχόν - όστις ήρχετο, ίνα απαντά εις τας δεήσεις των εκτενών, αναγινώσκη τον Απόστολον και παρέχη την λοιπήν αναγκαίαν συμμετοχήν, εις τόπον λαού - τότε ούτε εγώ ούτε ο μοναχός εκείνος ησθάνθημεν ποτέ έλλειψιν τινά. Άπας ο κόσμος ήτo εκεί μεθ’ ημών. Και ο κόσμος και ο Κύριος. Ο Κύριος και η αιωνιότης. Η πείρα αυτή της έρημου εδίδαξεν εμέ να προσεύχομαι δια της ιερατικής προσευχής και μετά του λαού και άνευ της ορατής αυτού παρουσίας» . Ο ιερεύς ως λειτουργός των αγίων μυστηρίων και ως ποιμήν των λογικών προβάτων του Χριστού κινείται μεταξύ αυτών των δύο πόλων, αφού αναπόφευκτα το ένα οδηγεί στο άλλο.
agios sofronios lemesou athanasios«Καθίσταται νυν αδύνατον δια τον ιερέα, τον προσφέροντα την αναίμακτον θυσίαν να παραμείνη εν τοις ορίοις των κατά τόπους μόνον αναγκών, επιλανθανόμενος πάσης της λοιπής ανθρωπότητος, της βασανιζομένης απεγνωσμένως εν τοις δεσμοίς του άδου, του αμοιβαίου μίσους και παντός είδους εκβιασμών». «Αλλ’ ο γευθείς πνεύματος Χριστού δεν δύναται να αποφύγη την συνάντησιν μετά του ωκεανού των δυστυχιών.  Ούτος συμμετέχει εις την προσευχήν του Κυρίου, όστις έδωκεν εις ημάς το «υπόδειγμα» (Ἰω. ιγ΄, 15). Καθώς ούτος προσηύχετο υπέρ όλου του κόσμου ούτω και ημείς οφείλομεν και να ζώμεν και να αισθανώμεθα (βλ. Φιλ. β΄, 5). Τούτο είναι ιδιαιτέρως αναγκαίον δια τον Ιερέα, τον τελούντα την Θείαν Λειτουργίαν, εάν ούτος αγωνίζηται να εισέλθη πληρέστερον εις την καθολικήν αυτής θεωρίαν» Ο ιερέας, κατά τη διδασκαλία του αγίου Γέροντος, οφείλει να γίνει, κατά το δυνατόν τη ανθρωπίνη φύσει, όμοιος με τον Υιόν του Θεού, τον μόνον αληθινόν αρχιερέα όστις προσέφερεν εαυτόν υπέρ όλου του Άδάμ. «Διά της ευλογίας Αυτού, (του Αρχιερέως Χριστού), η Θεία Λειτουργία ανεπανάληπτος ούσα επαναλαμβάνεται εις τους αιώνας» . «Και εδόθη εις ημάς η εντολή να τελώμεν την Λειτουργίαν εις ανάμνησιν Αυτού (Λουκ. κβ, 19) εν τω ονόματι Αυτού. Ο Χριστός το αληθινόν κέντρον πάσης της κτίσεως - αποτελεί το κέντρον της προσοχής ημών» .
Μέγας ο αγώνας για τον ιερέα να παραμείνει στο πνεύμα αυτό της Θείας Λειτουργίας. Το «κατ’ ίχνος ακολουθείν» τον Χριστό δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα αλλά χρειάζεται γενναία ψυχή, ισχυρό φρόνημα και πίστη ακλόνητη, ώστε να επακολουθεί ο ιερεύς «τοις ίχνεσιν» τού Κυρίου.
Μετά πόνου ο Γέροντας μας ομολογεί ότι «η ψυχή του ιερέως αναποφεύκτως θα φθάση πολλάκις εις εξάντλησιν εκ της θεωρίας παντός είδους παθημάτων αφ’ ενός, και αδικιών και εκβιασμών αφ’ έτερου. Ακριβώς, οι ανάρμοστοι αύται πράξεις και σχεδόν πάσαι αι κατά το φαινόμενον παράλογοι πράξεις των ανθρώπων αποτελούν ένδειξιν της πτώσεως του κόσμου ημών. Δι’ επιμόνου ασκήσεως οφείλομεν να κρατήσωμεν αμείωτον την έμπνευσιν ημών δια την λειτουργικήν προσευχήν υπέρ όλης της ανθρωπότητος. Παν πάθος και πάσα κακοήθεια της αμαρτίας, είτε εντός ημών των ιδίων, είτε εντός των άλλων εκτός ημών, αποτελούν το περιεχόμενον της καθολικής ταύτης προσευχής. Καθήκον του ιερέως είναι η αναλλοίωτος εν χρόνω επανάληψις της θείας πράξεως της απολυτρώσεως του κόσμου, προς εκπλήρωσιν της εντολής του Χριστού: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. κβ 19). Είναι ζώσα «ανάμνησις» ως ορατή παρουσία της εν Γεθσημανή προσευχής και του εν Γολγοθά σταυρικού θανάτου του Κυρίου εν τη ιστορία της οικουμένης».

osios sofronios

Η ιερωσύνη είναι η χάρις η τελούσα τη θεία Λειτουργία και ο ιερεύς είναι ο άνθρωπος αυτός ο οποιος «χαίρων τη ψυχή και τρέμων τη χειρί» ως άλλος Ιωάννης Πρόδρομος διακονεί το μέγα έργον αυτής, γιατί «η Λειτουργία, εν τη αιωνίω αυτής πνευματική πραγματικότητι, είναι θυσία υπέρ των αμαρτιών της ανθρωπότητος. Ιδού διά τι, συναντώμενοι μετά της συνθλιπτικής μάζης της αμαρτίας, είτε εντός, είτε εκτός ημών, δεν παύομεν να παραμένωμεν εντός της λειτουργικής πράξεως. Όταν έχωμεν τοιαύτην συνείδησιν περί ιερωσύνης, άπασα η ζωή ημών αποτελεί διακονίαν προς σωτηρίαν του κόσμου. Εις τούτο συνίσταται η ουσία του εις ημάς θείου δώρου: «του Βασιλείου Ιερατεύματος». Εξ όλων αυτών καταλαβαίνομεν ότι ο ιερεύς είναι πράγματι στην «πρώτη γραμμή του πυρός» αγωνιζόμενος την προσευχή και τη θεία λατρεία, ώστε «όλοι οι λαοί της γης να γνωρίσωσι τον Κύριον εν Πνεύματι Αγίω», όπως ο άγιος Σιλουανός προσηύχετο υπέρ όλου του κόσμου. Στο σημείο αυτό, άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι ο θεόφρων Γέρων Σωφρόνιος δεν διστάζει να μας μιλήσει και για ένα θέμα, που λίγοι πατέρες της Εκκλησίας το αγγίζουν, ως άκρως ιερώτατον και  κρύφιον των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Μας γράφει λοιπόν ο Γέροντας ότι «είναι δυνατόν να είναι τις φορεύς της χάριτος του «βασιλείου Ιερατεύματος» (βλ. Α΄ Πέτρου 5 και 9) και όταν δεν φέρη ιερατικό αξίωμα. Η εσωτερική ουσία της ιερωσύνης ταύτης έγκειται εις την προσευχήν υπέρ όλου του κόσμου κατά το υπόδειγμα (Ἰω. ιγ΄, 15) του ιδίου του Κυρίου. Δι’ ημάς τους ανθρώπους το ύστατον εφικτόν μέτρον είναι να προσευχώμεθα υπέρ όλου του Αδάμ, ως και υπέρ ημών των ιδίων. Τοιαύτη προσευχή αποτελεί σημείον ότι αποκαθίσταται εν ημίν εκείνη η «εικών», ήτις παρεσχέθη εξ αρχής εις τον άνθρωπον (Γέν. α΄, 26). Τα παθήματα του Χριστού και η ανάστασις Αυτού εκόμισαν εις την ανθρωπότητα την χάριν ταύτην (Λουκ. κδ΄, 46.49). Πάντες και έκαστος εκ των πιστευόντων εις τον Υιόν του Θεού εκλήθησαν να δεχθούν την δωρεάν ταύτην εκ του Δωρεοδότου: να γίνουν «Βασίλειον ιεράτευμα» Δεν υπάρχει τίμημα δια την ευλογίαν ταύτην, ήτις αποκτάται δια μακράς και εμπόνου ασκήσεως».
Ο ιερέας ως ποιμένας των ψυχών των ανθρώπων "υπέρ ων Χριστός απέθανεν" οφείλει επιμελώς να εργασθή σε κάθε έναν άνθρωπον ειδικά και ξεχωριστά, για να τον βοηθήσει να εισέλθη στον χώρο της ειρήνης του Χριστού. Οφείλει να συνεργήσει στην εσωτερική αναγέννηση και επιμόρφωση των ανθρώπων διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Οφείλει να εμπνεύση ανδρείαν στους όλιγοψύχους ως προς τον αγώνα της ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου. Με έναν λόγο να συντελέση στην πνευματική μόρφωση κάθε ενός ξεχωριστά και όλων μαζί. Ο ιερέας βιώνει ένα μαρτύριο καθότι διά της λειτουργικής προσευχής υπέρ όλης της ανθρωπότητος η ψυχή του βυθίζεται στον ωκεανό των ανθρωπίνων παθημάτων. 
Σε τέτοια φοβερή διάσπαση και διελκυστίνδα ζει ο ιερέας επιφορτισμένος με την ποιμαντική ευθύνη των ανθρώπων, έστω κι αν ακόμη δεν είναι εν τω κόσμω ποιμένας. Αφ’ ενός μεν φέρει καθαρή τη συνείδηση ότι δεν ωφελείται ο άνθρωπος, «ἐὰν κερδίση τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ»(Μάρκ. 8, 36) αφ’ έτερου δε έχει την εντολή του Κυρίου: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19).
 
(Εισήγηση του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου μας στο Διορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο που διοργάνωσε η Ι.Μ. Βατοπαιδίου στην 
Αθήνα για τον Γέροντα Σωφρόνιο με θέμα: «Γέροντας Σωφρόνιος – 
Θεολόγος του Ακτίστου Φωτός», 19-21 Οκτωβρίου 2007)