του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου
Σε Σένα παραδίδουμε τη ζωή μας ολόκληρη και την ελπίδα μας, Δέσποτα Φιλάνθρωπε. Μία προτροπή για να αφήσουμε τα πάντα στα χέρια του Θεού. Σήμερα ιδίως αν καταλάβουμε αυτό το πράγμα, να αφήσουμε δηλαδή τη ζωή μας ολόκληρη στον Θεό είναι σπουδαίο πράγμα, βέβαια όχι μόνο τη ζωή μας, αυτά που μας απασχολούν τώρα, αλλά και την ελπίδα μας για όλα εκείνα, δηλαδή, που πρόκειται να έρθουν. Αυτή η πίστη είναι ένα ισχυρότατο θεμέλιο στο οποίο κτίζεται η ζωή μας ολόκληρη και είναι όπως όταν πέσει κάποιος σ’ ένα ωκεανό γεμάτο τρικυμίες και κινδύνους, ξαφνικά βρίσκει ένα βράχο ο οποίος δεν σαλεύει με τίποτα και βγαίνει σ’ αυτό και αισθάνεται απόλυτη ασφάλεια. Η ζωή μας είναι ένα πέλαγος. Όσο μεγαλώνουμε δεχόμαστε κτυπήματα, τραύματα, πιέσεις, δυσκολίες που ποτέ μας δεν διανοηθήκαμε, και κάνουν τη ζωή μας απέραντο πέλαγος θλίψεων. Η γραφή παρομοιάζει τη γη αυτή με την κοιλάδα του κλαυθμώνος, σαν ένα χώρο του κλάματος. Ποτέ δεν υπήρξε άνθρωπος που δεν πόνεσε. Είναι πράγμα αδύνατο αυτό. Ακόμα και ο πλούσιος, ο πιο ευδαίμων άνθρωπος αν δεν πόνεσε ποτέ του, θα πονέσει την ώρα του θανάτου του. Εκείνη την ώρα που είσαι ενώπιον του τέλους και δεν σου μένει τίποτα παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα ή λεπτά και βλέπεις τα πάντα γύρω σου να σταματούν, να καταρρέουν, να απειλείται η ύπαρξή σου, ό,τι έχεις και δεν έχεις όλα τελειώνουν, γεύεσαι ένα πικρό ποτήρι και θέλει δύναμη και ετοιμασία εκ των προτέρων να αντιμετωπίσεις τον πόνο του θανάτου, αν σ’ αυτή τη ζωή επενδύσεις την ελπίδα σου και τη δύναμή σου αλλού.
Η πρώτη εντολή του Θεού είναι να αγαπήσεις τον Θεό με όλη σου την ύπαρξη. Από τη στιγμή που δεν εφαρμόζεται αυτό το πράγμα, έχουμε παρενέργειες. Όταν βλέπουμε την απελπισία να μας στραγγαλίζει, να πνιγόμαστε και να φτάνουμε σε σημείο καταστροφής, γιατί απογοητευτήκαμε απ’ όσα είναι γύρω μας ακόμη και από τα πιο ευγενικά στοιχεία που μας περιτριγυρίζουν, τότε κρίνεται που δώσαμε όλη τη δύναμη της υπάρξεώς μας. Αν τηρήσουμε την εντολή του Θεού, τότε με πολλή καρτερία και ανοχή αντιμετωπίζουμε τα πάντα. Δεν απελπιζόμαστε, γιατί δεν είχαμε την ελπίδα μας σε έναν άνθρωπο, έστω αν ήταν ο εαυτός μας, το παιδί μας , ο/η σύζυγός μας, αλλά την είχαμε στον Θεό και ο Θεός είναι ο μόνος που ποτέ δεν απογοητεύει τον άνθρωπο. Αντίθετα παραμένει μόνη ελπίδα του, και ακόμη και την ώρα του θανάτου του η μόνη ελπίδα του ανθρώπου είναι ο Θεός, ενώ τα άλλα όλα μένουν άπρακτα, κανένας δεν μπορεί να τον βοηθήσει εκείνη την ώρα, ούτε ο σύζυγος, ούτε το παιδί, ούτε ο εαυτός του, ούτε τα χρήματα ούτε η θέση του σ’ αυτή τη ζωή. Μόνο ο Θεός μπορεί να συμπαρασταθεί στον άνθρωπο. Άρα ο Θεός είναι η ακαταίσχυντος ελπίδα μας, είναι η ελπίδα που ποτέ δεν θα μας αφήσει. Έτσι όταν ο άνθρωπος βιώσει αυτή την πίστη, τότε μετά είναι πολύ άνετη η ζωή του, και δεν τρομάζει και δεν φοβάται. Έλεγαν στον Αγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο ότι η βασίλισσα είχε εναντίον του άσχημες διαθέσεις, γιατί την ήλεγξε και ότι θα του έκανε μεγάλο κακό. Κι αυτός έλεγε ότι τίποτα δεν φοβάται παρά μόνο την αμαρτία, γιατί μόνο αυτή μπορεί να τον χωρίσει από τον Θεό. Όπως είπε και ο Χριστός, «μη φοβάστε απ’ αυτούς που μπορεί να σκοτώσουν το σώμα σας, να φοβηθείτε απ’ αυτούς που μπορούν να σκοτώσουν την ψυχή σας”, δηλαδή την αμαρτία που μπορεί να επιφέρει αιώνιο όλεθρο. Έτσι κι αλλιώς όλα τα άλλα είναι μάταια, είναι παρόντα και φθαρτά. Όταν δεν προσδοκούμε τίποτα απ’ αυτό τον κόσμο, δεν έχουμε καμία ανησυχία. Αυτή πρέπει να είναι η πορεία μας σ’ αυτό τον κόσμο. Θα περάσουμε μέσα από δυσκολίες μεν, δεν πρέπει όμως αυτά τα πράγματα να μας νικήσουν, ούτε να μας φοβίσουν, γιατί εμείς έχουμε ένα όχημα που υπερβαίνει τα νέφη της ζωής. Αν την ελπίδα μας και τη ζωή μας ολόκληρη την παραδώσουμε στον Χριστό, δεν περιμένουμε τίποτα από τους ανθρώπους, δεν φοβόμαστε ό,τι κι αν συμβεί γύρω μας, γιατί τίποτα δεν πρόκειται να χαλάσει αυτή τη βεβαιότητα της ειρήνης, η οποία πηγάζει από την ελπίδα μας στον Θεό. Η ειρήνη του κόσμου στηρίζεται στα δεδομένα τα γήινα. Ο άνθρωπος της Εκκλησίας δεν εξαρτάται από αυτά τα εξωτερικά δεδομένα. Η ειρήνη του ανθρώπου του Θεού εξαρτάται από το εάν είναι ο Χριστός μέσα του. Τότε έχει ειρήνη, γιατί ο Χριστός είναι η ειρήνη ημών.
Εξωτερικά μπορεί να μην έχει τίποτα υπέρ μας, να έχει πόλεμο, σκλαβιά, διωγμούς, πιέσεις, να έχει θάνατο κι όμως μέσα μας να υπάρχει ειρήνη κι αυτή είναι η πραγματική ειρήνη και ελευθερία του ανθρώπου. Αν εντός του ανθρώπου δεν γίνει αυτή η μεταμόρφωση, η αλλοίωση, τότε δεν γίνεται τίποτα, τότε ακόμα και τα εξωτερικά δουλεύουν στραβά και ανάποδα.
Πώς όμως ο άνθρωπος αποκτά αυτή την ελπίδα στον Θεό; Όπως όλη η πνευματική αγωγή αρχίζει από τα απλά πράγματα έτσι και το να φτάσει ο άνθρωπος στο σημείο ν’ αφήσει ολόκληρο το είναι του στα χέρια του Θεού, αρχίζει από τα απλά πράγματα. Από την καθημερινότητά μας. Από την προσευχή, από το πρόγραμμα των δουλειών μας. Να μάθουμε να λέμε «εάν ο Θεός θέλει». Αυτό λέει και η γραφή: «εάν ο Θεός θέλει». Εάν ο Θεός θα μας ευλογήσει κι αν είναι θέλημα Θεού, τότε θα κάνουμε ό,τι σχεδιάζουμε. Τότε αρχίζει μέσα μας να δουλεύει η ελπίδα προς τον Θεό. Καταλαβαίνουμε πως δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα μόνοι μας, δεν κάνουμε ό,τι θέλουμε, δεν εξαρτώνται όλα από εμάς. Αλλά βάζουμε ως βάση, έστω και λεκτικά, το θέλημα του Θεού. Μετά αν ό,τι κάνουμε και όπου επενδύουμε τον ψυχικό μας κόσμο, την αγάπη μας, το ενδιαφέρον μας, τις ενέργειές μας, τις προσπάθειές μας ακόμη και τα χρήματά μας δεν τα απολυτοποιούμε, αλλά ξέρουμε πως όλα αυτά είναι σχετικά, πεπερασμένα, δεν είναι απόλυτα μεγέθη, τότε αποκτούμε μέσα στη συνείδησή μας σωστή κρίση των πραγμάτων του κόσμου τούτου. Έτσι δεν είναι το παν να σπουδάσουμε κι αν δεν πετύχουμε απελπιζόμαστε, δεν είναι το παν να κάνουμε παιδιά κι αν δεν κάνουμε μας πιάνει απελπισία και θεωρούμε πως δεν αξίζουμε, δεν είναι το παν να έχουμε μία ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Το παν είναι ο Θεός, μόνο Αυτός. Όλα τα άλλα είναι σχετικά. Αν το καταλάβουμε, τότε μπαίνουν όλα στη θέση τους. Και όταν μάθουμε ακόμα να χρησιμοποιούμε σωστά τα πράγματα του κόσμου, όχι απλώς να τα κρίνουμε, τότε περιοριζόμαστε και ως άνθρωποι και ξέρουμε τα μέτρα μας. Δηλαδή δεν παραδιδόμαστε χωρίς κρίση στα υλικά πράγματα. Βέβαια, είμαστε άνθρωποι, ζούμε στον κόσμο και έχουμε ανάγκη απ’ όλα όσα υπάρχουν γύρω μας. Τα χρησιμοποιούμε μεν, όμως με μέτρο.
Τέλος εκείνη η ζωτική δύναμη που μας βοηθά παντού, έτσι και στο να ελπίζουμε στον Θεό, είναι η προσευχή. Όταν προσευχόμαστε και αφήνουμε στην προσευχή μας τον Θεό, τότε βλέπουμε το χέρι Του στη ζωή μας. Το βλέπουμε όταν μάθουμε να προσευχόμαστε. Όταν προσεύχεται ο άνθρωπος, τότε ενεργεί μέσα στην ψυχή του η χάρις του Αγίου Πνεύματος, δυναμώνει η ψυχή και αποκτά μία άλλη γεύση αυτής της ζωής, αποκτά άλλα αισθητήρια. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής και βλέπει αλλιώς τα πράγματα.
Τότε όμως είναι που θα έρθει και η ώρα της δοκιμασίας. Εκείνη η ώρα είναι η ώρα των εξετάσεων, εκείνη την ώρα θα φανεί τι μάθαμε. Συμβαίνει στη ζωή μας μία φοβερή κρίση, ένας πειρασμός, μία εξαιρετικά δύσκολη και φοβερή ώρα; Εκείνη την ώρα μπορεί να κρίνεται η ζωή μας ολόκληρη από τη στάση που θα κρατήσουμε απέναντι σ’ αυτό το δύσκολο γεγονός. Ακόμα υπάρχουν ώρες που κρίνεται η ζωή μας, και η παρούσα και η μέλλουσα, από ένα ναι ή ένα όχι το οποίο μπορεί να διαρκέσει ορισμένα λεπτά. Μπορεί δηλαδή να καταστραφεί ο άνθρωπος από ένα ναι και να σωθεί από ένα όχι, το οποίο όμως μπορεί να έχει σημασία ζωής και θανάτου. Αυτό φαίνεται στους μάρτυρες. Η ζωή τους ήταν ένα ναι ή ένα όχι. Τους ρωτούσαν αν ήταν χριστιανοί. Το ναι σήμαινε θάνατος το όχι σήμαινε ότι θα ζούσαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αγία Σοφία με τις τρεις κόρες της, την Πίστη, δώδεκα χρονών, την Ελπίδα, έντεκα χρονών και την Αγάπη, εφτά περίπου χρονών. Σε μία περίοδο των διωγμών των χριστιανών πήγαν στον ηγεμόνα. Η μάνα τους ήταν παρούσα. Τότε ο ηγεμόνας ρώτησε αν ήταν χριστιανοί τα παιδιά. Η μάνα και τα παιδιά απάντησαν ναι. Τότε τα παιδιά βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Η μητέρα η Αγία Σοφία δεν αντέδρασε, δεν δικαιολόγησε τα παιδιά, όπως λέμε εμείς σήμερα: «είναι μικρά, είναι παιδιά δεν πειράζει...». Δεν έβαλε τα παιδιά της να αρνηθούν τον Χριστό. Προτίμησε τον θάνατο των παιδιών της, γιατί πριν τον θάνατο των παιδιών πέθανε η ίδια για την αγάπη του Χριστού. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα να χάσεις το παιδί σου και ακόμα πιο δύσκολο είναι να βλέπεις τον θάνατο του παιδιού σου. Στους βίους των Αγίων μας υπάρχει πλήθος ηρωίδων μανάδων που ενεθάρρυναν τα παιδιά τους στο μαρτύριο και στέκονταν ακόμη και δίπλα τους μήπως και το παιδί δειλιάσει μπροστά στο μαρτύριο και αρνηθεί τον Χριστό. Μήπως αυτές δεν ήταν μητέρες ή μήπως επρόκειτο για τέρατα; Όχι. Απλώς ήξεραν πρώτα ποια είναι η σχέση τους με τον Θεό. Υπερέβηκαν τους νόμους της φύσης και πάνω απ’ όλα ήταν η αγάπη του Χριστού.
Στις σχέσεις μας με τον Θεό δεν μπορούν να μπουν άλλα πράγματα, δεν χωράει τίποτα. Και αυτό το απέδειξαν οι Άγιοι που υπερέβησαν τους νόμους της φύσεως. Το να αρνηθεί το παιδί τη μάνα είναι εύκολο, αλλά να αρνηθεί η μάνα το παιδί είναι αδύνατο. Κι όμως μέσα στους Αγίους υπάρχουν αυτά τα παραδείγματα, όπου οι ίδιες οι μάνες παρέδιδαν τα παιδιά τους στο μαρτύριο, γιατί έλαβαν αυτή τη βεβαιότητα της πίστεως και υπερέβησαν τα παρόντα πράγματα. Δεν αγαπούσαν αρρωστημένα τα παιδιά τους, όπως τα αγαπούμε εμείς, αλλά είχαν ολόκληρη την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη τους στον Θεό.
(απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας)