του Πρωτ. Μιχαήλ Α. Μιχαήλ
Στις 10 Ιουλίου 2016, ημέρα Κυρίου, στις 12:30 το μεσημέρι, έφυγε σε ηλικία 84 ετών, από τα εγκόσμια για τα υπέρ κόσμια, από τη φθορά στην αφθαρσία, ο γνωστός ανά το παγκύπριο φλογερός και πύρινος ιεροκήρυκας της Εκκλησίας της Κύπρου, Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Σιδεράς.
Το σκήνωμα του πολυσέβαστου π. Νικολάου εκτέθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου σε λαϊκό προσκύνημα, από τις 13:00-16:00, όπου τον αποχαιρέτησαν πλήθος πατέρων και κόσμου. Σε κλίμα συγκίνησης τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία του τυπικάρη, γέροντα π. Νικολάου Σιδερά, στον Μητροπολιτικό ναό Παναγίας Παντανάσσης Καθολικής, προεξάρχοντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Αθανασίου, συμπαραστατουμένου υπό του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Αμαθούντος κ. Νικολάου και πολλών κληρικών της Μητροπόλεώς μας, αλλά και άλλων Μητροπόλεων. Στη συνέχεια το σκήνωμα μεταφέρθηκε με πομπή στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Μέσα Ποταμού, όπου τελέστηκε κατά τη μοναστική τάξη η ταφή του μακαριστού Γέροντα.
Τα λόγια για να περιγράψει κανείς το μεγαλείο αυτού του μεγάλου ιερωμένου ανδρός είναι φτωχά. Ας αρχίσουμε όμως από τα πρώτα στάδια της ζωής του.
Γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1932 στην Ορά Λάρνακος από απλοϊκούς γονείς, τον Γεώργιο Σιδερά, σιδηρουργό στο επάγγελμα και τη Μυριάνθη Προφήτη, οικοκυρά και ήταν το μοναχοπαίδι της οικογένειας. Τα πρώτα του γράμματα διδάχθηκε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του από το 1939–1945. Στη συνέχεια ως δόκιμος μοναχός, που εργαζόταν και ως τυπογράφος στο τυπογραφείο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο από το 1945-1951. Στις 5 Οκτωβρίου 1952, σε ηλικία 20 χρονών, χειροτονήθηκε Διάκονος υπό του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ´ στα Άρδανα της επαρχίας Αμμοχώστου. Το 1954 μετέβη στην Αθήνα για σπουδές, όπου φοίτησε στο Τμήμα Θεολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1954-1959 και παράλληλα υπηρετούσε ως Διάκονος στους ιερούς ναούς αγ. Ειρήνης Αιόλου, αγ. Δημητρίου Παλαιού Ψυχικού Αθηνών και αγ. Βασιλείου Πειραιώς. Στις 2 Αυγούστου 1959 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και την ίδια μέρα προχειρίστηκε σε Αρχιμανδρίτη υπό του αειμνήστου Μητροπολίτου Κιτίου κ. Ανθίμου στον Μητροπολιτικό ναό Παναγίας Παντανάσσης Καθολικής. Από τότε ανέλαβε το Γραφείο Θρησκευτικής Διαφωτίσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου, όπου παρέμεινε στη θέση αυτή για μία δεκαετία, μέχρι το 1969. Από το 1969 μέχρι το 1972 υπηρέτησε στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας ως εφημέριος στην ενορία του αγίου Νεκταρίου Λονδίνου. Την περίοδο αυτή παρακολούθησε ως ακροατής στο Kings College Λονδίνου μαθήματα Καινής Διαθήκης. Το 1972 επέστρεψε στην Κύπρο και μέχρι το 1973 υπηρέτησε και πάλι την Ιερά Μητρόπολη Κιτίου μέχρι που έγινε ο διαχωρισμός της σε δύο Μητροπόλεις, Κιτίου και Λεμεσού και από το 1973 παρέμεινε ως μαχητής κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού και Προϊστάμενος στην ενορία αγίας Τριάδος Λεμεσού.
Μέσα από την ενεργό δράση του υπήρξε γνήσιος ιεραπόστολος και καθοδηγητής. Πόσοι από εμάς τους νεώτερους ιερείς δεν έχουμε διδαχθεί από τον τεράστιο πλούτο των λειτουργικών του γνώσεων αλλά και για την όλη στάση και συμπεριφορά μας κατά την τέλεση της ιερουργίας! Πολλοί είναι αυτοί που βοηθήθηκαν από το τότε νεοσύστατο ταμείο αγάπης, του οποίου υπήρξε ιδρυτής. Πόσοι γνώρισαν την αγάπη και την οικονομία του Θεού κάτω από το πετραχήλι του στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως αλλά και μέσα από τα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας μας, μέσα από τις αμέτρητες ομιλίες του στην ΟΧΕΝ, στις κατασκηνώσεις της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, μέσα από τις εβδομαδιαίες αντιαιρετικές ομιλίες σε διάφορες συγκεντρώσεις αλλά και μέσα από τη γραφίδα του σε δημοσιεύσεις διαφόρων χριστιανικών εντύπων, όπως στον Ορθόδοξο Παρατηρητή, στο περιοδικό της Μητροπόλεώς μας Παράκληση κ.α.
Υπήρξε γνήσιος ιεραπόστολος στις χώρες που δεν ήταν ακόμη διαδεδομένος ο χριστιανισμός, όπως στο Μαλάουι της Αφρικής το 1980, αλλά και σε μία δύσκολη περίοδο της Αλβανίας (1993), κατά την οποία οι άνθρωποι δεν είχαν τη θρησκευτική ελευθερία έκφρασης της πίστης τους στον Χριστό. Κατά την εκεί παραμονή του μετέφερε ρουχισμό, τρόφιμα και βάπτισε αρκετούς. Θυμάμαι πόσες οικογένειες στην Κύπρο είχε παροτρύνει να αναλάβουν παιδάκια από την Αλβανία και να τους στέλνουν μηνιαίο βοήθημα.
Στις 5 Οκτωβρίου 2002 η Ιερά Μητρόπολή μας τον τίμησε επάξια για τη συμπλήρωση των πενήντα χρόνων ιερωσύνης του και μακρόχρονης προσφοράς του στην Εκκλησία. Τον Ιανουάριο του 2005 έγινε αποδεχτή από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Λεμεσού κ.Αθανάσιο η οικειοθελής παραίτησή του εκ της θέσεως του εφημερίου της Αγίας Τριάδος. Συνέχισε όμως να διακονεί τη Μητρόπολη με τον ίδιο ζήλο βοηθώντάς την σε διάφορες ανάγκες που είχε, είτε λειτουργώντας ως κληρικός όπως κάθε πρώτη Κυριακή του μηνός, Χριστούγεννα και Πάσχα λειτουργούσε στον άγιο Επίκτητο Μονής και αλλού, είτε κηρύττοντας τον λόγο του Θεού ως ιεροκήρυκας, είτε εξηγώντας και αναλύοντας κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης σε εκπομπές του Ραδιοσταθμού της Μητροπόλεώς μας. Συμμετείχε δε προς παραδειγματισμό μας με προθυμία στις ιερατικές συνάξεις σε κάθε κάλεσμα της Μητροπόλεώς μας στη Λεμεσό ή στον Σαϊττά.
Ο μακαριστός γέρων Μωϋσής Αγιορείτης έλεγε κάποτε πως «οι κηδείες των μοναχών έχουν έναν αναστάσιμο χαρακτήρα. Οι μοναχοί δεν κλαίνε, διότι βιώνουν την Ανάσταση του Χριστού προσδοκώντας τη δική τους ανάσταση». Και όμως σε τέτοιες περιπτώσεις, παρά τη βεβαιότητα της προγεύσεως του Παραδείσου και της Αναστάσεως, δεν μπορεί να υπάρξει χαρά. Μόνον μία βαθειά χαρμολύπη. Χαρά λόγω της βεβαιότητας ότι ο κεκοιμημένος ιερομόναχος ευφραίνεται στον κόλπο του Αβραάμ, μα και λύπη απορρέουσα από τη βεβαιότητα ότι ο αγαπητός μας παπά Νικόλας δεν θα είναι πλέον κοντά μας, να μας συμβουλεύει και να μας παραμυθεί.
Όταν ένας αξιόλογος άνθρωπος φεύγει από τη ζωή συνηθίζεται να εκφωνείται επικήδειος λόγος ή να γράφονται άρθρα σχετικά με τη ζωή, τη δράση και την προσφορά του αποδημήσαντος. Οι πρόγονοί μας από αρχαιοτάτων χρόνων πίστευαν ότι η αρετή, η τιμιότης και η προσφορά πρέπει να βραβεύονται, γιατί όπου βραβεύεται η αρετή, εκεί ξεφυτρώνουν άριστοι άνθρωποι. Ο Περικλής στον επιτάφιο αναφέρει: «ἆθλα γάρ οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δέ και ἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσι». Και επειδή ο εκδημήσας, αγαπημένος μας π. Νικόλαος Σιδεράς, ήταν ένα αξιόλογο άτομο, γεμάτος από αγάπη, προσφορά και καλοσύνη για τους πάσχοντες συνανθρώπους μας, αξίζει να γράψουμε δυο λόγια αντάξια της μεγαλοσύνης του.
Όσοι είχαμε την τιμή και την ιδιαίτερη ευλογία να τον γνωρίσουμε ή να υπηρετήσουμε κοντά του ως διάκονοι είτε ως ιερείς, πράγμα που ευτύχησα και τα δύο, πιστεύω δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τον ξεχάσουμε για τη φιλομάθειά του, τη γλυκύτητα της φωνής του, τις γνώσεις του και πάνω απ’ όλα για την ακρίβεια των λόγων του μέσα από τα φλογερά του κηρύγματα.
Θα μπορούσε κανείς να γράψει σελίδες ολόκληρες για το μεγαλείο της ψυχής του, την καλοσύνη, τις αρετές του, τις γνώσεις του στα εκκλησιαστικά και εθνικά θέματα, αλλά και για την αφοσίωσή του και την αγωνία του για την ιδιαίτερή μας Πατρίδα την Κύπρο και την Ελλάδα. Αλλά οι στιγμές είναι δύσκολες και εγώ που είχα τη μεγάλη τιμή και ευθύνη να συνδέομαι πνευματικά μαζί του, φοβούμαι μήπως με τα φτωχά μου λόγια δεν αποδώσω τα πρέποντα και σμικρύνω το μεγαλείο του, ας με συγχωρέσει απ’ εκεί που βρίσκεται.
«Ὁ Κύριος ἔδωσε, ὁ Κύριος ἀφείλατο, εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον». Το μόνο που μπορούμε είναι να στραφούμε προς τον Κύριο και να τον παρακαλέσουμε με αυτά τα λόγια: «Συ Κύριε που κόσμους κυβερνάς, Συ που είσαι η πηγή της αγάπης, της δικαιοσύνης, της αλήθειας και της ευσπλαχνίας, ρίξε το βλέμμα σου σε όλους εμάς, που νιώθουμε την ορφάνια».
Η καταγωγή του και η ανατροφή του, μέσα σε μία οικογένεια του χωριού απλοϊκή αλλά με σταθερές και ξεκάθαρες ελληνοχριστιανικές αρχές, ο Θεός του χάρισε χαρίσματα και ικανότητες όπως το άξιζε. Διακρίθηκε και αναγνωρίσθηκε από το κοινωνικό σύνολο, ασχέτως αν αδικήθηκε και ήπιε το πικρό ποτήρι της περιθωριοποίησης για την ειλικρίνεια και την ευθύτητα του λόγου του και για την εντιμότητα και ικανότητα στην υπεράσπιση των αδικουμένων και κατατρεγμένων με τη δύναμη της ψυχής και του λόγου του. Οι συζητήσεις μαζί του ήταν ευχάριστες, ωφέλιμες και δημιουργικές, διότι ήταν άτομο με ευρύ μυαλό και είχε απόψεις κρυστάλλινες σε πολλά εκκλησιαστικά, εθνικά και κοινωνικά θέματα. Το ύφος του ήταν πάντοτε αναλόγως του θέματος που παρουσιαζόταν. Ποτέ δεν δεχόταν κατηγορίες και ύβρεις για κανένα, και δεν κακολογούσε κανένα. Τα λόγια του ήταν σοφά και μετρημένα και το βλέμμα του ήρεμο, που σε γέμιζε με σιγουριά και με γαλήνη. Έφυγε και άφησε σε όλους τους γνωστούς και φίλους, σε όλα τα πνευματικά του παιδιά στην Κύπρο ή το εξωτερικό, ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Δεν θα ξεχασθεί. Δεν θα τον ξεχάσουμε, γιατί το φως και η καλοσύνη που σκόρπισε με το πέρασμά του από τον πρόσκαιρο αυτόν κόσμο, δεν θα σβήσει ποτέ. Πάντα θα τον θυμόμαστε, θα τον μνημονεύουμε και θα τον αγαπούμε.
Αιωνία ας είναι η μνήμη του. Πλέον θα ενωνόμαστε στη προσευχή και στο κοινό Ποτήριο της Θείας και ιεράς Λειτουργίας! Αμήν.
Ας έχουμε την ευχή του.
(Δημοσιεύθηκε στό περιοδικό “Παράκληση. Περιοδική
Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 90)