- τοῦ κ. Σταύρου Ὀλύμπιου,
- Διευθυντοῦ Γραφείου Ποιμαντικῆς Διακονίας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ
Ἡ πίστη καὶ ὁ λόγος – λογική, ποὺ σημαίνει γνώση καὶ ἐπιστήμη, εἶναι δύο μεγάλα καὶ σημαντικὰ πνευματικὰ μεγέθη τὰ ὁποῖα συνθέτουν τὴν οὐσία τοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι δύο βασικὲς καὶ οὐσιαστικὲς ἐκφάνσεις, ἡ μία τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ ἄλλη τοῦ νοὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κινοῦνται σὲ διαφορετικὰ ἐπίπεδα, παράλληλα ἢ τεμνόμενα ἀλλ’ ὄχι ταυτιζόμενα. Γιὰ τὸ σπουδαῖο αὐτὸ θέμα θὰ ποῦμε μερικὲς σκέψεις, γιὰ νὰ φανεῖ, ὡς πιστεύω, ὅτι ἡ πίστη καὶ ἡ λογικὴ εἶναι ἔννοιες ἀλληλοσυμπληρούμενες καὶ ἀπαραίτητες γιὰ κάθε ἄνθρωπο. «Ἀρχὴ σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις». Τί εἶναι πίστη; Λέγοντας πίστη ἐννοοῦμε τὴν ἐμπιστοσύνη σὲ κάποιον καὶ τὴ βεβαιότητα γιὰ κάτι ποὺ στηρίζεται σὲ ἀξιόπιστες μαρτυρίες. Αὐτὴ ἡ ἔννοια τῆς πίστης, ὡς ἐμπιστοσύνης, διαδραματίζει πρωταρχικὸ ρόλο σὲ ὅλες τὶς δραστηριότητες καὶ τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Σὲ δεύτερο ἐπίπεδο, ἡ πίστη παρατηρεῖται σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες καὶ ἀποτελεῖ τὸν συνδετικὸ κρίκο τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν Θεό. Σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο τοποθετεῖται ἡ χριστιανικὴ πίστη, ἡ ὁποία ἐννοιολογικὰ καὶ οὐσιαστικὰ ὑπερβαίνει τὰ δύο ἄλλα ἐπίπεδα, κι αὐτὸ γιατὶ προϋποθέτει δύο πρόσωπα, ἐκεῖνο τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ ὁ ὁποῖος νοεῖται ὡς «εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖνο τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος.
Ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶναι θεωρητικὴ γνώση ἢ πεποίθηση γιὰ κάποια ἀφηρημένη θρησκευτικὴ ἀλήθεια, εἶναι ἀπόλυτη καὶ χωρὶς δισταγμοὺς βεβαιότητα γιὰ τὶς ἀλήθειες ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, «πίστις ἐστὶν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστης εἶναι τὰ δόγματα, δηλαδὴ οἱ ὑπὲρ λόγον ἀλήθειες ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸ ζήτημα τῆς πίστης ἔχει μιὰ οὐσιαστικὴ δυσκολία, ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες «σοφίαν αἰτοῦσι καὶ οἱ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι», ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι. Αὐτὴ τὴν περιέργεια ὅμως ἀρνήθηκε νὰ τὴν θεραπεύσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέγοντας «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες», τοποθετώντας ἔτσι τὴν πίστη ὡς ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ-Λόγο πάνω ἀπὸ τὴ γνώση καὶ τοὺς περιορισμοὺς τῆς διάνοιας. Τὸ ἴδιο ἔκαμαν καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἡ Θεολογία τους πηγάζει ἀπὸ μιὰ ἱστορικὴ ἀνάπτυξη τῶν πατρώων δογμάτων καὶ προσωπικὴ ἀφετηρία, ἐμπειρία καὶ βίωση καὶ ἡ ὁποία οὐδέποτε καταλήγει σὲ ἕνα ἀφηρημένο ἐννοιολογικὸ σύστημα. Εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη προϋποθέτει τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, στὴν ὁποία καὶ ἀπευθύνεται ὁ Χριστός: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθήτω μοι».
Λογικὴ εἶναι ἡ ἱκανότητα τοῦ νοοῦντος καὶ σκεπτομένου ἀνθρώπου νὰ ἐρευνᾶ ἐνδελεχῶς φαινόμενα, γεγονότα, ἀντικείμενα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν φυσικὸ κόσμο καὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο ὡς ψυχοβιολογικὴ ὀντότητα. Ἡ γνώση ὡς ἀποτέλεσμα τῆς λογικῆς εἶναι ἰδιαίτερο προνόμιο τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἐπιγραμματικὰ διαπιστώνει ὁ Ἀριστοτέλης: «πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει». Οἱ δὲ καθιερωμένες μέθοδοι τῆς λογικῆς ἔρευνας εἶναι ὡς γνωστὸν ἡ παρατήρηση, τὸ πείραμα καὶ ὁ μαθηματικὸς λογισμός. Παρενθετικὰ νὰ σημειώσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει θέμα ἀντίθεσης ἢ σύγκρουσης μεταξὺ πίστης καὶ ἐπιστήμης. Πίστη καὶ ἐπιστήμη εἶναι δύο μεγάλα πνευματικὰ μεγέθη, ἀλληλοσυμπλη - ρούμενα καὶ ὄχι ἀλληλοαποκλειόμενα, εἶναι δύο ἐκδηλώσεις τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος ποὺ κινοῦνται σὲ διαφορετικὰ ἐπίπεδα. Ἡ ἐπιστήμη ἐρευνᾶ τὰ μυστήρια τῆς δημιουργίας, ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἐπιστητό, ἐνῶ ἡ πίστη ἀσχολεῖται μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Δημιουργοῦ, τὸ ὑπεραισθητό. Ὅταν ἡ καθεμία περιορίζεται στὸν χῶρο τῆς ἁρμοδιότητάς της, δὲν ὑπάρχει θέμα σύγκρουσης ἢ ἀντίθεσης. Ἂν παλαιότερα παρουσιάσθηκαν κάποιες περιπτώσεις ἀντιπαράθεσης, αὐτὸ ὀφείλεται σὲ ἰδεολογικὲς προκαταλήψεις ὁρισμένων ἐπιστημόνων, οἱ ὁποῖοι ὑπερέβησαν τὰ ὅρια τῆς ἐπιστήμης καὶ ἀσχολήθηκαν μὲ ὑπερφυσικὰ ζητήματα. Πιθανὸν ἐπίσης κάποιοι χριστιανοὶ νὰ ἀντιμετώπισαν μὲ δυσπιστία καὶ καχυποψία τὶς ἐπιστημονικὲς θεωρίες καὶ ἀνακαλύψεις, νομίζοντας ὅτι κινδυνεύει ἡ πίστη τους. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, ἡ ἐπιστήμη ἐρευνᾶ τὸν αἰσθητό, τὸν φυσικὸ κόσμο, ἐνῶ ἡ θρησκεία καὶ ἡ πίστη περιγράφει τὸν ὑπεραισθητό, τὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο. Ἡ ἐπιστήμη ἐρευνᾶ πῶς ἔγινε ὁ κόσμος καὶ τοὺς φυσικοὺς νόμους, ἐνῶ ἡ θρησκεία καὶ ἡ πίστη ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ποιός καὶ γιατί δημιούργησε τὸν κόσμο. Ἡ σωστὴ σχέση πίστης καὶ γνώσης ἐκφράζεται μὲ τὴ θέση «γινώσκουσα πίστη καὶ πιστεύουσα γνώση».
Γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε στὸ θέμα τῆς σχέσης λογικῆς καὶ πίστης, ἀξίζει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ λογικὴ δὲν κατανοεῖ ἀλλὰ οὔτε καὶ διαψεύδει τὴν πίστη. Πολλὲς φορὲς εἶναι ἡ φάτνη καὶ συγχρόνως ἡ δοκιμασία τῆς πίστης. Προσπάθειά της εἶναι ἡ καταξίωση τοῦ χρονικοῦ καὶ πεπερασμένου μπροστὰ στὸ αἰώνιο καὶ ἀπέραντο. Ἡ πίστη, ἀπὸ τὴν ἄλλη, βοηθᾶ τὴ λογικὴ νὰ ὑπερβεῖ τὸν ἔμφυτο ἐγωισμό της καὶ σὲ καμία περίπτωση νὰ ἀκυρώσει, ἀλλά, ἀντίθετα, νὰ ὁλοκληρώσει τὴ λογική.
Ἡ λογικὴ προετοιμάζει τὴν ἐμφάνιση τῆς πίστεως καὶ τὴν βοηθᾶ κατόπιν γιὰ νὰ μὴν περιπέσει στὴ δεισιδαιμονία, τὴ θρησκοληψία καὶ τὴν τυπολατρία. Δὲν εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ἂν ποῦμε ὅτι ἡ λογικὴ καὶ ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀντίπαλοι, ἀλλὰ συναγωνιστὲς στὴν προσπάθεια νὰ ὑπερπηδηθεῖ τὸ τέρμα. Ἡ πίστη σὰν ὁλοκλήρωση τῆς λογικῆς, σὰν λογικὴ τοῦ ὑπὲρ λόγου Θεοῦ δὲν εἶναι λογικὴ ἀπόδειξη ἀλλὰ ὑπακοή. Δὲν εἶναι ἐρευνητικὴ στάση ἀλλὰ συναρπαγή. Δὲν εἶναι κατάληξη συλλογισμοῦ ἀλλὰ εὐθύνη. Ἡ πίστη δὲν εἶναι βαθμίδα τῆς πλατωνικῆς γνωσιολογίας οὔτε κάποιο εἶδος γνώσεως, εἶναι δρόμος ἀγώνα, τρόπος ζωῆς καὶ ἀγαπητικῆς μὲ τὸν Θεὸ ἐμπειρίας καί, δευτερευόντως, ὡς ἔκφραση περιεχομένου τῆς πίστης, δόγμα, διανοητικὴ ἐπεξεργασία καὶ ἀνάλυση. Ὁ Θεός, στὴν ὀρθόδοξη πίστη, δὲν εἶναι «μηδενικὸ ἄπειρο», ἀλλὰ φίλος στὸ πλευρὸ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγωνίζεται νὰ διακρίνει τὰ χνάρια τῆς ὁδοῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωὴ, καὶ τὰ ὁποῖα πολλὲς φορὲς καλύπτονται ἀπὸ τὰ χιόνια τῆς προσωπικῆς του ζωῆς, «οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς ἵνα μὴ τὰ ἔργα αὐτοῦ ἀποκαλυφθῶσιν ὑπὸ τοῦ φωτὸς» ἢ τὴν ἀχλὺ τῆς λογικοκρατίας καὶ τῆς ἀμφιβολίας.
Αὐτὴ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι φιλοσοφικὴ περιγραφὴ τῆς οὐσίας Του, ἀλλὰ κοπιώδης ἐπίγνωση τῆς ἀγάπης Του. «Ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεὸν ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί». Ἡ γνώση τοῦ ἀνθρώπου περὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἔμπνευση-ὁρμὴ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐμβάλλει στὸν ἄνθρωπο, νὰ ἀγωνίζεται νὰ καταξιωθεῖ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες ἑρμήνευσαν, τὸ γραφικὸ ἐκεῖνο ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ», ὁρμή, δηλαδὴ ἀγώνας πρὸς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν. Ὅταν ἡ πίστη εἶναι ἀγώνας ἀνακάλυψης καὶ ὄχι κληρονομιά, ὅταν εἶναι καταστάλαγμα μέσα ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς ἀμφιβολίας, τότε εἶναι τὸ ἀποφασιστικότερο τόλμημα. Στὴν πίστη ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται τὸν ἄνθρωπο, ἡ λογικὴ σιωπᾶ, ὁ ἐγωισμὸς ὑποτάσσεται, ἡ σκέψη τελειώνει. Μέσα στὴν ἀπάρνηση καὶ τὴ σιωπή, στὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἐξουθένωση, ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ ὅσο ποτὲ ἄλλοτε τὴ φευγαλέα πραγματικότητα τῆς ὕπαρξης καὶ τὴν ἀξία της. Ἡ αὐτοσυνειδησία στὴν ὁποία ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ἡ πίστη, εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἡ πίστη εἶναι τὸ σύνορο τῆς πρόσκαιρης ὕπαρξης καὶ τῆς αἰώνιας. Ἡ πίστη χτυπᾶ τὴν πόρτα τῆς αἰωνιότητας καὶ ἀνοίγεται καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὄντας μέσα στὸ παροδικό, οὐσιαστικὰ τὸ ὑπερβαίνει. Ὁ χρόνος διὰ τῆς πίστεως μετέχει στὴν αἰωνιότητα. Ἡ πίστη εἶναι ἕνα φοβερὸ παράδοξο γιατί, πέρα ἀπὸ τὴ λογική, ὑπόσχεται τὴν ἀλήθεια, γιατὶ ἡ πίστη εἶναι τὸ ἀδιανόητο, τὸ ἀναπόδεικτο, τὸ ἀναντίρρητο. Ἀρχίζει ἐκεῖ ποὺ σταματᾶ ὁ λογικὸς συνειρμός, μιλᾶ ὅταν σιωπᾶ ἡ σκέψη, παραδίνεται μόνο σ᾿ αὐτὸν ποὺ τῆς ἔχει ἤδη παραδοθεῖ. Ἡ πίστη εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἡ πίστη εἶναι ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ὑποκειμενικὴ πεποίθηση καὶ στὴν ἀντικειμενικὴ βεβαιότητα. Ἂν ὁ Θεὸς εἶναι ἀντικειμενικὴ γνώση, τότε δὲν πιστεύω. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸ δὲν γίνεται, ὑποχρεοῦμαι νὰ πιστεύω, καὶ τοῦτο γιατὶ ὁ Θεὸς ποὺ ἀποδεικνύεται μὲ τὴ λογικὴ δὲν εἶναι πραγματικὸς Θεὸς παρὰ ἕνα κατασκεύασμα τοῦ νοῦ, ἕνα εἴδωλο γιὰ τὸ ὁποῖο γνώριζαν πολὺ καλὰ οἱ Πατέρες καὶ γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου φρόντισε, δυστυχῶς, πάρα πολὺ ἡ σχολαστικὴ θεολογία. Τῆς λογικῆς κάνουν βέβαια χρήση καὶ οἱ Πατέρες, εἴτε τῆς Ἀριστοτελικῆς εἴτε τῆς Πλατωνικῆς εἴτε τῆς κοινῆς λογικῆς, δείχνουν ὅμως ταυτόχρονα τὰ ὅρια τοῦ νοῦ στὴν προσέγγιση τῶν θείων πραγματικοτήτων. Ὁμιλοῦν καὶ γράφουν «ἁλιευτικῶς» καὶ «φωτιστικῶς» ζώντας «ἐν προσευχῇ καὶ μετανοίᾳ», χωρὶς νὰ μεταβάλλουν τὴν πίστη σὲ ἕνα «τόσο φθηνὸ πρᾶγμα», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἡ μαθηματικὴ ἀπόδειξη εἶναι ἄτεγκτη ἐπιβολὴ τῆς πραγματικότητας ποὺ κυριαρχεῖ στὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τοῦ πνεύματος εἶναι ἡ ἐλεύθερη ἄνοδος στὸν οὐρανὸ τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον ἄγρυπνα ἀγωνίζεται. Ἡ γνώση εἶναι μιὰ μορφὴ ἠρεμίας καὶ ἱκανοποίησης ποὺ ἐπιδιώκει τὴν αὐτάρκεια, ἐνῶ ἡ πίστη εἶναι κίνηση γιὰ ξεπέρασμα τῶν ὁρατῶν, γιὰ νὰ φθάσει στὴ μετοχὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπάρχουν δύο συναφεῖς φράσεις. Αὐτὴ ποὺ εἶπαν οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν ὁμαδικὰ τοῦ ζήτησαν κάτι: «Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν» καὶ ἡ ἄλλη ποὺ εἶπε ὁ ταλαίπωρος πατέρας τοῦ δαιμονιζόμενου παιδιοῦ, ὅταν τὸν ρώτησε ὁ Χριστὸς ἂν πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ τὸ θεραπεύσει: «Πιστεύω Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ».
Ἂς διαλέξει ὁ καθένας μας, αὐτὸ ποὺ τοῦ χρειάζεται.
Παράκληση τεύχος 111