τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Σπυρίδωνος Παπαδοπούλου
Μέ τή συμπλήρωση τῶν ἑκατό χρόνων ἀπό τήν τραγική Μικρασιατική Καταστροφή, μᾶς δίδεται ἡ εὐκαιρία νά ἐντρυφήσουμε καί πάλι στόν μοναδικό πνευματικό θησαυρό τῆς Μικρασίας πρός ψυχική ὠφέλεια, ἀφήνοντας σέ ἄλλους ἐπαΐοντες τήν ἀνάλυση τῶν θλιβερῶν ἱστορικῶν γεγονότων τοῦ 1922.
Ἡ Μικρά Ἀσία καί ἰδιαίτερα τά παράλια τῆς Ἰωνίας, ἡ Καππαδοκία καί ὁ Πόντος (δηλαδή ἐδάφη πού κατέχει σήμερα ἡ Τουρκία), ἦταν ὁ τόπος ὅπου ἀνθοῦσε ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἀλλά καί ἀργότερα ὑπό τουρκική κατοχή.
Ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ Μικρασιάτες ξεχώρισαν γιά τή βαθιά εὐλάβεια καί εὐσέβειά τους, γιά τή ζωντανή σχέση πού εἶχαν μέ τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀναδειχθεῖ πλῆθος Ἁγίων ἀπό τόν χῶρο αὐτό: «Ὅλη ἡ οἰκογένεια (οἱ γονεῖς καί τά τρία παιδιά) τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου• οἱ γονεῖς καί ἄλλα πέντε ἀδέλφια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου• οἱ Ἅγιοι, Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ὁ θαυματουργός, Νικόλαος Ἐπίσκοπος Μύρων, Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, Αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, Γρηγόριος Παλαμᾶς. Πολλοί μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τους στόν Χριστό: Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, Χαράλαμπος, Παντελεήμων, Μάμας, Εὐφημία, Μαρίνα, Χρυσόστομος Σμύρνης καί οἱ σύν αὐτῷ. Ἀλλά καί ἀπό τούς τελευταίους ἀναγνωρισμένους Ἁγίους, οἱ πλεῖστοι εἶναι Μικρασιάτες: Ἰωάννης ὁ Νέος Ἐλεήμων, Ἀρσένιος Καππαδόκης, Γεώργιος Καρσλίδης, Ἰάκωβος Τσαλίκης, Σοφία τῆς Κλεισούρας, Παΐσιος Ἁγιορείτης, Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης».
Ἕνα δεῖγμα ἀπό τό περιβάλλον στό ὁποῖο μεγάλωσαν, ἀνατράφηκαν καί ἐπέδρασε πνευματικά πάνω τους εἶναι χαρακτηριστικό. Διαβάζουμε στή βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου Τσαλίκη: «Στό Λιβίσι οἱ ἄνθρωποι, ἀπό παράδοση καί ἀντίδραση πρός τούς Τούρκους, εἴχανε ἤ ἔδειχναν εὐσέβεια. Ὅλοι ἐκκλησιαζόσανε ταχτικά. Οἱ κλεψιές σπάνιες, τά ἐγκλήματα τελείως ἄγνωστα. Ὅλοι στό σπίτι, στό μεγάλο δωμάτιο, εἴχανε εἰκονοστάσι καί προσευχόσανε. Ἡ κυρά-Δέσποινα ἰδιαίτερα ἤτανε πολύ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς προσευχῆς. Κράταγε στό σπίτι ὅλες τίς νηστεῖες καί ἔμαθε καί τή Θοδώρα, πού τήν ἀκολουθοῦσε σ’ ὅλα, νά τά κρατάει καί κείνη. Τρεῖς τάξεις μόνο πῆγε ἡ Θοδώρα στό Παρθεναγωγεῖο, μά ἤξερε καί καταλάβαινε πολλά γράμματα τῆς Ἐκκλησίας. Διάβαζε βίους ἁγίων καί ἄκουγαν μετά καί τά παιδιά της. Μέ τά βάσανα πού τή βρήκανε γνώρισε περισσότερο τήν Ἐκκλησία καί τά Μυστήριά της. Σιγά-σιγά ἔγινε σχεδόν ἀσκήτρια.
Ὁ μακαριστός γέροντας Ἰάκωβος ἀπό τή γιαγιά τή Δέσποινα καί ἀπό τή μητέρα του πῆρε τήν πρώτη ἀγάπη στά ἱερά. Ἀπό αὐτές ἔμαθε νά σέβεται τούς ἱερεῖς, νά προσεύχεται, νά νηστεύει, νά ἀγαπάει τούς ἀνθρώπους».
Παρόμοια καί στήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, ὅπου «ἡ καθημερινή ζωή τῆς οἰκογένειας ἀπέπνεε τό ἄρωμα τῆς ἀνατολίτικης εὐλάβειας...».
Αὐτή ἡ ζωντανή πνευματική παράδοση συνέτεινε στό νά ἀναπτυχθεῖ μεταξύ τῶν κατοίκων ἕνα γνήσιο Ὀρθόδοξο ἦθος, ἕνα βίωμα ἀρετῆς, ἕνας αὐθεντικός τρόπος ζωῆς μέ κύρια χαρακτηριστικά τή θρησκευτικότητα, τήν ἀγάπη, τόν σεβασμό πρός τόν πλησίον, τήν τιμιότητα, καλοσύνη, φιλοξενία, ὡς ἐπίσης τόν πατριωτισμό, τήν ἐργατικότητα, τή διατήρηση τῆς παράδοσης, τόν πολιτισμό καί πολλά ἄλλα. Ὁ Ἀϊβαλιώτης σπουδαῖος ἁγιογράφος καί λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου, γράφει γιά τούς συμπατριῶτες του: «Ἤτανε ἀρχαῖοι Ἕλληνες μαζί κι Ἀνατολίτες χριστιανοί, πρᾶοι κι ἀθῶοι ἄνθρωποι. Σά νά τούς ἀπόκλεισε ἡ φύση σέ κεῖνο τό βλογημένο στενοθάλασσο, κι ἀπομείνανε ὅπως βρεθήκανε πρίν ἀπό χιλιάδες χρόνια, ἴδιοι καί ἀπαράλλαχτοι... Μά τό παράδοξο εἶναι πώς δέν ἤτανε ἄγριοι, πονηροί καί μοβόροι, μαχαιροβγάλτες κι ἀκοινώνητοι. Σάν παιδιά ἀγαπούσανε τίς ἱστορίες, ὅλα τά πιστεύανε, καλωσύνη εἴχανε στήν καρδιά τους. Βαστούσανε στό χωριό σπίτια μ’ ὅλη τήν τάξη. Κλέφτες δέν ἤτανε, ψέματα δέ λέγανε, τή δουλειά τήν ἀγαπούσανε, τόν ξένο σάν ἀδερφό τους τόν εἴχανε. Καί τοῦτο, ἐπειδή ζούσανε μέ μεγάλη ἁπλότητα κ’ ἦταν φχαριστημένοι μέ λίγα πράγματα, καί δέ χρειαζόντανε μηδέ τό ψέμα, μηδέ τήν κλεψιά, μηδέ τό σκοτωμό, γιά νά πληθύνουνε τήν καλοπέρασή τους».
Ἀλλοῦ σημειώνει: «Λέγανε γιά τά’ Ἀϊβαλί πώς ἔβγαζε τούς πιό μεγαλόκορμους καί τούς πιό καλοκανωμένους ἄντρες μαζί μέ τήν Κρήτη καί τόν Μοριά. Ἤτανε κ’ οἱ πιό μερακλῆδες στά ροῦχα καί στά φερσίματα. Ἐκεῖνο ὅμως πού στόλιζε περισσότερο ἤτανε ἡ σεμνότητα κ’ ἡ εὐσέβεια. Ἔβλεπες παλληκάρια θηρία, νά στέκουνται στήν ἐκκλησιά μέ φόβο Θεοῦ, σάν τά μικρά τά παιδιά. Ἀθῶες ψυχές μέσα σέ κορμιά γερά. Καί τρία λόγια!».
Αὐτό τό ξεχωριστό ἦθος φανερώθηκε ἐντονώτερα, ὅταν πῆγαν πρόσφυγες στήν Ἑλλάδα μετά τή Μικρασιατική Καταστροφή καί συνάντησαν ἕνα τρόπο ζωῆς καί συνήθειες ἀδιανόητες γι’ αὐτούς. Μερικά ἁπλά περιστατικά εἶναι ἀποκαλυπτικά:
Νά δανειστοῦμε πρῶτα τήν ἐμπειρία τοῦ κύρ Φώτη Κόντογλου:
«Ἐμένα τό γραφτό μου ἤτανε νά γεννηθῶ στήν Ἀνατολή, ἀλλά ἡ ρόδα τῆς Τύχης, πού γυρίζει ὁλοένα, ξερρίζωσε ἀπό τά θεμέλια τόν τόπο μου καί μ’ ἔρριξε στήν ξενιτειά, σ’ ἀνθρώπους πού μιλούσανε τήν ἴδια γλώσσα μέ μένα, πλήν ὅμως πού εἴχανε ἄλλα συνήθεια. Τό πουλί τό θαλασσοδαρμένο, πῶς βρίσκει ἕνα βράχο μέσα στό πέλαγο καί κάθεται καί στεγνώνει τά φτερά του, ἔτσι βρίσκουμαι κ’ ἐγώ σέ τοῦτα τά χώματα».
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης θυμόταν καί ἀφηγεῖτο τό ἀκόλουθο περιστατικό, πού ἔγινε μόλις πάτησαν, ὡς πρόσφυγες, τά Ἑλληνικά χώματα: «Ὅταν κατεβήκαμε στό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ, παρόλη τή νηπιακή μου ἡλικία, θυμᾶμαι ὅτι ἀκούσαμε γιά πρώτη φορά στή ζωή μας κάποιον νά βλαστημάει τά θεῖα. Τότε ἡ γιαγιά μοῦ εἶπε: Ποῦ ἤρθαμε ἐδῶ; Καλύτερα νά γυρίσουμε πίσω νά μᾶς σκοτώσουν οἱ Τοῦρκοι παρά νά ἀκοῦμε τέτοια λόγια. Στή Μικρά Ἀσία δέν ξέραμε τέτοια ἁμαρτία».
Ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου ἀπό τά Φάρασα τῆς Καππαδοκίας κατέληξε στήν Κόνιτσα, στή βορειοδυτική Ἑλλάδα. Ὁ πατέρας του ὁ Πρόδρομος «σύντομα ἐξελέγη πρόεδρος τοῦ ἀγροτικοῦ συνεταιρισμοῦ, ἐνῶ συμμετεῖχε καί στό κοινοτικό συμβούλιο ὡς ἐκπρόσωπος τῶν προσφύγων. Παραιτήθηκε ὅμως εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας, ὅταν ὕστερα ἀπό μία ἐθνική ἑορτή τά μέλη τοῦ κοινοτικοῦ συμβουλίου μοιράσθηκαν μεταξύ τους τά χρήματα πού περίσσεψαν ἀπό τό ποσόν, πού προοριζόταν γιά τόν ἑορτασμό. Θά προτιμοῦσε νά πεινάση ἡ οἰκογένειά του παρά νά βάλη στό σπίτι του τέτοια χρήματα».
Στήν Ἀττάλεια ζοῦσε ὁ Μανώλης Σταματέλης μέ τή σύζυγό του Πελαγία καί τά τρία παιδιά τους. Ἦταν εὐκατάστατη οἰκογένεια, διότι εἶχαν μεγάλο παντοπωλεῖο στό κέντρο τῆς πόλης. Δυστυχῶς ἦλθε ὁ διωγμός καί ἡ προσφυγιά. Σέ ἐμπορικό μέρος τοῦ Πειραιᾶ, σέ μία παράγκα, ὁ Μανώλης ἄνοιξε ἕνα μπακάλικο, γιά νά ζήση τήν οἰκογένειά του:
- «Κύρ-Σταματέλη, ξέρεις ἀπό ἐμπόριο; Τόν ρώτησε ὁ διπλανός του μαγαζάτορας.
- Αὐτή εἶναι ἡ δουλειά μου, κύρ-Ἀλέκο. - Δηλαδή... θέλω νά πῶ... ξέρεις νά κλέβεις;
- Τί θά πεῖ ῾῾νά κλέβω᾽᾽;
- Νά... μέ τρόπο... λίγο στό ζύγι, λίγο στά ρέστα.
- Ὄχι, τέτοιο πράμα δέν μ’ ἔμαθε ὁ πατέρας μου.
- Τότε σίγουρα θά τό κλείσεις.
Ἄν δέν ἤξερε νά κλέψει, ἦταν ἀπόλυτα βέβαιο ὅτι θά φαλιρίσει. Ἄκου πράματα! Δέν τό χωροῦσε τό κεφάλι του αὐτό! Τί σόι ἄνθρωποι εἶναι αὐτοί ἐδῶ, πού ἔχουν ντυθεῖ ἀντί γιά πετσί τήν πονηριά; Ἄχ πατρίδα!
Μέ πόσα ῾῾ἄχ᾽᾽ ἀκόμα θ’ ἀναστενάξει καί πόσες πατρίδες θά βγοῦν ἀπό μέσα του! Κι ὅταν θἄρθει ἡ ὥρα νά βγοῦν τά λόγια τοῦ κύρ-Ἀλέκου ἀληθινά, τότε ὁ ἀναστεναγμός θά γίνει ἀπελπισμένη κραυγή:
- Δέ βούλιαζε καλύτερα τό καράβι πού μᾶς ἔφερνε! Καί δέν τό εἶπε μόνο μία φορά».
Πέρα ἀπό τά ἀνωτέρω νά προσθέσουμε συνοπτικά ἀκόμη μερικές πτυχές τοῦ πνευματικοῦ πλούτου τῆς Μικρασίας:
- Στό ὄρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας (περιοχή κοντά στή θάλασσα τῆς Προποντίδας) ἀναπτύχθηκε μία σημαντική μοναστική πολιτεία μέ πέρα τῶν ἑκατό Μονῶν, ἡ ὁποία ἀναδείχθηκε «ἡ λεωφόρος της Ὀρθοδοξίας στήν Ἀνατολή» καί τό στήριγμα τῶν Χριστιανῶν τῆς περιοχῆς. Διαδραμάτισε οὐσιαστικό ρόλο τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, ἐνῶ ἀπό ἐδῶ ἀναδείχθηκαν μεγάλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας: Ἰωαννίκιος ὁ Μέγας, Θεόδωρος Στουδίτης, Μιχαήλ Μαλεΐνος, Ἀθανάσιος Ἀθωνίτης...
- Ὁ Πόντος εἶναι ἕνα ξεχωριστό κομμάτι τῆς Μικρασίας μέ πνευματικό κέντρο τήν Ἱερά Μονή Παναγίας Σουμελᾶ, ὅπου ἔβρισκε ψυχικό καταφύγιο ὁ Ποντιακός ἑλληνισμός. Μάλιστα, ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη ἀναγνωρίστηκε ἑξαρχιακή καί πνευματική κυριαρχία τῆς Μονῆς στά γύρω χωριά.
- Ἡ Καππαδοκία εἶναι ἕνας μοναδικός χῶρος μέ τούς ἀναρίθμητους πετρώδεις κώνους πού διαθέτει. Σέ αὐτούς σκάλισαν οἱ χριστιανοί ἐκκλησίες, μοναστήρια, ἀκόμη καί ὑπόγειες πόλεις καί χωριά. Μέσα στούς λαξευτούς ναούς λάτρευαν τόν Θεό, τιμοῦσαν τούς Ἁγίους, ἑνώνονταν μεταξύ τους μέ τήν ἀγάπη, καλλιεργοῦσαν τίς ψυχές τους, πορεύονταν πρός τά αἰώνια.
- Συγκινητικό καί ἀξιοθαύμαστο κομμάτι τοῦ πνευματικοῦ θησαυροῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἰδιαίτερα τοῦ Πόντου εἶναι αὐτό τῶν Κρυπτοχριστιανῶν. Ἐξαιτίας τῆς Τουρκικῆς καταπίεσης καί τοῦ βίαιου ἐξισλαμισμοῦ, πολλοί χριστιανοί ἀναγκάστηκαν νά ἀκολουθήσουν τόν δρόμο τῶν «κρυφῶν»: Δηλαδή στά φανερά ἐμφανίζοντο ὡς Τοῦρκοι Μουσουλμάνοι, ἐνῶ στά κρυφά παρέμεναν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί συνέχιζαν τή χριστιανική ζωή, παρόλους τούς κινδύνους πού συνεπαγόταν αὐτή ἡ στάση τους. Λόγω τῶν εἰδικῶν συνθηκῶν πού ἐπικρατοῦσαν, ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχτηκε αὐτή τή λύση.
Βέβαια, παρόλα τά ἀξιοσημείωτα πού ἀναφέρθηκαν, δέν μποροῦμε νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ὅλοι οἱ Μικρασιάτες ἦταν τέλειοι, ἀλάνθαστοι, θρῆσκοι, ἅγιοι. Ὑπῆρχαν σίγουρα οἱ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, τά πάθη, οἱ ἐγωισμοί... Φαίνεται ὅμως ὅτι ὁ πνευματικός θησαυρός τοῦ τόπου τους, μπόλιαζε τούς περισσότερους.
Ὡς ἐπίλογο, νά προστεθοῦν ἀκόμη δύο στοιχεῖα:
- Εἶναι κοινῶς ἀποδεκτό ὅτι ἡ παρουσία τῶν Μικρασιατῶν στόν Ἑλλαδικό χῶρο ἐπέδρασε θετικά σέ μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ. Ο Π. Β. Πάσχος σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ἀπ’ τό πικρό καί τό κακό τῆς μεγάλης συμφορᾶς, βγῆκε γιά τόν τόπο μας καί κάποιο καλό καί γλυκό. Μᾶς ἦρθαν ἄνθρωποι, πού μέ τή γνώση τους καί τή σοφία τους, μέ τή δυστυχία καί τόν πόνο τους, μέ τή φτώχεια τήν ἐξωτερική μά μέ τόν μέσα πλοῦτο τους σ’ ἑλληνικές καί ὀρθόδοξες παραδόσεις, ἔδωσαν νέαν ὁρμή, - μέ τήν ἰκμάδα καί τούς δυνατούς χυμούς τοῦ δέντρου τους τοῦ πληγωμένου, - στόν κορμό τοῦ μητροπολιτικοῦ δένδρου τῆς πατρίδας μας. Αὐτό φαίνεται πολύ καθαρά σέ πολλούς τομεῖς τοῦ νεοελληνικοῦ βίου».
Ὁ μακαριστός λόγιος μοναχός Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, μᾶς μεταφέρει ἕνα μοναδικό λόγο Ἀθωνίτη Γέροντα: «Ἅμα λείψουν οἱ Μικρασιάτες θά᾽ λθει τό τέλος. Ὁ νέος ἄνθρωπος εἶναι ψυχρός καί φαντάζεται ἕνα Θεό ψυχρό, εἴδωλο, ἄγαλμα, δέν ἔχει τή θερμότητα, τήν εὐλάβεια τῶν παλιῶν».
Περιοδικό Παράκληση τ.109