τοῦ κ. Σταύρου Ὀλύμπιου, Διευθυντοῦ Γραφείου Ποιμαντικῆς Διακονίας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ
Μέ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός
τά σύννεφα μεριάζουν
οἱ κόσμοι ἐμείνανε βουβοί
παράλυτοι κοιτάζουν.
Τραγουδάει ὁ ποιητής, συνεπαρμένος ἀπό τό μεγαλεῖο καί τήν ὀμορφιά τῆς 25ης Μαρτίου. Ἀλήθεια, σπάνια, πολύ σπάνια στήν παγκόσμια ἱστορία, μπορεῖ νά συναντήσει κανείς μία τέτοια µέρα μέ τόσο ἠθικό περιεχόµενο. Καµμιά μέρα δέν περικλείει μέσα της τόση χαρά, καί δέν μπορεῖ νά σταθεῖ τόσο σταθερό ὁρόσημο ἀνάμεσα στή σκλαβιά καί τήν ἐλευθερία, τήν ἁμαρτία καί τή λύτρωση, τή γνώση καί τήν ἄγνοια. Τήν 25η Μαρτίου ἡ λύτρωση κι ἡ λευτεριά ἀγκαλιασμένες, τραγουδοῦν μαζί τόν ὕμνο τῆς ἀνθρωπότητος. Στιγμές εὐαγγελικές καί πολέμων, τό ὡραῖο μήνυμα τῆς σωτηρίας σμίγει μέ τό «ἐλευθερία ἤ θάνατος» τοῦ Γερμανοῦ.
Μία Ναζαρέτ μ’ ἅγια-Λαύρα
σήμερα μ’ ἀγγέλους κι ἀρχαγγέλους κυκλωθῆκαν
πραγματικότητα γλυκειά καί ποθεινή
κι ὁ Ἅδης κι ἡ σκλαβιά νά γκρεμιστῆκαν
κι εἶν’ ὅλη γύρω ἡ πλάση φωτεινή
αἰνεῖτε ἀστροστεφάνωτοι, γλαυκοί οὐρανοί.
Κι ἔτσι ἡ 25η Μαρτίου ἔγινε γιά μᾶς τούς Ἕλληνες καί Χριστιανούς σύμβολο ἱερό, τραγούδι καί κραυγή, δόξα καί φῶς σέμνωμα καί χρέος. Ἡ ἱερή της μνήμη κάθε χρόνο σάν σήμερα χαϊδεύει τόν ἁπαλό χῶρο τῆς καρδιᾶς μας καί προκαλεῖ σ’ ὅλους μας τά ἱερώτερα ρίγη τῶν ἐθνικῶν καί θρησκευτικῶν συγκινήσεων. Καί ἡ αἰώνια φωνή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἑλλάδος μᾶς καλοῦν νά τραβήξουμε σήμερα τό βαρύ παραπέτασμα - τοῦ χρόνου - καί νά σταθοῦμε πρόσωπο μέ πρόσωπο, ἐνώπιοι ἐνωπίῳ μέ τήν ὀμορφιά καί τήν ἱστορία. Μᾶς καλοῦν νά ἀνασκάψουμε τούς αἰῶνες καί νά ζήσουμε σ’ ὅλο τό βάθος τους τούς δύο τούτους σταθμούς, τή Λαύρα καί τή Ναζαρέτ, τούς φορτωμένους δύναμη καί φῶς. Ἄς ταξιδέψουμε σέ περιοχές περασμένων στιγμῶν, πού ἡ ἱστορική καί χωρική τους οὐσία καταχωνιάστηκαν μέσα στόν χρόνο κι ἔγιναν μνήμη ἱερή, παράδοση καί περιουσία. Ἄς φθάσουμε πρῶτα στήν ἤρεμη καί ταπεινή Ναζαρέτ, τήν ἀρχή τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ πολιτισμοῦ μας.
Αἰῶνες ὁλόκληρους ἡ ἀνθρωπότητα, καρφωμένη σάν ἄλλος Προμηθέας πάνω στόν Καύκασο τῆς εἰδωλολατρίας, χωρίς κανένα προσανατολισμό, περίμενε ἐναγώνια Ἐκεῖνον πού θά ἐρχόταν, γιά νά τῆς λύσει τά δεσμά. Ἡ καρδιά της ἔπαλλε τόν παλμό τῆς λυτρωτικῆς προσδοκίας. Καί νά σάν σήμερα ἕνας ἀρχάγγελος ξεσχίζει τόν οὐρανό καί κατεβαίνει στή λασπωμένη γῆ μας. Κατεβαίνει γιά νά φέρει τό μήνυμα τῆς σωτηρίας. Σάν σήμερα ἡ γῆ ἀρραβωνιάζεται τόν οὐρανό, τό φῶς καί τό χῶμα σμίγουν σ’ ἕνα φίλημα ἀγάπης.
Καί ἡ ἀνθρωπότητα δέν παραδέρνει πιά σάν τό καράβι χωρίς τιμόνι, ἀλλ’ ἔχει τόν σταυρωμένο Θεό, πού μέ τήν ἀνοικτή πληγωμένη παλάμη του τῆς δείχνει τόν δρόμο γιά τήν ἀληθινή χαρά καί τήν αἰώνια εὐτυχία. Ἄς συνεχίσουμε ὅμως τό νοερό ταξίδι μας ἀνάμεσα στούς αἰῶνες κι ἄς φθάσουμε στήν ἔνδοξη μέρα τῆς 25ης Μαρτίου 1821.
Τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια λουλούδι χαμόγελου δέν ἄνθισε στά μαρμαρωμένα χείλη τῆς πατρίδος. Μαρμάρωσε ἡ χαρά κι ἀπέµεινε στυγνή καί βουβαμένη νά συντροφεύει τόν αἰώνιο ὕπνο τοῦ μαρμαρωμένου βασιλιᾶ. Τά δάκρυα τῶν ριαγιάδων γίνανε πετράδια πανάκριβα πού κέντησαν τό νεκρικό βελοῦδο, πού τύλιξε τό πεθαµένο σῶμα τοῦ Βυζαντίου. Τά τετρακόσια σήμαντρα κι οἱ ἑξηνταδυό καμπάνες βούλιαζαν μέσα στά γαληνεμένα νερά τοῦ Βοσπόρου, κι ἡ λειτουργία ἡ τελευταία περίμενε ἐκεῖνον πού θά τήν τελείωνε.
Μέσα στό πυκνό σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς πού πλάκωνε πέρα ὡς πέρα τόν ὁρίζοντα τῆς ἑλληνικῆς γῆς, ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρόβαλε ὁλοφώτεινο τό παράστηµά της, καί περιμάζεψε γύρω της τούς σκλαβωμένους Ἕλληνες, ὅπως περιμαζεύει ἡ «ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς». Καί ὁ παπάς κάτω ἀπό τό τρεµάμενο φῶς τοῦ καντηλιοῦ τῆς Παναγίας διατηροῦσε μέσα στίς ἁπαλές ψυχές τῶν Ἑλληνοπαίδων τή φλόγα τῆς λευτεριᾶς κι ἔκαµνε τίς καρδοῦλες τους νά κτυποῦν καί νά περιμένουν τήν ὥρα πού θά ᾽παιρναν κι αὐτοί τόν γνώριμο δρόμο γιά τούς Ἕλληνες, τόν δρόμο τῆς θυσίας καί τῆς τιμῆς, γιά νά χαρίσουν στήν πατρίδα µας τήν ποθεινή λευτεριά της. Γέμιζε τίς ψυχές τους μέ τό μεγαλεῖο τῶν προγονικῶν θριάµβων, ὥσπου μέ τά χρόνια, ἡ σπίθα, τό καντηλάκι, ἡ ἀποσταμένη ἐλπίδα τοῦ γένους ἄναψε τή μεγάλη πυρκαγιά τοῦ 21. Ἀπό τό βάθος τοῦ γκρεμοῦ πού εἶχε κυλισθεῖ ἡ κορώνα τοῦ μεγαλείου της, σηκώθηκε ψηλά, μετέωρη μ’ ἐλπίδα, παρηγοριά καί δύναμη.
Σταυροκοπήθηκαν οἱ ραγιάδες ἐκεῖνο τό πρωί, ἤπιαν ἀπό τ’ ἀθάνατο νερό πού ἀνασταίνει τούς πεθαμένους καί ὁ ἀγώνας ἄρχισε. Πέταξε τό αἷμα του ψηλά κι ἔβαψε κόκκινα τά κάτασπρα κλωνάρια τῆς ἀνθισµένης ἀµυγδαλιᾶς. Ἄστραψε ἡ στεριά καί τό πέλαγος ἀπό τή φουρτούνα πού πλάνταξε στά στήθεια τῶν παλικαριῶν. Ξεχείλισε ἡ θυσία τά ποτάμια καί τίς θάλασσες. Καί τή φωνή τῶν παλικαριῶν, τό «ἐλευθερία ἤ θάνατος» τοῦ Γερμανοῦ, τό πῆραν τά πουλιά καί τὄκαμαν τραγούδι, τό πῆραν τά σύννεφα, τὄσμιξαν μέ τό δάκρυ τῶν ὀρφανῶν καί τῶν χαροκαμένων μανάδων καί τὄφεραν στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ καί κεῖνος εἶπε: λευτεριά στούς Ἕλληνες, λευτεριά σέ σᾶς Ἕλληνες, γιατί πολύ πονέσατε κι ἀγωνιστήκατε. Λευτεριά γιατί σᾶς ἄξιζε, καί τό θαῦμα ἔγινε. Ὕστερα ἀπό ποταμούς αἱμάτων, ὕστερα ἀπό ἑκατόμβες θυσιῶν, ἡ λευτεριά στεφάνωσε τό δοξασµένο κεφάλι τῆς πατρίδος. Καί ζοῦμε σήμερα τό θαῦμα αὐτό. Ἀναπνέουμε τόν ἀέρα τῶν κλεφτῶν καί τῶν ἀρματολῶν. Γευόμαστε τήν τραγική ἐξαίσια γεύση τοῦ Ζαλόγγου, τοῦ Μεσολογγιοῦ καί τῆς Χίου. Λουζόμαστε μέσα στ’ ἁγνά νερά τοῦ πατριωτισμοῦ τῶν Κολοκοτρώνηδων καί τῶν Ἀνδρούτσων. Τά χέρια μας ἀποθέτουν χάδι προσκυνητικό στό σχοινί τοῦ Πατριάρχη καί στή μύτη φθάνει ἡ ὀσμή τῆς καιομένης σάρκας τοῦ Διάκου. Μυρίζουµε τίς δάφνες πού πλούσια ἀνθίσανε στίς πλαγιές καί στούς κάμπους τῆς γῆς μας. Μᾶς συνταράσσει αὐτή ἡ περιοχή τοῦ μαρτυρίου καί τῆς θυσίας, πού τά σύνορά της γράφονται ἀπό µίαν αἱμάτινη ζεστή γραµμή. Ἀναρριγοῦμε καί δακρύζουμε μά δέ φεύγουμε. Μία φωνή µᾶς λέει καί μᾶς προστάζει:
Ἐδῶ νά μείνης, εἶν’ καλά
στήν αὐστηρή χαρά
ὅπου τά λείψανα εὐωδᾶν
ἐδῶ νά μείνης
καί στῆς μάχης τήν καρδιά ν’ ἀγωνιστῆς.
Μένουμε καθηλωμένοι µέσα στήν περιοχή αὐτή τή φορτωμένη θάνατο κι ἀθανασία. Ἀνεβαίνουµε πάνω στήν ἐθνική κορυφή τοῦ 21, κι ἐπιχειροῦμε νά κατοπτεύσουμε ἀπό τήν ἔπαλξη αὐτή τήν πραγματικότητα καί τή μοίρα μας. Καί νά! Ἀπό τή μία ξεδιπλώνεται κάμπος ὁλόχρυσος κι ἀπό τό μάτι ἀτρύγητος, ἡ Ἑλλάδα, κι ἀπό τήν ἄλλη καταπέναντί μας τά περήφανα πεπρωμένα τῆς φυλῆς, ὁ δρόμος τῆς Ἑλλάδας πού συνεχίζεται. Ἀπάνωθέ μας ὁ γαλάζιος οὐρανός μέ τά ὄνειρα τοῦ γένους νά φτεροκοποῦν ἀδιάκοπα. Κάτω ἀπό τά πόδια μας γῆ στέργει ἀκλόνητη σά βράχος ἡ παράδοση τῆς φυλῆς, πού ἀνανεώθηκε τό 55 καί τό 63. Πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, πρός τή μεριά τῶν πεπρωμένων καί τῶν ὀνείρων μας, ἄς στραφοῦμε σήμερα, ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες τῆς Κύπρου πού παραλάβαμε τή σκυτάλη καί συνεχίζουμε τόν ἀγώνα γιά τήν ὁλοκλήρωση τῶν ἐθνικῶν μας πόθων, τήν καταξίωση τῶν ἰδεωδῶν τῆς ἐλευθερίας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς δημοκρατίας, μέ τά ὁποῖα ἡ Ἑλλάδα φώτισε στά μέσα τῶν αἰώνων τόν κόσμο ὁλόκληρο.
Ἄς γεμίσουμε σήμερα τήν ψυχή μας μέ τή μυρωμένη αὔρα τῆς ἱστορίας μας, ἄς ἀρματώσουμε τήν ψυχή μας μέ τό πολύτιμο δίδαγμα τοῦ 21 κι ἄς συνεχίσουμε τόν ἀνήφορο, πού θά μᾶς φέρει ὕστερα ἀπό ἱδρώτα ἴσως καί αἷμα πολύ στό ξέφωτο τῆς ἐθνικῆς πορείας τῆς Κύπρου μας μέ τή μητέρα πατρίδα, πού δέν εἶναι γιά μᾶς μόνο ὑπέρτατη ἐθνική ἐπιταγή ἀλλά καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν πρόοδο καί τήν εὐημερία μας µέσα στίς πολιτικές, κοινωνικές καί οἰκονομικές συνθῆκες πού ἐπικρατοῦν.
Πήραμε τήν ἀπόφασή μας νά ἐλευθερωθοῦμε, τήν ὑπογράψαμε μέ τό αἷμα μας καί καμμιά δύναμη δέν εἶναι ἱκανή νά μᾶς σταματήσει. Ἡ 25 Μαρτίου δέν εἶναι γιά μᾶς νοσταλγική ἀνάμνηση τοῦ παρελθόντος, ἀλλά εἶναι μία ζωντανή πραγµατικότητα τοῦ παρόντος. Οἱ ἥρωες τοῦ 21 ξαναζωντάνεψαν στήν ἐποποιία τοῦ 55 καί τοῦ 63 πού συνεχίζονται. Καινούργιες γράφονται σελίδες ἡρωισμοῦ, καινούργια ὁλοκαυτώματα, καινούργιες πέτρες πολυτίμητες στήν κορώνα τῆς πατρίδος.
Γίγαντες, ἀκατάλυτοι ἀπό τόν χρόνο καί µέ τό φωτοστέφανο τῆς θυσίας, οἱ ἥρωες τῶν ἐθνικῶν μας ἀγώνων, σέρνουν τόν χορό τῆς ἑλληνικῆς λεβεντιᾶς κι ἀκολουθοῦμε μεῖς. Κι ἡ μάνα Ἑλλάδα μᾶς θυμίζει τόν στίχο τοῦ ποιητῆ:
Σέ κείνους δέν ταιριάζουν τώρα τελετές
στεφάνια δάφνης καί λαμπρά μνημεῖα
οὔτε καί λόγια ἐπίσημα καί μουσικές.
Ἡ πιό τρανή γι’ αὐτούς τιμή εἶναι μία.
Νά νοιώσεις ἴσα μέ τό βάθος τῆς καρδιᾶς
οἱ ἥρωες ἐκεῖνοι τί σημαίνουν
καί τί ἐάν σ’ αὐτούς τούς ἥρωες χρωστᾶς,
καί τί ἀπό σένα ἐκεῖνοι περιμένουν.
Ἄς μηχανεύονται οἱ ἐχθροί μας λύσεις παράνομες, ἄς ἀπειλοῦν κι ἄς ὀνειρεύονται διχοτόµηση κι ὁμοσπονδία. Ἀναβαπτισμένοι μέσα στό πνεῦµα τῆς σημερινῆς ἐθνικῆς μας γιορτῆς ὑψώνουμε τόν ἀτσαλένιο μας κυμµατοθραύστη ἀσάλευτο καί βεβαιώνουμε πώς θ’ ἀποτύχουν. Ὑψώσαμε στόν ἱστό τήν ἀποφασιστικότητά μας σημαία τοῦ ἀγώνα καί προχωροῦμε, βέβαιοι γιά τήν ἐπιτυχία. Μᾶς τήν ἐγγυᾶται τό ἔθνος ὁλόκληρο, πού σύσσωμο καί ἑνωμένο μάχεται μαζί μας ἀδιαφορώντας γιά τίς θυσίες πού θά χρειασθοῦν. Μᾶς τήν ἐγγυᾶται ἡ ἀκλόνητη ἑνότητα τοῦ κυπριακοῦ λαοῦ, πού διατηρήθηκε παρά τή λυσσαλέα προσπάθεια τῶν ἐχθρῶν μας νά τήν διασπάσουν. Μᾶς τήν ἐγγυᾶται ἡ ἰσχυρή φυσιογνωμία τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας καί Ἐθνάρχη Μακαρίου, ὁ ὁποῖος ἐπί κεφαλῆς τοῦ ἀγώνα ὑπόσχεται σάν ἄλλος Μωϋσῆς νά ὁδηγήσει τόν λαό ἀπό τήν ἔρημο τῆς δουλείας εἰς τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Μᾶς τήν ἐγγυῶνται ἀκόμη τά στρατευμένα κυπριακά νειάτα, πού ἀδελφωμένα μέ τούς φαντάρους τῆς μητέρας πατρίδος καί μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἀρχηγό τῆς ΕΟΚΑ καί δοκιμασμένο στρατηγό Γεώργιο Γρίβα Διγενῆ, ὑπόσχονται νά ρίξουν στή θάλασσα κάθε ἕνα πού θά θελήσει νά πατήσει ποδάρι βέβηλο στά ἁγιασμένα μας χώματα.
Ἕλληνες ἀδελφοί, προνοµιούχα ἡ γενιά ἡ δική μας, γιατί θ’ ἀξιωθοῦμε νά χορέψουμε στό μεγάλο πανηγύρι τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐθνικῆς Ἀνάστασης, ὅταν ἐλεύθεροι κάτω ἀπό τούς κυματισμούς τῆς γαλανόλευκης θά μπορέσουµε νά συνεχίσουμε τήν ἱστορική καί δημιουργική πορεία μας.
Ζήτω ἡ 25η Μαρτίου 1821.
Ζήτω τό ἀθάνατο ἑλληνικόν μας Ἔθνος.
(Πανηγυρικός πού ἐκφωνήθηκε τήν 25η Μαρτίου 1967)