«Τον σκότωσα, αλλά ακόμα υποκλίνομαι με σεβασμό απέναντί του»
Κοντά στην περιοχή της Κυθραίας (Ντεγιρμενλίκ), η οποία βρίσκεται βορειοδυτικά της Λευκωσίας και νοτιοανατολικά της Κυρήνειας, αν δεν με απατά η μνήμη μου, βρισκόταν το χωριό των δύο Ελλήνων παπάδων που η φωτογραφία τους είχε δημοσιευτεί παλιότερα στην εφημερίδα Γκιουναϊντίν. Όταν φτάσαμε εκεί, συλλάβαμε 40 με 50 άοπλους πολίτες, οι οποίοι δεν είχαν προλάβει να φύγουν. Ανάμεσά τους υπήρχαν ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά. Τους επιβιβάσαμε σε στρατιωτικά οχήματα. Επρόκειτο να μεταφερθούν στην Κυρήνεια. Από αυτούς ξεχωρίσαμε τέσσερις νεαρούς άντρες. Εγώ μαζί με έναν υπολοχαγό που λεγόταν Χαϊρί και άλλους δύο λοχίες τους βάλαμε σ’ ένα μικρό φορτηγάκι, που είχαμε πάρει από το χωριό και τους πήγαμε σ’ ένα δασάκι ένα χιλιόμετρο μακριά. Αντιστοιχούσε ένας αιχμάλωτος στον καθένα μας. Μόλις τους βγάλαμε από το αυτοκίνητο, ο υπολοχαγός Χαϊρί σκότωσε πρώτα τον έναν απ’ αυτούς για να μας δώσει θάρρος, ώστε να μπορέσουμε να σκοτώσουμε κι εμείς, οι «πρωτάρηδες», τους δικούς μας. Μετά στράφηκε σ’ εμένα και μου είπε: «Πρέπει να πάρουμε εκδίκηση για τις έγκυες αδελφές μας που βίασαν οι Έλληνες και για τα Τουρκόπουλα που σκότωσαν, ενώ ήταν στις φασκιές» και στη συνέχεια μου ζήτησε να σκοτώσω τον δεύτερο, αφού τον ξεχώρισε από τους άλλους.
Ο «δικός» μου ήταν ένας ξανθός σγουρομάλλης νεαρός με γαλάζια μάτια. Αν και πριν από λίγο είδε τον άλλο συγχωριανό του να πεθαίνει, δεν ήταν καθόλου ταραγμένος. Τον πήρα και τον πήγα λίγα μέτρα πιο εκεί. Ήμουν σε αδιέξοδο και σε αμηχανία. Ο αξιωματικός περίμενε να μας δει να γινόμαστε εκτελεστές. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Όμως παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να τον σκοτώσω εν ψυχρώ. Έψαχνα μια δικαιολογία για να τον σκοτώσω. Τον κοίταξα στα μάτια και τον ρώτησα: «Γίνεσαι μουσουλμάνος;» Εκείνος στεκόταν όρθιος με τα χέρια δεμένα και με κοίταζε στα μάτια. Έδειξε να κατάλαβε και σχεδόν χαμογελώντας, κούνησε δεξιά αριστερά το κεφάλι του και μου είπε μια λέξη άγνωστη σ’ εμένα: «Οϊ, οϊ». Κατάλαβα την άρνησή του, η οποία ήταν και η αφορμή που ζητούσα για να σηκώσω το όπλο μου. Έτσι απλά, για να μην πέσω στα μάτια του αξιωματικού και των συναδέλφων μου, άδειασα μια ολόκληρη γεμιστήρα πάνω του. Τώρα όμως με τύπτει η συνείδηση και βασανίζομαι γι’ αυτό το έγκλημα. Τα μάτια αυτού του παιδιού και το χαμόγελό του δεν φεύγουν ποτέ από τη σκέψη μου.
Τους άλλους δύο Ελληνοκυπρίους τους σκότωσαν οι δύο λοχίες. Αφήνοντας τα πτώματα άταφα, γυρίσαμε στο χωριό. Όπως έλεγε ο λοχαγός μας, είχαμε γίνει πια «άνθρωποι του Παραδείσου»...
(από το βιβλίο του Ρόνι Αλάσορ, Διαταγή: «Εκτελέστε τους Αιχμαλώτους». )