Ζήσαμε κατὰ τὸ τελευταῖο χρονικὸ διάστημα μιὰ πρωτόγνωρη τραγικὴ ἐμπειρία, ποὺ τραυμάτισε βαθύτατα κάθε πιστὸ Ὀρθόδοξο Χριστιανό, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Οἱ μὲν κληρικοὶ νὰ λειτουργοῦμε σὲ ἄδειους Ναοὺς χωρὶς πιστοὺς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πιὸ σημαντικῆς περιόδου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους (τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Ἑβδομάδος, τοῦ Πάσχα καὶ τῶν ἑβδομάδων ποὺ τὸ ἀκολούθησαν), οἱ δὲ λαϊκοὶ (πλὴν ἐλαχίστων, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ ἀπαραίτητο προσωπικὸ γιὰ τὴν τέλεση τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν) ἔγκλειστοι στὰ σπίτια τους νὰ ζοῦν αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες ἀπὸ τὶς ὀθόνες τῆς τηλεοράσεως ἢ τοῦ ὑπολογιστῆ τους ἢ μέσῳ τῶν ραδιοφωνικῶν κυμάτων. Ἡ πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, ποὺ ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ γιὰ ὅλα αὐτά, ἦταν καὶ παραμένει ἀκόμη μιὰ πραγματικότητα ποὺ βιώνουμε ὅλοι μας, ἄλλος σὲ μεγαλύτερο καὶ ἄλλος σὲ μικρότερο βαθμό. Ὁ τρόπος, ὅμως, μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίστηκαν σὲ πολλὲς περιπτώσεις ὅλο αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ πιστοί, καθὼς καὶ τὸ Μέγα Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, δημιούργησε σὲ πολλοὺς τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἐν διωγμῷ.
Δὲν θὰ ποῦμε περισσότερα ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος. Οὕτως ἢ ἄλλως, ἐκεῖνο ποὺ προέχει ἐπὶ τοῦ παρόντος εἶναι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ ἐξέλθουμε ὅσο πιὸ σύντομα μποροῦμε ἀπὸ αὐτὴ τὴ δοκιμασία. Ἐπειδή, ὅμως, ἀκούστηκαν πολλὰ καὶ διάφορα γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ τὴν αὐτονόητη ἀνάγκη, ποὺ αὐτοὶ ἔνοιωθαν νὰ λειτουργηθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν, θὰ θέλαμε νὰ ἀναφερθοῦμε στὸ καίριο ἐρώτημα τί εἶναι Ἐκκλησία. Προτοῦ, ὅμως, δώσουμε ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, θὰ θέλαμε νὰ κάνουμε μὲ πόνο ψυχῆς μιὰ ὀδυνηρὴ διαπίστωση. Ἡ πικρὴ γεύση ποὺ μᾶς ἄφησαν πολλὲς σχετικὲς συμπεριφορὲς καὶ πολλὲς σχετικὲς τοποθετήσεις ἦταν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ πολλοὺς στὴν καλύτερη τῶν περιπτώσεων ὡς ἕνας ἐγκόσμιος ὀργανισμός, ὡς ἕνας κ ο ι ν ω ν ι κ ὸ ς θεσμὸς ποὺ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ συμπληρώνει τὸ ἔργο τῆς πολιτείας στὸ πεδίο τῆς φιλανθρωπίας καὶ στὸ πεδίο τῆς ψυχολογικῆς στήριξης τῶν ἀνθρώπων. Στὴ δὲ χειρίστη τῶν περιπτώσεων ὡς μιὰ περιθωριακὴ καὶ ἐπικίνδυνη ὁμάδα ἀνθρώπων, ποὺ τοὺς χαρακτηρίζει ὁ τυφλὸς φανατισμὸς (ἔγινε τῆς μόδας στὰ χείλη καὶ στὴ γραφίδα κάποιων ὁ ὅρος «ταλιμπὰν»), ἢ ὡς μιὰ ὁμάδα ἀφελῶν καὶ ἀγραμμάτων ἀνθρώπων, μεγάλης ἡλικίας κατὰ κύριο λόγο, ποὺ πιστεύουν σὲ μύθους. Τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα: Τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας, τὸ Μέγα Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀντιμετωπίστηκε ὡς ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὑγεία τῶν ἀνθρώπων.
Ἂς ἔλθουμε, ὅμως, στὸ ἐρώτημα ποὺ θέσαμε. Τί εἶναι Ἐκκλησία; Νὰ ποῦμε, κατ’ ἀρχάς, ὅτι οὔτε στὴ βιβλικὴ οὔτε στὴν πατερικὴ Παράδοση συναντᾶται ὁποιοσδήποτε ἀκριβὴς ὁρισμὸς τῆς ἐννοίας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, εἶναι τὸ πλὴρωμα τῆς ἀληθείας, εἶναι τύπος καὶ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, καὶ ὡς τέτοια δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει σὲ κανέναν ὁρισμό. Ἡ μόνη ἐπίσημη δογματικὴ διατύπωση περὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συναντοῦμε στὴν Ἱερὰ Παράδοση, εἶναι τὸ ἔνατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖο διατυπώνει τὴν πίστη «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ὁριστεῖ, ἀναγκαστικὰ δηλώνεται μὲ διάφορες εἰκόνες (κιβωτός, ἄμπελος, λιμήν, οἶκος, νύμφη, βασίλισσα, μήτηρ, Σιὼν κ.ο.κ.), τὶς ὁποῖες συναντοῦμε τόσο στὴν Καινὴ Διαθήκη ὅσο καὶ στὰ ἔργα τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν τὴν Ἐκκλησία Σῶμα Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου «μέλη ἐκ μέρους» (Α’ Κορ. ιβ’ 27) εἴμαστε ὅλοι, ὅσοι λάβαμε τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ Βάπτισμα. Στὴν περίπτωση αὐτή, βεβαίως, δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς εἰκόνες, μὲ τὶς ὁποῖες περιγράφεται ἡ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ λόγος εἶναι προφανής. Ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ συνδέεται ἀναμφίβολα καὶ ἀναπόσπαστα μὲ τὸ Μέγα Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ λαμβάνει τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ Βάπτισμα γίνεται μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐνσωματώνεται στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ παραμένει, ὅμως, ζωντανὸ μέλος καὶ ὄχι νεκρὸ, πρέπει νὰ τρέφεται μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, νὰ μετέχει, δηλαδή, μὲ τὶς ἀπαιτούμενες, ἐννοεῖται, προϋποθέσεις στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅπως ἕνα μέλος τοῦ σώματός μας παύει νὰ εἶναι ζωντανὸ καὶ καθίσταται νεκρό, ὅταν σὲ αὐτὸ σταματήσει νὰ κυκλοφορεῖ τὸ αἷμα, ἔτσι καὶ κάθε Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς παύει νὰ εἶναι ζωντανὸ μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ καθίσταται νεκρό, ὅταν δὲν μετέχει στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας, ὅταν δὲν τρέφεται μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ κάνουμε μιὰ ἀναγκαία διευκρίνιση, γιατὶ πολλὰ λέχθηκαν κατὰ τὸ τελευταῖο χρονικὸ διάστημα γιὰ τὸ θέμα τῆς Θείας Κοινωνίας. Στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας δὲν ἔχουμε μιὰ ἁπλὴ συμβολικὴ πράξη, ὅπως δέχονται οἱ διάφορες προτεσταντικὲς Ὁμολογίες, ἀλλὰ ζοῦμε, κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται τὸ Μέγα αὐτὸ Μυστήριο, ἕνα πραγματικὸ θαῦμα. Μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁ προσφερόμενος ἄρτος μεταβάλλεται ὄντως σὲ Σῶμα Χριστοῦ καὶ ὁ προσφερόμενος οἶνος μεταβάλλεται ὄντως σὲ Αἷμα Χριστοῦ, ἔστω καὶ ἂν κατὰ θεία συγκατάβαση διατηροῦνται τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου. Ὅταν προσερχόμαστε, λοιπόν, στὸ κοινὸ ποτήριο τῆς Εὐχαριστίας καὶ κοινωνοῦμε, δὲν κοινωνοῦμε ψωμὶ καὶ κρασὶ - ἄπαγε τῆς βλασφημίας! -, ἀλλὰ κοινωνοῦμε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, κοινωνοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Τοῦτο εἶναι ἀδιαπραγμάτευτο γιὰ κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανό. Δὲν εἴμαστε οὔτε παπικοὶ οὔτε προτεστάντες, γιὰ νὰ σχετικοποιοῦμε αὐτὸ τὸ Μέγα Μυστήριο. Εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Καὶ γιὰ μᾶς ἡ Θεία Κοινωνία ἀποτελεῖ «φάρμακον ἀθανασίας» (Ἅγ. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας) καὶ γίνεται, ὅταν κοινωνοῦμε «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης», «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ὁ Χριστός, λοιπόν, θεραπεύει, χορηγεῖ ζωὴ καὶ σώζει. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν γίνεται αἰτία μεταδόσεως ἀσθενειῶν καὶ αἰτία θανάτου. Κάθε παρόμοιος ἰσχυρισμὸς συνιστᾶ ξεκάθαρα βλασφημία. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἀποτελεῖ ζωντανὸ βίωμα καὶ ζωντανὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ δύο χιλιάδες χρόνια.
Ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ εὐφυῶς χαρακτηρίζεται ὡς γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐντεῦθεν, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιὰ διαρκὴς Πεντηκοστή. Εἶναι ἡ διαρκὴς παρουσία καὶ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖον ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιστ’ 13), καὶ τὸ Ὁποῖον «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» (Στιχηρὸν Ἰδιόμελον Ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς). Διὰ τῆς παρουσίας καὶ τῆς ἐπενεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παραμένει ἡ Ἐκκλησία ὄντως Ἐκκλησία, τελοῦνται τὰ Ἱερὰ Μυστήρια καὶ οἱ διάφορες ἁγιαστικὲς τελετές, ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος νὰ ὁμολογεῖ Χριστὸν καὶ νὰ γίνεται ὁμολογητὴς τῆς πίστεως, ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος νὰ πορεύεται τὸν ἁγιασμένο δρόμο τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, τὸν ἁγιασμένο δρόμο τῆς κατὰ Χριστὸν ἁγιότητος. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα χορηγεῖ τὰ πάντα μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «ζωὴ καὶ ζωοποιοῦν, φῶς καὶ φωτὸς χορηγόν, αὐτάγαθον καὶ πηγὴ ἀγαθότητος» (Στιχηρὸν Ἰδιόμελον Αἴνων Ὄρθρου Πεντηκοστῆς). Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καθιστᾶ δυνατὴ τὴν ἑνότητα Χριστοῦ καὶ πιστῶν, τὴν ἑνότητα τῆς Κεφαλῆς μὲ τὰ μέλη τοῦ Σώματος.
Τὸ ἐρώτημα τί εἶναι Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαντηθεῖ, ἀσφαλῶς, μέσα σὲ λίγες παραγράφους. Θὰ ἀπαιτοῦντο πρὸς τοῦτο ὄχι ἁπλῶς πολλὲς σελίδες, ἀλλὰ τόμοι ὁλόκληροι βιβλίων. Θὰ ἦταν ἐλλειπής, ὡστόσο, ἡ ἀναφορά μας στὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ἂν δὲν προσθέσουμε μία ἀκόμη σημαντικὴ πτυχή της, ποὺ καθίσταται ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρη αὐτὲς τὶς μέρες. Ὅπως χαρακτηριστικῶς ἀναφέρει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἡ Ἐκκλησία ὡς τὸ ζωντανὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ἰατρεῖο, ἕνα πνευματικὸ θεραπευτήριο, στὸ ὁποῖο ὁ τραυματισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος βρίσκει τὰ κατάλληλα γιὰ τὴ θεραπεία του φάρμακα. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μονάχα ἕνα ἐξελιγμένο ζῶο, δὲν εἶναι μονάχα μία βιολογικὴ μονάδα. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, ἡ δὲ ψυχή του εἶναι ἀθάνατη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τραυματίζεται στὸ σῶμα, ὅταν εἶναι ἀσθενὴς σωματικά, ἀναζητεῖ τὴ θεραπεία του στοὺς ἰατροὺς τῶν σωμάτων καὶ στὰ νοσοκομεῖα τῶν σωμάτων. Γιὰ τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς, ὅμως, καὶ γιὰ τὴν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, πρέπει νὰ καταφύγει στὸ ἰατρεῖο τῶν ψυχῶν, στὸ πνευματικὸ νοσοκομεῖο, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Ἐφόσον, λοιπόν, ὅλοι μας εἴμαστε ἁμαρτωλοί, χρειαζόμαστε ὅλοι μας πνευματικὴ θεραπεία. Τὴν κατάλληλη πνεματικὴ θεραπεία καὶ τὰ κατάλληλα πνευματικὰ φάρμακα μᾶς τὰ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία ὡς ἰατρεῖο τῶν ψυχῶν. Ὅταν δὲ ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθήσει πιστὰ τὴ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία, τότε μεταμορφώνεται ὄντως σὲ νέο ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο, ἐξαγιάζεται, γίνεται πολίτης τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἀπὸ τὴν παροῦσα ἤδη ζωή. Ὅπως χαρακτηριστικῶς ἀναφέρει καὶ πάλιν ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, μέσα στὴν Ἐκκλησία μπαίνει κανεὶς γεράκι καὶ βγαίνει περιστέρι, μπαίνει λύκος καὶ βγαίνει πρόβατο, μπαίνει φίδι καὶ βγαίνει ἀρνί, ὄχι γιατὶ ἀλλάζει ἡ φύση, ἀλλὰ γιατὶ ἀπομακρύνεται ἡ κακία.
Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε, πόσο ἐσφαλμένη καὶ πόσο παραπλανητικὴ εἶναι ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐγκοσμίου ὀργανισμοῦ ἢ ὡς κοινωνικοῦ θεσμοῦ ἢ ὡς φιλανθρωπικοῦ φορέα. Ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἕνας θεανθρώπινος ὀργανισμός. Εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου μέλη εἴμαστε ὅλοι, ὅσοι λάβαμε τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ Βάπτισμα, καὶ τὸ ὁποῖο ζεῖ μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἕνα πνευματικὸ θεραπευτήριο, ἕνα πνευματικὸ νοσοκομεῖο, στὸ ὁποῖο ὁ τραυματισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος βρίσκει τὰ κατάλληλα φάρμακα καὶ τὴν κατάλληλη θεραπευτικὴ ἀγωγή, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὴν πνευματική του ἀσθένεια καὶ νὰ ζήσει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὴν κοινωνία μὲ τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Παναγάθου Τριαδικοῦ Θεοῦ.