του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Λήδρας κ. Επιφανίου
Είναι αδιαμφισβήτητο φαινόμενο και αδήριτη πραγματικότητα ο πόνος σ᾽ όλη την ανθρωπότητα. Καθ᾽ εκάστην ο καθένας μας γεύεται εμπειρικά τον πόνο, ψυχικό ή σωματικό. Γεγονότα θλίψεως, στενοχώριας, ύβρεως, συκοφαντίας, αδικίας, περιθωριοποιήσεως, περιφρονήσεως και άλλα πολλά ων ουκ έστιν αριθμός, τα οποία ούτε να περιγραφούν δύνανται, προερχόμενα είτε εξ ατόμων, είτε εξ ομάδων, είτε εκ των κρατούντων τα ηνία της τοπικής ή και της παγκόσμιας διοίκησης, διέρχονται την καρδία ενός εκάστου ανθρώπου, και ως ρομφαία την νύττουν πλήττοντάς την.
Πόσος πραγματικά πόνος, πόση στ᾽ αλήθεια τραγωδία επισωρεύεται καθημερινά στο σώμα της ανθρωπότητας! Ποιο φάρμακο είναι δυνατόν να θεραπεύσει το μεγάλο αυτό τραύμα που αιώνες τώρα, από την εμφάνιση του ανθρώπου στην γη υπάρχει, και μέχρι σήμερα παραμένει αγιάτρευτο; Ο προφητάναξ Δαυίδ στο ψαλτήριό του αναφωνεί: «πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων» (ψαλμ. λγ´ 20) και «πολλαὶ αἱ μάστιγες τοῦ ἁμαρτωλοῦ» (ψαλμ. λα´ 10). Η τραγικότητα των γεγονότων και το απαισιόδοξον της θεραπείας καταβάλλει καταθλιπτικά τον άνθρωπον.
Μέσα σ᾽ αυτήν την αυχμηρότητα των καταστάσεων, ο Λόγος του Θεού επισκέπτεται την ανθρωπότητα, πλησιάζει τους «κακῶς ἔχοντας», τους «χρείαν ἰατροῦ ἔχοντας», και τους επαγγέλλεται: «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. ιστ´ 33), «ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. η´ 12), «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ» (Ἰω. ιδ´ 6) και «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μάρ. η´ 34).
Τι παράξενος ιατρός! Και τι παράξενη θεραπεία αναγγέλλει! Ο ίδιος, πανυγιέστατος ως Θεός, καταδέχεται να γίνει άνθρωπος καθ᾽ όλα παθητός χωρίς την αμαρτία, ώστε, έχοντας εμπειρικά την επίγνωση της ανθρωπίνης ασθενείας και του πόνου, να παρασταθεί ισχυρός πρεσβευτής και μεσίτης προς τον Θεό Πατέρα για όλους εμάς. Λαμβάνοντας επίγνωση του πόνου σε όλο το φάσμα της πραγμάτωσής του απ᾽ αυτήν την πρώτη στιγμή της γέννησής Του, ζει μία ζωή μερικών δεκαετιών συμπεπυκνωμένου πόνου, με αποκορύφωμα την σταύρωσή Του στον Γολγοθά.
Και παρ᾽ όλο που είναι «κατάστικτος τοῖς μώλωψι» (κανὼν Μ. Σαββάτου, δ´ ᾠδὴ) ως άνθρωπος, λόγω ακριβώς του περιεκτικού σταυρού και του Σταυρού που σήκωσε από άπειρη αγάπη για χάρη της ανθρωπότητας, εν τούτοις ως Θεός είναι «πανσθενουργὸς» (αυτόθι), παρέχοντας την θεραπεία στην ανθρωπότητα δια της Αναστάσεως και της Αναλήψεως, που δεν είναι άλλη από την σωτηρία, τον αγιασμό και την θέωση. Εάν επιθυμούμε την θεραπεία μας προτρέπει: «Ἀκολούθει μοι». Παράλληλα με το «ἀκολούθει μοι» μας δίνει και το φάρμακο της θεραπείας: «ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ» (Ματθ. ιστ´ 24).
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το παράξενο και παράδοξο της θεραπείας. Δεν απαλλάσσει τον άνθρωπο από τον πόνο, διότι βρισκόμαστε στην κοιλάδα του κλαυθμώνος, την οποίαν η ελευθερία του ανθρώπου κατέστησε έτσι. Ο Θεός δεν καταργεί την ελευθερία και τις επιλογές του ανθρώπου. Γι᾽ αυτό, ετοίμασε καινούς ουρανούς και καινή γη, τα εξήγγειλε και κάλεσε πάντα άνθρωπο μέσα από την ελευθερία του να τα επιλέξει. Και η διαφορά της επιλογής βρίσκεται στην αιτία του πόνου. Είναι ένα ερώτημα πολύ απλό, αλλά με μία ουσιαστική, τρομερά διαστατική διαφορά. Υπομένεις τον πόνο για την αγάπη του Χριστού ή για την αγάπη του κόσμου; Η ειδοποιός διαφορά είναι καταφανής, βρίσκεται όμως στην ελεύθερη επιλογή μας. Τον πόνο, είτε έτσι είτε αλλιώς θα τον περάσουμε. Είμαστε έτοιμοι να ακολουθήσουμε τον Χριστό σηκώνοντας τον δικό μας σταυρό;
Αυτή η τραγικότητα έχει καταγραφεί μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι ενδεικτικό το μαρτύριο του Αγίου νεομάρτυρος Δαυΐδ, τελευταίου αυτοκράτορος της Τραπεζούντας, τον οποίο θανάτωσε ο Μωάμεθ ο Πορθητής λίγο μετά την κατάληψη της πόλεως, μαζί με τρεις υιούς του και έναν
ανεψιό του, και αφού τους ζήτησε να αλλαξοπιστήσουν για να γλυτώσουν την ζωή τους. Προ του μαρτυρίου, κατά την ανακριτική διαδικασία, ένας τέταρτος υιός του αρνήθηκε την πίστη του, εξώμοσε και δέχθηκε την περιτομή. Δυστυχώς γι᾽ αυτόν, διότι μετά τον ένδοξο μαρτυρικό θάνατο του πατέρα του, των αδελφών του και του εξαδέλφου του, τον θανάτωσαν κι αυτόν.
Κάπως παρόμοιο γεγονός έλαβε χώραν κατά την διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δυνάμεις του Άξονα συνέλαβαν ένα μεγάλο αριθμό ορθοδόξων Σέρβων. Λόγω του γεγονότος ότι οι ναζί συνεργάζονταν με τους παπικούς, ο επιτετραμμένος παπικός καρδινάλιος έδωσε την επιλογή στους παρισταμένους ορθοδόξους να ενταχθούν στον Παπισμό, για να τους χαρισθεί ή ζωή. Κάποιος σημαντικός αριθμός ατόμων διεχώρισαν τους εαυτούς τους από την ομάδα των ορθοδόξων. Αφού θανάτωσαν τους ορθοδόξους, πήραν τους εναπομείναντες, τους μετάλλαξαν σε παπικούς όπως προέβλεπε η διαδικασία, και ακολούθως τους μετέφεραν σε ένα χώρο όπου τους ανήγγειλαν την εκτέλεσή τους. Στις διαμαρτυρίες εκείνων ότι άλλα τους υπεσχέθησαν, οι παπικοί μαζί με τους ναζί τους είπαν ότι θα τους εκτελέσουν για να πάνε μια ώρα πιο γρήγορα στον παράδεισο. Έτσι άδοξα τελείωσε και η δική τους ζωή.
Ο καθένας, έχοντας το ίδιον δικαίωμα, ας «ἐξαγοράζει τὸν καιρὸν» (πρβλ. Ἐφ. ε´ 16) εν Χριστώ Ιησού, διότι οι μέρες είναι πονηρές. Η εξαγορά αφορά στις θλίψεις και γίνεται μέσω της υπομονής, η δε υπομονή είναι έργον που τελειοποιεί (Ἰακ. α´ 4), ολοκληρώνει τον άνθρωπο. Γι᾽ αυτό και στην Αγία Γραφή, δια του στόματος του Αποστόλου Ιακώβου, προβάλλεται προς μίμηση η υπομονή του Ιώβ και το τέλος του Κυρίου, τα πάθη και ο Σταυρός (Ἰακ. ε´ 11).
Αφού τον σταυρό μας τον έχουμε αναλάβει θέλοντας και μη, ως αποτέλεσμα της επιλογής μας του προπατορικού αμαρτήματος, τουλάχιστον ας τον μεταποιήσουμε σε σταυρό Χριστού, ακολουθώντας τα ιερά ίχνη της θείας Αγάπης, μακροθυμώντας προς πάντας (Α´ Θεσσ. ε´ 14), «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ´ 2), συνδεόμενοι «τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης» (εἱρμὸς ε´ ᾠδῆς κανόνος Μ. Πέμπτης), «πάντα ὑπομένοντες» (Α´ Κορ. ιγ´ 7), τόσο για την δική μας σωτηρία, όσο και των άλλων. Ας αγωνισθούμε εν όσο έχουμε χρόνο να μιμηθούμε τον Κύριο της δόξης στην επίγειό του ζωή, ώστε μετά του ουρανοβάμονος Παύλου να αναφωνήσουμε και εμείς: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β´ 20).
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Παράκληση. Περιοδική
Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 98)