(Ῥωμ. ιγ΄, 11 – ιδ΄, 4)

Ἀδελφοί, νῦν ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾽ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον ᾽Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας. Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. Ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. Ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει, σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.

Ερμηνεία

Η σημερινή Κυριακή είναι η τελευταία προ της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τα δυο αναγνώσματα της ημέρας, δηλ. το ευαγγελικό και το αποστολικό, μας προετοιμάζουν να υποδεχθούμε τον καιρό της νηστείας χωρίς έχθρα, μίσος και κατάκριση εναντίον των αδελφών μας. Μάλιστα σήμερα η Εκκλησία μας σε ειδική τελετή καλεί όλους τους πιστούς να συμφιλιωθούν και να παύσουν να έχουν λογισμούς κατά των άλλων, ώστε να περάσουν το στάδιο της αγίας νηστείας «αμέμπτως και ακατακρίτως». «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμὶν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος», λέγει ο Κύριος (Ματθ. 6, 14), ή «σὺ τὶς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;», θα συμπληρώσει ο απ. Παύλος (Ῥωμ. 14, 4). Ας δούμε όμως το υπόβαθρο της προτροπής του Αποστόλου.
Πολλοί χριστιανοί, που προέρχονταν από τις τάξεις των Ιουδαίων, εξακολουθούσαν και μετά τη βάπτισή τους να μην τρώγουν όχιPaulos apostolos μόνο χοιρινό κρέας, που το απαγόρευε ο Μωσαϊκός Νόμος, αλλά και τα άλλα κοινά κρέατα. Ο βαθύτερος λόγος ήταν πως ήθελαν να τηρήσουν την ιουδαϊκή διάκριση των φαγητών, ενώ ο επιφανειακός, δηλ. αυτός τον όποιον επικαλούνταν, ήταν πως απείχαν όλων των κρεάτων χάριν νηστείας και εγκρατείας. Οι τελειότεροι όμως χριστιανοί, που είχαν εθνική προέλευση, τους ονείδιζαν και τους κατέκριναν ως νόθους χριστιανούς, ως κρυπτοϊουδαΐζοντες. Έρχεται, λοιπόν, ο απ. Παύλος και προσπαθεί να ισορροπήσει τα πράγματα παρατηρώντας αυστηρά αυτούς, που κατέκριναν τους ασθενείς στην πίστη, «σὺ τὶς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;» (Ῥωμ. 14, 4).
Η κατάκριση είναι μεγάλο πάθος
Η κατάκριση ή η καταλαλιά είναι αποκύημα μίσους, λεπτή νό¬σος, που απομυζά το αίμα της αγάπης. Η κατάκριση είναι ο ρύπος της καρδιάς και ο αφανισμός της αγνείας. Κάπως έτσι ορίζει το πάθος αυτό ο Ιωάννης της Κλίμακος. Είναι πολύ αρεστό στους ανθρώπους να κατακρίνουν τους άλλους, ιδίως αυτούς, που κατέχουν κάποια θέση η ευρίσκονται στην εύνοια των ισχυρών της γης. Η κατάκριση έχει πολλές φορές τις ρίζες της στο μίσος και την απέχθεια που τρέφουμε για κάποιον, με αποτέλεσμα να τον διαβάλλουμε αμαυρώνοντας ή διαστρεβλώνοντας την αλήθεια. Η κατάκριση είναι λόγος σαπρός, ενώ αντίθετα ο εποικοδομητικός λόγος είναι αγαθός και μεταδίδει χάρη σ’ αυτούς που τον ακούνε: «πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω, ἀλλὰ εἰ τὶς ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομὴν τῆς χρείας, ἴνα δῶ χάριν τοῖς ἀκούουσι» (Ἐφ. 4, 29).
Αυτοί, οι οποίοι προχώρησαν πνευματικά και κατακρίνουν, κινδυνεύουν «δια το κρίνειν τους ραθύμους», να κατακριθούν πιο πολύ απ’ αυτούς. Παράδειγμα ο Λωτ. Ενώ βρισκόταν ανάμεσα σε διεφθαρμένους κατοίκους των Σοδόμων, πουθενά δεν φαίνεται στη Γραφή να τους κατακρίνει. Εδώ θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και την περίπτωση του Φαρισαίου. Αυτά που έλεγε για τον Τελώνη, ήταν αλήθεια, επειδή όμως η διάθεση του δεν ήταν εποικοδομητική για τον αμαρτωλό, αλλά επικριτική, αποδοκιμάσθηκε από τον Θεό.
Πώς εκδηλώνεται η κατάκριση
Είναι κοινό πάθος όλων των ανθρώπων όχι μόνο να εθελοτυφλούν γύρω από τα δικά τους αμαρτήματα, ενώ παράλληλα βλέπουν με οξύτητα τα κατορθώματα των άλλων, αλλά να βρίσκουν και ανύπαρκτες δικαιολογίες για τον εαυτό τους και συγχρόνως να είναι άτεγκτοι δικαστές των συνανθρώπων τους. «Οὐ γὰρ προσήκει τῶν ἄλλων εἶναι πικρὸν δικαστὴν τὸν τὰ οἰκεῖα παρορώντα», σημειώνει ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης. Οι Φαρισαίοι ενώ έπεφταν σε μεγάλα παραπτώματα, κατηγορούσαν τους άλλους, ότι δεν τηρούν το Σάββατο, ότι τρώγουν με άνιπτα χέρια, ότι συντρώγουν με τους αμαρτωλούς. Είχαν ένα πελώριο δοκάρι στα μάτια τους και το αγνοούσαν, αλλ’ ήταν όμως παρατηρητικώτατοι για το «κάρφος» του αδελφού τους (Ματθ. 7, 3-5).
Η κατάκριση είναι πονηρό δαιμόνιο, που δεν αφήνει ποτέ τον άνθρωπο να ειρηνεύσει, αλλά πάντοτε τον βάζει σε διχοστασίες και έριδες με τους άλλους. Πολλές φορές προβάλλεται η δικαιολογία, πως, όταν λέμε τα ελαττώματα των διπλανών μας, το κάνουμε τάχα από αγάπη και διάθεση διορθώσεως. Κάτι όμως που γίνεται με κακή πρόθεση, δεν μπορεί να έχει καλά αποτελέσματα. Επίσης άλλες αιτίες κατακρίσεως είναι η μερική κρίση των ανθρώπων, ή μη ορθή αξιολόγηση και εκτίμηση των πραγμάτων, η βαθμολόγηση των παραπτωμάτων των άλλων με δικά μας κριτήρια, η άγνοια, ο φθόνος και η ιδιοποίηση της κρίσεως του Θεού. Συνήθως οι άνθρωποι της Εκκλησίας, ενώ κάνουν αγώνα να αποφύγουν άλλα αμαρτήματα, όπως π.χ. τα σαρκικά, πολύ εύκολα πέφτουν στην κατάκριση. Όποιος κατακρίνει τον αδελφό του, επιτρέπει ο Θεός να τον βρουν φοβεροί πειρασμοί, ώστε να αναγκασθεί να βλέπει μόνο τον εαυτό του και να αφήσει τα παραπτώματα και σφάλματα των άλλων.
Η θεραπεία του πάθους
Οι απαλλαγμένοι από το πάθος της φιλαυτίας είναι ελεύθεροι και από την αμαρτία της κατακρίσεως. Αυτοί εκφέρουν την ίδια κρίση και για τον εαυτό τους και για τον πλησίον τους. Ίσως κατακρίνουν περισσότερο τον εαυτό τους παρά τους άλλους. Αυτοί έχουν δικαίωμα να κρίνουν ή να παρατηρήσουν τους αμαρτωλούς με σκοπό να τους διορθώσουν. «Ὑπάγε ἔλεγξον αὐτὸν μεταξύ σου καὶ αὐτοῦ μόνου» (Ματθ. 18, 15), συμβουλεύει ο Χριστός. Ο Επίσκοπος, ο προϊστάμενος του οίκου, ο υπεύθυνος θα ελέγξει, θα επιτιμήσει, θα παρακαλέσει «ἐν πάση μακροθυμία καὶ διδαχὴ» (Β' Τιμ. 4, 2). Ο σκοπός της παρατηρήσεως δεν είναι η εξουθένωση, αλλά η διόρθωση. Αντίθετα ο μη προχωρημένος πνευματικά αντί να ονειδίζει και να επεμβαίνει, καλύτερα να νουθετεί. Να μη λέγει τις κακίες, αλλά να συμβουλεύει. Να μην επιτίθεται με σκληρότητα, αλλά να διορθώνει με φιλοστοργία.
Ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής κάνει μια αξιόλογη παρατήρηση• εκείνος, που τηρεί την εντολή του Θεού, «μὴ κρίνετε ἴνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. 7, 1), έστω κι αν ζει αμελώς και κατηγορείται για αμαρτήματα, δεν θα τον κρίνει ο Θεός, γιατί δεν ξεχνά ποτέ (ο Θεός) την εντολή, που έδωσε στους ανθρώπους («τῆς γὰρ ἐαυτοῦ ἐντολῆς οὐκ ἐπιλήσμων ὁ ἀψευδέστατος»).
Δεν απαγορεύεται παντελώς η κρίση, αλλά μας εκπαιδεύει η Γραφή να κάνουμε διάκριση κρίσεως. Υπάρχουν πράγματα, που ανήκουν στην εξουσία του καθενός, όπως π.χ. η διαχείριση υλικών. Αυτά δεν έχουμε το δικαίωμα να τα κρίνουμε. Αντίθετα υπάρχουν καταστάσεις, που δυσαρεστούν τον Θεό, π.χ. όταν βλασφημεί κάποιος, εκεί μπορούμε να εκφέρουμε κρίση. Ο απόστολος Παύλος ήλεγξε τον αιμομίκτη της Κορίνθου (Α' Κορ. 5, 3-5). Βέβαια εάν δεν γνωρίζουμε καλά τα γεγονότα, ας μην κάνουμε κανένα σχολιασμό.
Αγαπητοί αδελφοί, οι άνθρωποι του κόσμου θα καταδικασθούν για τις καταχρήσεις, ενώ οι άνθρωποι της Εκκλησίας για τις κατακρίσεις. Ας μην κατακρίνουμε κανένα για να έχουμε καλή απολογία «ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος» του Κυρίου. Αμήν.

Μητροπ. Εδέσσης Ιωήλ, Ο επιούσιος Άρτος