(Β’ Κορ. θ΄ 6-11)
Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως, φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις ἐπ᾽ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· ᾽Εσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσει τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾽ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
............
Η αξία της ελεημοσύνης έγκειται στον τρόπο με τον οποίο εξασκείται. Είναι μια αρετή που, ενώ ανακουφίζει πολλούς από τις ανάγκες στις οποίες έχουν περιέλθει, αντίθετα δεν καλλιεργείται με τις ίδιες προϋποθέσεις απ’ αυτούς που την εξασκούν, ούτε έχει τα ίδια αποτελέσματα σε όλους. Άλλοι κάνουν ελεημοσύνη από μια παρόρμηση κενοδοξίας και επιδεικτικότητας. Άλλοι για να αποφύγουν τις φορολογικές επιβαρύνσεις, άλλοι για να επιτύχουν κάποιο ιδιοτελή σκοπό και άλλοι από αγάπη και καλοσύνη για τον συνάνθρωπό τους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης λέγει˙ «σπορὰν οἶμαι τὴν ἀνθρώπινην εἶναι προαίρεσιν, θέρος δὲ τὴν ἐπὶ τῇ προαιρέσει ἀντίδοσιν». Η ανθρώπινη προαίρεση είναι ένας σπόρος που ανάλογα με το περιεχόμενό του θερίζουμε τα αποτελέσματα. Γι’ αυτό και σύμφωνα με τις πράξεις τους θα κριθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία οι άνθρωποι, «δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου...», ή «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι» (Ματθ. 25,34. 41). Η κρίση του Θεού είναι αδέκαστη και συμφωνεί με την ανθρώπινη προαίρεση.
Την καλή λειτουργία της προαιρέσεως του ανθρώπου επεξηγεί ο απόστολος Παύλος, όταν λέγει ότι «ὁ σπείρων φειδομένως, φειδομένως καὶ θερίσει...» (Β' Κορ. 9,6). Μάλιστα χρησιμοποιεί τη λέξη δικαιοσύνη• «αὐξήσει τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν», που σημαίνει την ανταπόκριση του ανθρώπου προς τις ανάγκες του συνανθρώπου του. Η ελεημοσύνη είναι η πιο κύρια έκφραση της δικαιοσύνης. Είναι η αγαπητική διάθεση που έχουμε και η οποία εκφράζεται και μετουσιώνεται σε έργα αγάπης και πράξεις λατρείας και αφοσιώσεως. Οι Εβραίοι πίστευαν πως η ελεημοσύνη είναι μεσίτρια των ανθρώπων προς τον Θεό. Ο Απόστολος τονίζει ιδιαίτερα και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξασκείται, δηλ. «μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης, ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς». Ας δούμε όμως πως γίνεται η σωστή ελεημοσύνη.
Η ελεημοσύνη είναι ανυστερόβουλη
Ο σωτήριος λόγος του Θεού με σοφία και επιστήμη καταστέλλει τα ανθρώπινα πάθη και «πρὸς τὸ κρεῖττον μετοχεύει» (άγ. Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης). Πιο συγκεκριμένα, ο Χριστός μας προτρέπει: «προσέχετε τὴν δικαιοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθέν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς εἰ δὲ μὴ γε, μισθὸν οὐκ ἔχετε παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 6,1). Μέσα στην ανθρώπινη φύση έχουν εμφυτευθεί εξαρχής τα σπέρματα της φιλοτιμίας για να γίνουμε θερμοί αγωνιστές, ώστε να μη δουλεύουμε στα ανελεύθερα πάθη και στη δοξομανία, αλλά να επιδιώκουμε τα καλύτερα. Εάν όμως το έμφυτο αυτό δώρο το διοχετεύουμε προς τα αντίθετα, τότε καταλαμβανόμαστε από τα φοβερά πάθη. Έρχεται, λοιπόν, ο άριστος γεωργός των ψυχών, που είναι ο Κύριος, και μας κόβει τα εκβλαστήματα της δοξομανίας. Η ελεημοσύνη που γίνεται για να δοξασθούμε είναι υποκριτική. Των υποκριτών το πρόσωπο είναι η δοξομανία, ενώ το προσωπείο είναι η ελεημοσύνη. Θα μπορούσαμε να πούμε πως πραγματική αρετή είναι και ονομάζεται εκείνη που γίνεται χωρίς επίδειξη. Εάν γίνεται από φιλοδοξία, χάνει τον χαρακτήρα της γνησιότητας.
Ο Μέγας Βασίλειος γράφει πως «ἡ ἑκούσιος παρὰ ἀνθρώποις ἐπιφάνεια» ζημιώνει τον μισθό του πνευματικού ανθρώπου. Η εξάσκηση της φιλανθρωπίας να μη γίνεται με εμπάθεια, ούτε να την ακολουθεί υπερήφανος λογισμός. Να είναι «άκομπος» (χωρίς κομπασμό), δηλαδή με ταπεινό φρόνημα και να μην επιδιώκει τα χειροκροτήματα των ανθρώπων, αλλά να προσδοκά τους μελλοντικούς στεφάνους. Καμιά υστερόβουλη σκέψη όπως π.χ. η τιμή των ανθρώπων, η προϋπόθεση για την αναρρίχηση σε κάποια αξιώματα, ή η εκμετάλλευση των άλλων που ελεούμε, η συγκάλυψη του πραγματικού μας προσώπου, δεν επιτρέπεται να συνοδεύει την αρετή της ελεημοσύνης. Οφείλει να είναι ανυστερόβουλη.
Η ελεημοσύνη είναι αδιάκριτη
Ο ιερός Χρυσόστομος μάς παρακινεί να κάνουμε αδιάκριτα ελεημοσύνη σε όλους όσοι έχουν ανάγκη. Όπως ακριβώς ο Θεός, ενώ βλασφημούν πάρα πολλοί και ενώ υπάρχουν αναρίθμητοι πόρνοι, κλέφτες και αμαρτωλοί, δεν σταματά να τους ευεργετεί με τον ήλιο και τη βροχή και τους καρπούς της γης (Ματθ. 5, 45), δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την αδιάκριτη φιλανθρωπία του, το ίδιο να κάνουμε και εμείς, «ὅταν ἐλέους ᾖ καιρὸς καὶ φιλανθρωπίας». Ας διορθώσουμε τη φτώχεια του διπλανού μας, ας χορτάσουμε την πείνα του, ας τον απαλλάξουμε από τη θλίψη του, χωρίς να περιεργαζόμαστε τίποτε περισσότερο. Εάν υπάρχει μέσα μας διάκριση για τους φτωχούς «οὑδέποτε οὐδένα ἄνθρωπον ἐλεήσομεν». Έτσι θα φύγουμε άκαρποι από τη ζωή αυτή. Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης λέγει για την αδιάκριτη ελεημοσύνη: Είναι καλό πράγμα να ευεργετείς τους φίλους, πιο καλύτερο όμως «τὸ καὶ πάντας τοὺς δεομένους», ενώ το να ευεργετείς τους εχθρούς το κάλλιστο˙ «τὸ μὲν εὔλογόν ἐστι, τὸ δὲ φιλάνθρωπον, τὸ λόγου κρεῖττον». Η αδιάκριτη ελεημοσύνη είναι γνώρισμα του πραγματικού χριστιανού που μετουσιώνει την πίστη σε έργα αγάπης.
Η ελεημοσύνη είναι αρετή χαράς
Η διάθεση με την οποία κάνουμε ελεημοσύνη, είναι το μέτρο του ελέους του Θεού. Όσο η διάθεσή μας είναι «χωρητική», δηλαδή μπορεί και ανέχεται τους άλλους και τους ευεργετεί χωρίς να αισθάνεται γογγυσμό, λύπη ή καταναγκασμό, αλλά γίνεται με χαρά, με εσωτερική καλοσύνη και εξωτερική ιλαρότητα, τόσο περισσότερο μας δίνεται η χάρη του Θεού. «Γένοιτο Κύριε τὸ ἔλεός σου ἐφ’ ἡμᾶς καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπί σέ» (Ψαλμ. 32, 22), παρατηρεί ο Ψαλμωδός. Ο άνθρωπος που αγαπά το χρήμα, κι όταν ακόμα κάνει ελεημοσύνη, ή γογγύζει ή παραπονιέται συνέχεια ότι τον ενοχλούν οι φτωχοί, που είναι οι μικροί αδελφοί του Κυρίου, και τότε στενεύουν τα περιθώρια να τον ελεήσει κι αυτόν ο Θεός απλόχερα. Ο παρών καιρός είναι καιρός της αγαθοεργίας, ενώ ο χρόνος του κατάλληλου θερισμού είναι ο μελλοντικός. «Οἵα γὰρ σπείρει τις ἐνταῦθα, τὰ αὐτὰ θερίσει μετὰ μεγίστης μέντοι τῆς προσθήκης», γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Μεγάλη χαρά σκορπίζει ο Θεός στον ελεήμονα και στην παρούσα ζωή και στη μέλλουσα.
Πολλοί από μας είμαστε χρηματολάτρες και πλεονέκτες. Μερικές φορές κάνουμε ελεημοσύνη «εκ του ασφαλούς», χωρίς δηλ. να ζημιωθούμε καθόλου και αποσπάμε την τιμή των ανθρώπων. Από τα πολλά ίσως της αδικίας δίνουμε και λίγα και για τους άλλους με τρόπο πολλές φορές επιδεικτικό. Π.χ. δημοσιεύουμε τις δωρεές ή τοποθετούμε το όνομά μας στη στήλη των ευεργετών. «Ἰουδαϊκαὶ αὗται αἱ ἐλεημοσύναι, μᾶλλον δὲ σατανικαὶ», τονίζει ο πατερικός λόγος. Υπάρχουν πολλοί που αισχροκερδούν, και νομίζουν πως, όταν δώσουν λίγα από τα προϊόντα της αρπαγής, θα εξιλεωθούν. Η ελεημοσύνη αυτή δεν έχει καθόλου αξία, γι’ αυτό κι ας σταματήσουμε να την εξασκούμε με τον τρόπο αυτό.
Αγαπητοί αδελφοί, ας δουν οι άνθρωποι τα όντως καλά μας έργα για να δοξάζεται το όνομα του Θεού στον κόσμο (Ματθ. 5, 16). Αμήν.
Μητροπ. Εδέσσης Ιωήλ, Ο επιούσιος Άρτος