(Ματθ. θ΄ 27-35)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ παράγοντι τῷ Ἰησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ. Ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; Λέγουσιν αὐτῷ· ναί, Κύριε. Τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. Καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί· καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω. Οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ. Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον· καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός. Καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες, Οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. Καὶ περιῆγεν ὁ Ἰησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας, διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.
Ερμηνεία
Matthaiou Z
Στο σημερινό Ευαγγέλιο ο Κύριος επιτελεί δύο θαύματα: στο πρώτο δίνει το φως σε δύο τυφλούς και στο δεύτερο τη λαλιά σε έναν κωφό δαιμονιζόμενο, αφού έβγαλε από μέσα του το δαιμόνιο, που του έδεσε τη γλώσσα και τον άφησε άλαλο.
Για τον κωφό και δαιμονιζόμενο ο Ευαγγελιστής δεν κάνει σχόλια. Αναφέρει απλά ότι ελάλησεν ο κωφός, μόλις ο Χριστός έβγαλε το δαιμόνιο. Ο Χριστός δεν ζήτησε πίστη από αυτόν, γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει. Έβλεπε όμως, ότι η πίστη υπήρχε στην καρδιά του.
Τους τυφλούς όμως, πριν τους θεραπεύσει, τους ρώτησε: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» Αν πίστευαν με την καρδιά τους στον Χριστό, θα ήσαν άξιοι θεραπείας. Αυτοί απάντησαν: Ναι, Κύριε. Αυτό σήμαινε, πως πίστευαν στη θεότητά Του, γι’ αυτό και τον ακολουθούσαν. Και από «υιόν Δαβίδ», τον προσφωνούν στη συνέχεια «Κύριον», δηλαδή Θεό. Τότε ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος, έκανε το θαύμα με την αφή και τον λόγο του. Ως άνθρωπος, «υιός Δαβίδ» «ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν» (= τους άγγιξε στα μάτια) και τους είπε: Ας γίνει αυτό που θέλετε, σύμφωνα με την πίστη σας. Ως Θεός έδωσε φως στα μάτια τους. Έτσι οι τυφλοί αξιώθηκαν διπλής θεραπείας: έβλεπαν με τους οφθαλμούς του σώματος, αλλά συγχρόνως ακολουθούσαν τον Χριστό και τον δόξαζαν, που θα πει, πως ανάβλεψαν και κατά τον νου και την καρδιά. Ενώ οι Φαρισαίοι, επειδή ήσαν τυφλοί εσωτερικά, τον απέρριπταν και τον κατηγορούσαν.
Με αφορμή τα δύο αυτά θαύματα, αλλά και όλα τα άλλα, μας δίνεται η ευκαιρία να δούμε τον βαθύτερο σκοπό, τόσο των δύο θαυμάτων, που αναφέρονται στο ευαγγέλιο, όσο και όλων των άλλων και όλης της καινής ευαγγελικής διδαχής Του.
1. «Κηρύξαι... τυφλοῖς ἀνάβλεψιν»
Όπως ελάλησε το Άγιο Πνεύμα με το στόμα του Προφήτη Ησαΐα και επανέλαβε μετά και ο ίδιος ο Χριστός, σκοπός της αποστολής Του στον κόσμο από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, μεταξύ άλλων ήταν να «κηρύξει... τυφλοῖς ἀνάβλεψιν» (Ἠσ. 61, 1 και Λουκ. 4, 19).
Ποιοι είναι οι τυφλοί, στους οποίους ο Χριστός ήλθε να «κηρύξει ἀνάβλεψιν;» Ασφαλώς δεν είναι οι τυφλοί σωματικά. Περιλαμβάνονται βέβαια και αυτοί στην αγάπη και την πρόνοια του Θεού. Σ’ αυτούς όμως ο Χριστός «δίνει» το φως, δεν «κηρύττει» για το φως. Ο Χριστός επομένως απευθύνεται στους τυφλούς στην καρδιά, στον νου. Και αυτοί είναι όλοι οι άνθρωποι, που συνθέτουν το ανθρώπινο γένος. Αυτοί πρέπει να αναβλέψουν, δηλαδή να ξαναβρούν το φως, που είχαν και το εγκατέλειψαν και έγιναν τυφλοί.
Το φως αυτό είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Επομένως δεν είναι ένα πράγμα, ένα δημιούργημα, είναι ο Δημιουργός, είναι φως ενυπόστατο, ο ίδιος ο Θεός. Είναι η ζωή η αιώνιος, η Βασιλεία του Θεού, στην οποία κλήθηκε και ο άνθρωπος. Ο Θεός «φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν Αὐτῶ οὐκ ἐστὶν οὐδεμία» (Α' Ἰω. 1, 5). Για να μπορεί δε να διακρίνει όλα αυτά, που είναι ουράνια μυστήρια, ο Θεός έβαλε μέσα του το φως αυτό, το «θείον εμφύσημα», την «πνοήν ζωής», θείας και ουρανίας και αιωνίας ζωής. Με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα του, ο άνθρωπος είχε τον θείο φωτισμό, ώστε να διακρίνει το αιώνιο από το παροδικό• το άφθαρτο από το φθαρτό• το αθάνατο από το θνητό.
Αυτό είναι το «κατ’ εικόνα», που τον ανέδειξε «θείας φύσεως κοινωνόν». Χάρις στο Άγιο Πνεύμα, που κατοικούσε μέσα του, μπορούσε να έχει ως πηγή ζωής ανεξάντλητη την αγαπητική σχέση και κοινωνία του με τον Θεό. Για να διατηρεί συνεχώς αυτή τη σχέση και κοινωνία, μπορούσε να «εκζητεί εν τη καρδία του τον Θεό μετά θερμού ζήλου και να διώχνει από κοντά του οποιανδήποτε προσβολή, απ’ όπου και αν προερχόταν. Αυτός που εκζητεί τον Θεό, γίνεται φοβερός στους δαίμονες και ποθητός στον Θεό και τους Αγγέλους» (άγ. Ισαάκ).
Μπορούσε να χρησιμοποιεί τα αγαθά της γης για συντήρηση της χοϊκής φύσεώς του, χωρίς να παρασυρθεί και να τα κάνει σκοπό της ζωής του. Είχε τη δυνατότητα να μένει στην υπακοή του Θεού, ελεύθερος και ανώτερος όλων των κτισμάτων. Με τις προϋποθέσεις αυτές, θα αύξανε διαρκώς μέσα του το φως το αληθινό, τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, θα φερόταν «άνω» και θα προχωρούσε στο «καθ’ ομοίωσιν», στην «κατά χάριν» θέωση.
2. Η τύφλωση
Όσο ο άνθρωπος δεχόταν να οδηγείται από το φως της Χάριτος, προχωρούσε στην πραγματοποίηση του προορισμού του, όπως ώρισε ο Θεός. Φρόντιζε να συντηρεί το σώμα του με τα αγαθά της γης, που του έδωσε ο Θεός, αλλά θεωρούσε την ψυχή του «τιμιωτέραν του σώματος», αφού ήταν «εικόνα και εμφύσημα Θεού». Το σώμα ήταν όργανο της ψυχής και συνεργούσε στην πραγματοποίηση του θείου σκοπού, χωρίς να εμποδίζει την ψυχή προς τη θεία κατεύθυνση. Ενόσω ακολουθούσε τον τρόπο αυτό της ζωής, της αγάπης και υπακοής στον Θεό, επορεύετο «ἐν τῷ φωτί», για να γίνει «υιός Φωτός».
Με την υπόδειξη όμως του διαβόλου άλλαξε τη «θεόσδοτον τάξιν», «ἔκλινεν εἰς φιλοσαρκίαν» και από «τέκνον Θεοῦ» έγινε «τέκνον σαρκὸς καὶ αἵματος» (Ῥωμ. 9, 8). Έφτασε στην έσχατη αλογία, «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλ. 48, 13). Τυφλώθηκε, γιατί έχασε τη Χάρη και δε μπορούσε να καταλάβει ότι είναι «ζώον λογικόν», «ζώον θεούμενον» (Γρηγ. Θεολόγος). Απαρνήθηκε την «οδόν» του Κυρίου, την εντολή του και δέχθηκε για οδηγό του τον διάβολο και τα πάθη της σάρκας, για να κερδίσει τον αισθητό κόσμο και να ικανοποιήσει τις γήινες επιθυμίες του. Δεν έδωσε σημασία στην πνευματικότερη τροφή -τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος- που αγιάζει και ευφραίνει σώμα και ψυχή. Η αλλαγή αυτή στον τρόπο ζωής, που ώρισεν ο Θεός, ήταν πορεία στο σκότος. Ήταν τύφλωση, όχι των οφθαλμών του σώματος, αλλά της ψυχής, του οφθαλμού της διανοίας. Σ’ αυτούς τους τυφλούς ήλθε ο Χριστός να «κηρύξει ἀνάβλεψιν».
3. «Τυφλοὶ ἀναβλέπουσι»
Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να δώσει και πάλιν στους τυφλωθέντες από τον αποστάτη διάβολο, το ουράνιο φως, τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που φωτίζει και καθοδηγεί, για να αρχίσουν νέο ξεκίνημα για τη σωτηρία και την «κατά χάριν» θέωσή τους. Το κήρυγμά του αυτό είναι το ευαγγέλιό Του, η καινούργια διδαχή, η χαρμόσυνη είδηση, για τους τυφλωθέντες από τους δαίμονες. Όσοι έχουν συναίσθηση της τύφλωσής τους, ας χαρούν, γιατί το «φῶς ἐλήλυθεν (= ήλθε) εἰς τὸν κόσμον». Είναι το ενυπόστατο φως, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, η ζωή των ανθρώπων. Όσοι έφθασαν στην απιστία και την άγνοια του Θεού, που είναι η τύφλωση της καρδιάς, ο Χριστός θα τους ανακαλέσει με τον θάνατο και την Ανάστασή Του στην πίστη και την επίγνωσή Του. Θα τους απαλλάξει από την τυραννίδα του διαβόλου και τις δυνάμεις του σκότους, αφού υποστεί όλες τις συνέπειες από τη δική τους απιστία και την άγνοια του Θεού.
Χωρίς να αδιαφορεί και για τους τυφλούς σωματικά, τους οποίους θεραπεύει, δίνει σημασία μεγάλη στους τυφλούς πνευματικά. Η σωματική τύφλωση άλλωστε, όπως και όλα τα φυσικά κακά, είναι συνέπειες της πτώσεώς μας στην αμαρτία και της απώλειας της Χάριτος. Το παν είναι να ανοίξουν οι οφθαλμοί της ψυχής. Να ζει μέσα μας το Άγιο Πνεύμα, παρά να παλεύουμε για την αύξηση των χρημάτων και του πλούτου. Στη δεύτερη περίπτωση επενεργεί ο διάβολος, για να μας απομακρύνει από τη Χάρη και να χάσουμε τη σωτηρία μας.
4. Πίστη και αναζήτηση της Χάριτος
Στο σημερινό Ευαγγέλιο ο Χριστός ζητεί πίστη από τους δύο τυφλούς που του ζητούσαν θεραπεία. Όταν τους ρωτούσε, αν πίστευαν, δεν εννοούσε μια διανοητική πίστη, αλλά, αν είχαν σχέση και κοινωνία με τον Θεό. Αυτή η πίστη προσφέρει την «ἀνάβλεψιν». Οι τυφλοί πίστευαν, γι’ αυτό τον ακολουθούσαν, τον δόξαζαν και διακήρυτταν παντού τη θεία του δύναμη. Έτσι ανάβλεψαν σωματικά, αλλά είχαν και το φως της διανοίας, τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και αγαπούσαν τον Χριστό.
Όταν ο Χριστός τονίζει: «ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 6, 27) θέλει να τονίσει την υπεροχή της πνευματικής από την υλική διατροφή. Την ίδια υπεροχή εκφράζει, όταν παραγγέλλει: «ζητεῖτε πρώτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ... καὶ ταῦτα πάντα (δηλ. τα υλικά) προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6, 33). Και αυτό, αλλά και όλη η διδαχή του Χριστού, αποβλέπουν στην επιδίωξη της Χάριτος, του αληθινού φωτός, που φωτίζει τους νοητούς οφθαλμούς.
Και ο απόστολος Παύλος επαναλαμβάνει τη διδαχή του θείου Διδασκάλου, όταν γράφει: «Ὁ σπείρων εἰς τὴν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκὸς θερίσει φθοράν» (Γαλ. 6, 8). Είναι το αποτέλεσμα της τύφλωσης της ψυχής, όταν όλοι οι κόποι του αποβλέπουν στην ικανοποίηση της σάρκας, που καταλήγει στη φθορά. Ενώ «ὁ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωὴν αἰώνιον» (Γαλ. 6, 8), είναι για όσους φωτίζονται εσωτερικά από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και εργάζονται για πνευματική καρποφορία, που δεν φθείρεται. Όλα τα υλικά καταλήγουν στη φθορά, ενώ η Χάρις στηρίζει την καρδία και συνέχει τον άνθρωπο εις ζωήν αιώνιον.
5. Οι Άγιοι δέχθηκαν το Φως το αληθινό
Οι Άγιοι έβλεπαν με τα νοητά μάτια το Φως το αληθινό, τον Χριστό, γιατί καθάρθηκαν και πήραν το Άγιο Πνεύμα. Στην παρούσα ζωή συντάχθηκαν με τον Χριστό. Τον ομολογούσαν με την πίστη τους και με τα έργα τους. Έζησαν κατά τον δικό του τρόπο ζωής, έζησαν τη Μετάνοια, άλλοι αμέσως, άλλοι σταδιακά. Μετατέθηκαν από τον κόσμο στον Χριστό και «γέγονεν αὐτοῖς τὸ σκότος εἰς φῶς», όπως λέγει ο προφήτης Ησαΐας. Είδαν τα «ουράνια μυστήρια» απ’ αυτή τη ζωή. Ο Ησαΐας «είδε τον Κύριον επί θρόνου υψηλού», είδε την «Αυτού συγκατάβασιν» (ι. Χρυσόστομος), τη Σάρκωσή του και το πάθος του (Ἠσ. 6, 1). Ο πρωτομάρτυς Στέφανος είδε μέσα από την αίθουσα του δικαστηρίου «τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν του Θεοῦ ἑστώτα» (Πράξ. 7, 55). Όλοι οι Άγιοι είδαν τον Κύριο της δόξης από τη ζωή αυτή, γιατί καθάρισαν τη δράση της διανοίας με τη Μετάνοια, τις προσευχές και τα δάκρυά τους και έγιναν «τυφλοί» για τα πράγματα τούτου του κόσμου. Γι’ αυτούς γράφει ο Ψαλμωδός: «Κύριος σοφοῖ τυφλούς» (Ψαλ. 145, 8), τους δίνει, δηλαδή, την «άνωθεν σοφίαν» και γίνονται τυφλοί για τα πράγματα τούτου του κόσμου, γιατί ατενίζουν τον ουρανό. Χάρη σ’ αυτή «χρῶνται τῷ κόσμῳ καὶ δὲν καταχρῶνται». Κάνουν χρήση του κόσμου και όχι κατάχρηση. Έχουν το φως το αληθινό, την αρετή της διακρίσεως και σ’ όλες τις περιπτώσεις «ἐν τῷ φωτὶ περιπατοῦσι».
Να αναβλέψουμε, θα πει να «ενδυθούμε τον Χριστό» (Γαλ. γ' 27). Όπως τονίζουν οι Πατέρες: «όποιος ταπεινώνεται, φωτίζεται. Όποιος δεν θέλει να ταπεινωθεί, μένει στο σκοτάδι, όπως ο εωσφόρος και ύστερα διάβολος».

Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διὰ τῶν Σπορίμων, Τόμος Α΄.