(Λουκ. ιβ,16-21)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;  Καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶτῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲἡτοίμασας τίνι ἔσται;  Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω. 

 Ερμηνεία

Ο Κύριος εξαιτίας μιας ερωτήσεως κάποιου για κληρονομικές υποθέσεις με τον αδελφό του είπε «ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. 12,15), δηλαδή κι αν έχει κάποιος αφθονία, τα πλούτη του δεν του δίνουν ζωή. Η ανθρώπινη ζωή δεν συμπαρεκτείνεται με τα ανθρώπινα πλούτη. Στη συνέχεια για να στηρίξει τη διαπίστωσή Του αυτή ο Κύριος είπε την παραβολή του άφρονος και άπληστου πλουσίου. Ας δούμε τα σημεία της απληστίας του.

Τα σημεία της απληστίας του πλουσίου

louka 9Πρώτα πρώτα στην παραβολή φαίνεται η ευσπλαχνία του Θεού. Δεν ευφόρησε κάποιο χωράφι του πλουσίου, αλλά «η χώρα» (12, 16). Όλα τα κτήματά του τη χρονιά εκείνη ήταν καρποφόρα. Μπροστά στα αναμενόμενα αγαθά που επρόκειτο να λάβει ο άπληστος εκείνος άνθρωπος, συμπεριφέρθηκε ανόητα. Καταλήφθηκε από άπληστους λογισμούς. Θέλοντας να μαζέψει όλους τους καρπούς του εξαιτίας της πλεονεξίας του και μην μπορώντας, επειδή ο όγκος των αγαθών ήταν μεγάλος, «ἑξαπορεῖται καὶ στενοχωρεῖται, ὡς ἄγαν πένης, ὁ ἄγαν πλούσιος», δηλαδή στενοχωριέται σαν να είναι πάρα πολύ φτωχός, εκείνος που ήταν πολύ πλούσιος, τονίζει ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός. Έπρεπε ή να δώσει τους παλαιούς καρπούς στους πτωχούς ή να ευχαριστήσει τον Θεό για την ευφορία. Τίποτε από τα δύο δεν έκανε. Δεν κατάλαβε πως ο Θεός του έδωσε τόσα αγαθά όχι για να τα τρώγει αυτός, αλλά και για τους ενδεείς και τους ανήμπορους. Το ότι ευφόρησε η χώρα του δείχνει το βάθος του πλούτου του. Αυτός που είχε τόσο πλούτο, φωνάζει σαν φτωχός. Ο Θεός έδωσε αγαθά κι ο άνθρωπος απάντησε με απληστία.

Εντύπωση προκαλεί και ο τρόπος που ομιλεί. Λέγει: «Οι αποθήκες μου, οι καρποί μου, τα αγαθά μου, τα γεννήματά μου· "ἡ ψυχή μου, φάγε, πίε, εὐφραίνου"» (12,17 και εξ.). Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται στην παραβολή σαν να μην έχει συγγενείς, οικογένεια, παιδιά, γνωστούς και οικείους. Μόνο για τον εαυτό του κάνει λόγο. Σαν να λέγει: «Ουδένα έχω κοινωνόν, ουδέν αμεριστήν ποιούμαι, ου του Θεού εισιν, αλλ’ αμά, μόνος ουν απολαύσω» (άγιος Θεοφύλακτος), δηλαδή «δεν έχω κανέναν που να συμμεριστεί τα πλούτη μου, κανένας δεν θα τα μοιραστεί μαζί μου, δεν είναι του Θεού, αλλά δικά μου, μόνος μου θα τα απολαύσω». Η απληστία κάνει τον άνθρωπο να στεγνώνει από κάθε ανθρώπινο αίσθημα. Διαλύει συγγενικούς δεσμούς και αποξενώνει τους ανθρώπους από το κοινωνικό σύνολο.

Άλλο σημείο της απληστίας του πλουσίου είναι οι επιθυμίες του για το μέλλον. Το φαγητό, η ευωχία και η απόλαυση ήταν τα μόνα που επιθυμούσε, όταν θα μάζευε τον πλούτο. Σημειώνει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας πως με τη λέξη «εὐφραίνου» υποδηλώνονται τα υπογάστρια πάθη· «ἀκολουθεῖ γὰρ τῷ κόρῳ τὰ ἀφροδίσια», δηλαδή ακολουθούν τον κόρο (την πληθώρα των αγαθών) τα αφροδίσια πάθη. Πράγματι τα σαρκικά πάθη πολλές φορές συμβαδίζουν με την πλησμονή (χόρτασμα) των υλικών αγαθών και μάλιστα της γαστριμαργίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λέγουν πως η γαστριμαργία είναι η μητέρα της πορνείας. Μετά από φαγοπότια και κραιπάλες και μέθες είναι συνηθισμένο φαινόμενο να πέφτουν οι συμμετέχοντες σε τέτοιες καταστάσεις στην πορνεία. Η απληστία καταστρέφει τον άνθρωπο.

Είναι μεγάλο πάθος η απληστία

Ο ιερός Χρυσόστομος σε μια ομιλία του γράφει πως τα πάθη που πολεμούν τον άνθρωπο είναι η πλεονεξία, η ακολασία και η κακή επιθυμία· «Τὰ τυραννούντα μάλιστα τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος, ταῦτά ἐστι πλεονεξία καὶ ἀκολασία καὶ ἐπιθυμία κακὴ». Ο πλεονέκτης, που είναι ειδωλολάτρης (Ἐφ. 5, 5), δεν είναι ποτέ ειρηνικός. Πάντοτε είναι στην ταραχή. Μηχανεύεται τρόπους νόμιμους ή άνομους για να συλλέξει περισσότερα αγαθά στη ζωή του. Είναι καχύποπτος γιατί δεν εμπιστεύεται κανέναν από τους οικείους του ή γνωστούς ή, ακόμη, κι εκείνους που τον πλησιάζουν με καλή πρόθεση. Όλους τους υποψιάζεται και τους αντιμετωπίζει με αμφιβολία. Φοβάται μήπως τον αδικήσουν ή τον ζημιώσουν. Ο άπληστος δεν μπορεί να έχει καθαρά νοήματα και καρδιά. Ο Κύριος είπε πως μέσα από την καρδιά του αμαρτωλού ανθρώπου εκπορεύονται μεταξύ άλλων και «πλεονεξίαι» (Μάρκ. 7, 22). Μάλιστα τονίζει πως όλα αυτά «κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον» (7, 23), δηλαδή μολύνουν τον άνθρωπο. Η πλεονεξία μας απομακρύνει από τον Θεό και τους ανθρώπους, μας αποθηριώνει.

Αγαπητοί αδελφοί, το πάθος της απληστίας κάνει τον άνθρωπο να μην έχει εμπιστοσύνη στον Θεό, αλλά στα χρήματα και τα υλικά αγαθά. Η πλεονεξία είναι όντως μια ειδωλολατρία. Σε πολλούς έχει υποκαταστήσει την πρόνοια του Θεού. Ας επαναστατήσουμε εναντίον του εαυτού μας και ας αναζητήσουμε τη χάρη του Θεού, που είναι πλούτος άσυλος και θησαυρός «ἀνέκλειπτος» (Λουκ. 12, 33). Είναι αγαθό που έχει πάντοτε την άξια του και εκείνο που κατ’ εξοχήν πάντοτε έχουμε ανάγκη. Αμήν.

Μητροπ. ΕδέσσηςΙωήλ, Ο επιούσιος Άρτος