(Ἰωα. α΄, 44 – 52)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ' ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

Ερμηνεία

anastylosh eikonwnΗ σημερινή Κυριακή, πρώτη των Νηστειών, ονομάζεται Κυριακή της Ορθοδοξίας και είναι ήμερα χαράς και αναστάσιμης πανηγύρεως για την Εκκλησία μας.
«Ο Κύριος εβασίλευσεν», αφού κατέβαλε τον θάνατο και νίκησε και θανάτωσε τη «βασιλεύουσαν αμαρτίαν». Κατά τον ίδιο τρόπο και η Εκκλησία που είναι η Νύμφη του Χριστού και στην οποία «ευφραίνεται ο Νυμφίος» (Ἠσ. 62, 5) εβασίλευσε, γιατί νίκησε τις πονηρές και αντικείμενες δυνάμεις. Νίκησε, όταν οι πιστοί-μέλη της προτίμησαν τον θάνατο, παρά να χωρισθούν από τον Χριστό. Νίκησε και την πλάνη και το ψεύδος των αιρέσεων και κυριάρχησε η πίστη της, η Ορθοδοξία, όχι ως απλή θεωρητική διατύπωση, αλλά ως Αλήθεια βιουμένη, ως «εν Χριστώ» ζωή, στις καρδιές των Αγίων της. Προσκυνούμε και σήμερα και πάντοτε την «Άχραντον Εικόνα» του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού και της Υπεραγίας Θεοτόκου και των Αγίων, που ευαρέστησαν στον Θεό. Τιμούμε και προσκυνούμε και τα σύμβολα των Αγίων Παθών του Κυρίου μας και προ πάντων τον Τίμιο Σταυρό.
Η Εκκλησία μας ως το «Σώμα του Χριστού» θα ακολουθήσει την πορεία της Κεφαλής, όπως προείπε ο Κύριος: «Θα οδηγηθείτε μπροστά σε βασιλείς και ηγεμόνες», είπε στους Μαθητές του, θα «σας μαστιγώσουν στις συναγωγές» και θα σας θανατώσουν. Η πορεία της Εκκλησίας ήταν όπως και του Κυρίου της, σταυροαναστάσιμη. Οδηγείται στην Ανάσταση μέσα από τον σταυρό.
Ο διάβολος όταν πολεμούσε την Εκκλησία, απέβλεπε στον ίδιο σκοπό, που είχε όταν πλανούσε τους πρωτοπλάστους: στην απομάκρυνση από τον Θεό. Με αυτό τον στόχο πολέμησε σκληρά και ανελέητα την Εκκλησία και «απ’ έξω» και «από μέσα».
1. Οι εξωτερικοί πολέμιοι
Η Εκκλησία πολεμήθηκε από τους έξω, όταν οι «άρχοντες των λαών συνήχθησαν» (=συγκεντρώθηκαν) κατά της Εκκλησίας, δηλαδή κατά των πιστών, που αποτελούσαν το σώμα της και αυτό που αξίωναν ήταν η άρνηση του Χριστού. Χρησιμοποίησαν απειλές, διωγμούς, πολέμους, ποικίλα μαρτύρια. Οι Χριστιανοί «ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν (=πριονίσθηκαν), ἐν φόνω μαχαίρας ἀπέθανον... ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι» (Ἑβρ. ια' 37) και έγιναν «κοινωνοί των παθημάτων και του σταυρού του Κυρίου». Είναι ο ίδιος πειρασμός, που ο διάβολος υπέβαλε στους πρωτοπλάστους: Να ζήσουν «άνευ Θεού» και επαναλαμβάνεται σ’ όλες τις εποχές, για να στερηθεί ο άνθρωπος την «πηγή της ζωής».
Ο διάβολος κτυπά την Εκκλησία στο σημείο που βρίσκεται η αξία της και αποτελεί τη μεγίστη δωρεά του Θεού. Και αυτό είναι η ενότητά της με τον Νυμφίο Χριστό. Η αξία της Εκκλησίας βρίσκεται στο μυστήριο της θεανθρωπίνης ενώσεως. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἔγενετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμὶν», για να μας σώσει, καθιστώντας μας θεούς «κατά χάριν». Αν αυτή η σύζευξη θείου και ανθρωπίνου παύσει να υπάρχει, αν σταματήσει ο Λόγος να «σκηνώνη ἐν ἡμὶν», η Εκκλησία από «σώμα Χριστού», που σώζει τον κόσμο, θα καταντήσει να είναι ένα σωματείο, μια ομάδα ανθρώπων, που θα φθαρεί και θα παρέλθει. Θα είναι μόνο «ξηρά οστά και γεγυμνωμένα», πηλός χωρίς «πνοήν ζωής», νύμφη χωρίς Νυμφίο, ένας γάμος διαλυμένος.
2. Εχθροί «από μέσα»
Η Εκκλησία πολεμήθηκε και «από μέσα». Από λεγομένους Χριστιανούς επισκόπους και άλλους κληρικούς, ακόμη και από Συνόδους και λαϊκούς φιλοσόφους και σοφιστές. Αυτοί, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἤσαν ἐξ ἡμῶν» (Α' Ἰω. 2,19). Βγήκαν δηλαδή από τις τάξεις των Χριστιανών, αλλά δεν ήσαν αληθινοί Χριστιανοί. Ήταν βαπτισμένοι, αλλά δεν είχαν ορθό βίο, σύμφωνα με την πίστη της Εκκλησίας, που ήταν ενσαρκωμένη στη ζωή των Αγίων της. Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος προσφέρονται στους πιστούς μόνο μέσω της Εκκλησίας.
Όταν ο άνθρωπος δεν μετέχει στην ευχαριστιακή ζωή της Εκκλησίας, υποδουλώνεται στα πάθη του, χωρίζεται από την Εκκλησία, απορρίπτει την πίστη και τη ζωή της και πλάθει δικά του «δόγματα δυσσεβείας», μέσα από το σκοτάδι του εγωισμού του. Έτσι δημιουργήθηκαν οι αιρέσεις, που πολέμησαν την Εκκλησία, γιατί υπονόμευαν την ορθή πίστη της με δική τους πίστη, που δεν ανταποκρινόταν στην εμπειρία των Αγίων. Μια πίστη, που δεν απέβλεπε στην ένωση του άνθρωπου με τον Θεό. Έπλαθαν έναν διαφορετικό Χριστό από κείνον, που κήρυσσε η Εκκλησία. Έναν Χριστό-κτίσμα του Θεού και όχι Θεόν αληθινό. Και αυτός ο πόλεμος του διαβόλου κατά της Εκκλησίας ήταν απειλή κατά της σωτηρίας του ανθρώπου. Γιατί ένας Χριστός, που δεν είναι Θεός, δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο.
3. Το κράτος του εχθρού
Από πότε δημιουργήθηκε το κράτος αυτό; Από τότε, που ο εχθρός έπεισε τον άνθρωπο, να απομακρυνθεί από τον Θεό, να πιστέψει στην αυθυπαρξία του και την αυτοθεΐα του. Ότι μπορεί τάχα και μόνος του να ζει και να γίνει θεός, χωρίς τον Θεό και επομένως δεν έχει ανάγκη τον Θεό. Μένοντας ο άνθρωπος στην αγαπητική σχέση και κοινωνία του Θεού, ο διάβολος δεν θα μπορούσε να τον κάνει κτήμα δικό του. Γι’ αυτό χρησιμοποίησε το ψέμα και την απάτη, για να τον αποσπάσει από τον Θεό.
Ο Κύριος μάς είπε, πως ο άνθρωπος μοιάζει με το κλήμα, που μένει ενωμένο με τον κορμό της Αμπέλου. Ο καρπός, που φέρει το κλήμα, είναι το αποτέλεσμα της σχέσεώς του και της κοινωνίας του με την κληματαριά. Εάν αποχωρισθεί, θα παύσει να καρποφορεί, θα ξηρανθεί και θα αποθάνει. Το ίδιο και ο άνθρωπος. Πλάστηκε για να μένει ενωμένος με τον Θεό, να αγαπά και να αγαπάται.
Η σχέση και η αγάπη με τον Θεό, είναι ο τρόπος που του πρόσφερε ο Θεός, για να ζει αιώνια. Ο άνθρωπος με τη «συμβουλή του όφεως» απέρριψε τον τρόπο αυτό της ζωής με τον Θεό και έζησε «άνευ Θεού». Φεύγοντας από τον Θεό «ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη» και έγινε δούλος του εχθρού διαβόλου, στο κράτος της αμαρτίας και του θανάτου. Εργασία του ήταν η συντήρηση της βιολογικής του ύπαρξης, η οποία είναι προορισμένη να πεθάνει, αφού έμεινε χωρίς «πνοήν ζωής», που του χορήγησε ο Θεός. Αντί η τροφή του να γινόταν μέσον ευχαριστίας και κοινωνίας με τον Θεό, χρησιμοποιήθηκε για απλή συντήρηση.
Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος διαζεύχθηκε από τον Θεό, δηλαδή από τη ζωή και συζεύχθηκε τον διάβολο, δηλαδή τον θάνατο και υποτάγηκε στο κράτος του. Μόνο αν η ζωή του ήταν αποτέλεσμα αγάπης και υπακοής στον Θεό, που είναι υπέρβαση της γήινης φύσεως του, θα έλεγε στον διάβολο: Ό,τι και αν μου προσφέρεις, ακόμη και αν με απειλήσεις να με σταυρώσεις, δεν αφήνω τον Θεό μου, που τόσο αγαπώ, γιατί μακριά του δεν υπάρχει ζωή. Τότε το κράτος του διαβόλου θα ήταν μόνο η αμαρτία η δική του και ο θάνατος. Δεν θα είχε εξουσία πάνω στον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος δεν αγάπησε τον Θεό με την πρώτη αγάπη. Υποτάγηκε στην κτιστή φύση του και υποδουλώθηκε σ’ αύτη. Προτίμησε τη βιολογική επιβίωση από την αθάνατη ζωή και έγινε δούλος της αμαρτίας και του θανάτου. Η μόνη λύση ήταν η αποκατάσταση της σχέσεως, της κοινωνίας και της αγάπης με τον Θεό. Ποιος όμως θα την πραγματοποιούσε, αφού όλοι βρίσκονταν «υπό ζυγόν δουλείας»;
4. Ο Χριστός συντρίβει το κράτος του εχθρού
Τη λύση έφερε ο Υιός και Λόγος του Θεού με την ενανθρώπησή Του. Πήρε τον άνθρωπο ξανά, όχι απλά κοντά του, αλλά τον ένωσε με τη θεότητά Του, τον έκανε θεοϋπόστατο. Και έγινε ο Κύριος τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Ως άνθρωπος υπακούει και υποτάσσει το θέλημά του στο θέλημα του Θεού, την όντως ζωή και παραδίδεται στην αγάπη του Θεού.
Υφίσταται όλες τις θυσίες, αλλά ποτέ δεν «ἀπέστη Θεοῦ», για να κάνει καλύτερη τη φυσική του ζωή. Ακόμη και όταν ήλθε η ώρα της θυσίας του Σταυρού, κατά το θέλημα του Θεού Πατέρα, δεν επεδίωξε την αποφυγή της θυσίας, για να σώσει τη φυσική Του ζωή. Παρέμεινε στη σχέση και την κοινωνία του Πατέρα. Και αφού παρέδωσε τα πάντα στην αγάπη του Πατέρα, παρέδωσε και το «πνεύμα» Του «εις χείρας» Του. Μένοντας για πάντα ενωμένος με τον Πατέρα Του, καταλύει το κράτος του εχθρού. Όπως λέγει και ο Υμνωδός της Εκκλησίας: «Ὄτε προσηλώθης τῷ ξύλω τοῦ Σταυροῦ, τότε ἐνεκρώθη τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ». Επειδή έμεινε ενωμένος με τον Θεό, ο θάνατός Του έγινε ζωηφόρος και κατέλυσε τον εκ της αμαρτίας θάνατο. Με όλα αυτά, ο Χριστός μας έδειξε την πορεία, που έπρεπε να ακολουθήσει ο άνθρωπος, για να απαλλαγεί από τον θάνατο.
5. Και η Εκκλησία καταλύει το κράτος του εχθρού
Η Εκκλησία, στα πρόσωπα των Μαρτύρων, αλλά και όλων των Αγίων της, γεύεται τον Σταυρό, γι’ αυτό συντρίβει το κράτος του εχθρού. Δεν αρνείται τον Χριστό, για να περισώσει τη φυσική ζωή και τις επιδιώξεις της. Οι Μάρτυρες και οι Άγιοι γενικά, δεν ξεγελάστηκαν από τον διάβολο, όπως οι Πρωτόπλαστοι, πως αν χωρισθούν από τον Θεό, θα βρουν καλύτερη ζωή. Γι’ αυτό δεν αρνήθηκαν τον Χριστό, έστω κι αν αυτό τους κόστισε απώλεια περιουσίας, οικογένειας, φυλακίσεις, βασανιστήρια, αποκοπή ανθρωπίνων μελών, εξόρυξη οφθαλμών, νυχιών και ποικίλους θανάτους. Ακολούθησαν την κλήση του Χριστού, για απάρνηση και άρση του σταυρού τους.
Το μόνο που ήθελαν να σώσουν ήταν η ζωή που πηγάζει από τη σχέση και τη κοινωνία με τον Θεό. Όταν η προσωπική αυτή σχέση παρέμενε αναλλοίωτη μέχρι θανάτου, ο θάνατος του σώματος γινόταν ζωοφόρος, γιατί έφερε την κατάλυση του κράτους του εχθρού. Και ενώ η ψυχή τους χωριζόταν από το σώμα, δεν χωριζόταν από τον Θεό. Τα λείψανά τους, επειδή έφεραν τη χάρη του Θεού ευωδίαζαν, και επιτελούσαν θαύματα, οι δε ψυχές τους απολάμβαναν τη χάρη «ἐν χειρὶ Θεοῦ». Κατάργησαν την πλάνη των ειδώλων και «ἔλαμψαν ἐν τῷ κόσμω διὰ τοῦ Μαρτυρίου».
Η θέση των Αγίων ήταν αντίθετη από τη θέση των πρωτοπλάστων. Οι πρωτόπλαστοι προτίμησαν την ικανοποίηση της βιολογικής ζωής και των αναγκών της κι ας έμεναν χωρίς τον Θεό κι ας υποδουλώνονταν στο κράτος του θανάτου. Οι Μάρτυρες προτίμησαν να ζουν ενωμένοι με τον Θεό και ας έχαναν τη φυσική ζωή και τα αγαθά της, γι’ αυτό κατέλυσαν τον θάνατο με τον θάνατο τους.
Όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας νικούν το κράτος της αμαρτίας και του διαβόλου, γιατί θυσιάζουν καθημερινά το «φρόνημα της σαρκός», που θέλει να ζει αυτόνομα, χωρίς υπακοή και υποταγή στον Θεό και το θέλημά Του. Με την άσκηση της Εκκλησίας, τη νηστεία, την προσευχή, την ταπείνωση και την υπακοή, εναρμονίζουν και το θέλημα της σαρκός στην αγάπη και την υπακοή του Θεού. Δεν θυσιάζουν την αγάπη του Θεού για τις απολαύσεις της φυσικής ζωής. Έτσι έζησαν το θεανθρώπινο μυστήριο της Εκκλησίας, το οποίο συνιστά την Ορθοδοξία. Αυτοί κατετρόπωσαν τους αιρετικούς με την ορθή πίστη τους, που ήταν ενσαρκωμένη στην καθημερινή τους ζωή. Έλαμψαν με τη ζωή τους και με τη διδασκαλία τους, που ήταν ο λόγος της αληθείας, σε αντίθεση με το ψεύδος των αιρέσεων που διαιρούσε το θεανθρώπινο μυστήριο.
6. Η Εκκλησία, «καινή Κτίσις»
Είναι η νέα ανθρωπότητα, που προήλθε από τον πρώτο «καινόν άνθρωπον», τον Θεάνθρωπο Κύριό μας και αποτελεί εικόνα και φανέρωση του αγιοτριαδικού τρόπου ζωής. Σε αντίθεση με τους Πρωτοπλάστους που αποκόπησαν από τον Θεό, η Εκκλησία αποκαθιστά τον προπτωτικό τρόπο ζωής, ως κοινωνίας και σχέσεως με τον Θεό. Αυτό τον τρόπο ενσάρκωσαν στη ζωή τους οι Άγιοι και έφτασαν στην ένωση με τον Θεό. Ζούσαν μέσα στον Θεό και ο Θεός μέσα σ’ αυτούς, αυτό ακριβώς, που είναι Ορθοδοξία.
Είθε να τους ακολουθήσουμε.

Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διά τῶν Σπορίμων, Τόμος Β΄.