(Λουκ. ιε΄ 11-32)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ' ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

Ερμηνεία

Asotou1Στο σημερινό Ευαγγέλιο ακούσαμε την Παραβολή του άσωτου υιού. Με αυτήν ο Κύριος θέλει να μας φανερώσει α) τον πλούτο της αγάπης του στον άνθρωπο, προς τον οποίο κινείται με «μανικόν έρωτα» και «παραφοράν αγάπης». Και β) να εκθέσει την ιστορία της ανθρωπότητας, η οποία εκπροσωπείται με δύο γιους. Ο ένας, ο νεώτερος, φεύγει από το πατρικό σπίτι, γίνεται άσωτος, αλλά ταπεινώνεται, μετανοεί και απολαμβάνει την αγάπη και το έλεος του Πατέρα. Ο άλλος, ο μεγαλύτερος, φαινομενικά βρίσκεται κοντά στον Πατέρα, ενώ πραγματικά είναι μακρυά του, γιατί φθονεί τον αδελφό του, δεν υπακούει στον πατέρα του, εμμένει στο θέλημά του και στερείται του πατρικού συμποσίου. Ας τα δούμε όλα πιο αναλυτικά.
1. Ο άνθρωπος και η «ουσία»
Ο άνθρωπος, για τον οποίο μιλά η Παραβολή, είναι ο Θεός, που για να μας δείξει τον πλούτο της φιλανθρωπίας του, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και έγινε άνθρωπος, για να μας κάνει θεούς. Με τους δύο γιους θέλει να δείξει την ιδιότητα του πατέρα, με πολύ δυνατή την πατρική αγάπη, που ξέρει να σφιχταγκαλιάζει, να φιλεί, να δέχεται, να συγχωρεί τους αμαρτωλούς. Απ’ αυτό τον πατέρα ζητεί ο νεώτερος γιος, το «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Ποια είναι η «ουσία» αυτή; Είναι τα θεία χαρίσματα που μας χάρισε ως πατέρας, για να έχουμε τη δυνατότητα να του μοιάσουμε. Είναι η ίδια η ύπαρξή μας η υλική, ο «χους (=το χώμα) εκ της γης», το αισθητό μέρος, αλλά και η «πνοή ζωής», η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που έβαλε μέσα μας, το πνευματικό μέρος της ύπαρξής μας, για να ζωοποιεί την υλική φύση μας. Για να φωτίζει τον κυβερνήτη νου και τις άλλες δυνάμεις μας (σκέψη, φρόνηση, θέληση, επιθυμίες) να κατευθύνονται «άνω»: Να μπορούμε να πραγματοποιούμε τη ζωή ως αγάπη, σχέση και κοινωνία με τον Θεό και τους ανθρώπους, κατ’ εικόνα των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Έτσι ο άνθρωπος είναι πνεύμα και ύλη, επίγειος, άλλα και ουράνιος. Πλάστηκε για να είναι ενιαίος και αδιαίρετος και να ζει και να υπάρχει θεανθρώπινα. Να είναι εικόνα και «δόξα», δηλαδή φανέρωση του Θεού. Κάθε χωρισμός του θείου από το ανθρώπινο, είναι απόρριψη της σχέσεως με τον Θεό, διασπά και τεμαχίζει τον άνθρωπο και φέρει τον θάνατό του. Αυτή είναι η «ουσία», που μας χάρισε ο Θεός και την οποία ο νεώτερος γιος ζήτησε από τον Θεό να χωρίσει στα δύο. Να χωρίσει το θείο από το ανθρώπινο.
2. Η πορεία του νεώτερου γιου
Η πορεία του νεώτερου γιου, είναι η πορεία του ανθρώπου της πτώσεως, πορεία προς τον θάνατο, στην αληθινή κόλαση, γιατί είναι πορεία απόρριψης και εγκατάλειψης του Θεού. Ξεκινά από τη στιγμή, που ο νεώτερος γιος ζητά να φύγει από το πατρικό σπίτι και την παρουσία του Πατέρα. Και όταν λέμε να φύγει, δεν σημαίνει σε άλλο τόπο, αλλά σε άλλο τρόπο ζωής. Να μην είναι κάτω από την κηδεμονία του Θεού και χωρίς την τήρηση των εντολών Του, που είναι ζωή. Πίστεψε πως μπορεί μόνος του να γίνει θεός. Νόμισε πως είναι ικανός για όλα. Νόμος του ο εαυτός του, η φιλαρέσκειά του, η φιλαυτία του. Έκανε κακή χρήση του θείου χαρίσματος του «αυτεξουσίου», της ελευθερίας, που μας χάρισε ο Θεός να επιλέγουμε τον τρόπο ζωής μας, μαζί μ’ Αυτόν ή χωρίς Αυτόν.
Γι’ αυτό ο Πατέρας-Θεός δεν προσπαθεί να αποτρέψει τον γιο του από τη φυγή, γιατί δεν θέλει κοντά του ανθρώπους, που δεν Τον αγαπούν και νομίζουν πως δεν τον έχουν ανάγκη. Τους αφήνει να ωριμάσουν, να καταλάβουν την ανεπάρκειά τους, να δοκιμασθούν ελεύθερα και μόνοι τους να επιστρέψουν.
Έτσι ο άσωτος -ο πεπτωκώς άνθρωπος- «συναγαγών άπαντα» τα θεία χαρίσματα, την «ουσία» του πατέρα του, «αποδημεί» από τον τρόπο ζωής του Θεού, την προσωπική σχέση μαζί Του και αρχίζει άλλη ζωή, χωρίς τον Θεό. Τον ενδιαφέρει να ζήσει βιολογικά, για να ικανοποιεί τις επιθυμίες του υλικού μέρους της ύπαρξής του. Και εγκαταλείποντας τον Θεό, παίρνουν τη θέση Του τα αμαρτωλά πάθη. Αυτά τον κυβερνούν και τον κατευθύνουν και υποδουλώνεται σ’ αυτά. Η «ουσία» του, τα χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός, διασκορπίζονται στα διάφορα πάθη, για να απολαύσει τις ηδονές της αμαρτίας. Οι ηδονές όμως δεν διαρκούν. Μόλις ο άνθρωπος δοκιμάσει την ηδονή, αυτή φεύγει και ο άσωτος θέλει την επανάληψή της. Ο διάβολος δεν επιτρέπει τον κορεσμό, για να μη σταματήσει ο άνθρωπος να αμαρτάνει. Είναι η αμοιβή των δαιμόνων, όταν ο άνθρωπος υποδουλωθεί σ’ αυτούς. Είναι ο θάνατος της ψυχής από την απουσία του Θεού.
Το Ευαγγέλιο μιλά για λιμό και στέρηση του ασώτου. Είναι ο λιμός για τον οποίο ομιλεί ο Μ. Κανών, «Λιμὸς Θεοῦ κατέλαβε μὲ». Είναι η πνευματική πείνα από τη στέρηση του Θεού. Όλες οι τροφές, που ικανοποιούν μόνο το σώμα, μοιάζουν με ξυλοκέρατα, αν λείπει ο «Άρτος της Ζωής». Τρέφεται το σώμα, αλλ’ η ψυχή πεθαίνει από ατροφία και ακολουθεί η φθορά και ο θάνατος του σώματος. Επειδή η φιλήδονη ζωή δεν χορταίνει τον άνθρωπο, νοιώθει την πείνα και την στέρηση του Θεού, από τον διασκορπισμό των θείων χαρισμάτων. Τίποτε το θείο και πνευματικό δεν του μένει. Η στέρηση είναι πλήρης. Γι’ αυτό και έγινε άσωτος, δηλαδή στερημένος σωτηρίας. Στερημένος από τον Θεό, από τη σχέση μαζί Του, από την ευλογία να αγαπά και να αγαπάται. Η φύση του αμαυρώθηκε.
Το κενό όμως του Θεού, κανένας δεν μπορεί να το αναπληρώσει. Χωρίς Θεό θα είναι μόνο «σάρκα», που φθείρεται και πεθαίνει. Εξομοιώνεται προς τα ζώα και μάλιστα τους χοίρους. Η ζωή του έγινε χοιρώδης, δηλαδή εμπαθής και ακάθαρτη. Σ’ αυτό τον εξώθησαν και οι «πολίτες» της μακρυνής εκείνης από τον Θεό χώρας, οι δαίμονες. Εκεί οδηγείται ο άνθρωπος, που θεωρεί βαρύ τον ζυγό του Κυρίου. Υποτάσσεται στον ζυγό των παθών και πέφτει στην κατάσταση των ζώων. Τη δόξα και την τιμή που του χάρισε ο Θεός, τη σχέση με τον Θεό της αγάπης και τους αδελφούς του, την πήραν οι χοίροι, τα ξυλοκέρατα, οι χοιροβοσκοί, η σάρκα, τα πάθη. «Πάση ἡδονὴ ἑπομένη ἐστὶν ἡ ἀηδία» (αββάς Ισαάκ). Εκείνο που ακολουθεί την σαρκική ηδονή είναι η αηδία.
«Τη νοοτροπία του ασώτου, ας τη ζητήσουμε στους εαυτούς μας» (ι. Χρυσόστομος).
3. Ήλθεν «εἰς ἐαυτὸν»
Μετά τη συνειδητοποίηση της πτώσεώς του, της αποτυχίας και της αστοχίας του να απολαύσει τη ζωή, όπως σχεδίασε και οραματίστηκε, «ήλθεν εις εαυτόν». Επομένως όταν ενεργούσε, όπως ενήργησε, ήταν «εκτός εαυτού». Η αναγνώριση της πτώσεώς μας, είναι προϋπόθεση για τη μετάνοια.
«Αρχή Μετανοίας το πένθος», η Λύπη. Είναι το ξεκίνημα για τη σωτηρία. Τώρα αρχίζει να καταλαβαίνει ότι η τάση για απομάκρυνση από τον Πατέρα του, ήταν οι αντιστάσεις της σαρκικής φύσεώς του, για να μην υποταγεί στον Θεό και το θέλημά του. Επειδή υπόκυψε στην αυτόνομη χοϊκή φύση του, υποδουλώθηκε σ’ αυτή και έφθασε μέχρι τον άδη. Τώρα που έγινε «νεκρός και απολωλώς», θα κατάλαβε το κόστος της απομάκρυνσης από τον Θεό Πατέρα.
Η μόνη σωτηρία είναι το: «Ἀναστᾶς πορεύσομαι πρὸς τὸν Πατέρα μου». Όσο κι αν βυθίστηκε στην ακολασία και την ασωτία, όσο κι αν έζησε στον άδη, η εικόνα του Πατέρα δεν αφανίστηκε από μέσα του. Η δίψα της επιστροφής στον πατέρα, είναι κατάλοιπο από τον αρχικό τρόπο της ζωής ως αγάπης και κοινωνίας με τον Πατέρα.
Η αίσθηση ότι έχει πατέρα έγινε η σωτηρία του. Και όταν τον εγκατέλειπε, πατέρα τον είπε και τώρα που επιστρέφει, πατέρα τον προσφωνεί. «Αναστάς» από την πτώση του, ήλθε προς τον πατέρα αυτού.
Και ο πατέρας φαίνεται υπερβολικά σπλαχνικός. Με τη σιωπώσα αγάπη του, τον ανέμενε στον σταυρό της αναμονής, μέχρι να επιστρέψει. Και τώρα τρέχει μακριά, τον αγκαλιάζει ολόκληρο και τον καταφιλεί, για να του δείξει πως γίνεται δεκτός, όχι σαν δούλος, αλλά υιός. Με το φίλημά του τον εξαγνίζει και τον αγιάζει.
Παρ’ όλη την αγάπη του πατέρα ο άσωτος, που τώρα σώζεται, εξομολογείται την αμαρτία του: «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου...». Είναι σαν να λέγει: Για όλα εγώ πταίω. Δεν τα ρίχνει στον πατέρα του, πως τον είχε τάχα πολύ αυστηρά, πως τον καταπίεζε και γι’ αυτό έφυγε. Πιστεύει πως μόνο αυτός είναι ένοχος και αποφεύγει όλες τις δικαιολογίες. Οι εντολές του Πατέρα Του ήταν «φορτίο ελαφρό».
Ο πατέρας τον αποκαθιστά στην αρχική θέση του υιού. Τον ντύνει με την αρχική στολή, τη θεία Χάρη και του χαρίζει ξανά την υιοθεσία. Δεν τον κάνει «μίσθιον» (=μισθωτόν) αλλά υιόν αγαπητόν. Του προσφέρει «δακτύλιον» στο χέρι, που είναι ο αρραβώνας της μελλούσης ζωής και Βασιλείας, που είναι σημείο ότι ξαναρχίζει η σχέση με τον επουράνιο Νυμφίο.
Αν η αρχή της Μετανοίας είναι το πένθος, το τέλος είναι η αποκατάσταση στον πατρικό οίκο. Αρχίζει μια άλλη ζωή, ως αγάπη, σχέση και κοινωνία με τον Θεό και τους ανθρώπους, «κατ’ εικόνα» της ζωής των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Είναι συμμετοχή στη ζωή του Χριστού. Αυτό είναι Μετάνοια. Και «υποδήματα εις τους πόδας» για τον ευαγγελισμό, γιατί χριστιανός είναι «η του πλησίον ωφέλεια». Και ακόμη είναι η δύναμις για να «πατά επάνω όφεων και σκορπιών» (τον σατανά). Και του δίνει και το πιο σπουδαίο: Τον «Μόσχον τον σιτευτόν» -Σώμα και Αίμα Χριστού- που σφάγηκε, για να μας μεταδίδει τη ζωή του. Τώρα θα απαλλαγεί από τον «λιμόν Θεού», γιατί θα τρώγει τον «Μόσχον», τον «πάντοτε ἐσθιόμενον καὶ μηδέποτε δαπανώμενον». Είναι η τροφή για όσους μένουν στο σπίτι του Πατέρα. Και «φαγόντες εὐφρανθώμεν». Όλους τους ενώνει μεταξύ τους και με τον Θεό η κοινή συμμετοχή στον «Μόσχον τὸν σιτευτὸν». Αρχίζει ένας καινούργιος τρόπος ζωής, αγάπης και κοινωνίας και αλληλοπεριχώρησης. Όλοι χωράνε σε όλους και στον Θεό και ο Θεός σ’ αυτούς. Είναι αυτό που συνιστά την Εκκλησία. Σ’ αυτή τη νέα ζωή, μας οδηγεί η Μετάνοια, το δεύτερο Βάπτισμα. Απαιτείται όμως αγώνας για διαφύλαξη. Ο φόβος μήπως φθάσουμε σ’ αυτό τον ξεπεσμό, «μοιάζει με ράβδο πατρική που μας κυβερνά, μέχρι που θα φθάσουμε στον παράδεισο τον πνευματικό. Και όταν φθάσωμεν εκεί μας αφήνει (ο φόβος) και φεύγει» (αββάς Ισαάκ).
4. Ο πρεσβύτερος υιός
Το κριτήριο που δίνει η Παραβολή, για την αξιολόγηση των δύο υιών, στους οποίους βρισκόμαστε όλοι, είναι η αγαπητική σχέση με τον Πατέρα τον «ἐν τοῖς οὐρανοῖς» και με τον κάθε άνθρωπο-αδελφό. Μπορούμε να αγαπήσουμε τον Θεό-Πατέρα με όλο το είναι μας και να δεχθούμε μέσα μας τον άλλο άνθρωπο, χωρίς εξαίρεση; Αυτό μας σώζει.
Ο νεώτερος γιος έφτασε στον θάνατο, γιατί τραυμάτισε και απέρριψε τη σχέση αυτή. Και ήρθε στη ζωή, όταν μετανόησε, εξομολογήθηκε και αποκατέστησε τη σχέση με τον Πατέρα του.
Ο πρεσβύτερος γιος, φαινομενικά διατηρούσε τη σχέση με τον Πατέρα, αλλά πραγματικά δεν υπήρχε. Όπως αναφέρεται στην Παραβολή, όταν ήλθε ο αδελφός του, βρισκόταν στους αγρούς και όταν ήλθε και πληροφορήθηκε τη χαρά του σπιτιού του, «ὠργίσθη καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν» στο σπίτι. Αν ήταν αληθινός γιος του Πατέρα, που ήταν όλος αγάπη, έπρεπε να χαιρόταν και να εκδήλωνε την αγάπη του, «κατ’ εικόνα» του Πατέρα. Δεν το έκανε, γιατί μέσα του είχε τα πάθη του φθόνου, του μίσους, της υπερηφάνειας. Αυτά του σύγχυζαν την ψυχή και του σκότιζαν το λογικό. Αγαπούσε μόνο τον εαυτό του και τον θεωρούσε αλάθητο. Του έλειπε η ταπείνωση. Ο πατέρας του χαιρόταν για την ευτυχία του παιδιού του και αυτός λυπόταν. Ποθούσε την τιμωρία του αδελφού του. Θα χαιρόταν αν ο πατέρας τον απέπεμπε. Άρα δεν είχε σχέση με τον Πατέρα.
Τον νεώτερο γιο τον έσωσε η αίσθηση της πατρότητας. Ο μεγαλύτερος, ούτε πατέρα δεν τον προσφωνεί. Η σχέση του με τον πατέρα δεν είναι εσωτερική - αγαπητική, αλλά τυπική. «Τόσα χρόνια σου δουλεύω...». Δούλευε την περιουσία και αγάπη δεν είχε, ούτε στον πατέρα του, ούτε στον αδελφό του. Ισχυρίζεται, πως ουδέποτε παράκουσε τον πατέρα του και τώρα μόλις τον παρακαλεί και αυτός παρακούει και δεν μπαίνει στο σπίτι.
Τον αδελφό του δεν τον αποκαλεί αδελφό, αλλά «ὁ υἱός σου οὗτος». Δηλαδή μπορεί ένας να φαίνεται πως είναι κοντά στον Θεό, πως δεν λείπει από την εκκλησία και να καυχάται γι’ αυτό. Αν όμως δεν έχει σχέση με τον Θεό και αγάπη στους αδελφούς του, δεν ζει «κατ’ εικόνα» Θεού.
Η Εκκλησία είναι κοινωνία αγαπωμένων προσώπων. Ο πρεσβύτερος γιος σε κανένα σημείο δεν φαίνεται να παραδέχεται πως έκανε λάθος και να εξομολογηθεί, για να πάρει συγχώρηση. Για όλα φταίει ο πατέρας. Γιατί δέχτηκε το παιδί του, γιατί έσφαξε τον μόσχο τον σιτευτό, γιατί δεν του έδωσε ένα ρίφι... Εκθέτει τον αδελφό του, ότι σπατάλησε την περιουσία «μετά πορνών», γιατί υπεράνω όλων έχει την οικονομία, το χρήμα και μάλιστα εξευτελίζει τον αδελφό του, για να δείξει τη δική του υπεροχή. Αυτοαποκλείστηκε από τον Παράδεισο της αγάπης του Πατέρα, γιατί δεν είχε αγάπη. Έμεινε χωρίς σωτηρία, άσωτος, γιατί δεν «ἦλθεν εἰς ἐαυτὸν». Όπως λένε οι Πατέρες, ο Θεός, για τους καθαρούς είναι φως που φωτίζει, ενώ για τους μη καθαρούς πυρ που φλογίζει.
Εμείς πού βρισκόμαστε; Ποιον από τους δύο εκπροσωπούμε; Ο Θεός να μας αξιώσει να «ἔλθωμεν εἰς ἑαυτοὺς», για να κάνουμε τις ορθές διαπιστώσεις, για να μη στερηθούμε του «οίκου του Πατρός» μας και της ευωχίας του Μόσχου του σιτευτού.

Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διά τῶν Σπορίμων, Τόμος Β΄.