(Ματθ. α΄ 1-25)

Βίβλος γενέσεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ Δαυὶδ υἱοῦ ᾽Αβραάμ. ᾽Αβραὰμ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ισαάκ, ᾽Ισαὰκ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιακώβ, ᾽Ιακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ,᾽Ιούδας δὲ ἐγέννησεν τὸν Φάρες καὶ τὸν Ζάρα ἐκ τῆς Θαμάρ, Φάρες δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἑσρώμ, Ἑσρὼμ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Αράμ,᾽Αρὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Αμιναδάβ, ᾽Αμιναδὰβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Σαλμών,Σαλμὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς ῾Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιωβὴδ ἐκ τῆς ῾Ρούθ, ᾽Ιωβὴδ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιεσσαί,᾽Ιεσσαὶ δὲ ἐγέννησεν τὸν Δαυὶδ τὸν βασιλέα. Δαυὶδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Σολομῶνα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου,Σολομὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν ῾Ροβοάμ, ῾Ροβοὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Αβιά, ᾽Αβιὰ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ασάφ,᾽Ασὰφ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιωσαφάτ, ᾽Ιωσαφὰτ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιωράμ, ᾽Ιωρὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Οζίαν,᾽Οζίας δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιωαθάμ, ᾽Ιωαθὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Αχάζ, ᾽Αχὰζ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἑζεκίαν,Ἑζεκίας δὲ ἐγέννησεν τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Αμώς, ᾽Αμὼς δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιωσίαν,᾽Ιωσίας δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος. Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος ᾽Ιεχονίας ἐγέννησεν τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ζοροβαβέλ,Ζοροβαβὲλ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Αβιούδ, ᾽Αβιοὺδ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ελιακίμ, ᾽Ελιακὶμ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Αζώρ,᾽Αζὼρ δὲ ἐγέννησεν τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Αχίμ, ᾽Αχὶμ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ελιούδ,᾽Ελιοὺδ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ελεάζαρ, ᾽Ελεάζαρ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιακώβ,᾽Ιακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν ᾽Ιωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἣς ἐγεννήθη ᾽Ιησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ ᾽Αβραὰμ ἕως Δαυὶδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυὶδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες. Τοῦ δὲ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἡ γένεσις οὕτως ἦν. Μνηστευθείσης τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ ᾽Ιωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ πνεύματος ἁγίου. ᾽Ιωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν δειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν. Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος κυρίου κατ᾽ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· ᾽Ιωσὴφ υἱὸς Δαυίδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου, τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ πνεύματός ἐστιν ἁγίου·τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾽Ιησοῦν, αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος,᾽Ιδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾽Εμμανουήλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός. Διεγερθεὶς δὲ ὁ᾽Ιωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ·καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκεν υἱόν· καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾽Ιησοῦν.

Ερμηνεία

Pro tis Xristou1Το ευαγγέλιο που ακούσαμε σήμερα είναι η αρχή του πρώτου από τα τέσσερα ευαγγέλια και η αρχή της Καινής Διαθήκης. Ονομάζεται δε «κατά Ματθαίον», επειδή συγγραφέας του είναι ο θεόπνευστος Απόστολος και ευαγγελιστής Ματθαίος. Στο μεγαλύτερο μέρος του, όπως ακούσαμε, περιέχει ένα μακρύ κατάλογο εβραϊκών ονομάτων, αγνώστων στους πολλούς και προς το τέλος αναφέρεται με συντομία στο μυστήριο της γεννήσεως του Κυρίου μας.
Ο άνθρωπος ο αμύητος στα μυστήρια του Θεού, διερωτάται: Ποια η σκοπιμότητα της παράθεσης τόσων ακαταλήπτων ονομάτων και μάλιστα στην πρώτη σελίδα της Καινής Διαθήκης; Ποιο μυστήριο κρύβεται; Την απάντηση θα τη βρούμε στη συνέχεια:
1. «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ»
Από την αρχή ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής μάς αναγγέλλει, ότι η «Βίβλος» (= το βιβλίο) που αρχίζει να γράφει, το ευαγγέλιο δηλαδή, αφορά τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Και όταν μιλά για γέννηση, δεν εννοεί την προαιώνια και ανέκφραστη «ἐκ τοῦ Πατρός, ἄνευ μητρὸς» γέννηση του Υιού και Λόγου του Θεού, αλλά την «ἐν χρόνῳ», ανέκφραστη, «κατὰ σάρκα γέννησιν ἐκ Παρθένου Μητρός, ἄνευ Πατρὸς», όταν γεννήθηκε ως άνθρωπος. Μια γέννηση γεμάτη μυστήριο, αφού η σύλληψη έγινεν «ἀσπόρως», εκ Πνεύματος Αγίου και η γέννηση «ἀφθόρως», χωρίς η Παναγία να υποστεί καμιά απολύτως φθορά κατά τη γέννηση. Όπως ήταν Παρθένος πριν τη γέννηση, παραμένει Παρθένος κατά τη γέννηση και μετά τη γέννηση. Έτσι συμβαίνει το παράδοξο θαύμα να είναι και μητέρα και παρθένος. Να είναι ο Χριστός υιός της, αλλά και Δεσπότης της και αυτή μητέρα, αλλά και δούλη Του.
Από όλα τα «καινά» (= τα καινούργια, τα πρωτοφανή και πρωτάκουστα) που έγιναν στον κόσμο είναι το «καινότατον». Στην πραγματικότητα είναι το «μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον» (Ιω. Δαμ.). Ο Θεός Λόγος «νυμφεύεται την σάρκα» (=την ανθρώπινη φύση) στη μήτρα της Παρθένου για να την ανακαινίσει, να της χαρίσει αυτό που εστερείτο: την «ὑπέρ φύσιν» χάριν, την αθανασία, τη θέωση. Τέτοια μυστήρια γίνονται μόνο «όπου βούλεται Θεός». Γι’ αυτό και ο Άγγελος είπε στην Παρθένο Μαρία: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λουκ. 1, 35). Με το θέλημα του Θεού και την υπακοή της Παρθένου Μαρίας, θα γίνει η ενανθρώπηση του Θεού και θα ανακαινισθεί ο κόσμος ολόκληρος. Αυτό το «μέγα θαύμα και μυστήριο», είναι το πραγματικό και μοναδικό ευαγγέλιο (= χαρμόσυνο μήνυμα) που θέλει ο ιερός Ευαγγελιστής να αναγγείλει στον κόσμο. Με μήνυμα χαράς, όχι απειλής και φόβου, ξεκινά το ιερό βιβλίο, που αρχίζει να γράφει. Είναι η χαρά της σωτηρίας του ανθρώπου από την τυραννία της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου.
Ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής το τοποθετεί ως επικεφαλίδα, ως αρχή και ξεκίνημα, ως κάτι το πολύ σπουδαίο και μοναδικό. «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ», θα πει ότι ο Θεός σαρκούται, γεννάται, γίνεται άνθρωπος. Η Σάρκωση δεν είναι ένα μέρος στο όλο βιβλίο, αλλά το όλο, το «ἕν», στο οποίο περιέχονται τα πάντα. Για τον ιερό Ευαγγελιστή, δια μέσου του οποίου, «λαλεῖ» το Άγιο Πνεύμα, η Σάρκωση του Θεού και η παρουσία Του ανάμεσά μας, για να πραγματοποιηθεί και μέσα μας «κατά πνεύμα», είναι το παν. Είναι η χαρά του κόσμου.
Στο μυστήριο της θείας Σαρκώσεως περιέχονται «μυστικῶς» όλα τα μυστήρια, που αναφέρονται στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Κυρίου μας. Είναι η απαρχή της «καινῆς κτίσεως», του καινούργιου κόσμου, στον οποίο θα καταργηθεί το χάσμα μεταξύ ανθρώπου και Θεού, που έφερε η αμαρτία της παρακοής και της αποστασίας μας από τον Θεό. Τώρα ο άνθρωπος θα συναφθεί με τον Θεό, ο θάνατος του χωρισμού από τον Θεό θα καταργηθεί και θα ξεκινήσει η ανάσταση της ζωής ως σχέσης, αγάπης και κοινωνίας με τον Θεό, που είναι ζωή αιώνιος.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε πως είναι τόσο σημαντικό το μυστήριο της Σαρκώσεως, ώστε όλος ο κόσμος, ορατός και αόρατος, έγινε για τη Σάρκωση, που είναι η αρχή της σωτηρίας, η δε Σάρκωση για την ανάσταση του ανθρώπου από τον θάνατο, που είναι το τέλος, δηλαδή ο σκοπός του Μυστηρίου της θείας Οικονομίας. Η σάρκωση του Θεού στον κόσμο είναι φανέρωση του μυστηρίου της άμετρης αγάπης του ουρανίου Πατρός προς τον άνθρωπο. Με τον τρόπο αυτό αποκαθίσταται στο πρόσωπο του Χριστού η αγαπητική σχέση και κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, που διακόπηκε από την αμαρτία μας και έγινε η αιτία όλων των δεινών, με κορυφαίο τον θάνατο.
Γι’ αυτό ο ιερός Ευαγγελιστής μιλά από την αρχή, από την πρώτη γραμμή, για το γεγονός αυτό, γιατί τον συνέχει. Δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά, που πληροί την καρδία του. Και η χαρά αυτή απευθύνεται σε όλη την οικουμένη. Είναι το μοναδικό αγαθό, ο Χριστός, το όποιο «ἔδει χεθῆναι καὶ ὁδεῦσαι» (Διον. Αρεοπ.). Έπρεπε να χυθεί από «τοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς» και την αγκάλη της Μητρός και να πάρει τον δρόμο, να διαδοθεί «παντὶ τῷ λαῷ», όπως ευαγγελίσθηκε ο Άγγελος στους ποιμένες.
Χαρίζοντας το έλεός Του σε όλους, θα ανακαλέσει όλους να γίνουν κοινωνοί στη Χάρη και τη χαρά του Νυμφίου, στον καινούργιο κόσμο, που ξεκινά με τη Σάρκωση του Θεού. Κατά το μέτρο της πίστεώς μας, της σχέσεως και της αγάπης μας στον Θεάνθρωπο, θα γίνουμε κοινωνοί στη ζωή Του, τη ζωή που δεν διαδέχεται θάνατος.
2. Η γενεαλογία Του
Ο ιερός Ευαγγελιστής με την παράθεση των πολλών και αγνώστων ονομάτων, που αποτελούν κλάδους από το γενεαλογικό δένδρο του Χριστού ως ανθρώπου, μας παρακινεί, δια Πνεύματος Αγίου, να θαυμάσουμε τη θεία Του συγκατάβαση. Πόσο κατεβαίνει, πόσο κατέρχεται ο «ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν», ο Δεσπότης και Κύριος πάντων, ώστε να συγκαταβαίνει και να γίνεται απόγονος ανθρώπων! Ο Θεός Λόγος γίνεται και Ιησούς Χριστός, «υἱὸς Δαβὶδ καὶ υἱὸς Ἀβραὰμ», απόγονος ανθρώπων. Και το μεν όνομα Ιησούς (=σωτήρας) φανερώνει την αποστολή Του, να γίνει σωτήρας του κόσμου, όχι από πολέμους και ασθένειες, αλλά από την αμαρτία, που είναι η πηγή όλων των δεινών και στην οποία όλοι υποδουλωθήκαμε. Το δε όνομα Χριστός, που περιέχει και τη θεία Του φύση και την ανθρώπινη, δηλαδή, ότι είναι Θεάνθρωπος. Χριστός θα πει χρισμένος από το Άγιο Πνεύμα για να βασιλεύσει πάνω στην αμαρτία, να προσφέρει τον εαυτό Του θύμα υπέρ του κόσμου και να διδάσκει «ὡς ἐξουσίαν ἔχων», ώστε οι λόγοι Του να είναι «λόγοι ζωής».
Από τον Αβραάμ και τον Δαβίδ έλκει την ανθρώπινη καταγωγή Του ο Χριστός, καθώς και από όλους αυτούς που αναφέρει το σημερινό ευαγγέλιο. Και ο μεν Αβραάμ και ο Δαβίδ, παρ’ όλες τις αμαρτίες τους, ως άνθρωποι της πτώσεως, είχαν και πολλή αρετή, γιατί έκαναν και «ἀρεστὰ ἐνώπιον Κυρίου». Διατήρησαν την αληθινή πίστη, τη σχέση δηλαδή με τον αληθινό Θεό, κάνοντας το θέλημά Του. Ο Αβραάμ μάλιστα με την πολλή πίστη του, ξεπέρασε τη φύση και προεικόνισε τη θυσία του Χριστού, όταν έθεσε την αγάπη στον Θεό, υπεράνω της αγάπης στον γιο του Ισαάκ και δέχθηκε να τον θυσιάσει στον Θεό. Αν ο Θεός δεν τον απέτρεπε την τελευταία στιγμή, θα τον θυσίαζε. Και με αυτή την πίστη έγινε πατέρας των πιστών, τόσο των Ιουδαίων όσο και των εθνικών, οι οποίοι ενώθηκαν δια της πίστεως στον Χριστό και αποτέλεσαν την Εκκλησία.
Και ο Δαβίδ υπήρξε για τον Θεό «ἀνὴρ κατὰ τὴν καρδίαν Του, ὁ ὁποῖος ἔκανε πάντα τὰ θελήματά Του» (Πράξ. 13, 22). Γι’ αυτό, τόσο ο Αβραάμ όσο και ο Δαβίδ ο απόγονός του, πήραν την υπόσχεση από τον Θεό, ότι «ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτῶν», από τη γενιά τους δηλαδή, θα ευλογηθούν όλα τα έθνη, γιατί θα προέλθει απ’ αυτούς ο Χριστός ως άνθρωπος. Οι υπόλοιποι όμως, που συνθέτουν τον κατάλογο του ιερού Ευαγγελιστού, υπήρξαν άνθρωποι, που μπορεί κατά καιρούς να εκδήλωσαν κάποια σχέση με τον Θεό, η περισσότερη όμως ζωή τους ήταν δοσμένη στην αμαρτία και τον διάβολο. Ήταν μοιχοί και μοιχαλίδες, κακόφημοι, αιμομίκτες, με πλήθος αμαρτιών. Ακολούθησαν τα προστάγματα του εχθρού και περιφρόνησαν το θέλημα και τα προστάγματα του Θεού. Θα μπορούσαν να παραλειφθούν, θα λέγαμε εμείς, και να μην μπουν μέσα στο ευαγγέλιο, γιατί θα ήταν προσβολή για έναν Θεό, που μόνο σε αγίους αναπαύεται, να έχει απογόνους ανθρώπους, που κυλίσθηκαν στον βόρβορο των παθών και της αμαρτίας.
Ο Πανάγαθος όμως Θεός «οὐκ ἐπαισχύνεται» να γίνει απόγονος τέτοιων προγόνων, να υποστεί τόση αδοξία. Συγκαταβαίνει, ταπεινούται «διὰ τὸ ἀγαπᾶν ἡμᾶς». Ο Θεός είναι φοβερός, όχι για τη δύναμή Του, αλλά για την αγάπη Του, θα πει ο αββάς Ισαάκ. Για να συναντήσει τον πεσόντα άνθρωπο, θα δεχθεί και χειρότερα. Θα φθάσει μέχρι τα άδυτα του άδου. Θα σηκώσει πάνω Του όλες τις συνέπειες των σκοτεινών παθών μας, όλα τα είδη των κακιών μας και, χάρη στην υπακοή Του στον Θεό Πατέρα, θα τις μεταποιήσει σε ζωή αιώνιο.
Γίνεται λοιπόν Θεός σαρκοφόρος και δέχεται και προγόνους κυλισμένους στον βόρβορο, για να αναδείξει εμάς ανθρώπους θεοφόρους. Και την ελάχιστη αρετή, που άσκησαν στη ζωή τους, ο Θεός την εκτιμά, τη βραβεύει, γιατί συνέβαλαν κι αυτοί να διατηρηθεί η «διαθήκη» Του, με μια έστω αμυδρά πίστη και σχέση με τον αληθινό Θεό. Και με τη μετάδοση της πίστεως από τον ένα στον άλλο, συνέβαλαν στο πιο μεγάλο ανθρώπινο επίτευγμα: Να προσφέρει η ανθρωπότητα στον Θεό μιαν αγία γυναίκα, την Παναγία, για να γίνει μητέρα του Λυτρωτή μας Ιησού Χριστού, αληθινή Θεοτόκος, «ἡ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν γεννήσασα». Ο Θεάνθρωπος δέχεται να μπουν στο ευαγγέλιό Του κι αυτοί, για να τους καθαρίσει, να τους αγιάσει και να αναδείξει μια νέα γενεά ανθρώπων θεωμένων, που θα ακλουθούν τον Κύριο, «ὅπου ἂν ὑπάγει» (Ἀποκ. 14, 4). Θα συνθέτουν τον χορό των Αγίων, που θα αποτελούν τη θεανθρώπινη σάρκα Του, την Εκκλησία.
3. Κένωση - θεία συγκατάβαση
Το μυστήριο του «μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Τίτου 2, 13), που συγκαταβαίνει από το ύψος της θεότητος και κατέρχεται στη γη και ταπεινούται και γίνεται άνθρωπος «ἐν μορφῇ δούλου» και φθάνει σε τόση αδοξία και αναστρέφεται μεταξύ μας και οδυνάται μέχρι θανάτου σταυρού, ονομάζει ο απόστολος Παύλος «κένωσιν». «Ἐκένωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών» (Φιλ. 2, 6). Όπως ερμηνεύει ο υμνογράφος της Μ. Δευτέρας είναι η «ἀπόῤῥητος τοῦ Θεοῦ κατάβασις»: Από Θεός, δηλαδή, να γίνει συγχρόνως και άνθρωπος, είναι μυστήριο μέγα, που δεν μπορεί να ερμηνευθεί. Είναι μεγαλείο ανερμήνευτο, μοναδικό, η κένωση του Χριστού μας. «Κενοῦται τῆς ἑαυτοῦ δόξῃς, ἵνα ἑγὼ μεταλάβω τῆς Ἐκείνου πληρώσεως» (Γρ. Θεολ.).
Επειδή, όπως είπε στον Μωυσή, το «τῆς θεότητος πρόσωπον οὐδεὶς ἠδύνατο να δεῖ καὶ να ζήσει» (Ἐξ. 33, 20) «ἀνέλαβε τὸ τῆς ἀνθρωπότητος πρόσωπον, ἵνα τοῦτο ἰδόντες ζήσωμεν» (Κύρ. Ιεροσ.). Αν ερχόταν σ’ εμάς μόνο ως Θεός, θα ήταν αδύνατο να δούμε το πρόσωπό Του και να μην πεθάνουμε, επειδή δεν ήμασταν «καθαροὶ τῇ καρδίᾳ». Για τον αμαρτωλό άνθρωπο, που περιφρόνησε την εντολή του Θεού και παραδόθηκε στα αισθητά πράγματα, ο Θεός, που είναι όλος Φως, έγινε γνόφος, δηλαδή σκότος, γιατί δεν διαθέτει καθαρότητα ψυχής. Γι’ αυτό ο ενανθρωπήσας Θεός έκρυψε τη δόξα και το μεγαλείο της θεότητάς Του στην ανθρώπινη φύση, που πήρε από την Κυρία Θεοτόκο. Έτσι οι πολλοί άνθρωποι θα τον βλέπουν μόνο ως απλό άνθρωπο. Θα γίνονται όμως ικανοί να τον βλέπουν και ως Θεό, όσοι λάβουν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος στο άγιο Βάπτισμα και με τη συνεχή σχέση, αγάπη και κοινωνία μ’ Αυτόν, νεκρώσουν μέσα τους τον «παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» και καθαρίσουν τους νοητούς οφθαλμούς της καρδίας (Ληστής, Συμεών, Στέφανος και γενικά οι Άγιοι).
Τη σάρκα ακόμη που προσέλαβε, θα την αναστήσει από τον βυθό του άδη των παθών, που την κατέβασε ο άνθρωπος με την αποστασία του από τον Θεό. Θα την αναδείξει όργανο αγιασμού και θα δοξάσει με αυτή τον Θεό Πατέρα, γιατί θα γίνει «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ». Με την απόλυτη αναμαρτησία του και τη θεία εξουσία Του θα βασιλεύσει πάνω στην αμαρτία και κατ’ ακολουθία στον διάβολο και τον θάνατο. Έτσι, όχι μόνο θα καθαρίσει την ανθρώπινη φύση από την αμαρτία της παρακοής και από δούλη θα την κάνει κυρίαρχη, αλλά θα την αθανατίσει και θα τη θεώσει, θα την αναδείξει ισότιμη της θείας υιότητας, υψώνοντάς την «ἐκ δεξιῶν» του Θεού και Πατρός.
4. Η σάρκωση συνεχίζεται και διαιωνίζεται
Το ύψιστο μυστήριο της σάρκωσης του Λόγου του Θεού έλαβε αρχή, αλλά ποτέ δεν θα τελειώσει. Όπως λένε οι άγιοι Πατέρες, ο Χριστός μια φορά γεννήθηκε «κατά σάρκα» από την Παρθένο, «ἀλλ’ ἀεὶ γεννᾶται θέλων», δηλαδή θέλει να γεννάται συνεχώς, πάντοτε, χωρίς τέλος, «κατά πνεύμα», μέσα σε κείνους που Τον δέχονται και Τον επιθυμούν, επειδή είναι φιλάνθρωπος (άγ. Μαξ.).
Με τη συμμετοχή μας στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, κατά το οποίο ο άρτος και ο οίνος, «διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», μεταβάλλονται σ’ αυτό το ίδιο το θεανθρώπινο Σώμα και Αίμα του Χριστού, ο Θεάνθρωπος γεννάται μέσα μας «κατά πνεῦμα», και διαιωνίζεται έτσι η σάρκωση «πρὸς σωτηρίαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων».
Το πιο ουσιαστικό, που έχουμε να κερδίσουμε σ’ αυτό τον κόσμο, είναι τούτο: Να γίνουμε μέτοχοι στα θεία χαρίσματα, που αποθησαύρισε στην Εκκλησία για μας ο Ενανθρωπήσας Θεός, που είναι τόσο πλούσια και αποτελούν το κάλλος της ψυχής, γιατί περιέχουν τη χάρη. Αρχή γι’ αυτή τη μετοχή, είναι η προσφορά της πρώτης αγάπης στον Ενανθρωπήσαντα Σωτήρα μας. Ας μη διανοηθούμε άλλη αρχή. Με την εργασία των αγίων εντολών του Χριστού στην καρδιά μας και τη συμμετοχή μας στα άχραντα μυστήρια, να πραγματοποιήσουμε, δια του Αγίου Πνεύματος, την ένωσή μας με τον Χριστό, για την οποία έγινε η Σάρκωσή Του.

Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διά τῶν Σπορίμων, Τόμος Β΄.