(Ματθ. ιη΄, 23-35)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ ὃς ἠθέλησεν συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. Ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. Μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. Πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ' ἐμοί, καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγεν λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. Πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καὶ ἀποδώσω σοι· ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. Ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. Τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; Καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.

Ερμηνεία

Πώς βλέπουμε τους άλλους ανθρώπους; Τι είναι για μας ο κάθε άνθρωπος και τι είναι εκείνο που ρυθμίζει τη σχέση μας μ’ αυτόν;
Στον χώρο του κόσμου τούτου, όπου κυριαρχεί η φύση της σαρκός, δηλαδή η δουλεία και τυραννία του εαυτού μας, μας είναι αδιάφορο τι είναι ο άλλος για μας. Αδιαφορούμε, αν ο άλλος υπάρχει, πεινά, υποφέρει, αν έχει την ανάγκη μας. Αυτό που ρυθμίζει τα πάντα είναι το «συμφέρον». Ο άλλος αξίζει να ζει, αν μας βοηθεί, αν εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας. Διαφορετικά ας πεθάνει για να ζήσουμε εμείς.
Στον χώρο όμως της Βασιλείας του Θεού -της θεανθρώπινης κοινωνίας, που λέγεται Εκκλησία- στην οποία κυριαρχεί ο «νους Χριστού», και αποβλέπει να καταστεί κοινωνία αγαπωμένων προσώπων, ο άλλος είναι ο αδελφός, η εικόνα του Θεού. «Είδες τον άνθρωπόν σου; Είδες Κύριον τον Θεόν σου», λένε οι άγιοι Πατέρες. Αυτό σημαίνει, να βλέπουμε τον άλλο, ως να είναι ο ίδιος ο Θεός, αφού είναι εικόνα Του. Και αυτό, που θα ρυθμίζει τη σχέση μας με τον άλλο, να είναι η αγάπη, ανάλογη με εκείνη, που χαρακτηρίζει τη σχέση του ίδιου του Θεού με τον κάθε άνθρωπο.
Αυτό μας υποδεικνύει ο Χριστός στη σημερινή Παραβολή του κακού χρεωφειλέτη.
Matthaiou IA1. Αφορμή της Παραβολής
Αφορμή για να πει ο Χριστός τη σημερινή Παραβολή ήταν η ερώτηση του Πέτρου: Κύριε, πόσες φορές να μου φταίσει ο αδελφός μου για να τον συγχωρήσω; Επτά φορές είναι αρκετές; Θεωρούσε κατόρθωμα γενναιοδωρίας να συγχωρήσει επτά φορές τον αδελφό του, που του έπταισε, γιατί ήταν υποταγμένος στη χοϊκή του φύση, που δεν διέθετε την πνευματική δύναμη της αγάπης. Σκεπτόταν «κατά κόσμον», «κατά σάρκα», όπως αποκαλεί ο απόστολος Παύλος τη μη αναγεννημένη ζωή. Ήταν λοιπόν οι επτά φορές κατόρθωμα. Περισσότερο δεν μπορούσε να τον ανεχθεί, ακόμη και αν μετανοούσε και ζητούσε συγχώρηση. Αν όμως είχε αναγεννηθεί και ζούσε τον καινό τρόπο ζωής, κατά το πρότυπον των προσώπων της Αγίας Τριάδος, όχι μόνο θα συγχωρούσε αμέτρητες φορές, αλλά θα πρόσφερε και την ίδια τη ζωή του για τον αδελφό του.
Ο Χριστός, αποβλέποντας στο μέτρο του τριαδικού Θεού, του οποίου ο άνθρωπος είναι εικόνα και καλείται να γίνει όμοιός του, του απαντά: Όχι επτά, αλλά εβδομήντα φορές επτά, δηλαδή αμέτρητες. Για κείνον που βρίσκεται στον χώρο της Χάριτος, όπου το «θέλημα της σαρκός» υπερβαίνεται, δεν υπάρχουν όρια στη συγχώρηση. Η αγάπη ποτέ δεν έχει λήξη. Είναι χωρίς όρια, όπως είναι και ο Θεός, που όχι μόνο αγαπά, αλλά και ταυτίζεται με την αγάπη (Α' Ἰω. 4, 8). Τότε και η συγχώρηση δεν λήγει, γιατί είναι «τρόπος αγάπης» και «απόδειξη αγάπης» (Ι. Χρυσόστομος).
2. Η Παραβολή
Στην Παραβολή ο Χριστός παρομοιάζει τον Θεό Πατέρα με βα¬σιλιά, που θέλει να λογαριασθεί με τους δούλους και διαχειριστές της περιουσίας Του, δηλαδή με όλους τους ανθρώπους. Όπως σε όλες τις Παραβολές, έτσι και σ’ αυτή, ο Κύριος για να μας εισαγάγει στα πνευματικά, ξεκινά από τα αισθητά πράγματα τούτου του κόσμου. Για να μας μεταφέρει στη Βασιλεία των Ουρανών, χρησιμοποιεί το παράδειγμα του βασιλιά, που κάνει έλεγχο στους διαχειριστές της περιουσίας του για να δει, αν εργάζονται ευσυνείδητα και προάγουν τα συμφέροντά του. Κατά το παράδειγμα του Βασιλιά αυτού «ὡμοιώθη ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν», δηλαδή ο βασιλιάς του ουρανού και της γης, ο οποίος θα έλθει να ερευνήσει τα της ψυχής κάθε ανθρώπου: «Τὰς πράξεις, τὰ λόγια, τὰς ἐνθυμήσεις, τὰ κρύφια τῆς καρδίας, τὰ ἐν νυκτί, τὰ ἐν ἡμέρᾳ». Πώς χρησιμοποιήσαμε την «περιουσίαν» του, δηλαδή τα χαρίσματα που μας έδωσε, είτε είναι σωματικά, είτε ψυχικά.
Προ πάντων, αν εργασθήκαμε στο εσωτερικό μας να αυξήσουμε τη Χάρη που λάβαμε, αν αγαπήσαμε τον Θεό και τους συνανθρώπους μας, κατά το παράδειγμα του Κυρίου μας και τι θυσίες κάναμε για όλους αυτούς. Ή αν λησμονήσαμε τον Θεό και περιφρονήσαμε τα προστάγματα και τις εντολές Του, καθώς και τα δώρα της αγάπης Του και μεριμνήσαμε μόνο, για να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες της σαρκικής φύσεώς μας.
Ο Θεός, βέβαια, όλα τα γνωρίζει. Δεν έχει ανάγκη να «συνάρη λόγον», να κάνει έλεγχο, όπως οι «κατά κόσμον» άρχοντες. Όλα είναι «γυμνά καὶ τετραχηλισμένα (=ολοφάνερα) τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ» (Ἑβρ. 4, 13). Αν αναφέρεται στην κρίση, το κάνει για μας, «ἴνα γρηγορῶμεν». Για να μετανοούμε και να μην αφήνουμε την αμαρτία να χρονίζει στην ψυχή μας. «Θαρσῶμεν ἐν τῇ μετανοίᾳ», δηλαδή να λαμβάνουμε θάρρος, επειδή μετανοούμε (αββάς Ισαάκ) και να ασχολούμαστε με την εργασία των εντολών Του, για να γίνουμε «μέτοχοι ζωής αιωνίου».
Στη συνέχεια της Παραβολής ο Κύριος λέγει πως με την έναρξη του ελέγχου οδηγήθηκε μπροστά στον αδέκαστο Κριτή ένας χρεώστης «μυρίων ταλάντων» (=δέκα χιλιάδων). Είναι ο χρεώστης του μεγάλου φορτίου των αμαρτιών, των ανομιών, των πλημμελημάτων, των εγκλημάτων, εκουσίων και ακουσίων, των «ἐν γνώσει καὶ ἐν ἀγνοίᾳ», των «ἐν παραβάσει καὶ παρακοῇ». Είναι αυτός που ζει αυτόνομα από τον Κύριο και Θεό Του, που αποκόπηκε και απομακρύνθηκε από κοντά Του, από την κηδεμονία Του. Ποιος είναι αυτός; Είναι η ανθρώπινη φύση, που φέρουμε όλοι, χωρίς εξαίρεση. Ο απόστολος Παύλος, μιλώντας για τους αμαρτωλούς, που ήλθε να σώσει ο Χριστός, θεωρεί πρώτον από όλους τον εαυτό του: «ὧν πρῶτος εἰμὶ ἐγώ», λέγει (Α' Τιμ. 1, 15). Κατά τον ίδιο τρόπο μιλούσαν για τους εαυτούς τους και όλοι οι Άγιοι, αλλά «ἐθάρρουν (=είχαν θάρρος) ἐν τῇ μετανοίᾳ» (=επειδή μετανοούσαν).
Το μεγάλο χρέος των αμαρτιών είναι το αποτέλεσμα της «κατά σάρκα» ζωής, όταν ο άνθρωπος αλλοτριωθεί από τον Θεό και «δουλεύει τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας» (Ῥωμ. 7, 25). Γυμνούται από τον Θεό, παρόλο που πήρε «πνοήν Θεού», όταν δημιουργήθηκε, για να έχει σχέση μαζί Του και να ομοιούται προς Αυτόν. Η αμαρτία του ήταν η εγκατάλειψη του Θεού. Γυμνώθηκε από τη Χάρη που έλαβε, για να ντυθεί την «αισχύνη» των αμαρτωλών παθών, που ύφανε ο όφις με τη δική του συμβουλή, όπως ψάλλει και ο ποιητής του Μεγάλου Κανόνος. Τα έργα του είναι «έργα του σκότους». Με αυτά τρέφεται η σαρκική φύση του, αλλά δεν χορταίνει. Το πρόβλημά του είναι ότι «κατέλαβε τὴν ψυχὴν του λιμὸς Θεοῦ».
Για τον Λόγο αυτό στην Παραβολή δεν μιλάει ο Κύριος για κανένα αγαθό, που να έκανε ο χρεωφειλέτης. Ο χωρισμός από τον Θεό και η υποδούλωση στα αμαρτωλά πάθη, οδήγησαν στο χρέος των «μυρίων ταλάντων», του πλήθους των αμαρτιών. Και όπως λέγει ο Κύριος στην Παραβολή, ο χρεωφειλέτης δεν είχε τίποτε να δώσει, κάποιο καλό έργο, ας πούμε, για να σμικρυνθεί το χρέος. Το καλό για να έχει αξία, πρέπει να απορρέει από τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, που ο χρεωφειλέτης δεν είχε.
Τι θα κάνει ο Θεός; Να τον τιμωρήσει; Μα δεν είναι τιμωρός. Σκοπός του Θεού είναι να φέρει τον άνθρωπο κοντά Του. Γι’ αυτό στην αρχή κάνει πως θα χρησιμοποιήσει την ανθρώπινη δικαιοσύνη και διατάσσει να πωληθεί ο χρεώστης μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του, για να ξεπληρώσει το χρέος. Η πράση αυτή (=το πούλημα) του χρεώστη, της γυναίκας και των παιδιών του, που διατάσσει ο Θεός, σημαίνει την πλήρη αλλοτρίωση από τον Θεό, δηλαδή την πλήρη στέρηση κάθε θείου αγαθού, που είναι η άκρα δυστυχία και κόλαση. Ο Θεός όμως δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, ούτε και χαίρεται να τον βλέπει να οδυνάται. «Οὐ γὰρ ἐπὶ τὸ κολάσαι (=για να μας τιμωρεί) ἔπλασεν ἡμᾶς, ἀλλὰ πρὸς τὸ μετασχεῖν τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ» (Ιω. Δαμασκηνός). Παραχωρεί την «παιδείαν» (=τη δοκιμασία) για τη σωτηρία των ψυχών μας, «εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ». Η δοκιμασία είναι η «στενὴ ὁδός, ἡ ἀπάγουσα (=που οδηγεί) εἰς τὴν ζωήν». Εκείνο που θέλει ο Θεός είναι η επιστροφή του πλάσματος στον Πλάστη Του, για να απολαύσει τη ζωή. Σ’ αυτό αποβλέπει και η απειλή της τιμωρίας: «Διεγείρει τὸν νοῦν πρὸς ἐπιστροφήν» (Μ. Κανών). Ο Θεός και όταν μας παιδεύει, μας ελεεί. Και η ράβδος Του είναι παρηγορία. «Ἡ ῥάβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου αὗταὶ μὲ παρεκάλεσαν» (Ψαλ. 22, 4). Και η οργή «τῆς ἐπὶ ἁμαρτωλοῖς ἀπειλῆς Τοῦ εἶναι ἀνυπόστατος», όπως αναφέρεται σε μία «προσευχή του Μανασσή, βασιλέως της Ιουδαίας», στο Μέγα Απόδειπνο.
Αυτό βλέπουμε και στην περίπτωση του χρεώστη δούλου. Με την απειλή της πώλησης, πέφτει κάτω και παρακαλεί, προσεύχεται.
Ο αδιάφορος για τον Θεό, τώρα ικετεύει και ζητεί έλεος, αγάπη, μακροθυμία. Του ζητεί να μην ενεργήσει ως Βασιλιάς με δικαιοσύνη, αλλά ως πατέρας που αγαπά και μακροθυμεί. Φαίνεται -εξωτερικά τουλάχιστο- ότι ο χρεωφειλέτης θέλει να μετανοήσει, να επιστρέψει στον Θεό.
Πράγματι ο Θεός και όταν κρίνει, δεν χρησιμοποιεί τη δικαιοσύνη Του, αλλά τη φιλανθρωπία Του. Ή, καλύτερα και η δικαιοσύνη Του είναι φιλανθρωπία. Γι’ αυτό και αμείβει τον «ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς ἑνδεκάτης ὡς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης» (Ματθ. 20, 1-16).
Και στην προκειμένη περίπτωση ελεεί τον άξιο κρίσεως και καταδίκης, μόνο και μόνο γιατί τον παρακάλεσε. Το έλεος του Θεού είναι χάρις, συμπάθεια. Όπως λέγει και ο αββάς Ισαάκ, «δεν γίνεται έλεος και δικαιοκρισία, όπως δεν γίνεται φωτιά και χόρτα». Το δε έλεος είναι αγάπη. Ο Θεός σπλαχνίζεται και συγχωρεί, γιατί αγαπά.
Χάρη στην αγάπη Του ο Θεός έκανε κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό που ζήτησε ο αμαρτωλός-χρεώστης. Ενώ ζητεί μακροθυμία και υπόσχεται πως θα αποδώσει όλο το χρέος, ο Θεός τού το χαρίζει ολόκληρο, δηλαδή του συγχωρεί όλες τις αμαρτίες και τον απαλλάσσει από την αιώνια κόλαση.
Την αγάπη, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, φανερώνει στον κόσμο το δεύτερο πρόσωπο, ο ενανθρωπήσας Κύριος Ιησούς. Χάρη στην αγάπη Του ο Θεός, όχι μόνο προσφέρει στον άνθρωπο όλα τα αγαθά της δημιουργίας, αλλά προσφέρεται και ο Ίδιος σ’ αυτόν, που είναι το «ασύγκριτον αγαθόν» (Γρ. Παλαμάς). Η συγχώρησή Του στον αμαρτωλό δεν έχει όρια. Συγχώρησε και τελώνες και πόρνες και άσωτους. Αγάπησε τους υβριστές Του, τους αγνώμονες, τους βλασφήμους, αυτούς που Τον μισούσαν και αυτούς, που ούτε να Τον δουν ήθελαν. Μέσα στη συγχωρούσα αγάπη Του περιέκλεισε και αυτούς ακόμη που τον σταύρωσαν.
3. Ο ανελεήμων άνθρωπος
Ο Θεός προσφέρει αγάπη, ευσπλαχνία, έλεος στον αμαρτωλό άνθρωπο, με την προϋπόθεση να κάνει και ο άνθρωπος το ίδιο, ζώντας «θεαρέστως»: Να αγαπά και να συγχωρεί τον συνάνθρωπό του. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει υπέρβαση της φιλαυτίας του, που είναι υπέρμετρη και αρρωστημένη αγάπη στον αμαρτωλό εαυτό του. Οπωσδήποτε ο δρόμος προς τη Βασιλεία του Θεού διέρχεται από τον συνάνθρωπο. Όποιος τον αγαπά, ζει τη ζωή του ως αγάπη και σχέση με τον Θεό και τον συνάνθρωπό του.
Ο δούλος λοιπόν της Παραβολής, που δέχθηκε την απέραντη αγάπη του Θεού, με τη συγχώρηση του χρέους των αμαρτιών του, φεύγοντας απ’ εκεί, βρήκε ένα από τους συνδούλους Του, ο οποίος του χρωστούσε ένα μικρό και ασήμαντο ποσό: «Εκατόν δηνάρια», όπως λέγει ο Κύριος. Είναι τα καθημερινά ανθρώπινα μικροπταίσματα, που συμβαίνουν στις σχέσεις των ανθρώπων και είναι ανάξια λόγου, αν συγκριθούν με όσα όλοι μας πταίουμε στον Θεό. Όπου βέβαια η αγάπη διέπει τις σχέσεις των ανθρώπων, αλληλοσυγχωρούνται, γιατί έχουν ως «ὑπογραμμόν» τον Χριστό, που αγαπά και συγχωρεί όλους.
Ο χρεώστης δούλος όμως δεν ακολούθησε ούτε στο ελάχιστο τον βασιλιά και Κύριό Του. Πήρε τόση χάρη, αλλά αρνήθηκε να δώσει ελάχιστη στον σύνδουλό του. Τα ίδια λόγια που χρησιμοποίησε ο ίδιος και έτυχε συγγνώμης, τα χρησιμοποίησε και ο σύνδουλός του, αλλά αυτός δεν τον σπλαχνίσθηκε. Δε θέλησε ούτε και στο ελάχιστο να μοιάσει με τον βασιλιά και να δώσει έλεος. Αντίθετα, άρπαξε τον σύνδουλό του και τον έριξε στη φυλακή. Αυτό σημαίνει πως δε μετανόησε. Δεν αποστράφηκε την αυτόνομη ζωή του ατομισμού, της φιλαυτίας. Δεν μίσησε την αμαρτία. Δεν δέχθηκε το «ἐλεεῖν καὶ ἐλεεῖσθαι», τη νομοθεσία της φύσεως του καινού ανθρώπου.
Εκείνο που θέλει, είναι να καταδικασθεί ο σύνδουλός του. Γι’ αυτό τον άρπαξε και τον έριξε στη φυλακή. Μέσα του κυριαρχούν τα στοιχεία της εκπεσούσης φύσεως: η σκληρότητα, η απανθρωπιά, η εκδίκηση. Θα ήθελε, αν είναι δυνατόν, ο συνάνθρωπος του να αφανισθεί, για να ζήσει μόνο αυτός. Ο «θάνατος σου ζωή μου», είναι η απαίτηση της χοϊκής φύσεως, που είναι απογυμνωμένη από τον Θεό και την αγάπη Του.
Σε τέτοια περίπτωση ο Θεός ανακαλεί την αγάπη Του και τη συγχώρηση του τεράστιου χρέους των αμαρτιών του. Γι’ αυτό και ο Κύριος τον προσκαλεί και του λέγει: Εσύ με παρεκάλεσες και εγώ σε συγχώρησα. Εσένα σε παρεκάλεσε ο σύνδουλός σου και συ δεν τον συγχώρησες. Και δίνει διαταγή να τον παραδώσουν στους βασανιστές. Βασανιστές, που τον βασανίζουν είναι η απανθρωπία του, η σκληρότητά του, η απουσία αγάπης από την ψυχή του, ο ατομισμός, η φιλαυτία, όλα τα αμαρτωλά πάθη. Αυτά συνθέτουν τη φυλακή, μέσα στην οποία θα υπάρχει ο «κακός χρεωφειλέτης». Δε μπορεί να ζει στη βασιλεία του Θεού, που είναι κοινωνία αγαπωμένων προσώπων και όχι αυτοαγαπωμένων ατόμων. Βασιλεία του Θεού δεν είναι χώρος αισθητός, αλλά η αγάπη, που είναι το αρχέτυπο του ανθρώπου, ο Χριστός. Αν αγαπάμε και σπλαχνιζόμαστε και αυτούς που μας φταίνε, εικονίζουμε τον βασιλέα Χριστό. Είναι ομοίωση προς το «εγώ σε ηλέησα», που ζήτησε ο Χριστός από τον κακό χρεωφειλέτη. Όταν αγαπάμε, «εἰκονίζομεν τὸ κάλλος τὸ ἅγιον, ἐν ᾧ (=προς το οποίο) ὡμοιώθημεν» (αββάς Ισαάκ). Η αγάπη είναι κοινωνία (=μετοχή) στη ζωή του Χριστού, που είναι παράδεισος.
Η αγάπη αυτή, πριν εκδηλωθεί εξωτερικά, συντελείται «ένδον», στον «έσω άνθρωπον». Είναι η συγκεφαλαίωση όλου του κόσμου στον «μικρόκοσμον» της καρδίας. Η γέννηση όλων μας από τη «μήτρα» της κολυμβήθρας του αγίου Βαπτίσματος, η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος, που λάβαμε σ’ αυτό το μυστήριο, η «βρώση και η πόση» του αγίου Σώματος και Αίματος μας αδελφοποιούν και μας κάνουν μέλη του ιδίου σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Αποκτούμε ήθος Χριστού, που είναι η ελευθερία και η αγάπη.
Η συγχώρηση των αμαρτιών μας προϋποθέτει την από μέρους μας συγχώρηση του αδελφού μας. Μόνο αν δούμε τον «άλλο» ως τον εαυτό μας, ή μάλλον τον καλύτερο εαυτό μας, και του δώσουμε συγχώρηση, θα τύχουμε συγχώρησης από τον Θεό και συμμετοχής στη Βασιλεία Του.
«Καθὼς πεποίηκας οὕτως ἔσται σοι» (Ὀβδιού 15) δηλαδή ανάλογα με όσα έπραξες, θα συμβεί και σε σένα. Αυτός που έχει ανάγκη της συγχώρησής μας, γίνεται πρόξενος της σωτηρίας μας. Γιατί η μικρή συγχώρηση που θα δώσουμε, θα γίνει αιτία να εξασφαλίσουμε τη μεγάλη συγχώρηση από τον Θεό.
Ο Θεός δεν οργίζεται αν είναι πολλές οι αμαρτίες μας, αλλά για την άρνησή μας να δείξουμε αγάπη και συγχώρηση στον συνάνθρωπό μας.
Ο Χριστός στο Ευαγγέλιό Του συνάπτει την αγάπη που θα δείξουμε στον Ίδιο με την αγάπη στον πλησίον μας. Δεν αρκέστηκε να πει «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου», αλλά πρόσθεσε «καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Αν πραγματικά αγαπούμε τον Θεό, είναι αδύνατο να μη συμπεριλάβουμε στην αγάπη αυτή και τον κάθε άνθρωπο, που είναι εικόνα δική Του, ακόμη και τον εχθρό μας.

Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διὰ τῶν Σπορίμων, Τόμος Α΄.