Οικ. Παρασκευά Αγάθωνος, δρ. Θεολογίας
Σύμφωνα με τις ιουδαϊκές θρησκευτικές αντιλήψεις, όταν μία γυναίκα έφερνε παιδί (αγόρι) στον κόσμο θεωρείτο για διάστημα τεσσαράκοντα ημερών λειτουργικά ακάθαρτη, και ως εκ τούτου δεν της επιτρεπόταν να έλθει σε επαφή με ο,τιδήποτε άγιο, ούτε να εισέλθει στον ναό. Μετά τη συμπλήρωση των ημερών του καθαρισμού όφειλε να προσέλθει «ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν ἱερέα» για την προσφορά της διατεταγμένης θυσίας, η οποία περιελάμβανε «ἀμνὸν ἐνιαύσιον ἄμωμον εἰς ὁλοκαύτωμα, καὶ νεοσσὸν περιστερὰς ἢ τρυγόνα περὶ ἁμαρτίας». Προκειμένου περί οικονομικά αδυνάτων γυναικών αρκούσε η προσφορά «δύο τρυγόνων ἢ δύο νεοσσῶν περιστερῶν, μίαν εἰς ὁλοκαύτωμα καὶ μίαν περὶ ἁμαρτίας» (Λευιτ. 12, 1-8).
Στο πλαίσιο τούτο του Μωσαϊκού νόμου ενήργησε και η Θεοτόκος. «Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν, ἀνήγαγον αὐτὸν (τὸν Ἰησοῦν) εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται, καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμῳ Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν» (Λουκ. 2, 22-24). Στην είσοδο του ναού τους περίμενε ο δίκαιος και ευλαβής γέροντας Συμεών, ο οποίος «ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν• καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν... ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε• Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα...». Ακολούθως στράφηκε προς την Παναγία στην οποία είπε: «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία...». Σ’ αυτή τη συνάντηση παρούσα ήταν και η «ὡς ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων προφήτις Ἄννα», η οποία «αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν ἐν Ἱερουσαλήμ» (Λουκ. 2, 25-39). Παρατηρώντας προσεκτικά το κείμενο, εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε πως ο ευαγγελιστής υποβαθμίζει τη νομική περί του καθαρισμού της Θεοτόκου διάταξη, άλλωστε η Θεοτόκος δεν είχε ανάγκη καθαρισμού, για να υπερτονίσει την απάντηση, τη συνάντηση, την υποδοχή του Κυρίου Ιησού από τον δίκαιο Συμεών και Άννα την προφήτιδα.
Τα όσα περιγράφει η ως άνω ευαγγελική περικοπή απετέλεσαν την αφορμή για τη σύσταση της εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου, στις 14 Φεβρουαρίου αρχικώς, όταν τα Χριστούγεννα εορτάζονταν στις 6 Ιανουαρίου, και ότε (περί το 376) η εορτή της σαρκώσεως του Θεού Λόγου μετετέθη στις 25 Δεκεμβρίου, παγιώθη να εορτάζεται και η Υπαπαντή στις 2 Φεβρουαρίου, σαράντα δηλαδή ημέρες μετά τη γέννηση του Χριστού.
Η εορτή συνεστήθη στα Ιεροσόλυμα τον δ' αιώνα ως «εορτή των καθαρσίων». Ως εκ τούτου, το περιεχόμενό της, όπως φαίνεται στον πρώτο λόγο του Ησυχίου, πρεσβυτέρου Ιεροσολύμων († μετά το 451), στην Υπαπαντή, αναφερόταν περισσότερο στον «καθαρισμό» της Θεοτόκου. Πολύ ενωρίς όμως εγκαταλείφθηκε αυτή η ιδέα και δόθηκε έμφαση στη συνάντηση του Ιησού με τον Συμεών και την Άννα, και ιδίως στα όσα προφητικά διετύπωσαν οι δύο πρεσβύτεροι στην ηλικία δίκαιοι, τα οποία αντικατοπτρίζουν και το τελικό περιεχόμενο της εορτής.
Τις αρχαιότερες πληροφορίες για την εορτή μάς τις παρέχει η μοναχή Αιθερία στο Οδοιπορικό της, η οποία επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα μεταξύ των ετών 385-388. Χωρίς να μνημονεύει το όνομα της εορτής, αναφέρεται σε αυτήν χαρακτηρίζοντάς την ως την «τεσσαρακοστὴν τῶν Ἐπιφανείων (συνεορτασμός Χριστουγέννων και Θεοφανείων) ἡμέραν». Η κατ’ αυτήν σύναξη λάμβανε χώρα στη ροτόντα της Αναστάσεως, όπου «πάντες λιτανεύουσι καὶ πάντα γίνονται ἐν τάξει μετὰ μεγάλης χαρμοσύνης ὡς καὶ τὸ Πάσχα». Σε αυτήν κήρυτταν «πάντες οἱ πρεσβύτεροι, πρὸς δὲ καὶ ὁ ἐπίσκοπος, ὁμιλῶν πάντοτε περὶ τοῦ χωρίου ἐκείνου τοῦ Εὐαγγελίου» (Λουκ. 2, 22-39). Αποκορύφωμα της εορτής ήταν η τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Πολύτιμες λειτουργικές πληροφορίες για τον εορτασμό της Υπαπαντής στα Ιεροσόλυμα μάς δίδουν το Αρμενικό Λεξιονάριο (ε' αι.), ως επίσης και το Γεωργιανό Λεξιονάριο (ε'-η' αι.). Από τα Ιεροσόλυμα η εορτή εισήχθη στην Αντιόχεια στις αρχές του στ' αιώνα. Αυτό εξάγεται από ομιλία του Σεβήρου Αντιοχείας, η οποία χρονολογείται στο έτος 518, και στην οποία αναφέρεται ότι η εορτή εισήχθη στην Αντιόχεια πρόσφατα από τα Ιεροσόλυμα. Προσπάθεια για εισαγωγή της εορτής στην Αντιόχεια είχε καταβάλει προηγουμένως και ο ιερός Χρυσόστομος, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Τον στ' αιώνα η εορτή εισήχθη και στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τη Χρονογραφία του Θεοφάνους, το έτος 534, επί βασιλείας Ιουστινιανού, «ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου ἔλαβεν ἀρχὴν ἐπιτελεῖσθαι ἐν τῷ Βυζαντίῳ τῇ δευτέρᾳ τοῦ Φεβρουαρίου μηνός». Από το Χρονικόν όμως του Γεωργίου Μοναχού πληροφορούμεθα ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού «καἱ ἡ Ὑπαπαντὴ μετηνέχθη καὶ ἔλαβεν ἀρχὴν ἑορτάζεσθαι Φεβρουαρίῳ μηνὶ εἰς τὴν β', γενομένην πρότερον τῇ ιδ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, ἥτις οὔκ ἐστιν ἐναριθμουμένη ταῖς δεσποτικαῖς ἑορταῖς». Τούτο σημαίνει ότι η εορτή εισήχθη στην Κωνσταντινούπολη προ του 534, και ότι επί Ιουστινιανού μετεφέρθη να εορτάζεται από τις 14 στις 2 Φεβρουαρίου. Σημαντική επίσης είναι και η άλλη αναφορά του Χρονικού, ότι δηλαδή η Υπαπαντή δεν κατατάσσεται μεταξύ των δεσποτικών εορτών. Υπό της λειτουργικής μας παραδόσεως θεωρείται θεομητορική εορτή στην οποία μετέχουν δεσποτικά στοιχεία. Ρόλο στη μεταφορά της εορτής στη 2α Φεβρουαρίου φαίνεται ότι διαδραμάτισε και το κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού στην Υπαπαντή, το οποίο χρονολογείται μεταξύ των ετών 542 και 548, λείψανα του οποίου διεσώθησαν και στη σύγχρονη λειτουργική πράξη (το πρώτο προοίμιο του κοντακίου, χορὸς ἀγγελικός, είναι το πρώτο κάθισμα του όρθρου, ενώ το τρίτο προοίμιο, ὁ μήτραν παρθενικήν, είναι το σημερινό κοντάκιο της εορτής).
Στην Κωνσταντινούπολη η Υπαπαντή εορταζόταν με μεγαλοπρέπεια. Ο εσπερινός και ο όρθρος τελούντο στον ναό της Παναγίας εν τοις Χαλκοπρατείοις, απ’ όπου κλήρος και λαός, μετά το τέλος του όρθρου, λιτάνευαν στον ναό της Παναγίας εν Βλαχέρναις, όπου τελούσαν τη Θεία Λειτουργία στην παρουσία του αυτοκράτορος.
Παράταση στον εορτασμό της Υπαπαντής δίδεται την 3η Φεβρουαρίου, οπότε άγεται η μνήμη του αγίου και δικαίου Συμεών του δεξαμένου εν αγκάλαις τον Κύριον, και Άννης της προφήτιδος. Η εορτή αυτή, η οποία μαρτυρείται για πρώτη φορά στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας του θ' αιώνος, δύναται να χαρακτηριστεί και ως σύναξη, αφού κατ’ αυτήν τιμούμε τα πρόσωπα εκείνα τα οποία υπούργησαν στο μεγάλο γεγονός, το οποίο έλαβε μέρος κατά την κύρια ημέρα της εορτής.
Σύμφωνα με το Τυπικό της μονής της Ευεργέτιδος, εάν η εορτή «τύχῃ ἔξω τῆς ἑβδομάδος τῆς τυροφάγου... ἑορτάζεται μετὰ τῶν ἁγίων ἡμέρας ε'... εἰ δὲ τύχῃ τῇ ἑβδομάδι τῆς τυρινῆς, ἡμέρας γ', ἀποδίδοται δὲ εἰς τὰς δ' τοῦ μηνός, ἕως τῆς Τετράδος ἢ τῆς Παρασκευῆς». Στο Τυπικό της μονής του Σωτήρος Μεσσήνης η Υπαπαντή εορτάζεται για διάστημα οκτώ ημερών, αποδιδομένη στις 9 Φεβρουαρίου. «Εἰς τὰς θ'... Ἐν ταύτῃ οὖν τῇ ἡμέρᾳ ἀποδίδουμεν τὴν ἑορτήν... καὶ οὕτως μὲν τελεῖται τὸ ὀκταήμερον τῆς ἑορτῆς». Εάν όμως τύχη την Κυριακή της Τυρινής αποδίδεται αυθημερόν («μίαν και μόνην ημέραν αυτήν εορτάζομεν»). Στη σημερινή λειτουργική πράξη ο αριθμός των μεθεόρτων ημερών της, άρα και η απόδοσή της εξαρτάται και από την ημερομηνία έναρξης της μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Τέλος, να αναφέρουμε πως τόσο το εν μέρει περιεχόμενο της Υπαπαντής (το του καθαρισμού), όσο και η περιτομή του Κυρίου την 8η ημέρα από της σαρκώσεώς του, επηρέασαν τη ζωή της Εκκλησίας με αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο μικρών ακολουθιών για τα νεογέννητα τέκνα, αυτήν της ογδόης ημέρας, «εἰς τὸ κατασφραγίσαι λαμβάνον ὄνομα», και αυτήν της τεσσαρακοστής ημέρας «εἰς τὸ ἐκκλησιάσαι παιδίον». Αυτές οι δύο ακολουθίες ως πράξεις αναντίλεκτα έλκουν την καταγωγή τους από τις διατάξεις του βιβλίου του Λευιτικού της Π.Δ., ως λειτουργικές όμως τάξεις καθιερώθησαν κατά μίμηση του αντιστοίχου παραδείγματος του Κυρίου. Δεν διαιωνίζονται δηλαδή υπό της Εκκλησίας ιουδαϊκές λειτουργικές συνήθειες, ως είναι π.χ. η περιτομή, ούτε πάλιν υιοθετούνται ιουδαϊκές θρησκευτικές αντιλήψεις, όπως η περί της λειτουργικής ακαθαρσίας των γυναικών κατά την περίοδο της λοχείας τους. Στις πράξεις τούτες προσδίδεται καθαρά χριστολογικό και εκκλησιολογικό περιεχόμενο. Ο ίδιος ο Κύριος εξάλλου, υποκείμενος στην περιτομή, κατήργησε τούτη και κατ’ επέκταση όλα τα σκιώδη του Νόμου, η δε γέννηση τέκνων επ’ ουδενί καθιστά τη γυναίκα ακάθαρτη. Η έλευσή της στον ναό κατά την 40η ημέρα αφ’ ότου έφερεν άνθρωπον εις τον κόσμον, δεν αποσκοπεί στην προσφορά κάποιας θυσίας προς καθαρισμόν, αλλά την υπό της Εκκλησίας ευλογία και προσευχήν υπέρ της τω θεϊκώ θελήματι διασωθείσης κατά τον τοκετό, όπως, «ἀξιωθεῖσα εἰσελθεῖν ἐν τῷ ἁγίῳ ναῷ, δοξάσῃ σὺν ἡμῖν τὸ πανάγιον ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ὑἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Παράκληση. Περιοδική
Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 82)