τῆς κ. Μαρίας Κελίρη Ἰωαννίδη, Φιλολόγου Β.Δ.Α´
Ὁ Χρυσοσώτηρας εἶναι γιά τούς Ἀκανθιῶτες τό κέντρο καί ἡ ἀναφορά τῆς ζωῆς τους. Ἡ καταβύθιση στίς ρίζες τῆς ὕπαρξής τους, πού διακλαδώνονται καί φτάνουν στά βάθη τῶν αἰώνων, στά βόρεια ἀκρογιάλια τῆς Κύπρου. Ἐκεῖ, πού ἔφτασε μέσα ἀπό τήν ἀχλύ τοῦ μύθου καί ρίζωσε ὁ ἑλληνικός πολιτισμός, ἀνθίζοντας στούς σκόρπιους οἰκισμούς τῆς Περγάμου, τοῦ Ἀφροδισίου, τῆς κώμης τῆς Ἀλκάνθου, τῆς Κορώνης, τῆς Μακαρίας, τῆς Ἀργείων Ἀκτῆς. Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χρυσοσώτηρα εἶναι γιά μᾶς τούς Ἀκανθιῶτες τό στήριγμα καί ἡ καταφυγή μας σέ καιρούς χαλεπούς, στίς δυσκολίες τῆς καθημερινότητας, πρίν τή λεηλασία τῆς Ἀκανθοῦς ἀπό τούς βάρβαρους κατακτητές τό 1974 ἀλλά καί μετά, στά χρόνια τῆς ἐξορίας καί τῆς πικρῆς προσφυγιᾶς, πού μᾶς ξερίζωσε ἀπό τήν κοιτίδα μας καί μᾶς ἔριξε πλάνητες καί ἀνέστιους σέ ἄλλους τόπους νά ἀναζητοῦμε τόν χαμένο παράδεισο. Τό ὄνομα τοῦ Χρυσοσώτηρα ὑποδηλώνει τήν ἀκανθιώτικη καταγωγή μας καί τήν ἰδιοπροσωπία μας, πού χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Κυριάκο Πλησή ὡς «ἀκάνθειον ἦθος».
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χρυσοσώτηρα θεμελιώθηκε στό κέντρο τῆς Ἀκανθοῦς, ὅπου παραμένει ἀκόμη ἀγκωνάρι θύμησης καί μνήμης, βυζαντινή καί μεγαλοπρεπής, ἀχειροποίητη, ἴδια Ἁγία Σοφία μέ τόν πελώριο τροῦλο της νά φαντάζει σάν θόλος οὐράνιος, πού σκύβει καί ἀγκαλιάζει τούς ἀνθρώπους. Εἶναι ἴδια ἡ κίνηση τοῦ Θεοῦ Λόγου πού μέ ἄπειρη ἀγάπη κατεβαίνει πρός τόν ἄνθρωπο, γιά νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τόν ζόφο τῆς ἁμαρτίας. Στά θεμέλια τῆς ἐκκλησίας καί στούς ἱερούς της χώρους εἶναι ἐνσωματωμένη ἡ συνείδηση τῆς Ἀκανθοῦς καί τῶν κατοίκων της, πού ὅπως εὔστοχα διατυπώνει ὁ φιλόλογος Ζήνωνας Ζαννέτος, «εἶναι ἀκόμη ζωντανή καί ἀποσείει τή βέβηλη φωνή τοῦ Ἀγαρηνοῦ, πού τώρα μιαίνει τήν ἁγιότητα καί τήν ὀμορφιά τῆς ἐκκλησίας μας. Νά, γιατί ἡ ἐκκλησία μας, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐκκλησία, ἀποτελεῖ τόν πραγματικό ἀλλά καί τόν νοητό ἱερό χῶρο ἀπ’ ὅπου ἐξακτινωνόταν κάθε προσωπική καί κοινωνική δραστηριότητα».
Ἡ ἐκκλησία τῆς Ἀκανθοῦς, ἡ ὁποία εἶναι ἀφιερωμένη στή Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καί γιορτάζει στίς 6 Αὐγούστου, θεμελιώθηκε τό 1916 δίπλα στήν παλιά ἐκκλησία, μία μικρή μονόκλιτη βασιλική μέ τρίγωνους φεγγίτες στά πλαϊνά τῆς κεραμοσκέπαστης στέγης της καί μέ χαρακτηριστικές πετρόκτιστες καμάρες στόν νότιο καί βόρειο τοῖχο. Σ’ αὐτή τήν παλιά ἐκκλησία συνέρρεε πλῆθος κόσμου ἀπό ὅλη τήν Κύπρο, γιά νά προσκυνήσει τήν εἰκόνα τοῦ Χρυσοσώτηρα, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἔφτασε μέ θαυμαστό τρόπο στήν Ἀκανθού. Οἱ Ἀκανθιῶτες πιστεύουν στή θαυματουργή δύναμη τοῦ Χρυσοσώτηρά τους, γι’ αὐτό σέ θαῦμα ἀποδίδουν καί τήν εὕρεση τῆς εἰκόνας Του, μετά τό 1974, σέ ἀποθηκευτικό χῶρο στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μάμαντα στή Μόρφου, ὅπου φιλοξενεῖται μέχρι σήμερα. Στήν παλιά ἐκκλησία τοῦ Χρυσοσώτηρα λειτούργησε καί κήρυξε τό 1906 ὁ Κύριλλος Παπαδόπουλος (Κυριλλάτσος), ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β΄, ἐνῶ τό 1907 ἐπισκέφθηκε τήν Ἀκανθού καί λειτούργησε στήν ἐκκλησία, συνοδευόμενος ἀπό τόν Μητροπολίτη Κιτίου Κύριλλο, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος, ὁ ὁποῖος ἐπισκεπτόταν τήν Κύπρο, γιά νά βοηθήσει στήν ἀποκλιμάκωση τῆς διαμάχης γιά τήν πλήρωση τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου.
Σύν τῷ χρόνῳ καί λόγω τῆς μεγάλης εὐλάβειας τῶν Ἀκανθιωτῶν, προέκυψε ἡ ἀνάγκη νά οἰκοδομηθεῖ ἕνας νέος ναός πιό εὐρύχωρος καί μεγαλοπρεπής, πού νά ἐκφράζει τή μεγάλη πίστη καί τήν ἀφοσίωση τῶν κατοίκων τῆς Ἀκανθοῦς στόν Χρυσοσώτηρά τους, πού τούς πρόσφερε ἀφειδώλευτα τίς εὐλογίες Του. Ἔτσι παρ’ ὅλες τίς ἀντιρρήσεις πού προέκυψαν λόγω τοῦ μεγάλου μεγέθους τῆς ἐκκλησίας καί τοῦ οἰκονομικοῦ κόστους, πού θά ὑπερέβαινε τίς δυνατότητες τῆς ἐκκλησίας, «ξεκίνησε», ὅπως γράφει ἡ Δήμαρχος Ἀκανθοῦς, Ἑλένη Χατζημιχαήλ, «ἡ ὑλοποίηση τοῦ μεγάλου ὁράματος γιά τή θεμελίωση τοῦ μεγαλύτερου ναοῦ πού οἰκοδομήθηκε μέχρι τότε στήν Κύπρο. Ἕνα κτίριο 700 τετραγωνικῶν μέτρων καί 25 μέτρων ὕψος. Ἕνα κτίριο πού στόχος ἦταν ἡ τελειότητα στήν ἐκτέλεση, γιά νά μήν εἶναι ὁ ὄγκος μία ἀρνητική παρουσία. Ἕνα κτίριο κόσμημα, ἕνα κτίριο προσφορά καί θυμίαμα ἀπό καρδιᾶς στόν δικό τους Θεάνθρωπο». Τήν ἐπιθυμία τῶν κατοίκων καί τήν ἀδάμαστη θέλησή τους νά κτίσουν τήν ἐκκλησία τοῦ Χρυσοσώτηρα, συμβάλλοντας καί οἱ ἴδιοι μέ ἐθελοντική ἐργασία, μετέφερε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Κύριλλο (Κυριλλάτσο) ὁ Πιερής Χατζημιχαήλ, μέλος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς, λέγοντας: «Μακαριώτατε, ἐμεῖς θέλουμε μεγαλοπρεπέστατη τήν Ἐκκλησία μας καί θά βάλουμε τά δυνατά μας νά ἐπιτύχουμε τό κτίσιμό της».
Γίνεται ἀντιληπτό, λοιπόν, πώς ἡ ἔντονη εὐσέβεια τῶν Ἀκανθιωτῶν καί ἡ βαθιά τους πίστη στόν Θεό, πού ἐκδηλώνεται ἀμείωτη μέχρι σήμερα μέ κάθε τρόπο, δημιούργησε τίς συνθῆκες γιά τήν ὑλοποίηση τοῦ ὁράματος ἑνός ὁλόκληρου χωριοῦ. Αὐτή ἡ εὐσέβεια στόλισε τή μαγευτική φύση τῆς Ἀκανθοῦς μέ 22 πεποικιλμένα βυζαντινά ξωκλήσια, ἡ ἀνάμνηση τῶν ὁποίων ζωγραφίζει μέσα μας εἰκόνες καί ἤχους τῆς παπαδιαμαντικῆς παράδοσης. Ἀντιλαμβανόμαστε πώς ἡ σχέση τῶν Ἀκανθιωτῶν μέ τόν Χρυσοσώτηρά τους εἶναι σχέση προσωπική, εἶναι ὁ δικός τους Σωτήρας, αὐτός πού τούς κοιτάζει μέ τά μεγάλα ἔκπληκτα μάτια, αὐτά τά μάτια πού κουβαλοῦμε ὅλοι μέσα μας σάν χάδι καί εὐσπλαχνία, σάν θωπευτική ματιά ἀλλά καί σάν ὑπενθύμιση πώς ὁ Χρυσοσώτηρας μᾶς βλέπει ὅπου καί νά εἴμαστε, ὅ,τι καί νά κάνουμε.
Ἡ θρησκευτικότητα τῶν Ἀκανθιωτῶν καί ἡ μεγάλη τους εὐλάβεια, ἡ ὁποία ἐνεργοποίησε ὁλόκληρο τό χωριό, γιά νά προσφέρει μέ ἀνιδιοτέλεια τήν ἐθελοντική του ἐργασία, θεμελίωσε στό κέντρο τοῦ χωριοῦ, ἀνάμεσα στά φτωχικά σπιτάκια, τήν περικαλλῆ ἐκκλησία τοῦ Χρυσοσώτηρα. Τά ἐγκαίνια πραγματοποιήθηκαν τό 1941. Ἀναγράφει ἡ σχετική πλάκα: «Τελεταρχοῦντος τοῦ Μητροπολίτου Πάφου καί Τοποτηρητοῦ τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου Κύπρου Λεοντίου, ἐγένοντο τά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ Σωτῆρος Ἀκανθοῦς τήν Κυριακή 14η Σεπτεμβρίου 1941, καρποφορούντων τῶν ἐν Λονδίνῳ εὐσεβῶν Ἀκανθιτῶν». Γράφει ὁ δάσκαλος τῆς Ἀκανθοῦς Παντελής Παντελίδης στό βιβλίο του «Ἀκανθοῦ, ἐκεῖ πού σμίγουν θρῦλοι καί Ἱστορία»: «Τό κτίριο εἶναι ἕνα μεγαλόπρεπο, ἐπιβλητικό ἀριστούργημα ἀρχιτεκτονικῆς, γιά τό ὁποῖο ὁ μεγάλος ἀρχιτέκτονάς του μ. Θεόδωρος Φωτιάδης ὑπερηφανευόταν ἀποκαλώντας τό “ἡ κόρη μου”... Κάθε ἐπισκέπτης προικισμένος ἤ ὄχι μέ καλαισθητική εὐαισθησία δέν ἔμενε ἀσυγκίνητος ἀπό τήν ἐπιβλητική μεγαλοπρέπεια τοῦ κτιρίου, τοῦ ὁποίου ὁ πελώριος τροῦλος φαινόταν θόλος οὐράνιος χωρίς στήριγμα... Μεγαλοπρεπῆ καί τά ἡμιθόλια, ἄπλετος ὁ φωτισμός, γλυκιά ἡ ἀντίθεση τῶν χρωμάτων».
Ἀξίζει νά σημειωθεῖ πώς τά ὑλικά πού χρησιμοποιήθηκαν γιά τό κτίσιμο τῆς ἐκκλησίας ἦταν καθαρά ἀκανθιώτικα. Ἄμμος ἀπό τή θάλασσά μας, χῶμα ἀπό τά χωράφια μας, ἀσβέστης ἀπό τά καμίνια τῆς περιοχῆς, σπασμένα γαστριά ἀπό τά ἀρχαῖα καί ρωμαϊκά κεραμοποιεῖα, πεῦκα καί πέτρες τῆς Ἀκανθοῦς. Τό παρελθόν καί τό παρόν τῆς Ἀκανθοῦς συνεργάστηκε γιά νά κτιστεῖ ἡ ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ Ζήνων Ζανέττος: «Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χρυσοσώτηρα δέχτηκε στά θεμέλιά της ὑλικά τοῦ πολιτιστικοῦ μόχθου τῶν πρώτων κατοίκων τῆς Ἀκανθοῦς ἀπό τόν 12ο π.Χ. αἰῶνα, γιά νά γίνει ἔτσι τό ἀκριβό φυλαχτό γιά κάθε Ἀκανθιώτη, κληρονομημένο ἀπό γενιά σέ γενιά στούς αἰῶνες... Ἡ ἀναπνοή τῶν Ἀχαιῶν τοῦ 12ου αἰῶνα καί ἡ ἀνάσα τῶν Ἀκανθιωτῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνα θεμελίωσαν τήν ἐκκλησία τοῦ Χρυσοσώτηρα, γιά νά θυμίζει σέ ἐχθρούς καί φίλους πώς ὁ περικαλλής ναός τῆς Ἀκανθοῦς, ὅπως τά γεφύρια τῶν παραμυθιῶν, θεμελιώθηκε καί στερεώθηκε μέ τόν ἱδρῶτα καί τό ζωντανό χτυποκάρδι τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ, μέ τό τραγούδι καί τή μαστοριά τους, μέ τό πεῖσμα καί τό πλεόνασμα τῆς πίστης καί τῆς καρδιᾶς τους».
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χρυσοσώτηρα τῆς Ἀκανθοῦς μάζευε στήν ἀγκαλιά της ὅλους τούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ. Τούς δίδασκε τή συναδέλφωση, τήν κοινωνική συνείδηση καί τήν ἀλληλεγγύη, πού ἐκδηλωνόταν μέ τήν ἐθελοντική συμμετοχή στό μάζεμα τῶν ἐλιῶν τῆς ἐκκλησίας, πού μέ τή σειρά της ἐρχόταν νά συνδράμει σέ ἐποχές ἀνέχειας ὅσους ὑπέφεραν. Καλλιέργησε ἡ ἐκκλησία μας τό ἐθνικό φρόνημα καί τή συνειδητοποίηση τοῦ ἐθνικοῦ χρέους, ἰδιαίτερα κατά τόν ἀγώνα τῆς ΕΟΚΑ, στόν ὁποῖο ἡ συμβολή τῆς Ἀκανθοῦς ἦταν μεγάλη. Συνέδραμε ἡ ἐκκλησία οἰκονομικά καί ἐνίσχυε ὅλα τά ἔργα κοινῆς ὠφελείας πού πραγματοποιοῦνταν στό χωριό, ὅπως τό κτίσιμο τοῦ νέου σχολείου, καί ἀνακούφιζε τίς φτωχές πολύτεκνες οἰκογένειες τῆς Ἀκανθοῦς. Ἔντονη ἦταν καί ἡ παρουσία τῶν ἱερέων τῆς Ἀκανθοῦς, παιδαγωγικός καί κοινωνικός ὁ ρόλος τους, γι᾽ αὐτό καί ἡ συνήθης τιμητική προσφώνησή τους ἦταν, «δάσκαλε». Στήριγμα καί παραμυθία ἦταν γιά τούς ἁπλούς ἀνθρώπους τῆς Ἀκανθοῦς οἱ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο ἱερουργοῦσαν, ἀλλά συμμετεῖχαν σέ ὅλες τίς παγκοινοτικές ἐκδηλώσεις τοῦ χωριοῦ.
Ἡ μορφή τοῦ Χρυσοσώτηρα δέσποζε στίς ψυχές τῶν Ἀκανθιωτῶν. Ἦταν μία ζωντανή παρουσία ἀνάμεσά τους, γι’ αὐτό, ὅταν ἔφτανε ἡ γιορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στίς 6 Αὐγούστου, ὅλο τό χωριό ζωντάνευε, γιά νά γιορτάσει τόν Σωτήρα του καί νά ὑποδεχτεῖ τίς χιλιάδες προσκυνητές πού συνέρρεαν στή χάρη Του, γιά νά προσκυνήσουν τήν εἰκόνα Του καί νά ἀφιερώσουν τά τάματά τους. Δέν εἶναι μία συνηθισμένη γιορτή ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἕνα ἀνεξιχνίαστο θαῦμα- ἔτσι τό αἰσθάνονταν καί οἱ Ἀκανθιῶτες- γιατί ὁ Χριστός μᾶς ἀποκάλυψε τό ἄρρητο τῆς ὕπαρξής Του καί τό μεγαλεῖο τῆς Θεότητάς Του. «Καί μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καί ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένοντο λευκά ὡς τό φῶς». Ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός ἔδειξε στούς μαθητές τοῦ Κυρίου, καί κατ’ ἐπέκταση σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τή φύση, τό ἀρχέτυπο κάλλος, στό ὁποῖο μπορεῖ νά μετέχει πάλι ὁ ἄνθρωπος, ἐάν ἀγωνίζεται γιά νά ἐπιτύχει τήν τελείωση καί τή θέωση. Ἔδειξε καί σέ μᾶς πώς, ἄν θέλουμε νά δοῦμε τό Φῶς τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά μεταμορφωθοῦμε καί νά καθαρίσουμε τόν νοῦ καί τήν ψυχή μας. Γι’ αὐτό, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, καί ὅπως πίστευαν στήν Ἀκανθοῦ, μόνο ὅσοι κοιτάζουν μέ καθαρά τά μάτια τῆς ψυχῆς, μποροῦν νά δοῦν τό ὑπερκόσμιο φῶς, πού φαίνεται, ὅταν ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί τήν παραμονή τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Σωτῆρος.
Ἐκεῖνες τίς μέρες τῆς μεγάλης γιορτῆς, τό ἄκτιστο φῶς τῆς Μεταμόρφωσης ἀλλοίωνε μέ θαυμαστό τρόπο τούς ἀνθρώπους καί τή φύση τῆς Ἀκανθοῦς. Ὅλα ἔλαμπαν μέσα σέ ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς. Τά πρόσωπα καί οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων, πού βίωναν μέ συγκλονιστικό τρόπο τό μέγα θαῦμα, τό βουνό μας ὁ Πενταδάκτυλος καί ἡ θάλασσά μας, τά σπίτια πού λαμποκοποῦσαν ἀπό τήν πάστρα καί τή νοικοκυροσύνη τῆς Ἀκανθιώτισσας.
Τό Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς «Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστέ ὁ Θεός, δείξας τοῖς μαθηταῖς σου τήν δόξαν σου, καθώς ἠδύναντο. Λάμψον καί ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τό φῶς σου τό ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι», ἀντηχοῦσε κάτω ἀπό τόν θόλο τῆς ἐκκλησίας, πού ἀστραποβολοῦσε ἀπό τό φῶς τῶν κεριῶν καί τή λάμψη τῶν εἰκόνων. «Τά μεταλλικά κουδουνίσματα τῶν ἑξαπτέρυγων, ἀνάμικτα μέ τούς μελῳδικούς ψαλμούς καλλίφωνων πάντοτε ψαλτῶν, μέ τά λαμπρά ἱερά ἄμφια τῶν ἱερέων, μέ τό λεπτό χαρακτηριστικό ἄρωμα τοῦ θυμιάματος, μέ ὅλο τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, πού ἔδειχνε ξαφνικά νά βαφτίζεται μέσα στό οὐράνιο φέγγος τῶν ἡλιαχτίδων πού κατέβαιναν τέτοιες ὧρες ἀπό τά ψηλά παράθυρα τοῦ θόλου, δημιουργοῦσαν μία ἀτμόσφαιρα θρησκευτικῆς γοητείας καί ξαναζωντάνευαν τίς λαμπρές βυζαντινές ἱεροτελεστίες».
Μία βδομάδα διαρκοῦσε τό πανηγύρι τοῦ χωριοῦ μας, χρόνος κατά τόν ὁποῖο ἡ Ἀκανθού καί ἡ μεγάλη ἐκκλησία ὑποδέχονταν χιλιάδες προσκυνητές ἀπό ὅλη τήν Κύπρο. Ἡ Ἀκανθού αὐτές τίς μέρες ἀναδείκνυε ὅλη της τήν ἀρχοντιά. Οἱ ξένοι μας γεύονταν ἀνόθευτη τή φιλοξενία στά σπίτια τοῦ χωριοῦ, πού μοσχομύριζαν ἀσβέστη καί πάστρα καί εἶχαν ὀρθάνοικτες τίς πόρτες τους γιά ὅλους. Ἡ ἐκκλησία ἄνοιγε τά κελιά της, γιά νά ξεκουράσει τούς προσκυνητές καί ἡ φύση τῆς Ἀκανθοῦς ἅπλωνε τήν καταπράσινη σκιά τῶν χαρουπόδεντρων καί τῶν ἀσημένιων ἐλιῶν της, γιά νά ἐλαφρύνει τήν κούρασή τους.
Ἡ Ἀκανθού τόν Αὔγουστο τοῦ 1974 δέχτηκε τή μανία τοῦ τούρκου κατακτητῆ. Οἱ κάτοικοι κυνηγημένοι ἐγκατέλειψαν τό χωριό τους στίς 14 Αὐγούστου, παραμονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας καί διασκορπίστηκαν σέ ὅλη τήν Κύπρο, ἔχοντας βαθιά μέσα τους τόν πόνο τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χρυσοσώτηρα, πού ἔμεινε ἐκεῖ στήν Ἀκανθού, γιά νά μᾶς ὑπενθυμίζει πώς ποτέ δέν σταμάτησε νά τελεῖται μυστικά ἡ Θεία Λειτουργία σέ ἐκεῖνον τόν ἅγιο τόπο καί πώς ἡ ἠχώ συνεχίζει νά ψάλλει στόν ἀκανθιώτικο αἰθέρα τό Ἀπολυτίκιο τῆς Μεταμόρφωσης. Ἔμεινε ἐκεῖ στό κέντρο τοῦ χωριοῦ ὁ Χρυσοσώτηρας, γιά νά μᾶς ὑπενθυμίζει πώς ἡ Ἀκανθού συνεχίζει νά ζεῖ μέσα στόν ἑνιαῖο χρόνο πού ὁδηγεῖ στήν αἰωνιότητα, κάτω ἀπό τά ἄγρυπνα ὅλο φέγγος μάτια Του.
Ὁ Χρυσοσώτηρας τῆς Ἀκανθοῦς, ἀκόμη καί μέσα στήν ἐρημία καί τήν ἀποξένωση τῆς προσφυγιᾶς, συνεχίζει νά ἐνδυναμώνει τούς Ἀκανθιῶτες καί νά τούς συγκεντρώνει τή μέρα τῆς γιορτῆς Του στό ξωκλήσι ἀντίγραφο τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀκανθοῦς, πού τό ἔκτισε ἡ πίστη, ἡ εὐλάβεια καί ἡ μεγάλη ἀγάπη τῶν Ἀκανθιωτῶν πρός τόν Σωτήρα τους. Τό ξωκλήσι τοῦ Χρυσοσώτηρα στήν περιοχή τῆς Ὀρόκλινης στή Λάρνακα ἔγινε πιά γιά τούς Ἀκανθιῶτες Πολικός Ἀστέρας, πού κατευθύνει τίς προσευχές καί τίς ἐλπίδες τους γιά ἐπιστροφή στόν Πενταδάκτυλο καί τήν Ἐκκλησία τοῦ Χρυσοσώτηρα στήν Ἀκανθού.
«Ἡ μνήμη ὅπου καί νά τήν ἀγγίξεις πονεῖ», ψιθυρίζει ὁ ποιητής. Ταυτόχρονα ὅμως, ἡ μνήμη ἐπιμένει νά θέλει ζωντανή τήν Ἀκανθού, τίς παραδόσεις της καί τή θρησκευτική της ζωή. Ἡ μνήμη κυρίαρχη γεμίζει τή σκέψη μας μέ τήν ὁλοπράσινη καί θάλλουσα φύση της, μέ τίς θαλασσινές εἰκόνες της, πού κυματίζουν τά ὄνειρα τῆς ἐπιστροφῆς στό πατρικό χῶμα καί τίς ἀκανθιώτικες ρίζες μας. Ἡ μνήμη δέν θά ἐγκαταλείψει ποτέ τήν Ἀκανθού καί δέν θά ἀφήσει σέ βέβηλα χέρια τόν Χρυσοσώτηρά της. Σήμερα, ἡ Ἀκανθού συνεχίζει σέ πεῖσμα τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς νά ἀγνοεῖ τόν σαρκασμό τῆς ἱστορίας πού τή θέλει σκλάβα. Γιατί οἱ Ἀκανθιῶτες μέ τή βοήθεια τοῦ Χρυσοσώτηρα συνεχίζουν νά διεκδικοῦν τή γῆ τους καί δέν θά πάψουν ποτέ νά ἀγωνίζονται γιά τήν ἐλευθερία τους καί γιά τήν εὐλογημένη ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς, ὅταν οἱ καμπάνες τῆς ἐκκλησίας τοῦ Σωτῆρος θά ἠχήσουν χαρμόσυνα καί πάλι, καλώντας τούς πιστούς στό μεγάλο πανηγύρι τῆς Μεταμόρφωσης.
Περιοδικό Παράκληση, τ.105