του κ. Κώστα Γεωργιάδη

Δεκαπενταύγουστος. Ολονυκτία φέ­τος κάτω απ’ τον ξάστερο ουρανό. Μεγάλο που φαίνεται το φεγγάρι, πλατιά στρογγυλεμένα τ’ αστέρια χωρίς τα ματογυάλια της μυωπίας και με σκυφτό το κεφάλι πόσα να δεις στον ουρανό; Βουβοί και οι σύντροφοι σε κάποια απόσταση ο ένας από τον άλλο. Ένα ρρρ - ρρρ, πολύ εκκωφαντικό, ακούγεται συνεχώς. Οι μηχανές των τουρκικών αρμάτων είναι σε ενέργεια, έτοιμες να οδηγήσουν τις

ερπύστριες πάνω απ’ τα δεμένα κορμιά μας. Κάνεις να τινάξεις κάπως το σώμα, να ξεμουδιάσει λιγάκι η πλάτη, αλλά το μέταλλο που σε κεντά σου υπενθυμίζει τη θέση σου. Θες να τρίψεις τα μάτια, να σιγουρευτείς πως είσαι ξύπνιος μα ... πώς; Τα χέρια είναι πισθάγκωνα δεμένα, πρηστήκανε και δεν τα νιώθεις.

-  Παρακαλώ, χαλαρώστε λιγάκι το δέσιμο στα χέρια, πάω να ψελλίσω σ’ έναν υπαξιωματικό που περνά δίπλα μου. Αντί για απάντηση, παίρνει το δάκτυλο στ’ αυτί του, μου κάνει νόημα πως δεν ακούει. Μου δείχνει και το τανκ, μπροστά από το οποίο κάθομαι οκλαδόν, που έχει ξεκινημένη τη μηχανή. Πώς να ακούσει ο άνθρωπος; Ο άλλος, ο προσωπικός μου φρουρός, με κεντά πιο δυνατά με την ξιφολόγχη του. Το όπλο του είναι μόνιμα στραμμένο προς την πλάτη μου και η μύτη της ξιφολόγχης του με ακουμπά σχεδόν συνέχεια.

«Πρωταρχικό μέλημα παντός αιχμαλώτου η απόδρασις» σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι. Η φράση αυτή, από την εκπαίδευσή μου στη σχολή εφέδρων αξιωματικών, στριφογυρίζει στο μυαλό μου όπως το: «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ....» στη σκέψη και στην καρδιά καλού ασκητή. Μα πώς να την πετύχω; Δεμένος εγώ, χωρίς τα ματογυάλια των πέντε βαθμών μυωπίας, δεμένος και ο διοικητής του λόχου μου και οι πέντε - έξι σύντροφοι... Και αντί για σχέδια απόδρασης περνούσαν και ξαναπερνούσαν από τη σκέψη μου οι σκηνές της σύλληψής μας και τα αναπάντητα ερωτήματα, «γιατί;» και «πώς;». «Πώς δε συλληφθήκαμε, όταν βρισκόμασταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου; Πώς τα καταφέραμε κυκλωμένοι απ’ τους εισβολείς να οδηγήσουμε σε ασφαλές μέρος τον λόχο χωρίς απώλειες κατά τη σύμπτυξη στην πρώτη φάση; Πώς επιβίωσε και επέστρεψε το τμήμα της διμοιρίας μου, όταν ως ακροαστικό φυλάκιο εκείνο το βράδυ της εκεχειρίας μπήκαμε μέσα στις γραμμές του εχθρού και, με το που πλάκωσε η ομίχλη, χάσαμε τον προσανατολισμό μας; Πώς πέσαμε στα χέρια των εχθρών τζάμπα, τώρα που ήμασταν εφεδρικός λόχος και μάλιστα, όταν πιο μπροστά από μας υπήρχαν τρεις διμοιρίες του λόχου μας με υπό διοίκηση τα περισσότερα στοιχεία οπλομηχανημάτων της δικής μου διμοιρίας;» Τα «γιατί;» και τα «διότι» δεν είχαν τελειωμό. Πώς να δώσεις απάντηση, όταν όλη μέρα βομβαρδιζόταν η περιοχή και έπρεπε να βρισκόμασταν συνέχεια στα ορύγματα; Όταν η επικοινωνία μεταξύ λόχων και διμοιριών δεν λειτούργησε και όταν ο ασύρματος του διοικητή του τάγματος σίγησε την κρίσιμη στιγμή; Πώς να εξηγήσεις τη φυγή των φίλων που δεν μας ειδοποίησαν; Πώς να ερμηνεύσεις την εμφάνιση των εχθρικών αρμάτων που προέλαυναν από τα σημεία που ήμασταν σίγουροι ότι εκεί βρισκόντουσαν οι δικές μας διμοιρίες; Απλώς θυμάμαι και ξαναθυμάμαι τη μοιραία στιγμή, όταν έπεισα τον νεοφερμένο λοχαγό ότι έπρεπε να υποχωρήσουμε δύο-τρία χιλιόμετρα νοτιότερα, γιατί οι ειδήσεις του ξένου σταθμού έλεγαν ότι κατελήφθησαν χωριά που βρισκόντουσαν στα νοτιοανατολικά μας, πράγμα που θα σήμαινε ότι θα αποκοπτόμασταν από τα νότια. Θυμάμαι και ξαναθυμάμαι εκείνη τη στιγμή που αποφάσισα ότι εγώ ο ίδιος, ο διμοιρίτης, έπρεπε να ειδοποιήσω τους πυροβολητές να κατεβούν από το κοντινό ύψωμα για την επικείμενη υποχώρηση. Κυρίως θυμάμαι τον καταιγισμό πυρός που δέχτηκα από τις θέσεις των διμοιριών μας, μόλις προχώρησα μερικά μέτρα πίσω από τις θέσεις των υπόλοιπων συντρόφων μου και εκείνη την ταχύτητα με την οποία δύο άρματα, συνοδευμένα από πεζούς, έφτασαν μέχρι το όρυγμα του λοχαγού και των υπολοίπων. Θυμάμαι ότι είδα τον λοχαγό μου και τ’ άλλα παιδιά να πέφτουν άοπλοι σχεδόν στα χέρια των εχθρών. Και όσο περισσότερο στριφογυρίζουν εκείνες οι στιγμές στη σκέψη μου, πάει να σπάσει το κεφάλι απ’ το γιατί... απ’ το αν έπρεπε να δράσω διαφορετικά, να πατήσω τη σκανδάλη του στεν πιο γρήγορα. Έρχεται και ξανάρχεται το μεγάλο δίλημμα των τόσο λιγοστών μα μοιραίων στιγμών που με έλιωσε πίσω από τον μικρό θάμνο, όπου προσπάθησα να συρθώ μετά τους πυροβολισμούς που δέχτηκα από μακριά:

-  Είμαι που είμαι χαμένος. Να αδειάσω τη σφαιροθήκη στους πεζούς του εχθρού. Ίσως τα καταφέρω να συρθώ προς το χαντάκι και τους ξεφύγω.

Τι πας να κάνεις, καημένε; Μου υπόβαλλε μία άλλη φωνή. Θα σκοτώσεις μαζί και τους δικούς μας που τους πιάσανε. - Έτσι και αλλιώς χαμένοι και εκείνοι, χαμένος κι εγώ...

- Πήγα να πατήσω απελπισμένα τη σκανδάλη και σκέφτηκα πόσο εύκολο ήταν να πάρουν και εμένα ζωντανό. Θυμήθηκα τη στρατιωτική μου ταυτότητα. Δεν έπρεπε ν’ αποκαλύψω τον βαθμό μου, τουλάχιστον κατά τη σύλληψη. Μετά, σκέφτηκα, έχει ο Θεός. Άφησα κάτω οπλισμένο το στεν κι έβαλα το χέρι στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου. Πήρα το πορτοφόλι και έκανα να τραβήξω έξω την ταυτότητα...

-  Γιούρου γιούρου, ακούω πίσω μου και νιώθω μία ξιφολόγχη να καρφώνει στην πλάτη μου.

- Παράς, παράς ψέλλισα παγωμένος στον εισβολέα.

Στο πορτοφόλι υπήρχαν λεφτά. Σίγουρα από θεία φώτιση τα σκέφτηκα. Άρπαξε ο άλλος λαίμαργα το πορτοφόλι, μου αφαίρεσε βιαστικά και το ρολόι απ’ το χέρι, τα έβαλε στην τσέπη. Σπρώχνοντάς με μ’ έσυρε γρήγορα κοντά στους άλλους. Μαζεύτηκαν γύρω μας δεκάδες με άγριο βλέμμα και φωνές. Στο πι και φι μας έβγαλαν τα δέματα απ’ τα άρβυλα και μας έδεσαν πισθάγκωνα τα χέρια. Μας έβαλαν στη σειρά και μας υποχρέωσαν να τρέχουμε δεμένοι γύρω από ένα σημείο, ενώ εκείνοι μας έφτυναν και μας κτυπούσαν με χέρια και όπλα. «Στοπ», ακούστηκε ξαφνικά. Κάτι είπαν μεταξύ τους. Όρμησαν πάνω μας βιαστικά και μας έβαλαν να γονατίσουμε όλοι στη σειρά. Κάποιος τότε μου πήρε τα γυαλιά. Κι ένας δικός μας που φαινόταν σαν να του σάλεψαν τα μυαλά, φώναζε: «Δεν θέλω να πεθάνω. Δεν θέλω ...». Πάγωσα και εγώ. Αυτό είναι εκτελεστικό απόσπασμα, σκέφτηκα. Όλες οι προηγούμενες αγωνίες φαινόντουσαν αστείες μπροστά στη σιγουριά του επικείμενου θανάτου. Απέναντί μας ο υπαξιωματικός ύψωσε το αυτόματό του και μας σημάδευε, ενώ οι άλλοι απ’ τα πλευρά επιτηρούσαν προσεκτικά. Όλα τελείωσαν λοιπόν στα είκοσι μας χρόνια. Ένιωσα το ρίγος του θανάτου να διαπερνά το κορμί μου και το μυαλό μου να σκοτεινιάζει. Είδα σαν οπτασία μαυροφορημένη τη μάνα μου να κλαίει. Θυμήθηκα ξαφνικά πως δεν σταματάει εδώ η ζωή. Έκλεισα τα μάτια μου και είπα «συγχώρα με, Κύριε» και περίμενα τρομαγμένος το πέρασμα στον άλλο κόσμο. Δεν ήξερα, αν ζούσα ή αν είχα ήδη πεθάνει. «Κύριε, δώσε μου μία ευκαιρία να φύγω πιο έτοιμος» τόλμησα να πω με τη σκέψη μου, καθώς μετρούσα τους μήνες που είχα να εξομολογηθώ. «Παναγιά μου, σήμερα είναι η γιορτή σου», συνέχισα. Πήγα να κλείσω πιο σφικτά τα μάτια μου, όταν το απότομο φρενάρισμα ενός οχήματος μ’ έκανε να τ’ ανοίξω ξανά. Ένας συνταγματάρχης κατέβηκε βιαστικά από το όχημα και έδινε δυνατά οδηγίες στη γλώσσα του. Έτσι γλυτώσαμε προς στιγμής την εκτέλεση κι εγώ βρέθηκα στη συνέχεια δεμένος μπροστά από ένα τανκ με την ξιφολόγχη στην πλάτη μου. Πέρασε έτσι η βραδιά. Χωρίς νερό, χωρίς φαΐ,χωρίς ... Πέρασε έτσι και η επόμενη μέρα, μέσα στον καυτερό αυγουστιάτικο ήλιο, χωρίς νερό, χωρίς ελπίδα. Τ’ απόγευμα μας φόρτωσαν σ’ ένα λεωφορείο. Μας έδεσαν τα μάτια. Το λεωφορείο τράβηξε για το άγνωστο. Μόλις τα καλυμμένα με το ρούχο μάτιαμας κατάλαβαν πως άρχισε να σουρουπώνει, μπήκαμε στην πόλη. Κάποια στιγμή τ’ αυτοκίνητο σταμάτησε. « Ήρτετε Σεράι», ακούστηκε μία φωνή. Και το δελτίο ειδήσεων του παράνομου ραδιοσταθμού στα ελληνικά μεταδιδόταν απ’ τα μεγάφωνα. Το αυτί μου πήρε κάτι για πρωθυπουργό της Ελλάδας, κάτι για διάγγελμα, κάτι «λόγω αποστάσεως».

Το βράδυ στο στενάχωρο κελί, καθώς δεν χωρούσε και τους επτά κρατουμένους να ξαπλώσουν χάμω, μονολογούσα: «λόγω αποστάσεως, λόγω αποστάσεως...» κι ένιωθα κομμένα τα φτερά των οραμάτων της γενιάς μου, απούσα την Ελλάδα και την ανθρωπότητα, νεκρά τα προσωπικά μου όνειρα. Ευτυχώς ο Κύριος δεν μετρούσε τις αποστάσεις. Αυτός, ο Κύριος, ήταν παρών στο κελί και στην ψυχή μου. Αυτός, μετέτρεψε την αιχμαλωσία μου στη μεγαλύτερη ευεργεσία στη ζωή μου.

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παράκληση.

Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 79)