τού κ. Γιάννη Χατζηχαραλάμπους, Φιλολόγου
Η απόφαση της Ελλάδας να αμυνθεί κατά των στρατευμάτων του Άξονα του Χιτλερο-Φασισμού την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940 στα ελληνοαλβανικά σύνορα προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στους Κυπρίους. Ένα ρεύμα εθελοντισμού κατέκλυσε τις ψυχές τους και υπό την καθοδήγηση της Εθναρχούσας Εκκλησίας εκατοντάδες προσέτρεξαν για βοήθεια και προσφορά στο αγωνιζόμενο έθνος. «Εις ολόκληρον την Κύπρον επικρατεί αφάνταστος ενθουσιασμός αφ’ ης στιγμής ελήφθη η είδησις ότι η Ελλάς απεφάσισε να αμυνθεί δια των όπλων εις την Ιταλικήν επίθεσιν. Εις ολόκληρον την νήσον υψώθησαν Ελληνικαί σημαίαι... Κατά πυκνάς μάζας προσέρχονται ευσταλείς Κύπριοι ζητούντες ν’ αποσταλούν εις την Ελλάδα όπως υπηρετήσουν εις τας τάξεις του Ελληνικού στρατού», μετέδιδε ο ανταποκριτής του αγγλικού πρακτορείου ειδήσεων Reuters στη Λευκωσία το 1940. Οι πρώτοι Κύπριοι στρατιώτες έφτασαν στον Πειραιά στις αρχές του 1941. Μέχρι και την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, υπολογίζεται ότι έφτασαν μέσω Αιγύπτου και Λιβύης πέραν των τεσσάρων χιλιάδων Κυπρίων του «Κυπριακού Συντάγματος». Όσοι από τους στρατιώτες δεν ήταν εξοπλισμένοι χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για τη διάνοιξη και επιδιόρθωση οδικών δικτύων και για την κατασκευή οχυρωμάτων στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, καθώς και για τη μεταφορά εφοδίων και πυρομαχικών στις εμπόλεμες περιοχές. Εκτός βέβαια από τους εθελοντές που μετέβησαν στην Ελλάδα από την Κύπρο, Κύπριοι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας, από την πρώτη στιγμή παρουσιάστηκαν στην Αγγλική πρεσβεία και γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να καταταγούν στον Ελληνικό στρατό. Τον Νοέμβριο του 1940 συστάθηκε στην Αθήνα ειδική Κυπριακή Επιτροπή για την αποστολή εθελοντών στον πόλεμο. Έτσι άρχισε η ομαδική έγγραφή με τη μορφή υπογραφής της διαβεβαίωσης ότι: «επιθυμώ και θέλω να υπηρετήσω την πατρίδα μου Ελλάδα ως εθελοντής». Η μεγαλύτερη ομάδα εθελοντών συγκεντρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1940 στα γραφεία της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας κι αφού έδωσαν τον όρκο του Έλληνα στρατιώτη παρακολούθησαν τη βασική εκπαίδευση, ώστε να καταταγούν στο ελληνικό στράτευμα. Στους εθελοντές αυτούς ο Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, ο οποίος ήταν εξόριστος στην Ελλάδα, σε αποχαιρετιστήριο μήνυμα ανέφερε: «...η Κύπρος πυκνώνουσα και σήμερον, όπως εις κάθε στιγμήν της ζωής του Έθνους τας ελληνικάς ηρωϊκάς φάλαγγας, δεν συνεχίζει απλώς την ελληνικήν παράδοσιν του «αμύνεσθαι περί Πάτρης», αλλ’ ακολουθεί τον δρόμον της αιωνίας αυτής προσηλώσεως προς την αθάνατον Μητέραν. Προστάτης υμών είναι την στιγμήν ταύτην και ολόκληρος ο κυπριακός λαός ο οποίος εθελουσίως επιστρατευθείς κατά χιλιάδας πολλάς εν Κύπρω δια να αγωνισθή υπέρ των αιωνίων ιδανικών του Έθνους, αναμένει εναγωνίως την μεταφοράν αυτού εις Ελλάδαν.». Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για τους σαράντα, περίπου, Κύπριους φοιτητές, οι οποίοι έσπευσαν να βοηθήσουν τη δοκιμαζόμενη Ελλάδα. Γράφει χαρακτηριστικά ένας φοιτητής στον πατέρα του «...Έτσι κι εγώ μαζί με άλλους Κυπρίους φοιτητάς και επιστήμονας, κατετάχθημεν εθελονταί στον Ελληνικόν Στρατόν... και τώρα γυμναζόμαστε, για να μπορέσωμεν μετά δύο μήνες κι εμείς να προσφέρουμε κάτι στην αγαπημένην πατρίδα...». Μεταξύ άλλων στον μακρύ κατάλογο των πεσόντων στα αιματόβρεκτα μέτωπα της τιμής σημαντικές υπήρξαν οι φυσιογνωμίες του Ροδίωνα και Μιλτιάδη Γεωργιάδη και Ανδρέα Δρουσιώτη εκ Λεμεσού και πολλών γυναικών που υπηρετούσαν ως ασυρματίστριες, νοσοκόμες, αποθηκάριοι, μαγείρισσες και όπου αλλού υπήρχε άμεση ανάγκη παροχής βοήθειας. Πολλοί Κύπριοι, οι όποιοι παρέμειναν στην Ελλάδα στη διάρκεια της Γερμανό-Ιταλικής κατοχής, συνεργάστηκαν με τοπικές αντιστασιακές οργανώσεις εναντίον του κατακτητή.
Η αμέριστη Κυπριακή συμπαράσταση προς την Ελλάδα εκδηλώθηκε και στον οικονομικό τομέα. Η επιτυχία των εράνων οι όποιοι άρχισαν με υποκινητή τον Τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού θρόνου Μητροπολίτη Πάφου Λεόντιο μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 και συνεχίστηκαν σ’ ολόκληρη την περίοδο της Γερμανικής κατοχής ήταν αδιαμφισβήτητη. Συγκεντρώθηκε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, εκατοντάδες κιβώτια με τρόφιμα και είδη ρουχισμού και πολλοί Κύπριοι πρόσφεραν πολύτιμα προσωπικά αντικείμενα. Στις 15/1/1941 ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών μετέδιδε: «Πληροφορούμεθα εκ Κύπρου ότι το ποσόν των εράνων... ανήλθε εις εβδομήντα χιλιάδες λίρες...». Ο Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, Μητροπολίτης Λεόντιος, συνέστησε επιτροπές εράνων και σε εγκύκλιό του στις 8/11/1940 ανέφερε τα εξής: «Προτρέπομεν υμάς... ίνα προσφέρητε. κυρίως με τους χρυσούς δακτυλίους αρραβώνας υμών και αργυρά κοσμήματα και αντικείμενα και χρυσά νομίσματα ή κωνσταντινάτα...». Αίσθηση προκάλεσαν η δωρεά τριών χιλιάδων λιρών από Κύπριο για αγορά αεροπλάνου καθώς και οι έρανοι που διεξήγαν καθηγητές και μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου και άλλων σχολείων. Από πρακτικά συνεδριάσεως του καθηγητικού συλλόγου του Παγκυπρίου Γυμνασίου μαθαίνουμε ότι: « Ο Καθηγητικός Σύλλογος του Παγκυπρίου Γυμνασίου συνελθών εις έκτακτον συνεδρίαν... δια τον Ιερόν Αγώνα της υπέρ της Ελευθερίας μαχομένης Ελλάδος... απεφάσισεν να δεχθεί χρηματικάς εισφοράς των μαθητών και μαθητριών... και προσφοράν των μαθητριών, προσφερομένων να πλέξωσιν αντρικά γάντια, φανέλες κ.τ.λ. ...».
Αξιόλογο φιλανθρωπικό έργο επιτέλεσε και η «Εστία Κυπρίων» της Αθήνας, η οποία ιδρύθηκε και στελεχώθηκε από οικογένειες Κυπρίων που ζούσαν εκεί και πρόσφεραν καθημερινά γεύματα σ’ όσους είχαν ανάγκη την περίοδο της κατοχής. Τέλος, έξι χιλιάδες περίπου πρόσφυγες από την Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο στις αρχές του 1942 σε καταυλισμούς στο Ζύγι, τον Ξερό, το Μαυροβούνι και τη Σκουριώτισσα. Ένα πλήθος εθελοντών και μαρτυριών αποδεικνύουν την έμπρακτη υλική και πνευματική βοήθεια της Κύπρου στην Ελλάδα κατά της λαίλαπας του Ναζισμού και Φασισμού, παρόλο που και η ίδια η νήσος διένυε μία από τις δυσκολότερες περιόδους της Αγγλικής κατοχής.
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παράκληση.
Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 68)