του κ. Ανέστη Κεσελόπουλου, Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Η άσκηση στην ορθόδοξη πνευματική ζωή νοείται ως η αναγκαία και αδιάκοπη προσπάθεια του ανθρώπου, ώστε να μπορέσει να διακρίνει το θετικό από το αρνητικό και να προσλάβει το θετικό στη ζωή του• γιατί είναι αδύνατο να ξεχωρίσει το καλό από το κακό με αισθητήρια που ζητούν την ηδονή. Γι’ αυτό και η αισθητική, διακριτική και με φόβο Θεού μετοχή στα αγαθά της δημιουργίας αντιδιαστέλλεται και αντιπαρατάσσεται προς την αδιάκριτη και ενήδονη χρήση τους, επειδή ακριβώς η δεύτερη δεν γνωρίζει τα όρια της χρείας, εγκυμονεί “τον φόβο του θανάτου” και απεργάζεται την αλλοτρίωσή του. Έτσι η άσκηση και ο ασκητικός αγώνας σημαίνουν από μία άποψη αντίσταση στην αλλοτρίωση, δηλαδή άρνηση του ανθρώπου να εξατμισθεί στην περιρρέουσα καταναλωτική ατμόσφαιρα της φιληδονίας και του ευδαιμονισμού σαν ένα ομοειδές σταγονίδιό της. Και δεν υπάρχει για τον άνθρωπο τραγικότερη μορφή αλλοτριώσεως από τη χρήση και μετοχή στα κτίσματα και τα αγαθά του Θεού χωρίς ταυτόχρονη ευχαριστία και κοινωνία με Εκείνον. Η αλλοτρίωση αυτή χαρακτηρίζεται από την πείσμονη άγνοια του Θεού -παρά τον πλούτο των δωρεών Του- και ενέχει όλη την οδύνη της διαζεύξεως του ανθρώπου από τον Θεό και της νεκρώσεως που συνεπάγεται η στέρηση της όντως ζωής. Όπως υπογραμμίζει σχετικά ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, οι άνθρωποι που αγνοούν τον Θεό, ενώ τρυφούν ηδονικά με τις αισθήσεις του σώματος και αγάλλονται με τα αγαθά της δημιουργίας ως άλογα ζώα, αδυνατούν να διακρίνουν τον Θεό ως δημιουργό και χορηγό όλων αυτών.
agion orosΟ εγωισμός και η φιλαυτία είναι πάθη που καλλιεργούνται ιδιαίτερα στον καταναλωτικό, ακρατή και φιλήδονο άνθρωπο. Έτσι καταλαβαίνουμε γιατί ο άγιος Συμεών τονίζει ότι η μετοχή στα υλικά αγαθά πρέπει να γίνεται όχι μόνο με ευχαριστία προς τον Θεό αλλά και με εγκράτεια και αποφυγή του κορεσμού και της υπερβολής. Με την ασκητική χρήση του κόσμου ο άνθρωπος παραιτείται έμπρακτα από τον εγωκεντρισμό του και την απαίτηση να υποτάσσει τα πάντα στο ατομικό του συμφέρον. Αγαπά και σέβεται το περιβάλλον του και δεν προσπαθεί να μεταφράζει την αξία του σε απρόσωπα χρήματα -με άλλα λόγια σε αντικειμενικές μονάδες ωφελιμιστικής χρήσεως- αλλά θεωρεί όσα τον περιβάλλουν ως πράγματα, δηλαδή αποτελέσματα πράξεως του δημιουργού Θεού.
Βλέποντας λοιπόν ο άνθρωπος τα υλικά αγαθά όχι ως καταναλωτικά στοιχεία και αντικείμενα, αλλά ως “πράγματα” -πεπραγμένα της αγάπης του Θεού-, έχει τη δυνατότητα να τα μεταμορφώνει με ολόκληρη τη ζωή του σε γεγονότα προσωπικής σχέσεως και κοινωνίας. Τότε η σχέση αυτή με τον κόσμο γίνεται μια έμμεση σχέση με τον ποιητή του κόσμου, τον Θεό, ενώ η έμπρακτη ασκητική χρήση του κόσμου αποβαίνει μια αδιάκοπη σπουδή και πληροφορία για την αλήθεια του κόσμου• μια σπουδή που καμιά ορθολογιστική μελέτη ή “θετική” επιστήμη δεν μπορεί να εξασφαλίσει.
Στους σημερινούς μάλιστα καιρούς της άμετρης εκμεταλλεύσεως, παραχρήσεως και βιασμού του περιβάλλοντος, το ασκητικό και αντικαταναλωτικό ήθος που προβάλλουν οι Πατέρες είναι ιδιαίτερα σωτήριο, αφού καταδείχνει με ποιον τρόπο πρέπει ο άνθρωπος να περιορίζει τις πλεονεκτικές του ορέξεις απέναντι στη φύση, για να βρίσκεται ουσιαστικότερα και οργανικότερα συνδεδεμένος μαζί της, όπως τον έχει δημιουργήσει ο Θεός.
Ωστόσο θα ήταν παράλειψη, αν δεν αναφέραμε ότι η ασκητική και αντικαταναλωτική χρήση του κόσμου λειτουργεί και προς την κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αποδόσεως των αγαθών στους ανθρώπους που τους ανήκουν εξ ίσου και τα στερούνται. Η πλεονεξία, η απληστία και ο καταναλωτικός βίος, που αποτελούν βασική αιτία της κοινωνικής αδικίας, δεν έχουν θέση στη ζωή του αληθινού Χριστιανού, που οφείλει να είναι αυτάρκης με την έννοια του περιορισμού των αναγκών του στα πραγματικά απαραίτητα. Η ζωή του πρέπει να ρυθμίζεται από την άσκηση και την εγκράτεια και όχι από την τρυφή, τον καταναλωτισμό, την πολυτέλεια και τις ψεύτικες - περιττές ανάγκες, που δημιουργούνται από ανθρώπους που έχουν το “πνεύμα του κόσμου τούτου”, για να δικαιολογήσουν πως όσα κατέχουν καλύπτουν τη “χρεία” τους. Τα φυσικά πράγματα του κόσμου ανήκουν κατά κυριότητα στον Θεό. Εκείνος τα έδωσε κοινά σε όλους τους ανθρώπους παρέχοντάς τους μόνο το δικαίωμα της χρήσεως, με σκοπό να καλύπτουν όλοι τις ανάγκες τους και όχι για να τα υποτάσσουν στην κατοχή και τη μόνιμη κτήση τους. Η θεώρηση αυτή εντάσσεται στο γενικότερο ασκητικό πνεύμα της Ορθοδοξίας, που πρέπει να χαρακτηρίζει τη ζωή όλων των πιστών και να τους οδηγεί σε σωστή χρήση των πραγμάτων του κόσμου. Αυτή η χρήση έχει ως σκοπό την κάλυψη βασικών υλικών αναγκών και δεν εκπίπτει σε παράχρηση ή κατάχρηση του κόσμου.
Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι και η έννοια του “οικονόμου του Θεού” που χρησιμοποιούν οι Πατέρες, δεν έχει δογματική χροιά και δεν πρέπει να συνδέεται με μια προβολή της ανισοκατανομής των υλικών αγαθών στον Θεό. Η ανισοκατανομή οφείλεται στους ανθρώπους, που διατάραξαν την αρχική ισονομία του Θεού. Με αφετηρία λοιπόν την κατάσταση αυτή, που διαμορφώθηκε από ανθρώπους και υπάρχει στην ανθρώπινη κοινωνία, οι Πατέρες μιλούν για τον άνθρωπο-οικονόμο του Θεού, για να χρησιμοποιήσουν στη συνέχεια αυτή τη θέση ως επιχείρημα στην προσπάθειά τους να πείσουν τους πλουσίους να δώσουν στους πτωχούς τα περιττά πλούτη τους.
Εξάλλου, μαζί με τα δικαιώματα του ανθρώπου πάνω στη φύση, υπάρχει και το “δικαίωμα” της φύσεως πάνω στον άνθρωπο, που υπαγορεύει τον άμεσο σύνδεσμο των οικονομικών δικαιωμάτων του ανθρώπου με βασικές οικολογικές υποχρεώσεις του. Έτσι το ύψος των οικονομικών δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν είναι δυνατό να αυξάνει κατά βούληση, ακολουθώντας τις αυξανόμενες απαιτήσεις του, γιατί στην οικονομική ανάπτυξη υπάρχουν τα οικολογικά όρια. Ο αγώνας για την επιβίωση δεν μπορεί να ασκείται σε βάρος της φύσεως, γιατί διαφορετικά ο οικολογικός - “κοσμικός” θάνατος θα φέρει και το τέλος της ανθρώπινης ζωής. Τα οικονομικά ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να έρθουν σε συμφωνία με τα όρια και τις βασικές προϋποθέσεις που παρέχει η ίδια η δημιουργία για την επιβίωση της ανθρωπότητας στο φυσικό της περιβάλλον. Δεν μπορούν να πραγματοποιούνται με ανεξέλεγκτη οικονομική ανάπτυξη, αλλά με μια ανάπτυξη που θα συνοδεύεται από οικονομική δικαιοσύνη στα πλαίσια των “ορίων της αναπτύξεως”. Η οικονομική δικαιοσύνη, που συνίσταται στη διάθεση και την κατανομή των βιομηχανικών μέσων παραγωγής, πρέπει να στραφεί στην επιβίωση και την κοινή ζωή των ανθρώπων και των λαών. Με τον τρόπο αυτόν είναι δυνατό να επιτευχθεί οικολογική σταθερότητα στη συμβίωση και την κοινή ζωή με την αποκαλούμενη “άλογη” δημιουργία. Οικονομική και οικολογική δικαιοσύνη αλληλοπροϋποτίθενται και μπορούν ως εκ τούτου μόνο μαζί να πραγματοποιηθούν. Άλλωστε αυτή η σύζευξη οικολογικών και οικονομικών προβλημάτων προϋποτίθεται και στην Καινοδιαθηκική θεώρηση του θέματος, όπου ο όρος “οικονομία” έχει την ίδια έννοια με τον σύγχρονο όρο “οικολογία”, που σημαίνει διοίκηση, διαχείριση και φροντίδα των πραγμάτων του οίκου με προσοχή και λιτότητα.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Ανέστη Κεσελόπουλου,
«Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον. Σπουδή στον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο», Αθήνα 1991)