τοῦ κ. Γεωργίου Κυριάκου
Ἕνα ἀπό τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ κυριαρχία τῆς εἰκόνας, ὄχι ὡς διακοσμητικοῦ στοιχείου, ἀλλά ὡς ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς πίστης μας στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀναμφισβήτητα ἡ εἰκόνα εἶναι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς ὅρασής μας, γιατί, ὅταν βλέπουμε, τά πάντα γύρω μας ἀποτελοῦν ζωντανές εἰκόνες λουσμένες μέσα στό φῶς. Αὐτή ἡ βασική αἴσθηση μᾶς κάνει νά ἔχουμε ἐπικοινωνία μέ τό περιβάλλον μας, μᾶς χαρίζει χαρά καί ἐλευθερία. Μᾶς ἀποκαλύπτει πώς ἡ ὕπαρξή μας εἶναι μία σχέση πρός τόν κόσμο καί πώς δέν εἴμαστε μοναχικά αὐτονομημένα ἄτομα. Ἡ ἁρμονική σχέση μέ τόν Θεό εἶναι καθοριστική τῆς σχέσης μέ τόν ἑαυτό μας, μέ τόν πλησίον καί τό περιβάλλον, τό ὁποῖον ὡς φυσική ἀποκάλυψη, μᾶς εἰκονίζει (φανερώνει) τόν δημιουργό της. Ὡς εἰκόνα, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, μᾶς «διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ• ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα».
Αὐτή ἡ σχέση δηλώνεται μέ τό «κατ’ εἰκόνα» τῆς δημιουργίας μας ἀπό τόν Τριαδικό Θεό καί ἐκδηλώνεται μέ τό «καθ’ ὁμοίωσιν». Ἐφόσον ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα» Του, τότε ὁ ἴδιος εἶναι ἡ ὄντως εἰκόνα καί μάλιστα εἶναι τό ἀρχέτυπό μας πρός τό ὁποῖο καλούμαστε νά ὁμοιάσουμε κατά τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καί τήν ἁγιότητα• «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α΄Πέτρ.1,16). Κατά συνέπεια ὁ Κύριος πού εἶπε, «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26) φανέρωσε πώς τά πρόσωπα τῆς Θεότητας ἀποτελοῦν ἑνιαία εἰκόνα. Πατέρας, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα ἀντιστοιχοῦν κατά τούς θεοφόρους Πατέρες πρός τόν νοῦν, τόν λόγον καί τό πνεῦμα τῆς ἑνιαίας εἰκόνας, πού ὀνομάζεται ἄνθρωπος. Μέ τήν ἔκπτωση τοῦ Ἀδάμ, τό ἀρχέγονο κάλλος τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ἀμαυρώθηκε καί ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό ἀναστάληκε. Σκοτίστηκε ὁ ἡγεμόνας νοῦς, τό λογικό μετατράπηκε σέ ἄλογο καί τό πνεῦμα ἔπεσε σέ ἀργία. Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε σαρκικός, «ὡμοιώθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις» (ψ.48,13), δουλώθηκε στήν κτίση, τήν ὁποία λάτρευσε ἀντί τοῦ Κτίστη. Ἡ κακή του προαίρεση τοῦ προξένησε ἀνυπέρβλητες ὀντολογικές συνέπειες μέ ἀποκορύφωμα τή διάσπασή του σέ σῶμα καί ψυχή καί τήν κατοίκησή του στόν τάφο καί στόν σκοτεινό ἅδη. Ὁ ἀγαθός Θεός ἀπό εὐσπλαγχνία σχεδιάζει τόν τρόπο τῆς σωτηρίας του. Θέτει σέ ἐφαρμογή τή δικαιοσύνη του. Ἀνοίγει τούς οὐρανούς καί κατεβαίνει μέχρι τή γῆ καί τόν ἅδη, γιά νά τόν συναντήσει.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη δείχνει πώς δρομολογεῖται ἡ προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς, καί προετοιμάζει τήν ἀνθρωπότητα μέσω τῆς ἱστορίας τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ του καί τῶν Προφητῶν. Μέ πολλές προτυπώσεις (συμβολικές εἰκόνες, πρόσωπα καί γεγονότα) ὁ Θεός Λόγος ἐνεργεῖ καί σκιωδῶς προδηλώνει αὐτά πού θά ἀκολουθήσουν στήν Καινή Διαθήκη, ὅταν θά ἔλθει ὡς Μεσσίας ἀνάμεσα στόν λαό του. Χωρίς αὐτή τήν προοπτική τῆς ἐκπλήρωσης ὅλα παραμένουν ἀνερμήνευτα. Ἀπεικονίζεται γιά παράδειγμα ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ὡς κλίμακα (σκάλα) στόν Ἰακώβ, ὡς φλεγόμενη Βάτος στόν Μωυσῆ, ὡς Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί Κιβωτός τῆς Διαθήκης, ὡς Στάμνα τοῦ μάννα, ὡς ἡ Ράβδος τοῦ Ἀαρών πού βλάστησε καί ἄνθισε κλπ. Στήν πραγματικότητα ἡ Παναγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Σκάλα πού τήν ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι, γιατί δι᾽ αὐτῆς κατέβει ὁ Θεός στή γῆ καί ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος στόν οὐρανό. Ὡς ἄλλη φλεγόμενη Βάτος δέχτηκε τό πῦρ ὅλης τῆς Θεότητας καί δέν κατακάηκε καί μέσα ἀπό αὐτήν μᾶς ὁμίλησε ὁ Θεός. Ὡς ἄλλη Κιβωτός χρυσωμένη μέ Πνεῦμα Ἅγιο, φέρει στά σπλάχνα της κατασκηνούμενον τόν Θεό Λόγο. Ὡς ἄλλη Ράβδος τοῦ Ἀαρών βλάστησε τό ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας, τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὁ τίμιος καί ζωοποιός Σταυρός, τό κραταιό ὅπλο τῆς νίκης κατά τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ, ἐνεργεῖ ὡς κραταιός τύπος τήν προστασία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς ράβδος στά χέρια τοῦ Μωυσῆ ἐνεργεῖ σημεῖα καί τέρατα ἐνώπιον τῶν Αἰγυπτίων, καταποντίζουσα τόν Φαραώ καί σώζουσα τόν Ἰσραήλ. Οἱ Ἀμαληκίτες ἐπίσης νικήθηκαν μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ὑψωμένος χάλκινος ὄφις ἔσωζε τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἀπό τά φαρμακερά φίδια. Αὐτό ἀναφέρει ὡς εἰκόνα ὁ Χριστός, γιά νά δείξει τό πάθος, τήν ὕψωσή του στόν Σταυρό: «καθώς Μωυσῆς ὕψωσε τόν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. 3,14). Ἄλλωστε ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἰκονίζονται ἀπό τήν τριήμερη παραμονή τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ στήν κοιλία τοῦ κήτους, γι᾽αὐτό καί ὁ Κύριος λέγει πάλι «...οὕτως ἔσται καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας» (Μτθ.ιβ, 40). Ἀλλά καί στόν Μωυσῆ καί στούς Προφῆτες «ἐπλήθυνε τάς ὁράσεις» του ὁ Θεός μέ παραστάσεις καί σχήματα, τά ὁποῖα, ἀφοῦ διαβάσουμε, ἀπεικονίζονται στό μυαλό μας καί μποροῦμε νά τά ζωγραφίζουμε καί νά τά ἀναπαριστοῦμε. Π.χ. ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἱστορικά ἀναφέρεται ὡς παράσταση ἀπό τό γεγονός τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ. Μέ βάση ὅμως τήν 2η ἐντολή τοῦ Δεκαλόγου ὁ Θεός ἀπαγορεύει ρητά τήν παρομοίωσή του μέ ὁποιοδήποτε πράγμα ἤ σχῆμα, πού ὑπάρχει σέ ὅλη τήν ὑλική δημιουργία. Ὁ Ἰσραηλίτης δέν ἐπιτρέπεται νά ἀπεικονίσει τό Θεῖον ὅπως κάνουν οἱ εἰδωλολάτρες, διότι κανένας δέν εἶδε ποτέ τόν Θεό μέ κάποιο σχῆμα ἤ μορφή, ὥστε νά μπορεῖ νά τόν περιγράψει. Ὁ Θεός Λόγος παραμένει ἀπερίγραπτος στήν Παλαιά Διαθήκη, γιατί εἶναι ἄσαρκος. Ὡστόσο ὅμως, ἱερές παραστάσεις κατασκευάζονται ἀπό τόν Μωυσῆ στή Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί ἀργότερα ἀπό τόν Σολομώντα, ὅταν ἔκτισε τόν ναό. Αὐτό δείχνει πώς ἡ ἀπαγόρευση ἀναφέρεται στά εἴδωλα καί τή λατρεία τους. Ἐξάλλου καί αὐτή ἡ ἴδια ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου ἦταν τύπος τῆς εἰκόνας πού ἔδειξε ὁ Θεός στόν Μωυσῆ «ἐν τῷ ὄρει» πού, κατά τούς θεόπνευστους ἑρμηνευτές, εἰκονίζει τήν Ἐκκλησία.
Ἡ ἀπαγόρευση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅσον ἀφορᾶ τήν εἰδωλολατρία εἶναι διαχρονική, ἰσχύει καί στήν Καινή Διαθήκη ἀλλά καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ὅμως πού καταργεῖται στήν Καινή Διαθήκη καί μέχρι συντέλειας τοῦ αἰῶνος, εἶναι ἡ ἀπαγόρευση τῆς ἀπεικόνισης τοῦ Θεοῦ Λόγου ὡς τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτή ἡ ἀπεικόνιση δέν ἀποτελεῖ εἰδωλολατρία. Ὁ πρώην ἄσαρκος Λόγος σαρκοῦται «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου». Ὁ ἀόρατος ὁρᾶται καί ὁ ἀπερίγραπτος περιγράφεται μέ ἀνθρώπινο σχῆμα καί ἑπομένως μπορεῖ νά ἀπεικονίζεται. Ὅποιοι ἐπιμένουν στήν ἄρνηση τῆς ἀπεικόνισης τοῦ Θεοῦ Λόγου παραμένουν ἀκόμα στήν Παλαιά Διαθήκη καί συμμετέχουν στήν ἀπιστία τῶν Ἰουδαίων, πού σταύρωσαν τόν Σωτήρα καί περιμένουν τόν υἱό τῆς ἀπωλείας.
Στό γεγονός τῆς ἐνανθρώπησης στηριζόμενη ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή, εἰκονίζει τό πρόσωπο τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου καί ἐν σχέσει πρός αὐτή τήν εἰκόνα ἀπεικονίζονται ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὁ Τίμιος Πρόδρομος, οἱ θεοειδεῖς Ἄγγελοι, οἱ Πατριάρχες καί οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ χοροί τῶν ἁγίων Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων καί Ἱεραρχῶν, Πατέρων καί Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλων τῶν Ἁγίων ἡ προσκύνηση εἶναι τιμητική γιά τή σχέση ἁγιότητας μέ τό πρόσωπο τοῦ ὄντος Ἁγίου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄρνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τῆς τιμητικῆς τους προσκύνησης ἀποτελεῖ σοβαρή πνευματική νόσηση ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς χριστολογικῆς αἵρεσης ἀλλά καί ἔκπτωση στόν ἰουδαϊσμό, γεγονός πού ὁδηγεῖ στήν ἀποκοπή ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν αἰώνια σωτηρία.
Ἐκτός ἀπό τήν Ἁγία Γραφή πλῆθος μαρτυριῶν γιά τίς εἰκόνες ἔχουμε καί ἀπό τήν Ἀποστολική Παράδοση.
Ἡ πρώτη ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ, καί μάλιστα ἀχειροποίητη, εἶναι τό Ἅγιο Μανδήλιο, στό ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀποτύπωσε τή Θεία του μορφή καί τήν ἔστειλε στόν τοπάρχη τῆς Ἔδεσσας (τῆς Συρίας), Αὔγαρο, πού ἦταν ἄρρωστος καί ζήτησε θεραπεία. Τό Ἅγιο Μανδήλιο ἀποτέλεσε ἱστορικά τή βάση γιά τόν χαρακτήρα τῆς εἰκονογράφησης τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου.
Οἱ εἰκόνες τῆς Θεοτόκου, πού ἀποδίδονται στόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς πρῶτον ἁγιογράφο της. Οἱ εἰκόνες αὐτές ἀποτελοῦν ἐπίσης τόν ἀρχικό τύπο τῆς εἰκονογράφησης τῆς Παρθένου. Ὁ Συμεών ὁ Μεταφραστής καί ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης ἀναφέρουν καί εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς βρέφους μᾶλλον στήν ἀγκαλιά τῆς Παναγίας, τήν ὁποία ζωγράφισε ὁ Λουκᾶς, γεγονός πού φανερώνει τή μεγάλη ἀγάπη του πρός αὐτήν. Ὄντας πλησίον τῆς Θεοτόκου ὁ Λουκᾶς, πῆρε τίς σχετικές πληροφορίες τίς ὁποῖες μόνο αὐτή γνώριζε (Γέννηση τοῦ Προδρόμου, Εὐαγγελισμός, ἐπίσκεψη στήν Ἐλισάβετ, ἀπογραφή στή Βηθλεέμ καί γέννηση τοῦ Ἰησοῦ).
Ἐπίσης ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος μαρτυρεῖ τήν ὕπαρξη ὀρυχάλκινου ἀνδριάντα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖον εἶδε ὁ ἴδιος στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ τῆς αἱμορροούσας γυναίκας στήν Καισάρεια τοῦ Φιλίππου, τήν ὁποία θεράπευσε ὁ Κύριος. Στή βάση τοῦ ἀνδριάντα ὑπῆρχε ἕνα σπάνιο βότανο μέ θεραπευτικές ἰδιότητες. Στό κάτω μέρος του ὑπῆρχε ἡ ἐπιγραφή «στόν Θεό, τόν σωτῆρα τοῦ κόσμου». Ἀργότερα ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης κατάστρεψε τόν ἀνδριάντα τοῦ Ἰησοῦ καί τοποθέτησε τόν δικό του, ὁ ὁποῖος καταστράφηκε ἀπό πτώση κεραυνοῦ.
Πολλές ἱστορικές ἀναφορές ἔχουμε ἀπό τά διασωζόμενα ὡς σήμερα συμβολικά σχήματα στίς ἀρχαῖες κατακόμβες, πού δείχνουν τή σημασία πού εἶχαν αὐτά τά σύμβολα γιά τήν πρώιμη χριστιανική λατρεία.
Ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο καί μετά οἱ εἰκόνες τῶν Εὐκτήριων Οἴκων καί οἱ τοιχογραφίες τῶν Κατακομβῶν μεταφέρθηκαν πλέον στούς ἐλεύθερους χριστιανικούς ναούς.
Ὁ εἰκονογραφικός διάκοσμος τῶν ἱερῶν ναῶν συνεχίζεται πλέον ὡς ἀδιάκοπη ἐκκλησιαστική παράδοση μέχρι τό πρῶτο μισό τοῦ 8ου αἰώνα, ὅταν ξεσπᾶ ἡ εἰκονομαχική ἔριδα ἐξαιτίας τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων τῶν προηγούμενων αἰώνων, πού ἐπηρέασαν τούς αὐτοκράτορες τῆς δυναστείας τῶν Ἰσαύρων, οἱ ὁποῖοι μέ τήν ἀνεικονική ρητορική τους καί τήν πολιτική πού ἀκολούθησαν ἐναντίον τῶν ἱερῶν εἰκόνων, προκάλεσαν διχασμό καί ἐμφύλιες διαμάχες ἀνάμεσα στόν λαό καί τήν ἐξουσία. Ἡ ἀπομάκρυνση τῶν εἰκόνων μέ αὐτοκρατορικά διατάγματα προκάλεσε ἀκατάσχετο πόνο ἀλλά καί δόξα στήν Ἐκκλησία μέ νέα αἵματα μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, μέ διώξεις μοναχῶν, καταστροφή ἱερῶν μονῶν καί ἐκκλησιαστικῶν κειμηλίων, δημεύσεις περιουσιῶν τους κ.ο.κ. Ἐπαληθεύεται γιά ἀκόμη μία φορά ἡ διαπίστωση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὅτι ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικᾶ, διότι «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Μτθ. 16,18).
Γιά τήν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας συνῆλθε τό 787 ἡ Ζ’ Οἰκ. Σύνοδος, ἡ ὁποία διακήρυξε τήν ἀξία τῶν ἱερῶν εἰκόνων γιά τούς πιστούς καί τήν ὀρθόδοξη λατρεία. Διατύπωσε τήν ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοση περί τῆς τιμητικῆς προσκύνησης τῶν εἰκόνων καί τό ὅτι ἡ προσκύνηση διαβαίνει στό εἰκονιζόμενο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου ἤ τῶν Ἁγίων μας καί ὄχι στό ὑλικό τῆς εἰκόνας. Στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας διαβάζουμε:
«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τό ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν• οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν, Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν, καί τούς αὐτοῦ Ἁγίους ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν ναοῖς, ἐν εἰκονίσμασι, τόν μέν ὡς Θεόν καί Δεσπότην προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ διά τόν κοινόν Δεσπότην ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες, καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες. Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».
Τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναγινώσκεται μέ τήν περιφορά τῶν ἱερῶν εἰκόνων κατά τήν πρώτη Κυριακή τῶν νηστειῶν (τῆς Ὀρθοδοξίας) κάθε χρόνο. Αὐτή ἡ ἐτήσια ἀναφορά σχετίζεται μέ τήν Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδο (787), ἀλλά καί μέ τήν ὁριστική ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων τό 843 μ.Χ. μέ τίς θεοφιλεῖς ἐνέργειες τῆς εὐσεβεστάτης βασίλισσας Θεοδώρας καί τοῦ ἁγίου πατριάρχη Μεθοδίου (843-847). Ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση ἦταν τόσο βαθιά μέσα στόν λαό, πού 100 χρόνια εἰκονομαχίας δέν κατάφεραν νά τήν ἀνακόψουν.
Κατά τήν εἰκονομαχική περίοδο (726-843μ.χ.) διακρίθηκαν μέ τόν ἀγώνα καί τά συγγράμματά τους οἱ ἅγιοι, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Στοῦ πρώτου τά συγγράμματα στηρίχθηκε γιά τή διατύπωση τοῦ ὅρου της ἡ Ζ’ Οἰκ. Σύνοδος.
Γιά τόν Ι. Δαμασκηνό, ὅπως ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι βιβλίο πού μποροῦν νά διαβάζουν ὅσοι ξέρουν γράμματα, οἱ εἰκόνες εἶναι τό βιβλίο τῶν ἀγραμμάτων. Τονίζει πώς «μέ τή σωματική θεωρία ἐρχόμαστε στήν πνευματική θεωρία, καί «Ἐπειδή εἶμαι ἄνθρωπος καί ἔχω σῶμα, ποθῶ μέ τό σῶμα μου νά μιλῶ καί νά βλέπω τά ἅγια». Παράλληλα περισυνέλεξε στούς γραπτούς λόγους του πολλές μαρτυρίες προηγούμενων μεγάλων Πατέρων λέγοντας: «δέν εἶναι καινούργια ἐφεύρεση οἱ εἰκόνες, ἀλλά ἀρχαῖο καί γνωστό καί συνηθισμένο στούς ἁγίους καί διακεκριμένους πατέρες». Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τήν περίπτωση τοῦ ἀββᾶ Θεόδωρου τοῦ Αηλιώτη, τόν ὁποῖο πολεμοῦσε ἀπό καιρό ὁ διάβολος μέ τόν πειρασμό τῆς πορνείας. Ὁ ἀββάς κουράστηκε νά ἀντιστέκεται καί ὀδυρόμενος εἶπε: «ὡς πότε θά μένεις ἀνυποχώρητος; Φύγε λοιπόν ἀπό κοντά μου, γέρασες μαζί μου». Φανερώνεται τότε ὁ πειράζων καί τοῦ λέει: «σταμάτα νά προσκυνᾶς αὐτή τήν εἰκόνα καί δέ θά σέ πολεμήσω ξανά». Ὁ ἀββάς εἶχε στό κελί του τή μορφή τῆς Δέσποινάς μας τῆς Θεοτόκου, πού κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά της τόν Κύριό μας, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅταν ἐξομολογήθηκε τό περιστατικό στόν γέροντα, ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «εἶναι προτιμότερο γιά σένα νά μήν ἀφήσεις στήν πόλη πορνεῖο στό ὁποῖο νά μήν μπεῖς, παρά νά ἀρνηθεῖς τήν προσκύνηση τοῦ Κυρίου μας μέ τή Μητέρα του».
Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ Ἅγιος τήν περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία μή μπορώντας νά μπεῖ στόν ναό τῶν Ἱεροσολύμων, ἀντίκρισε στό ἐσωτερικό του τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ἡ ὁσία ζήτησε ἀπό τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ νά γίνει ἐγγυήτρια στόν Υἱό της, γιά νά εἰσέλθει στόν ναό.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀναφέρεται στή διαφορά πού ἔχει τό εἴδωλο ἀπό τήν εἰκόνα: «ἡ εἰκόνα εἶναι ὁμοίωση μέ τό ὑπαρκτό, ἐνῶ τό εἴδωλο εἶναι ὁμοίωση μέ τό ἀνύπαρκτο. Τά εἴδωλα εἶναι δημιούργημα τῆς φαντασίας. Αὐτή δημιουργεῖ ἀνύπαρκτους Θεούς, τούς ὁποίους φέρνει στήν ὕπαρξη μέ τίς εἰδωλικές ἀπεικονίσεις καί οἱ ὁποῖοι ἐξαφανίζονται, μόλις καταστραφοῦν τά ἀγάλματα ἤ τά ξόανά τους. Τό ἀρχέτυπο τοῦ εἰδώλου εἶναι ἀνύπαρκτο, εἶναι φανταστικό εἴδωλο, δέν εἶναι πραγματικό πρόσωπο». «Ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει αὐτό πού ὑπάρχει πραγματικά, ἐνῶ τό εἴδωλο δέν ἔχει αὐτή τή δυνατότητα, δηλ. δέν ἀπεικονίζει μία πραγματική θεότητα. Ἐνῶ π.χ. ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀπεικονίζει τό πρωτότυπο, τόν Σαρκωμένο Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τό ἄγαλμα τοῦ Δία τί ἀπεικονίζει; Γι’ αὐτό τόν λόγο τά εἴδωλα ἀπαγορεύονταν στήν Παλαιά Διαθήκη».
Ἐν τέλει, διά τῆς πίστεώς μας διακηρύττουμε πώς ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ φόρεσε τή δική μας εἰκόνα, γιά νά τήν ἀναπλάσει, γι᾽ αὐτό καί μεῖς περιφέρουμε τή δική του εἰκόνα στήν ψυχή, στά μάτια καί στήν καρδιά μας καί τήν φοροῦμε κατάσαρκα ὡς ἔνδυμα μέ τό βάπτισμά μας.
Περιοδικό Παράκληση τ.109