Ὁ Γέροντας ἀρχιμανδρίτης Αἰμιλιανός, κατά κόσμον Ἀλέξανδρος Βαφείδης, ὑπῆρξε Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας ἀπό τό 1973 ἕως τό 2000. Γεννήθηκε στήν Νίκαια Πειραιῶς τό 1934 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, ἡ καταγωγή του ὅμως εἶχε μικρασιατικές ρίζες. Ἡ ἐκ πατρός γιαγιά του Εὐδοξία ἦταν Κωνσταντινουπολίτισσα, ὁ δέ παππούς του Ἀλέξανδρος κατήγετο ἀπό τήν Σηλυβρία τῆς Θράκης καί ἐφοίτησε στήν περιώνυμη Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης. Τό ἔτος 1906 μετοίκησαν στά Σήμαντρα τῆς εὐλογημένης γῆς τῆς Καππαδοκίας, ὅπου ἐχρημάτισαν δημοδιδάσκαλοι γιά τίς ἀνάγκες τοῦ ἑλληνισμοῦ, καί στήν Ἑλλάδα ἦλθαν μετά τήν μικρασιατική καταστροφή καί τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν. Ἔγγαμοι ὄντες, ἐπολιτεύοντο ὡς μοναχοί, ἀγρυπνοῦντες καί προσευχόμενοι. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ἡ γιαγιά ἐκοιμήθη ὡς μοναχή μέ τό ὄνομα Εὐταξία, ἡ δέ μητέρα του ὡς μοναχή Αἰμιλιανή.
Ὁ Γέροντας ἐκληρονόμησε ἀπό τόν παππού τά πνευματικά καί σωματικά χαρίσματά του καί ἀπό τήν γιαγιά του ἀνεξάλειπτα πνευματικά βιώματα. Παιδιόθεν ἔφερε ἐντός του τόν πόθο τῆς ἀφιερώσεως καί ἐπιδιδόταν στήν μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου καί πολλῶν πατερικῶν βιβλίων, καθώς καί στήν ἀδιάλειπτη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, ἀπ᾽ ὅπου ἀρυόταν αὐθεντικές ἀπαντήσεις καί θεῖες ἐμπνεύσεις γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς του.
Ἔλαβε τήν πρωτοβάθμιον ἐγκύκλιο παιδεία στά Σήμαντρα Χαλκιδικῆς, ὅπου εἶχε ἐγκατασταθῆ ἡ γιαγιά του, ἐνῶ τήν δευτεροβάθμιον στήν Νίκαια Πειραιῶς, ὅπου διέμεναν οἱ γονεῖς του, μέ ἄριστη πάντοτε ἐπίδοση. Τίς σπουδές του συνέχισε στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν ἀρχικῶς στήν Νομική Σχολή ἐπί δυό ἔτη, ἐν συνεχείᾳ δέ στήν Θεολογική, γιά νά λάβη ἀνάλογη μέ τίς ἐφέσεις τῆς ψυχῆς του μόρφωση.
Κατά τήν διάρκεια τῶν πανεπιστημιακῶν σπουδῶν, μέ ὁμάδα ὁμογνωμόνων καί ὁμοφρονούντων φίλων του ἀπό τά γυμνασιακά χρόνια ἀνέπτυξε σπουδαία δράση, ὀργανώνοντας κατηχητικά, ὁμιλίες καί ἄλλες ἐκδηλώσεις, ὅπου ἀνεδείχθησαν τά ψυχικά, πνευματικά, ἡγετικά καί ὀργανωτικά χαρίσματά του. Ὅταν ὁλοκλήρωσε τίς σπουδές, λόγω τῆς παρεχομένης ἐκείνη τήν ἐποχή ἀγωγῆς καί κατευθύνσεως, ἐσκέπτετο τήν ἱερωσύνη, μέ ἀπώτερον σκοπό τήν ἐξωτερική ἱεραποστολή, ἔκρινε ὅμως ὅτι θά ἦταν καλύτερο νά ἀρχίση τήν προετοιμασία γιά τόν σκοπό αὐτό σέ ἕνα μοναστήρι. Ἀπευθύνεται τότε πρός τόν Μητροπολίτη Τρίκκης καί Σταγῶν Διονύσιο, πού μόλις εἶχε ἀναλάβει τά ποιμαντικά του καθήκοντα καί εἶχε φήμη φιλομονάχου ἐπισκόπου.
Ἦλθε στά Τρίκαλα τό 1960 καί ἀνέθεσε τά καθ᾽ ἑαυτόν στόν ποιμενάρχη, ὁ ὁποῖος τήν 9η Δεκεμβρίου 1960 τόν ἔκειρε μοναχό μέ τό ὄνομα Αἰμιλιανός. Ὡς μοναχός ἐνεγράφη στό Μοναχολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου. Τήν 11η τοῦ ἰδίου Γέροντας Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης μηνός ὁ σεβασμιώτατος τόν χειροτονεῖ διάκονο στόν Ἱερό Ναό Ἁγίας Παρασκευῆς Τρικάλων καί ἐν συνεχείᾳ τόν ἀποστέλλει σέ διάφορες μονές τῶν Μετεώρων, οἱ ὁποῖες διήρχοντο τότε περίοδο λειψανδρίας, ἕως ὅτου τόν ἐχειροτόνησε ἱερέα στήν Ἱερά Μονή Βυτουμᾶ, κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τό ἔτος 1961.
Μετά τήν εἰς Πρεσβύτερον χειροτονία του ἐγκατεβίωσε στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου, ὅπου καί παρέμεινε ἐπί ἕνα τετράμηνο, ἕως τόν Δεκέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους. Στόν ἔρημο καί ἀπομονωμένο ἐκεῖνον τόπο ἔζησε σέ πλήρη μόνωση καί ἡσυχία, ἐκζητώντας ἐμπόνως καί ἐκτενῶς τόν Θεόν, «τόν λυτρούμενον ἀπό καταιγίδος καί ὀλιγοψυχίας». Ὁ Κύριος, ἐν τῇ προνοίᾳ του, ἔγινε εὐήκοος εἰς τάς μυστικῶς κραυγάς του, ἐπεφάνη εἰς τόν δοῦλον του καί μεταμορφώνοντας τήν ὕπαρξή του ἐν τῷ φωτί, τοῦ ἀπεκάλυψε «ὁδούς ζωῆς».
Ἐστράφη πλέον μέ ὅλον του τόν πόθο καί τίς δυνάμεις στήν μοναχική ζωή καί μέσα ἀπό τά ἐναπομείναντα λείψανά της ὁραματίζεται μέ ἀνυπέρβλητο θάρρος καί πτεροφυᾶ ἐλπίδα τήν ἀναβίωση καί ἀνακαίνισή της.
Στό τέλος τοῦ 1961, ἔχοντας καί ὁ Μητροπολίτης Τρίκκης τόν ἴδιο πόθο γιά τήν μοναχική ζωή, τόν μετεκάλεσε ἀπό τό Δούσικο καί τόν κατέστησε ἡγούμενο στήν Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Ἐκεῖ, μόνος κατ᾽ ἀρχάς, παρά τό πάντοτε εὔθραυστον τῆς ὑγείας του, ἐνισχύοντας τόν ἑαυτόν του μέ μεγαλόθυμον ὑπομονή, ἀόκνως καλλιεργεῖ τήν ἀσκητική, μυστική καί μυστηριακή ζωή. Ἀγρυπνεῖ, προσεύχεται ἀδιαλείπτως καί ἐπιδίδεται σέ ἐμβριθέστατη καί διαρκῆ μελέτη πατερικῶν, ἀσκητικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἔργων. Μέ ἀκόρεστη δίψα ἀναζητεῖ, εὑρίσκει καί ἐρευνᾶ κάθε κείμενο πού ἀναφέρεται στήν ὀργάνωση καί λειτουργία τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ καί μάλιστα τοῦ κοινοβιακοῦ, ἐμβαθύνοντας στούς μοναχικούς θεσμούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί στά τυπικά διακεκριμένων ἀρχαίων μονῶν.
Ἐνῶ ἡ πολιτεία του ἦταν καθαρῶς ἀσκητική, τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 1962 ὁ Μητροπολίτης τοῦ ἔδωσε τό ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου καί τοῦ ἀνέθεσε τήν διακονία τοῦ κηρύγματος, τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς διαπαιδαγωγήσεως τῆς νεότητος στήν ἐπαρχία του, ὁρίζοντάς τον προϊστάμενο στόν θεομητορικό ναό ἁγίας Ἐπισκέψεως Τρικάλων. Ἤρεμος, εὔχαρις πάντοτε καί προσηνής, ἱεροπρεπής καί ἀρχοντικός, λειτουργεῖ σχεδόν καθημερινῶς, ἔκτοτε καί μέχρι τῆς ἀσθενείας του, ζεῖ καί ζωογονεῖται ἐκ τοῦ Ἄρτου τῆς ζωῆς. «Θεόν φέρων ἐν τοῖς σπλάγχνοις του καί θεϊκαῖς ἀστραπαῖς ἐξαστράπτων», ἐξέρχεται ἐκ τῶν σπηλαίων του ὡς λύχνος καιόμενος καί φαίνων τοῖς πιστοῖς, σαγηνεύοντας τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ τά πνευματέμφορα κηρύγματά του καί καταρτίζοντας αὐτόν «ἐν πάσῃ σοφίᾳ καί συνέσει πνευματικῇ».
Στά ἐξομολογητήρια τόν περιεκύκλωνε πλῆθος νέων καί παιδιῶν, χάριν τῶν ὁποίων προσέφερε ἀφειδῶς κόπο, χρόνο, δάκρυα, προσευχή, «ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν». Νέα περίοδος ἄρχισε ἀπό τοῦδε στήν ζωή τοῦ σεβαστοῦ Γέροντος. Δέν εἶναι πλέον μόνος, γίνεται «πατήρ» διά πολλούς «υἱούς καί θυγατέρας τοῦ Θεοῦ», ζεῖ καί αἰσθάνεται ὡς ἀληθής ἀπόστολος. Ἡ ζωή του εἶναι ἀφιερωμένη στά τέκνα του μετά πάσης ἐλευθερίας, χωρίς νά ἀναμένη ποτέ, ἕως τέλους, οὔτε τήν ἐλάχιστη ἀνταπόδοση καί ἀνταπόκριση. Ἐκ τοῦ πλήθους αὐτῶν ἀρκετοί σκέπτονται τήν μοναχική ζωή καί, σύν τῷ χρόνῳ, ἐδημιουργήθη ὁ πρῶτος πυρήνας τῆς ἀδελφότητος τῆς Μονῆς τοῦ Μετεώρου, ἐνῶ ἄλλοι στρέφονται στόν κλῆρο ἤ στήν οἰκογενειακή ζωή, ὅλοι πάντως ὡς μία εὐρύτερη πνευματική οἰκογένεια μέ κέντρο τό μοναστήρι. Τό 1963 ἐγκαταστάθηκαν στό Μεγάλο Μετέωρο οἱ δυό πρῶτοι μοναχοί, καί ἀπό τό σχολικό ἔτος 1965-66 πλειάς μαθητῶν τοῦ γυμνασίου πολιτεύονται πλέον ὡς δόκιμοι πλησίον του. Τήν 6η Αὐγούστου 1966 ὁ Γέροντάς του, Μητροπολίτης Διονύσιος, τόν ἔκειρε μεγαλόσχημο μοναχό. Ἡ ζωή τοῦ Μετεώρου καί ἡ πορεία τοῦ νεαροῦ, πλήν ὅμως χαρισματούχου τέκνου του, κατευφραίνουν ἐμφανῶς τήν καρδιά τοῦ σεβασμιωτάτου καί τήν γεμίζουν μέ χρηστές ἐλπίδες. Στήν ἀρχή τῆς θεμελιώσεως τῆς μοναχικῆς ζωῆς στά Μετέωρα συμβουλεύεται καί συνάπτει πνευματικούς δεσμούς μέ σύγχρονές του ὁσιακές μορφές: Ἀθανάσιον Χαμακιώτη, παπά-Δημήτρη Γκαγκαστάθη, Ἀμφιλόχιον Πάτμου, Φιλόθεον Ζερβάκο, Σίμωνα Ἀρβανίτη, Δαμασκηνόν Κατρακούλη. Τήν ἴδια περίοδο συνδέεται μέ τούς διαπρεπεῖς νῦν Σέρβους ἱεράρχας καί φοιτητάς τότε τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, πνευματικά τέκνα τοῦ ἁγίου Γέροντος καί στύλου τῆς σερβικῆς Ἐκκλησίας μακαριστοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, τόν ὁποῖον θά ἐπισκεφθεῖ στήν Σερβία (1976), ὡς Καθηγούμενος πλέον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας. Τήν ἴδια ἐποχή ὁ Γέροντας ἄρχισε καί τίς προσκυνηματικές του πορεῖες στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά συλλέξει πλοῦτον πνευματικῆς ἐμπειρίας. Γνωρίζεται τότε μέ τόν ἀείμνηστο Γέροντα Παΐσιο καί, φθάνοντας μέχρι τήν ἀκρώρεια τοῦ Ἄθωνος, συναντᾶ τόν μέγα ἀθλητή τῆς ὑπακοῆς παπά-Ἐφραίμ Κατουνακιώτη. Ἔκτοτε, μεταξύ τῶν δυό ἀνδρῶν ἀναπτύσσεται ἰδιαίτερα πνευματική σχέση, γιά τήν ὁποία ὁ ὁσιωθείς παπά-Ἐφραίμ ἔλεγε συχνά: «Βρῆκα τόν ἀπολεσθέντα Γέροντά μου, ἕναν ἄλλο Γέρο-Ἰωσήφ, τόν χρυσόγλωσσο καί σεβαστό Γέροντα Αἰμιλιανό».
Τό 1968, μέ τήν κουρά τῶν νεαρῶν τότε ὑποτακτικῶν, ἀπαρτίζει τήν ἀδελφότητά τοῦ Μετεώρου καί, μέ βαθειά προνοητικότητα ἤ καλύτερα προόραση, θέτει τίς βάσεις τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Μέ τό διορατικό του βλέμμα ἐξ ἀρχῆς ἐκλέγει καί προκρίνει ὡς διάδοχό του τόν μαθητή τότε Γυμνασίου Ἐμμανουήλ Ράπτη, τόν σημερινόν Καθηγούμενον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας, πανοσιολογιώτατον ἀρχιμανδρίτην Ἐλισσαῖον. Κατά τό ἔτος 1972, μετά ἀπό πολυετῆ δοκιμασία καί δυσκολίες, εἶναι ἕτοιμος ὁ πρῶτος πυρήνας τῆς γυναικείας μοναστικῆς ἀδελφότητος, ἡ ὁποία μέ Προεστώσα τήν νῦν Γερόντισσα Νικοδήμη ἐγκατεστάθη προσωρινά στήν Ἱερά Μονή Ἁγίων Θεοδώρων, ἐγγύς τῶν Μετεώρων. Ἐνῶ ἡ γυναικεία ἀδελφότης ἦταν ἀκόμη στά σπάργανα, ὁ σοφός Γέροντας ἑτοίμαζε τόν ἐσωτερικό Κανονισμό της -πνευματική διαθήκη καί τό μόνο γραπτό κείμενό του-, πού σέ τελική μορφή παρεδόθη στίς ἀδελφές τήν 5η Μαΐου 1975, ὅταν πλέον εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ὁριστικά στό σημερινό Μετόχι.
Μετά τήν ἀδόκητη πρός Κύριον ἐκδημία τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Διονυσίου τόν Ἰανουάριο τοῦ 1970, τήν ἀνάγκη ἐξασφαλίσεως περισσότερον ἥσυχου καί καταλλήλου μοναστικοῦ τόπου γιά τήν ἀδελφότητα, μακριά ἀπό τόν θόρυβο καί τόν τουρισμό, καθώς καί τήν ἐπίμονη παράκληση τῆς ἐν λειψανδρία τότε εὑρισκομένης Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, τέλη τοῦ 1973, ἡ ἀδελφότης τοῦ Μετεώρου μεταφυτεύεται στό Ἁγιώνυμον Ὄρος. Ἐπειδή ἡ θέση τοῦ ἡγουμένου στήν Ἱερά Μονή ἦτο κενή λόγω κοιμήσεως τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου Χαραλάμπους, ὁ Γέροντας τήν 25η Νοεμβρίου 1973 ἐκλέγεται ἀπό τούς παλαιούς ἀδελφούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, κατά τά ἁγιορείτικα τυπικά, Καθηγούμενος τῆς Μονῆς καί ἀκολούθως ἐνθρονίζεται τήν 17η Δεκεμβρίου ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα. Τήν ἐγκατάσταση τῆς Μετεωριτικῆς συνοδείας στόν Ἱερό Ἄθωνα ἐχαιρέτισαν οἱ Ἁγιορεῖται Πατέρες μέ πολλές ἐλπίδες, καί ὄντως ἀκολούθησαν καί ἄλλες συνοδεῖες, ὥστε νά αὐξηθοῦν κατά πολύ οἱ μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ σεβαστός Γέροντας, συγχρόνως μέ τήν ἀγρυπνητική ζωή του, τήν Θεία Λειτουργία καί τά λοιπά καθήκοντά του, ἐπιδόθηκε στήν ἀναδιοργάνωση τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς νέας ἀδελφότητος. Μέ σοφία καί διάκριση προσλαμβάνει τήν ἁγιορείτικη παράδοση μέ τά ὑπάρχοντα τυπικά της, θέτει καί τήν προσωπική του σφραγίδα -«στιχῶν τοῖς θείοις Κανόσι» τῶν ἁγίων Πατέρων, τούς ὁποίους τόσο πολύ ἀγάπησε καί μέ διακαῆ δίψα καί κόπο ἔφερε καί πάλι στό φῶς- καί δημιουργεῖ τό τυπικό τῆς Μονῆς. Ἐγκεντρίζει μέ σεβασμό καί ἀγάπη στήν πείρα τῶν παλαιῶν γερόντων τόν νεανικό ἐνθουσιασμό, τήν ἀφοσίωση καί τόν ζῆλο τῶν νεωτέρων μοναχῶν, αὐξάνοντας κατά πολύ τήν ἀδελφότητα. Μέ τήν ἐν γένει χρηστή διοίκησή του καί τήν πατρική διαποίμανση ἀνώρθωσε τό κῦρος καί προέβαλε τήν μακραίωνα παράδοση τῆς παλαιφάτου αὐτῆς Ἱερᾶς Μονῆς.
Μετά τήν τακτοποίηση τῆς συνοδείας του στό Ἅγιον Ὄρος, ἐνδιαφέρεται πατρικῶς γιά τήν ἐγκαταβίωση τῆς συμπηχθείσης γυναικείας ἀδελφότητος στήν Ὀρμύλια Χαλκιδικῆς τήν 5η Ἰουλίου τοῦ 1974, στό παλαιό Βατοπαιδινό μετόχι Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τό ὁποῖο ἀγοράσθηκε ἀπό τήν Ἱερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, καί μέ τήν ἔγκριση τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου καί τήν συνδρομή τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος κατέστη καί λειτουργεῖ ἔκτοτε ὡς Μετόχιον αὐτῆς.
Μύριους κόπους καί πόνους κατέβαλε γιά τήν ἀνακαίνιση τοῦ ἐρειπωμένου καί μικροῦ αὐτοῦ Μετοχίου, τοῦ ὁποίου κατηξιώθη νά γίνη σοφός καί μεγαλόφρων κτίτωρ, διότι τά πάντα ἔπρεπε νά ἀρχίσει ἐκ τοῦ μηδενός. Ἐξασφαλίζοντας τήν ἀπαραίτητη γιά τήν ἡσυχία πέριξ τοῦ Μετοχίου ἔκταση, ἄρχισε τό 1980 τήν κτιριακή ἀνοικοδόμηση, «εὐδοκίᾳ καί χάριτι Θεοῦ» ἀλλά καί μέ τήν συνδρομή τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ὥστε σέ μία περίπου δεκαπενταετία ἀναπτύχθηκε ἕνα μεγάλο Κοινόβιο. Ἀπερίγραπτη ἦταν ἡ χαρά καί ἡ συγκίνησή του κατά τήν θεμελίωση τοῦ Καθολικοῦ τοῦ Μετοχίου τήν 14η Σεπτεμβρίου 1980 ἀπό τόν Μητροπολίτη Κασσανδρείας κυρό Συνέσιο, στό σεπτό πρόσωπο τοῦ ὁποίου συνήντησε τόν διακριτικό καί νουνεχῆ ἐπίσκοπο. Τό Μετόχι, τήν 25η Ὀκτωβρίου 1991 διά Σιγιλιώδους Πατριαρχικοῦ Γράμματος τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἔλαβε Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή ἀξία.
Ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τῶν Πατέρων, τῶν βοηθούντων τούς ἐν ἀνάγκαις καί ἀσθενείαις συνανθρώπους, ἱδρύει τό 1982 πλησίον τοῦ Μετοχίου τό Κέντρον πνευματικῆς καί κοινωνικῆς συμπαραστάσεως «Παναγία ἡ Φιλανθρωπινή» -κληροδότημα τοῦ ἀειμνήστου καπετάν Ἰωάννου Χατζηπατέρα-, τό ὁποῖο λειτουργεῖ μέ τήν ἐποπτεία καί φροντίδα τῆς γυναικείας ἀδελφότητος, ὡς ταπεινή καί ἀνιδιοτελής προσφορά στόν λαό τῆς περιοχῆς.
Ὁ Γέροντας θεωροῦσε ὡς Σιμωνόπετρα καί ὅλα τά Μετόχια της: τήν Ἀνάληψη στήν Ἀθήνα, τόν Ἅγιο Χαράλαμπο στήν Θεσσαλονίκη, τόν Ὅσιο Νικόδημο στόν Πεντάλοφο Γουμενίσσης, καί στήν Γαλλία τόν Ἅγιο Ἀντώνιο, τήν Μεταμόρφωση καί τήν Ἁγία Σκέπη. Γιά ὅλα ἔδειξε ἐνδιαφέρον, στοργή καί συμπαράσταση, διότι πολλοί συγκομίζονται ἐκεῖ, βρίσκοντας τήν Ἐκκλησία τόσο κοντά τους.
Ἰδιαίτερη πρόνοια καί ἐπιμέλεια ἔδειξε γιά τούς προστρέχοντας εἰς αὐτόν ἑτεροδόξους 18 ἀλλοδαπούς, πολλούς ἐκ τῶν ὁποίων ἐκατήχησε, ἐβάπτισε καί ἔκειρε. Ἀνάμεσά τους ξεχωριστή θέση κατέχουν οἱ ἀρχιμανδρίται π. Πλακίδας Deseille (+2018) καί π. Ἠλίας Ragot, μαζί μέ τίς συνοδείες τους. Ἀπό αὐτές, κατά τό διάστημα 1979 ἕως 1984 καί μέ τήν διαρκῆ καθοδήγηση καί συμπαράσταση τοῦ Γέροντος, γεννήθηκαν, ὅπως ἀναφέραμε, τά τρία Μετόχια τῆς Σιμωνόπετρας στήν Γαλλία: ἕνα ἀνδρῶο, τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, καί δυό γυναικεῖα, τῆς Ἁγίας Σκέπης καί τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν φυτώρια τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ στήν Δύση.
Ἀπό τό 1980 μετέβη μερικές φορές στά Μετόχια τῆς Γαλλίας, γιά νά κατευθύνει καί νά ἐνισχύσει τίς νέες ἀδελφότητες. Ἐπισκέφθηκε τότε καί τόν μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο στήν Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Essex Ἀγγλίας, μέ τόν ὁποῖον συνδέθηκε μέ ἀμοιβαία ἀγάπη καί βαθειά πνευματική σχέση. Τό 1988 μάλιστα παρέστη στίς ἐκεῖ τελετές ἁγιοκατατάξεως τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ καί τῶν ἐγκαινίων τοῦ ὁμωνύμου ναοῦ του, ἐνῶ τό 1993, λίγο πρό τῆς κοιμήσεως τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ἀνταποκρίθηκε στήν πρόσκλησή του νά εὐλογήση τήν τελευταία κατοικία του στήν νεόκτιστη κρύπτη. Ὁ Γέροντας συμμετεῖχε ὡς Καθηγούμενος στά κοινά τοῦ Ἁγίου Ὄρους στίς συνάξεις τῶν ἀνωτάτων θεσμικῶν ὀργάνων του, τῆς Δισενιαυσίου Ἱερᾶς Συνάξεως καί τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως, μέ τήν πείρα δέ καί διάκρισή του συνέβαλε προθύμως στήν διευθέτηση πολλῶν ἁγιορείτικων ὑποθέσεων. Ἐκπροσώπησε ἐπίσης πολλές φορές τό Ἅγιον Ὄρος στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, στήν Ἑλληνική Πολιτεία καί ἀλλοῦ, ὡς μέλος Ἱεροκοινοτικῶν Ἐπιτροπῶν καί ἐξαρχικῶν ἀποστολῶν.
Ἐργαζόμενος κυρίως ὡς πνευματικός πατήρ τῆς Μονῆς του καί τῆς ἀδελφότητος τοῦ ἐν Ὀρμυλίᾳ Ἱεροῦ Μετοχίου, τόν περισσότερο χρόνο του διέθετε τόσο στήν πληροφορία τῆς διακονίας αὐτῆς, ὅσο καί στήν ἐντρύφηση τῆς μοναχικῆς ζωῆς στήν φιλτάτη του μόνωση καί ἡσυχία. Ἡ ἀγάπη του ὅμως γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί τήν Ἐκκλησία τόν ἔκανε νά ἀνταποκρίνεται ἐνίοτε καί στίς προσκλήσεις τῶν κατά τόπους Ἀρχιερέων ἤ καί ἄλλων φορέων, γιά ὁμιλίες ἤ συμμετοχή του σέ θεολογικά-μοναχικά συνέδρια στήν Ἑλλάδα, στήν Κύπρο ἤ ἀλλοῦ, πρός καταρτισμόν τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος.
Προορώμενος τόν Κύριον ἐνώπιόν του διά παντός, ἀντιπαρήρχετο μέ πολλήν φυσικότητα καί ἀπόλυτον ἠρεμία καί χαρά κάθε δυσκολία, δεχόμενος τά πάντα ὡς θεία εὐλογία. Μέ τήν αὐτή διάθεση δέχθηκε καί τήν μεγάλη πυρκαϊά τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1990, ἡ ὁποία κατέκαυσε τό Ἅγιον Ὄρος καί ἀπείλησε σοβαρά τήν Μονή μας.
Στίς ἀρχές τοῦ 1995 ἕνας μόνιμος κλονισμός τῆς ὑγείας του ὑποχρέωσε τόν σεβαστό Γέροντα νά ἀποσυρθεῖ σταδιακῶς ἀπό τά ἡγουμενικά καθήκοντά του καί νά ἐγκαταλείψη τό περιπόθητο μοναστήρι του καί τό πεφιλημένο του Ἅγιον Ὄρος. Τό ἔτος 2000 ὁ σεπτός Πατήρ παρέδωσε τήν σκυτάλη τῆς ἡγουμενίας στόν νῦν Καθηγούμενον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας πανοσιολογιώτατον ἀρχιμανδρίτην Ἐλισσαῖον, ὁ ὁποῖος μέ ὑϊικόν σεβασμό συνεχίζει τό ἔργο του. Ἀπό τόν πλούσιον πνευματικόν ἀμητόν τοῦ Γέροντος ἐλάχιστα κείμενα εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητος κατά τίς ἡμέρες τῆς δράσεώς του, διότι ὁ ἴδιος, ἔχοντας ὡς μόνον σκοπό τόν καταρτισμό καί τήν οἰκοδομή τῶν πνευματικῶν του τέκνων ἤ τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας, ἀπέφευγε ταπεινοφρόνως τήν ἔκδοσή τους.
Ὁ λόγος τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ χαρακτηρίζεται ἀπό τήν βιωματική προσέγγιση τῶν θεμάτων, τήν βαθειά ἀνάλυση τῶν νοημάτων καί τό πηγαῖον της ἐκφράσεως. Οἱ κατηχήσεις του ἀποτελοῦν πολύτιμη κληρονομιά καί παρακαταθήκη γιά τούς μοναχούς του.
Τήν καταγραφή τῶν πολυπληθῶν κατηχήσεων καί ὁμιλιῶν του ἀνέλαβε ἡ γυναικεία ἀδελφότης τοῦ Μετοχίου Ὀρμύλιας, ἡ ὁποία καί προέβη στήν ἔκδοσή τους τό ἔτος 1995, ἐγκαινιάζοντας τήν σειρά «Κατηχήσεις καί Λόγοι».
Ἡ δημοσίευση συνόλου τοῦ πνευματικοῦ ἔργου τοῦ πολυφθόγγου Πατρός ἀποτελεῖ φροντίδα ὑϊικῆς ἀγάπης καί αἰωνίου εὐγνωμοσύνης τῶν τέκνων του, καί ἀναμένεται νά καλύψη σέ πολλούς τόμους ποικιλία θεμάτων: ὁμιλίες καί κηρύγματα, ἑρμηνεία ἀσκητικῶν Πατέρων, ἑρμηνεία μοναστικῶν κανόνων, μοναχικοί θεσμοί καί πρακτική ζωή, ἑρμηνεία βίων ἁγίων, ἑρμηνεῖες Βιβλικῶν, ὑμνολογικῶν καί θεολογικῶν κειμένων, κ.ἄ.).
Ἡ ἡγουμενία τοῦ Γέροντος στήν Ἱερά Μονή Σίμωνος Πέτρας ἀξιολογεῖται ἤδη ὡς μία ἀπό τίς εὐλογημένες περιόδους τῆς νεωτέρας ἱστορίας τῆς Μονῆς, γιά τήν ὁποία ἡ ἰδία σεμνύνεται, συμπίπτει δέ, θεομητορικῇ προστασίᾳ, μέ τήν εὐρύτερη ἀθρόα ἐπάνδρωση καί ἀκτινοβολία συνόλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὅπως τό διατύπωσε ὅμως ὁ ἴδιος, «ἡ μοναστική ἀδελφότης τοῦ Κοινοβίου, ζῶσα μέ τόν ἴδιον αὐτῆς ρυθμόν, ζῆ οὐσιαστικῶς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διά τήν Ἐκκλησίαν, ὡς ἡ καρδία ἤ μέλος τί σώματος, καί δέν ἐκτιμᾶται ἀπό τήν ἀνάπτυξιν δραστηριότητος ἀλλά, κυρίως, ἀπό τήν ἐραστικήν ἀναζήτησιν τοῦ Θεοῦ. Οὕτως οἱ μοναχοί ἀποβαίνουν θεοειδεῖς, ἑλκύοντες καί τούς ἄλλους πρός τήν θείαν ζωήν» (Τυπικόν Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὀρμυλίας).
περιοδικό Παράκληση, τ.101