Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ

ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΕΚΝΟ

ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΑΧΑΙΡΑ

Εισήγηση του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Αμαθούντος κ. Νικολάου στο Ιστορικό - Επιστημονικό συνέδριο που διοργάνωσε το 2010 η Ιερά Μονή Μαχαιρά.

kyprianos

 Κατ’ ἀρχὰς θέλω νὰ ἐκφράσω τὶς εὐχαριστίες μου πρὸς τὴν ἱερὰ μονὴ Μαχαιρᾶ καὶ τὴν ὀργανωτικὴ ἐπιτροπὴ τοῦ παρόντος Συνεδρίου γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μοῦ κάνουν νὰ εἶμαι ὁμιλητὴς στὸ Συνέδριο αὐτὸ πρὸς τιμὴν τοῦ μεγαλομάρτυρος τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ. Ἕλκοντας κι ἐγὼ τὴ μοναχική μου καταγωγὴ ἐκ τῆς ἱερᾶς μονῆς Μαχαιρᾶ, ἡ ὁποία ὑπῆρξε καὶ τροφὸς μονὴ τοῦ ἐν λόγῳ ἐθνομάρτυρος, νοιώθω ἰδιαίτερη ἱκανοποίηση καὶ τιμὴ νὰ εἶμαι σήμερα ἐδῶ παρουσιάζοντας τὴν ταπεινή μου προσπάθεια περιγραφῆς τῆς μορφῆς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ ὡς πνευματικοῦ τέκνου τῆς ἱερᾶς μονῆς Μαχαιρᾶ. Θὰ ἤθελα ἐκ προοιμίου νὰ ζητήσω τὴν ἐπιείκειάν σας γιὰ τὶς ἀτέλειες τῆς εἰσηγήσεώς μου καὶ τὴ μὴ τήρηση αὐστηρῶν ἐπιστημονικῶν κανόνων.

Ἀναμφίβολα ἡ μορφὴ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ ἀποτελεῖ καύχημα καὶ σέμνωμα ὄχι μόνο τῆς μονῆς Μαχαιρᾶ ἀλλὰ ὁλόκληρης τῆς νήσου, τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Γράφει σὲ μία ἐπιστολή του στὶς 21 Αὐγούστου τοῦ 1816 ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ἐξ Οἰκονόμων πρὸς τὸν Κύπρου Κυπριανόν: «Διὰ σὲ ἡ Ἐκκλησία καυχᾶται, ἡ Κύπρος κομπάζει, ἡ Ἑλλὰς τιμᾶται, τὸ γένος λαμπρύνεται»[1].

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανὸς εἶναι ἡ μορφὴ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σταθμὸ στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πατρίδας μας μὲ λαμπρὰ χαρίσματα καὶ ἀρετὲς ἀλλὰ καὶ πολυποίκιλη προσφορὰ καὶ δράση. Ἐνῶ ὅμως τιμᾶται καὶ ἐπαινεῖται πολὺ ἀπὸ πολλούς, ὅπως ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, ποὺ προαναφέραμε, λέγοντας χαρακτηριστικὰ στὴν ἴδια ἐπιστολή του «εἶδον ἀρχιερέα κοσμοῦντα τὸν θρόνον πολὺ περισσότερον, ἀφ’ ὅσον δύναται νὰ κοσμήσῃ ὁ θρόνος ἀρχιερεῖς»[2], τὴν ἴδια στιγμὴ συκοφαντεῖται ἀπὸ κάποιους μὲ ἀνυπόστατες καὶ ἀτεκμηρίωτες κατηγορίες γιὰ δῆθεν παραγκωνισμὸ τοῦ προκατόχου του ἀρχιεπισκόπου Χρυσάνθου καὶ ἀντικανονικὴ ἀνάληψη τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου κ.ἄ.

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανὸς εἶναι, ὅπως προαναφέραμε, πνευματικὸ τέκνο καὶ ἀνάστημα τῆς μονῆς Μαχαιρᾶ. Τὸ πλῆθος τῶν μαρτυριῶν ἀπὸ κείμενα τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀναφορὲς σὲ δικές του ἐπιστολές, προσωπικὰ ἀφιερώματα πρὸς τὴν τροφὸν Μονήν του πρὶν καὶ μετὰ τὴν ἀνάληψη τῶν ἀρχιεπισκοπικῶν καθηκόντων του, μαρτυροῦν τὴ μεγάλη ἀγάπη καὶ τὴν πνευματικὴ σχέση ποὺ εἶχε μὲ τὴ μονὴ Μαχαιρᾶ.

Στὴ συνέχεια τῆς εἰσήγησής μας θὰ σταθοῦμε στὰ γεγονότα καὶ τοὺς σταθμοὺς τῆς ζωῆς τοῦ Κυπριανοῦ ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ μονὴ Μαχαιρᾶ, παραλείποντας βιογραφικὲς ἀναφορὲς ποὺ θὰ γίνουν σὲ ἄλλες εἰσηγήσεις.

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανὸς γεννήθηκε τὸ 1756 στὸν Στρόβολο, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος ὑπογράφοντας ἕνα δικό του παλαίτυπο τοῦ 1791, θέτοντας ἔτσι τέρμα στὶς διαμάχες καὶ τὴν ἔριδα γιὰ τὴν καταγωγή του. Λέει χαρακτηριστικά: «Κυπριανοῦ Μαχαιριώτου Ἱερομονάχου ἐκ κώμης Στροβύλου»[3]. Εἰσῆλθε ὡς δόκιμος μοναχὸς στὴν ἱερὰ μονὴ Μαχαιρᾶ ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία «ἐκ τῆς βαλβῖδος τοῦ βίου»[4], ὅπως ἀναφέρει σὲ κάποιο ἔγγραφό του ὡς ἀρχιεπίσκοπος, τὸ ὁποῖο ἀφορᾶ τὸ τσιφλίκι τῆς Τύμπου. Ἐὰν πῆγε στὴ Μονὴ πρὶν ἀπὸ τὸ 1766 ἡγούμενος ἦταν ὁ Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ἡγουμένευσε ἀπὸ τὸ 1720-1766. Ἐὰν πῆγε μετὰ τὸ 1766, τότε ἡγούμενος ἦταν ὁ Ἰωαννίκιος Β΄. Πάντως ὁ Κυπριανὸς σὲ ἐγκύκλιο γράμμα του, ἀναφερόμενος στὶς δύσκολες μέρες τῆς Τουρκοκρατίας, γράφει καὶ γιὰ τὶς ἔνδοξες ἡμέρες τῆς μονῆς Μαχαιρᾶ ἐπὶ ἡγουμένου Παρθενίου. «Καί τοι τῶν πραγμάτων ἐπὶ τὸ χεῖρον τρεχόντων, πάλιν τὰ τῆς μονῆς καλῶς διευθύνετο εὐοδούμενα εἰς τὸ κρεῖττον, μέχρι καὶ τοῦ ἀοιδίμου ἐκείνου ἀξιεπαίνου ἀνδρὸς καθηγουμένου κὺρ Παρθενίου... ὅς τις, ἐν ᾧ ἐξήρχετο εἴς τινα ὑπηρεσίαν τῆς μονῆς φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ καὶ τοὺς ἀδελφούς, ἔβλεπες ὡσὰν μίαν ἐκστράτευσιν ἐκστρατεύουσαν, καὶ ἕνα ὁλόκληρον στρατόν, ἔχων ὑπὲρ τοὺς διακοσίους μοναχούς, ἀκολουθοῦντας αὐτῷ»[5].

Στὴ Μονὴ μαθαίνει τὰ πρῶτα γράμματα στὸ σχολεῖο τὸ ὁποῖο λειτουργοῦσε ἐκεῖ. Μάλιστα τὸ 1768 δάσκαλός του ἦταν κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως, λαμπροῦ καὶ ἐπιφανοῦς πνευματικοῦ ἀνδρὸς τῆς ἐποχῆς. Ἐπίσης, ὅπως φαίνεται ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ θὰ δοῦμε καὶ ἀργότερα, κατὰ τὴν παραμονή του στὴ Μονὴ εἶχε μάθει τὴν ἱερὰν τέχνην τῆς ἁγιογραφίας καὶ τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς.

Ἡ μόρφωση τοῦ Κυπριανοῦ συνεχίζεται μὲ τὴν εἴσοδό του στὸ Ἑλληνομουσεῖο τῆς ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς στὴ Λευκωσία γιὰ τρία χρόνια, ἀπὸ τὸ 1769-1771. Μάλιστα κατὰ τὸ τελευταῖο ἔτος φοίτησής του εἶχε ὡς διδάσκαλο καὶ διευθυντή του τὸν ἱερομόναχο Παρθένιο, μαθητὴ τοῦ Ἐφραὶμ τοῦ Ἀθηναίου.

Τὸ 1783 χειροτονεῖται διάκονος ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χρύσανθο καὶ ἀναχωρεῖ μὲ τὸν θεῖό του, ἱερομόναχο Χαράλαμπο, γιὰ τὴ Μολδοβλαχία μὲ σκοπὸ τὴ διεξαγωγὴ ἐράνων ἐξαιτίας τῆς δύσκολης οἰκονομικῆς κατάστασης στὴν ὁποία περιῆλθε ἡ μονὴ Μαχαιρᾶ κατὰ τὰ δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Λέει σὲ μία ἐγκύκλιο ἐπιστολή του γιὰ τὴν ἐμπερίστατο κατάσταση στὴν ὁποία περιῆλθε ἡ Μονή του: «Ἀλλὰ φεῦ! Ὁ ζυγὸς τῆς βαρβαρικῆς τυραννίδος, αἱ ἀξιοδάκρυτοι συμφοραὶ τῆς πατρίδος, καὶ δυστυχίαι, καὶ αἱ περιστάσεις αἱ καιρικαὶ κατήντησαν αὐτὴν τὴν περιώνυμον μονήν, τὴν πρώην ἀρίζηλον καὶ περίβλεπτον εἰς θέαμα καὶ πτῶμα ἐλεεινόν. Τὸ πρῶτον καύχημα τῆς πατρίδος, τὸ πρῶτον σταυροπήγιον, τὸ πρώτως τιμηθὲν παρασήμοις βασιλικοῖς»[6]. Κατὰ τὴ διαμονή του στὴ Μολδοβλαχία ὁ Κυπριανὸς γνωρίζεται μὲ τὸν ἡγεμόνα Μιχαὴλ Σοῦτσο ὁ ὁποῖος καὶ τὸν θέτει ὑπὸ τὴν προστασία του καὶ μὲ προτροπή του χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ διορίζεται ἐφημέριος στὸν ἡγεμονικὸ ναὸ τοῦ Ἰασίου. Παράλληλα ἐκτελεῖ καὶ χρέη πνευματικοῦ στὴν αὐλὴ τοῦ ἡγεμόνος. Ἐπιπλέον φοιτᾶ στὴν ἡγεμονικὴ Ἀκαδημία τοῦ Ἰασίου καὶ παρακολουθεῖ ἀνώτερα μαθήματα Φιλοσοφίας, Λογικῆς, Φυσικῆς, Κοσμογραφίας, Ἱστορίας, ξένων γλωσσῶν κ.ἄ. Στὶς 13 Φεβρουαρίου τοῦ 1795 ὁ ἡγεμόνας Ἰωάννης Μιχαὴλ Σοῦτσος προβαίνει στὴν ἔκδοση Χρυσόβουλλου γράμματος μὲ τὸ ὁποῖο παραχωρεῖ στὴ μονὴ Μαχαιρᾶ ἐτήσια οἰκονομικὴ χορηγία. Ἀναμφίβολα σ’ αὐτὸ συνέβαλε καὶ ἡ γνωριμία καὶ ἡ φιλία τοῦ Κυπριανοῦ μὲ τὸν ἡγεμόνα.

Ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα δείχνει ὅτι ὁ ἡγεμόνας ἦταν καλὸς γνώστης τῆς ἱστορίας τῆς Μονῆς καὶ τῆς ἐμπερίστατης κατάστασης ποὺ βρισκόταν, πληροφορηθεὶς ἀπὸ τὸν Κυπριανόν: «οὐ παρεωράκαμεν, τήν, ἧς πειρᾶται καὶ τὸ ἐν τῇ νήσῳ Κύπρῳ παρὰ τοῦ ἀοιδίμου βασιλέως Μανουὴλ Κομνηνοῦ τοῦ Πορφυρογεννήτου, καὶ Ἰσαακίου καὶ Ἀλεξίου τῶν Ἀγγέλων κτισθὲν βασιλικὸν καὶ σταυροπηγιακὸν ἱερὸν μοναστήριον τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς κυρίας Μαχαιράδος, ἄλλως πως ἐπονομαζόμενον, ἔνδειαν, καὶ τῶν ἐν αὐτῇ εὑρισκομένων πατέρων ἐσχάτην πενίαν, καὶ τοῦ ὅλου τῆς συστάσεως αὐτοῦ βαρύτατον χρέος»[7].

Τὸ 1802 ἐπιστρέφει ὁ Κυπριανὸς μὲ τὸν ἱερομόναχο Χαράλαμπο στὴ Μονὴ καὶ τῆς ἀφιερώνουν ἐκκλησιαστικὰ σκεύη, ἐκκλησιαστικὰ καὶ μουσικὰ βιβλία, πίνακες, προσωπογραφίες κ.ἄ., τὰ ὁποῖα ἔφεραν ἀπὸ τὴ Μολδοβλαχία. Τὸ ἴδιο ἔτος χειροθετεῖται ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίκοπο Χρύσανθο οἰκονόμος τῆς μονῆς Μαχαιρᾶ καὶ ἀναλαμβάνει τὴ φροντίδα τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς ποὺ βρίσκονταν στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια Κιτίου. Πολλὲς μαρτυρίες καὶ ἀναφορὲς παρουσιάζουν ἀπὸ τὸ 1804 καὶ μετὰ τὸν Κυπριανὸ ὡς διαχειριστὴ οἰκονομικῶν ὑποθέσεων τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, στὴν ὁποία καὶ ἐγκαθίσταται μετὰ ἀπὸ ἐπιθυμία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, καὶ ἀναλαμβάνει τὴ γενικὴ διεύθυνση τῶν πραγμάτων τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Λόγῳ τῆς δραστηριότητάς του προάγεται ἀπὸ τὸν Χρύσανθο σὲ μέγα οἰκονόμο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Τὸ 1806 μὲ ἔξυπνο τρόπο ἀνήγειρε τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου τοῦ μετοχίου Μαχαιρᾶ εἰς ἀνάμνησιν τῆς σωτηρίας τῆς Λευκωσίας ἀπὸ ἐξέγερση τῶν τούρκων κατοίκων της, ξεγελῶντας τοὺς τούρκους ὅτι κτίζει ἀποθήκη γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Μονῆς.

Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ ἀργότερα τὸν θάνατο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, κλῆρος καὶ λαὸς ζητοῦν ἀπὸ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη Ἱερεμία Δ΄ νὰ χειροτονηθεῖ νέος ἀρχιεπίσκοπος ὁ Κυπριανός. Χειροτονεῖται καὶ ἐνθρονίζεται στὶς 30 Ὀκτωβρίου 1810. Ὁ Κυπριανὸς εὐθὺς μετὰ τὴν ἀνάληψη τῶν ἀρχιεπισκοπικῶν καθηκόντων του ὡς πρῶτο μέλημά του προτάσσει τὴν ἵδρυση νέας Ἑλληνικῆς Σχολῆς στὴ Λευκωσία, τὸ μετέπειτα Παγκύπριο Γυμνάσιο, γιατί, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος στὸν κώδικα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, «ἡ ἡμετέρα πολιτεία τῆς καθ᾽ ἡμᾶς νήσου Κύπρου πάσχει μέγαν αὐχμὸν παιδείας»[8] καὶ ἡ «ἀπαιδευσία» εἶναι πηγὴ «κακοηθείας» καὶ πολλῶν δεινῶν. Ἡ μονὴ Μαχαιρᾶ μὲ μεγάλη προθυμία παραχωρεῖ στὸν ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανὸ τὸν ἰδιόκτητο κῆπό της, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ καὶ ἔτσι τὸ 1812 τίθεται ἡ βάση τῆς Ἑλληνικῆς Σχολῆς ἀλλὰ καὶ τῆς παιδείας στὴν Κύπρο ἀπὸ τὸν Κυπριανό, μὲ συμπαραστάτη τὴν τροφὸ Μονή του.

Καὶ ὁ Κυπριανὸς ὡς ἀρχιεπίσκοπος δὲν ξεχνᾶ τὴ Μονή του, ἀλλὰ τῆς συμπαραστέκεται καὶ τὴ βοηθᾶ ποικιλότροπα. Γιὰ παράδειγμα τὸ 1813 τῆς ἀφιερώνει τὸ τσιφλίκι τῆς Τύμπου ὅπως καὶ ἄλλα κτήματα στὸ Πραστειὸ Μεσαορίας κ.ἄ. Ἀκόμη τὸ 1816 καταχωρεῖ στὸν κώδικα τῆς ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς ἐντολή, μὲ τὴν ὁποία διορίζονται στὴ Μονὴ δεκαπέντε ἐργάτες, διότι, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος, «ἰδόντες τὴν τοσαύτην ἐλάττωσιν τῆς μονῆς ταύτης τῆς ἱερᾶς, τὰ ὑπέρογκα χρέη καὶ δυσαπάντητα, καὶ ὅλην ἀδυνατοῦσαν εἰς ἀπάντησιν τῶν χρεῶν, καὶ τοῖς ὅλοις ἀμηχανοῦσαν, καὶ μέσην καρδίαν πληγέντες, καὶ ἐκ βάθους στενάξαντες... ἀποφασίσαμεν νὰ δώσωμεν χεῖρα βοηθείας... ὡσὰν μίαν εὐτελῆ καὶ παρ’ ἡμῶν προσφορὰν πρὸς τὴν ὑπέραγνον Δέσποιναν»[9].

Στὶς 9 Ἰουλίου 1821 ὁ τοῦρκος κυβερνήτης τῆς Κύπρου, ἔχοντας σουλτανικὸ φιρμάνι ἀπὸ τὸν Μαχμοὺτ Β΄, μαζεύει ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ προκρίτους τῆς νήσου καὶ τοὺς θανατώνει, θέλοντας νὰ ἐκφοβίσει τὸν λαὸ καὶ νὰ ἀποτρέψει ὁποιανδήποτε ἐπανάσταση στὴν Κύπρο, μετὰ ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς ἐπανάστασης στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Ὁ ὑπέργηρος ἡγούμενος Μαχαιρᾶ Γερμανός, ἐπειδὴ διέγνωσε τὶς προθέσεις τοῦ τούρκου διοικητῆ δὲν μετέβηκε στὴ Λευκωσία, καὶ ἔτσι γλύτωσε. Εἶδε ὅμως τὴ Μονή του, κατὰ τὶς λεηλασίες ποὺ ἀκολούθησαν, νὰ ὑφίσταται καταστροφὲς μέχρι ἐρημώσεως ἀλλὰ καὶ τὰ μετόχια τῆς Μονῆς νὰ ἀφαρπάζονται καὶ νὰ δημεύονται.

Μαρτυρίες – ἀφιερώματα καὶ δωρεὲς ποὺ ἐκφράζουν τὴ σχέση τοῦ Κυπριανοῦ μὲ τὴν τροφὸ Μονή του.

Τὸ πλῆθος τῶν ἀφιερωμάτων καὶ δωρεῶν τοῦ ἀρχιεπισκόπου πρὸς τὴ μονὴ Μαχαιρᾶ ἀλλὰ καὶ ἄλλων γραπτῶν μαρτυριῶν, ὅπως ἤδη ἔχουμε δεῖ, ἐκφράζουν τὴ σχέση καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε ὁ Κυπριανὸς πρὸς τὴν τροφὸ Μονή του, ἀπὸ τότε ποὺ ἀφιερώθηκε σ’ αὐτὴ ὡς μοναχός, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Τὸ παρεκκλήσιο τῆς μονῆς Μαχαιρᾶ, τὸ ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Ὀνούφριο, ἀνακαινίστηκε τὸν Μάρτιο τοῦ 1818 φροντίδι, ὅπως ἀναφέρεται, ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ. Ἀλλὰ καὶ τὸ μετόχιον τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, τὸ ὁποῖο, ὅπως προαναφέραμε, κτίστηκε τὸ 1806 ἀπὸ τὸν ἴδιο, μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξέγερση τῶν τούρκων τῆς Λευκωσίας, κοσμήθηκε μὲ εἰκόνες ποὺ εἶναι ὄχι μόνο ἀφιερώματα δικά του, ἀλλὰ καὶ ποὺ δείχνουν ὅτι εἶναι ἔργα δικά του. Θὰ εἶχε μάθει προφανῶς, ὅπως ἀναφέραμε καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς εἰσήγησης, ἀπὸ τὸν Κορνάρο καὶ τοὺς μαθητές του τὴν ἱερὰν τέχνην τῆς ἁγιογραφίας ὅταν βρισκόταν στὴ Μονή του. Ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους στὸ μετόχιον τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου γράφει στὴν ἀφιερωματικὴ ἐπιγραφὴ ἀνάμεσα στ’ ἄλλα: «ἧς ποιμενάρχης στηλογραφεῖ σὴν θέαν». Ἀλλὰ καὶ ἡ κτιτορικὴ εἰκόνα τῶν ἁγίων Ἐλευθερίου καὶ Στυλιανοῦ στὸ ἴδιον Μετόχιον γράφει στὴν ἀφιέρωση: «Τὸν ζωγραφοῦντα ποιμενάρχην τῆς Κύπρου καὶ προσκυνοῦντα τὰς σεπτὰς ὑμῶν θέας».

Ἐπίσης πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ σκεύη εἶναι ἀφιερώματα τοῦ Κυπριανοῦ πρὸς τὴ μονὴ Μαχαιρᾶ καὶ βρίσκονται στὸ σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς, ὅπως:

α) Ξυλόγλυπτος σταυρὸς ἁγιασμοῦ – τέλη 18ου αἰ.

β) Ζέον τοῦ 1785.

γ) Δισκοπότηρα τοῦ 1816.

δ) Σταυρὸς ἁγιασμοῦ συρμάτινης τεχνικῆς μὲ ξυλόγλυπτες παραστάσεις κ.ἄ.

Ὁ Κυπριανὸς μαρτυρεῖται καὶ ὡς καλὸς γνώστης τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, καὶ ὡς ἱερομόναχος ἀφιέρωσε στὴ Μονὴ δύο μουσικὰ βιβλία μὲ ἰδιόχειρη ἀφιέρωση. Ὡς ἀρχιεπίσκοπος δέ, ζήτησε τὸ 1819 τὴ συγγραφὴ πολυελέου πρὸς τὴν Παναγία τὴ Μαχαιριώτισσα, ὁ ὁποῖος συνετέθη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ διεσκευάσθη στὴν ἱερὰ μονὴ Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Προτάσσονται τοῦ πολυελέου τὰ ἑξῆς: «Πολυέλεος ψαλλόμενος εἰς τὰς ἑορτὰς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἱερᾶς καὶ θείας μονῆς τῆς ἐπιλεγομένης Μαχαιράδος, συντεθεὶς νεωστὶ παρὰ χειρὸς μουσικοδιδασκάλου τῆς νέας μεθόδου μουσικῆς, καὶ ἀποσταλεὶς παρ’ αὐτοῦ ἐκ τῆς βασιλευούσης τῷ μακαριωτάτῳ καὶ ἁγιωτάτῳ ἀρχιεπισκόπῳ Νέας Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Κύπρου κυρίῳ κυρίῳ Κυπριανῷ ὡς μελεδωνῷ καὶ ἰδιαιτέρως προστάτῃ τῆς βασιλικῆς ταύτης Μονῆς»[10]. Στὰ πιὸ πάνω λόγια χαρακτηρίζεται ὁ Κυπριανὸς ὡς μελεδωνὸς (μελῳδικὸς) ἀλλὰ καὶ προστάτης τῆς Μονῆς.

Μέσα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε, ὅσα ὁ χρόνος ἐπιτρέπει σὲ μία τέτοια εἰσήγηση, φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ὁ Κυπριανὸς ἦταν γνήσιο πνευματικὸ τέκνο τῆς μονῆς Μαχαιρᾶ, τὴν ὁποίαν ἀγαποῦσε καὶ εὐεργετοῦσε ποικιλοτρόπως καὶ ὡς μοναχὸς τῆς Μονῆς ἀλλὰ καὶ ὡς ἀρχιεπίσκοπος.

Θὰ ἤθελα ὡς ἐπίλογο τῆς εἰσήγησής μου νὰ παραθέσω ἕνα μέρος ἐγγράφου του μὲ τὸ ὁποῖο ἀφιερώνει τὸ τσιφλίκι τῆς Τύμπου στὴ Μονή, καὶ στὸ ὁποῖο φαίνεται ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν τροφὸ Μονή του, ἀλλὰ καὶ ἡ πνευματικότητά του: «Ἡμεῖς δὲ ἐξ αὐτῆς τῆς βαλβῖδος τοῦ βίου, ἀνθ’ ὧν τὴν μετάνοιαν ἡμῶν, καὶ εἴχομεν, καὶ ἔχομεν, καὶ φυλάξομεν ἄχρι βίου τερμάτων εἰς τὸ ἱερὸν καὶ σεβάσμιον μοναστήριον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὸ ἐπικεκλημένον τοῦ Μαχαιρᾶ. Ἡ δὲ φορὰ τῶν πραγμάτων, ἐπειδὴ ἔπλεξεν ἡμᾶς εἰς τὴν τύρβην τοῦ κόσμου, τὴν διοίκησιν δηλαδὴ τῶν πολιτικῶν, ἐν οἷς συμφυρόμενοι, ἀνάρπαστοι αἴφνης γεγονότες, εἰ καὶ ἀνάξιοι, προεβιβάσθημεν εἰς τὸν ἁγιώτατον καὶ ἀποστολικὸν θρόνον τῆς ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς... καὶ διὰ τοῦτο συνέβη ἡμᾶς, σωματικῶς μέν, ἀπομακρυνθῆναι τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν Μοναστηρίου, πνευματικῶς δὲ ὡς ἄνωθεν εἴπομεν, οὐδαμῶς, τούτου χάριν, ὡς χρέος ἔχοντες ἀπαραίτητον εἰς ἐκείνην τὴν ἱερὰν καὶ σταυροπήγιον, καὶ βασιλικὴν Μονήν, καθὸ πνευματικῶς ἐγεννήθημεν καὶ ἀνετράφημεν εἰς τοὺς κόλπους αὐτῆς, ἐκρίναμεν δίκαιον... νὰ ἀφιερώσωμεν αὐτὸ τὸ νεόκτιστον (τσιφλίκι) τζιφτιλίκιον τῆς Τύμβου εἰς τὸ ῥηθὲν ἱερὸν καὶ σεβάσμιον μοναστήριον τοῦ Μαχαιρᾶ»[11].

 


[1] «ἘπιστολΚωνσταντίνου Οκονόμου τοῦ ἐξ Οκονόμων πρὸς Κυπριανόν», ρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, Ἀρχεον Κειμένων, ἔκδ. ἱερᾶς μονῆς Μαχαιρᾶ, Κύπρος 2009, σ. 241.

[2] ρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, Ἀρχεον Κειμένων, ὅ.π., σ. 242.

[3] Κωστη Κοκκινοφτα, «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανὸς καὶ ἡ 9ηουλίου 1821», ρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, Ἀρχεον Κειμένων, ὅ.π., σ. 610, σημ. 12.

[4] «Ἔγγραφον Κυπριανοῦ ἀφορν ττσιφλίκι τῆς Τύμπου», ρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, Ἀρχεον Κειμένων, ὅ.π., σ. 208.

[5] «Ἔγγραφον Κυπριανοῦ ἀφορν τνφιέρωσιν δούλων στμονΜαχαιρᾶ», ὅ.π., σ. 214.

[6] Ατόθι, σ. 214.

[7] «Χρυσόβουλλον Μιχαλ Σούτσου», ὅ.π., σ. 131.

[8] «Ἱδρυτικὴ πράξηλληνικῆς Σχολῆς Λευκωσίας», ὅ.π., σ. 182.

[9] «Ἔγγραφον Κυπριανοῦ ἀφορν τνφιέρωσιν δούλων στμονΜαχαιρᾶ», ὅ.π., σ. 215.

[10] ρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, Ὁ Μάρτυρας τῆς πίστεως κατῆς πατρίδος (φωτογραφικν Λεύκωμα), ἔκδ. ἱερᾶς μονῆς Μαχαιρᾶ, Κύπρος 2008, σ. 189.

[11] «Ἔγγραφον Κυπριανοῦ, ἀφορν ττσιφλίκι τῆς Τύμπου», ρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, Ἀρχεον Κειμένων, ὅ.π., σσ. 208-209.