(Ματθ. ιδ΄, 22-34)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ' ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.

Ερμηνεία

Το σημερινό ευαγγέλιο είναι συνέχεια του θαύματος του χορτασμού των πεντακισχιλίων. Ο Χριστός, μετά το θαύμα, «ἠνάγκασε τοὺς μαθητᾶς» Του, που δεν θέλανε να τον αποχωρισθούν, να μπουν στο πλοίο και να περάσουν στο απέναντι μέρος της λίμνης. Αυτός δε «ἀνέβη εἰς τὸ ὅρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι».
Δεν είχε, βέβαια, ανάγκη να αφιερώσει ιδιαίτερο χρόνο για προσευχή, αφού όλη η ζωή του ήταν προσευχή, σχέση δηλαδή και κοινωνία με τον Θεό Πατέρα «διηνεκὴς καὶ ἐπιθυμία πρὸς Αὐτὸν ἀεικίνητη». Ούτε και χρειαζόταν να μεταβεί σε ειδικό τόπο για να συναντήσει τον Θεό, αφού στην αγία σάρκα Του κατοικούσε ολόκληρος ο Θεός Λόγος, «σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι». Ανεβαίνει όμως στο όρος για να αναπέμψει τις προσευχές του για μας, ως Αρχιερέας μας, αλλά και για να μας υποδείξει, ότι στην πραγματοποίηση της καθαράς προσευχής βοηθούν: ο «ἔρημος τόπος», η ησυχία και η μόνωση. Είναι μέσα, που μας βοηθούν να υψωνόμαστε υπεράνω των γηΐνων φροντίδων και των παθών της αμαρτίας, με νου απερίσπαστο, προκειμένου να συναντήσουμε τον Θεό.
Και ενώ ο Χριστός «μόνος ἦν ἐκεῖ», στο όρος και διανυκτέρευε στην προσευχή, οι μαθητές που βρίσκονταν στη θάλασσα, διέτρεξαν μεγάλο κίνδυνο να καταποντισθούν και να χάσουν τη ζωή τους. Όπως ακούσαμε στο ευαγγέλιο, το πλοίο ήταν στο «μέσον τῆς θαλάσσης, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων», γιατί ήταν «ἐνάντιος ὁ ἄνεμος». Φοβήθηκαν, πως έφτασε το τέλος τους. Περίμεναν από τη μια στιγμή στην άλλη, μήπως και κοπάσει, έστω και λίγο η τρικυμία, αλλά μάλλον χειροτέρευε. Αισθάνονται πολύ αδύνατοι ν’ αντισταθούν σε τέτοια δοκιμασία. Θα μπορέσουν άραγε να σωθούν, ή έφτασε το τέλος; Εκτός από την τρικυμία ήταν και η νύκτα, το σκοτάδι. Όταν κανείς ταξιδεύει με το φως, έχει κάποια παρηγοριά. Το σκοτάδι όμως επιτείνει τον φόβο και την αγωνία του θανάτου.
Σε άλλη περίπτωση που ταξίδευαν με παρόμοιο καιρό και «ἐγένετο σεισμὸς μέγας ἐν τῆ θαλάσσῃ» (Ματθ. 8, 24) είχαν τον Χριστό μαζί τους, που διέταξε και σταμάτησε η τρικυμία. Και παρόλη την παρουσία του Κυρίου, φοβήθηκαν. Πολύ περισσότερο τώρα που ο Χριστός, σωματικά, έλειπε. Πού θα στήριζαν την ελπίδα τους για σωτηρία;
Η δοκιμασία των μαθητών είναι αντιπροσωπευτική του πλήθους των δοκιμασιών του ανθρώπινου βίου, για τις οποίες διερωτάται ο καθένας: Γιατί ο άνθρωπος να δοκιμάζεται; Από πού προέρχονται οι δοκιμασίες; Γιατί τις επιτρέπει ο Θεός; Γιατί δεν τις αποτρέπει, τουλάχιστο από τους εκλεκτούς, όπως ήταν οι μαθητές;
Αναλύοντας το σημερινό ευαγγέλιο με την καθοδήγηση των αγίων Πατέρων, θα προσπαθήσουμε, με τη βοήθεια του Θεού, να δώσουμε τη σωστή απάντηση.
1. Πηγή, o αρχαίος πειρασμός
Οι ποικίλες δοκιμασίες, τα δάκρυα και οι στεναγμοί, τα τόσα δυσάρεστα στη ζωή, έχουν μεν πηγή προέλευσης, αλλ’ αυτή ποτέ δεν είναι ο Θεός. Ο Θεός, μόνο των καλών είναι δημιουργός. Ο Θεός είναι αγάπη και φιλανθρωπία και δημιούργησε τα πάντα «καλά λίαν» και τους έδωσε ύπαρξη και ζωή.
Το κακό δεν έχει δική του υπόσταση, δεν υπάρχει μόνο του. Υπάρχει από τη στιγμή, που θα εκλείψει το αγαθό. Το ψέμα π.χ. ή το μίσος δεν υπάρχουν, ενόσω υπάρχει η αγάπη και η αλήθεια. Αν η αγάπη και η αλήθεια βασίλευαν στη ζωή των ανθρώπων, όπως στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, το ψέμα και το μίσος και γενικά το κακό, δεν θα υπήρχαν στον κόσμο.
Το πιο μεγάλο αγαθό, που είναι και το πιο μεγάλο δώρο του Θεού στον άνθρωπο, είναι το «μετά του Θεού είναι», δηλαδή να ζούμε και να συνυπάρχουμε με τον Θεό, κατά τον τρόπο ζωής των τριών θείων προσώπων, που είναι η αγάπη, η σχέση και η κοινωνία. Ο Θεός πλαστούργησε τον άνθρωπο και του έδωσε τη θεία Χάρη, το «κατ’ εικόνα», για να είναι σε θέση να ζει κατά τον δικό Του τρόπο ζωής. Αν η αγαπητική σχέση και κοινωνία με τον Θεό γινόταν τρόπος ζωής του, η ζωή αυτή θα ήταν ατελεύτητη και αιωνία και ποτέ δεν θα την άγγιζε κανένα κακό. Στην περίπτωση αυτή και η χοϊκή φύση θα κατευθυνόταν στον Θεό από αγάπη, για να αντλεί απ’ Αυτόν και άλλη Χάρη, για την πραγματοποίηση της θεώσεως.
Ο διάβολος όμως από μίσος προς τον άνθρωπο, αλλά και προς τον Θεό, εισηγήθηκε στον άνθρωπο να ανεξαρτητοποιηθεί από τον Θεό και από τη σχέση μαζί Του και να επιδιώξει τη θέωση με τις δικές του δυνάμεις, χωρίς τον Θεό. Αυτό θα σήμαινε να αλλάξει τον τρόπο ζωής του και να ακολουθήσει άλλο τρόπο, που θα οδηγούσε στον θάνατο, γιατί απ’ αυτόν θα απουσίαζε ο Θεός. Θα σταματούσε την πορεία του προς τα ουράνια αγαθά και θα κοίταζε να ικανοποιεί τις επιθυμίες του «εγώ», του σαρκικού ανθρώπου. Θα γινόταν δούλος των κάτω, της φθοράς και του θανάτου, γιατί θα ζούσε «άνευ Θεού», όπως ήθελε ο διάβολος.
Η εισήγηση αυτή ήταν μια «δοκιμή» (= δοκιμασία) «τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης» (Μ. Βασίλειος) στην οποία ο άνθρωπος απέτυχε. Προτίμησε να χωρισθεί από τον Θεό, για να κερδίσει τον κόσμο. Εδώ βρίσκεται η πηγή παντός κακού, των δοκιμασιών και των θλίψεων, του χάους, που επήλθε στην κτίση ολόκληρη. Ο άνθρωπος «άνευ Θεού»! Δεν υπάρχει τραγικότερη δοκιμασία απ’ αυτή. Επομένως η αιτία των δοκιμασιών και των θλίψεων είναι πνευματική. Στο «ἐγυμνώθην Θεοῦ», συνοψίζει ο άγιος Ανδρέας στον Μέγαν Κανόνα, όλη την κόλαση του ανθρώπου και την αιτία κάθε κακού. Είναι χωρισμός θανάτου για την ψυχή, η οποία μόνο από τη Χάρη του Θεού λάμβανε τη ζωή. Όταν η ψυχή παύσει να ζωοποιείται από τη Χάρη, πεθαίνει. Και όταν έγινε αυτό, ακολούθησε και ο θάνατος της γήινης φύσεως, δηλαδή του σώματος. Η υλική κτίση δεν μπορούσε να είναι αστείρευτη πηγή ζωής για την ανθρώπινη φύση.
Ο άνθρωπος θυσίασε την αφθαρσία στη φθορά, την αιωνιότητα στην παροδικότητα. Και το αποφάσισε ελεύθερα, με δική του απόφαση. Απ’ αυτό το κακό, το ηθικό, όπως λέγεται στη θεολογία, ακολούθησε το φυσικό κακό, δηλαδή τα παντός είδους κακά, που πέσανε στον άνθρωπο, για να τον αφανίσουν. Η επιδίωξη π.χ. για κατάκτηση του κόσμου, με σκοπό την ικανοποίηση των επιθυμιών της φθαρτής φύσεως, έφερε τις συγκρούσεις και τους πολέμους μεταξύ των ανθρώπων και των λαών. Η κτίση επαναστάτησε εναντίον του άνθρωπου, π.χ. οι πλημμύρες, οι καταιγίδες, τα θηρία, τα μικρόβια, οι ασθένειες και τα αμαρτωλά πάθη, που εμφωλεύουν στη καρδιά του ανθρώπου και τον ωθούν να μάχεται εναντίον των άλλων.
Η πατερική διδασκαλία εκφράζει με πολλή σαφήνεια, ότι το οποιοδήποτε κακό προήλθε από το «παρακοῦσαι Θεοῦ» (ι. Χρυσόστομος). Το κακό δεν βρίσκεται στη φύση μας, που την έκανε «καλή λίαν» ο Πλαστουργός, αλλά στη «γνώμη», δηλαδή στη θέληση των ανθρώπων, στην ελευθερία που τους έδωσε ο Θεός, με αποτέλεσμα να επιτύχει μια πρόσκαιρη ηδονή και παντοτινή οδύνη.
Πριν από τις ασθένειες του σώματος, που έγιναν ο μεγάλος πειρασμός, γιατί πολλές είναι αθεράπευτες και οδηγούν στον θάνατο, προηγήθηκαν τα αμαρτωλά πάθη της ψυχής, που την έκαναν άρρωστη, εμπαθή, άσχημη. Η «μεγάλη θλίψη είναι η πολιορκία της ψυχής από τα πάθη» (Μ. Βασίλειος) που την αποξένωσαν από τον Θεό και την οδήγησαν στον θάνατο.
Για να αποβάλει την ασχήμια της η ψυχή και να βρει το αρχικό κάλλος, θα χρειασθεί το Αίμα του Χριστού. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι, πως η αιτία των δοκιμασιών και των θλίψεων είναι η αμαρτία.
2. Σκοπός των θλίψεων
Γιατί λοιπόν να υπάρχει στον κόσμο το καμίνι των θλίψεων και των δοκιμασιών; Γιατί δεν μας εξάλειψε ο Χριστός με τον ερχομό του στη γη;
Για σκοπούς παιδαγωγίας, λένε οι Πατέρες. Για να πάρουμε όλοι προσωπική εμπειρία από την πτώση μας, την απομάκρυνση από τον Θεό και να επιστρέψουμε στη ζωή με τον Θεό. Μας φορές οι ανθρώπινες θλίψεις είναι τόσο μεγάλες, που ούτε μόνοι μας, ούτε με τη βοήθεια των ανθρώπων και μας επιστήμης μπορούμε να μας υπερβούμε. Μπορούμε τώρα να συνειδητοποιήσουμε, ότι «δεν είμαστε τίποτε», να ταπεινωθούμε, να αποβάλουμε το αλαζονικό μας φρόνημα, από το οποίο κινηθήκαμε και φύγαμε από τον Θεό, από το θέλημα και μας εντολές Του και να επιστρέψουμε στη σχέση μαζί Του. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να γίνουν οι δοκιμασίες μέσα σωτηρίας. Αν οι Μαθητές, οι εκλεκτοί του Θεού, μπορούσαν μόνοι μας να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα στο «μέσον μαςῆς θαλάσσης», δεν θα αναζητούσαν τον Χριστό, δεν θα «ἔκραζαν πρὸς Αὐτὸν». Η απελπισία από τον αμαρτωλό εαυτό μας και μας ανθρώπους, μπορεί να μας οδηγήσει στην ελπίδα μας τον Θεό, που είναι ο μόνος Σωτήρας.
Όταν βλέπουμε τη ζωή μας να φθείρεται, καταλαβαίνουμε, ότι και όλοι οι θησαυροί και τα ηδέα τούτου του κόσμου καταλήγουν στη φθορά και τον θάνατο. Τότε είναι δυνατό να σκεφθούμε, πως πέραν μας μας ζωής υπάρχει και η αιώνια, η αληθινή και άφθαρτη, την οποία κάναμε το λάθος και εγκαταλείψαμε και πως τώρα ήλθε η ώρα να την αναζητήσουμε, δηλαδή να αναζητήσουμε τον Χριστό, για να πάρουμε μια γεύση μας Χάριτός Του, η οποία και μέσα μας δοκιμασίες, φέρει την ελπίδα. Το παν δεν είναι να μην πεθάνουμε σωματικά, αυτό δεν μπορεί να γίνει, αλλά με τη σκέψη του θανάτου, να ζήσουμε με μετάνοια, για να μην πεθάνουμε ψυχικά, δηλαδή να μη χωρισθούμε από τον Θεό, ούτε τώρα, ούτε και στη μέλλουσα ζωή.
Οι δοκιμασίες λοιπόν χρησιμεύουν ως φάρμακα για θεραπεία των κακιών μας, για απαλλαγή μας από την κόλαση μας «γυμνώσεως Θεού», που αναφέραμε, για ανανέωση μας πίστεως και μας αγάπης μας στον Θεό, ώστε να Τον έχουμε στη μνήμη μας και να Τον επικαλούμεθα, «ἴνα ἀκριβέστερον Αὐτῶ συναπτώμεθα» (= να ενούμεθα μαζί Του αληθινά) (ι. Χρυσόστομος). Πίσω από τα φαινόμενα θλιβερά του βίου, να είμαστε βέβαιοι, πως βρίσκεται ο Χριστός, «ὁ ὑπὲρ ἡμῶν σταυρωθεῖς καὶ Ἀναστᾶς», που είναι ο Αρχιερέας μας και «συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν» (Ῥωμ. 8, 26) δηλαδή μας βοηθεί με την ελπίδα, την προσευχή και την υπομονή να οδεύουμε άνω. Να αναφέρουμε ακόμη, πως με μας δοκιμασίες μας αισθανόμαστε την ανάγκη και μας συμπαράστασης των συνανθρώπων μας και ως εκ τούτου να συμπαριστάμεθα κι εμείς σε κείνους που θλίβονται. Ο δρόμος μας μας τη σωτηρία περνά μέσα από την αγάπη μας μας αδελφούς μας. Αν λοιπόν αντιμετωπίζουμε τα βάσανα και μας δοκιμασίες μας και «αίρομεν τον σταυρόν μας» με υπομονή, προσευχή και μάλιστα ευχαριστία και δοξολογία στον Θεό, με εμπιστοσύνη και αγάπη σ’ Αυτόν, τότε αυξάνουμε τα στεφάνια, γιατί γινόμαστε «κοινωνοί των παθημάτων του Χριστού». Και εφ’ όσον μετέχουμε στα πάθη Του και τον Σταυρό Του, θα μετάσχουμε και στην Ανάσταση και τη δόξα Του. «Εἴπερ συμπάσχομεν ἴνα καὶ συνδοξασθῶμεν» (Ῥωμ. 8, 17). Το πένθος γίνεται χαροποιόν.
3. Αντιμετώπιση «ἐν Χριστῷ»
Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο και επειδή αγαπούσε τον Θεό Πατέρα Του, δέχθηκε να κάνει απόλυτα το θέλημά Του, που ήταν να υποστεί τον πιο σκληρό και επώδυνο θάνατο του Σταυρού, για να σωθεί ο κόσμος. Δεν ακολούθησε ούτε και στο ελάχιστο, το σχέδιο των εχθρών της σωτηρίας μας, οπότε θα ελάφρυνε λίγο ο Σταυρός Του. Γεύθηκε το πικρό ποτήρι του σταυρικού θανάτου, χωρίς ανθρώπινη παρηγοριά και κείνο που τον ανέπαυε, ήταν ότι έκανε το θέλημα του Πατέρα Του. Και στον Σταυρό έμεινε «ἀχώριστος τῷ Πατρὶ». Αυτό μεταποίησε την οδύνη σε χαρά, τον «τόπο Κρανίου σε Παράδεισο» και τον θάνατο σε ζωή. Νίκησε την αμαρτία της παρακοής μας και ανέστησε την ανθρώπινη φύση από τον θάνατο, που έφεραν οι αμαρτίες μας. Η οδύνη του Σταυρού έφερε τη νίκη και τη δόξα, γιατί σώθηκε ο άνθρωπος. Όσο και οι δικές μας δοκιμασίες εμμένουν και όσο αυτές αυξάνονται, να αυξάνουμε κι εμείς την ευχαριστία και τη δοξολογία μας στον Θεό, βεβαιοι ότι «ἡ λύπη ἡμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται». Φθείρεται ο «έξω» άνθρωπος, αλλά ο «ἔσωθεν ἀνακαινοῦται».
4. Οι Άγιοι
Οι Άγιοι δοκιμάσθηκαν περισσότερο από μας στο καμίνι των θλίψεων και των πειρασμών. Όπως αναφέρει η προς Εβραίους επιστολή, δέχθηκαν «εμπαιγμούς, μαστιγώσεις, δεσμά, φυλακίσεις, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, θανατώθηκαν με μαχαίρια» (Ἑβρ. 12, 35-37). Στα χρόνια των διωγμών μαρτύρησαν με τους πιο απάνθρωπους και οδυνηρούς τρόπους. Όχι μόνο δεν αρνήθηκαν τον Χριστό, αλλά και δεν ζήτησαν ελαφρότερα μαρτύρια. Εκείνο, που επεδίωκαν, ήταν να «είναι μετά του Χριστού» και κατά την ώρα του φρικτού μαρτυρίου τους. Εφ’ όσον ο Κύριος έπαθε, ήθελαν να συμπάσχουν μαζί Του. Πεθυμούσαν να γίνουν κοινωνοί του Σταυρού, για να γίνουν κοινωνοί και της Αναστάσεως. Ζούσαν τη ζωηφόρο νέκρωση των παθών και της αμαρτίας. Έτσι νικούσαν τον θάνατο και ζούσαν την ανάσταση. Υπέμειναν με καρτερία και «ενεδυναμούντο» από τα παθήματα και τους πειρασμούς, γιατί αγάπησαν τον Χριστό περισσότερο από τον κόσμο. Θεωρούσαν «χάρισμα» όχι μόνο το «εις Αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ Αὐτοῦ πάσχειν». «Ἡ δύναμις τῶν ἐν ἀσθενεία ἐτελειοῦτο» γιατί ενδυναμώνονταν από τη Χάρη του Θεού.
Εκείνο που απόφευγαν οι Άγιοι ήταν οι «εκούσιοι πειρασμοί», δηλαδή η διάπραξη της αμαρτίας, για ικανοποίηση των επιθυμιών της σάρκας. Είναι για τους πειρασμούς αυτούς, που είπε ο Χριστός: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἴνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμὸν» και «ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». Αυτοί οι πειρασμοί μας χωρίζουν από τον Θεό και τη Χάρη Του, ενώ οι ακούσιοι πειρασμοί, που μας βρίσκουν, κατά παραχώρηση Θεού, γίνονται αιτία, όταν τους δεχόμαστε, να καθαιρόμαστε από τους εκούσιους και μας ετοιμάζουν τα αιώνια αγαθά. Λένε οι άγιοι Πατέρες, πως «κανένας δεν ανέβηκε στον ουρανό, περνώντας μέσα από ανέσεις». Ο Θεός για τους εκλεκτούς Του: «ἐπείρασεν αὐτοὺς καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἐαυτοῦ». Δεν λύγιζαν στα Μαρτύρια, γιατί ποθούσαν τις αντιδόσεις στους ουρανούς, τη Βασιλεία του Θεού.
Όταν οι Μαθητές κινδύνευσαν στη θάλασσα και δοκιμάσθηκαν, ο Χριστός δεν εμφανίστηκε αμέσως, για να γίνει η επιθυμία τους ισχυρότερα και συνεχής. Για να ασκηθούν στην υπομονή και να μη ζητούν άμεση λύση, τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος. Και όταν ο φόβος έφθασε στο απροχώρητο για την ανθρώπινη αντοχή, τότε εμφανίστηκε ο Χριστός και στον υπάρχοντα φόβο επέτρεψε να προστεθεί κι άλλος, γιατί μόλις είδαν τον Χριστό να βαδίζει πάνω στα κύματα, τον εξέλαβαν για φάντασμα, φοβήθηκαν πιο πολύ κι άρχισαν να κραυγάζουν. Και όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος «πάντοτε ο Χριστός το ίδιο κάνει. Όταν πρόκειται να πάρει τα δεινά, προσθέτει προηγουμένως, άλλα βαρύτερα».
Μετά την ένταση του φόβου, τους μιλά και τους λέγει: «Θαρσεῖτε (=έχετε θάρρος), ἐγὼ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε». «Περιπατεῖ ἐπὶ τῆς θαλάσσης» της αισθητής, αλλά και της νοητής, της «αλμυράς», όπως την αποκαλούν οι Πατέρες, γιατί είναι γεμάτη με «πάθη και συμφορές του βίου», που δημιούργησε ο επαναστάτης κατά του Θεού άνθρωπος. Στο μέσον αυτής της νοητής θάλασσας του παρόντος κόσμου, των διωγμών, των κινδύνων, των θλίψεων θα βρίσκονται σε λίγο οι Μαθητές, όταν θα τους εξαποστείλει να «μαθητεύσουσι πάντα τὰ ἔθνη» και θα πρέπει να μακροθυμούν, να υποφέρουν τις δοκιμασίες, να σηκώνουν τον σταυρό τους και να θυμούνται τον Ιησού, να Τον σκέπτονται, να Τον ποθούν, έστω κι αν αργεί να έλθει. Θα έλθει όταν Εκείνος θελήσει. Ο Χριστός τα «πάτησε» όλα, τα κύματα και τις τρικυμίες και όλα τα δεινά, τα θανάτωσε με τον θάνατό Του.
Ο Πέτρος, χάρη στην αγάπη και την πίστη του στον Χριστό, βαδίζει πάνω στα κύματα «ὡς ἐπὶ ξηρᾶς». Ο πόθος του δεν ήταν να βαδίσει στα κύματα, αλλά να έλθει στον Χριστό. «Οὕτως ἐφίλει Αὐτὸν» (ι. Χρυσόστομος). Και προσθέτει: Όποιος πιστεύει και αγαπά τον Χριστό «υπερβαίνει τις τρικυμίες του βίου και τις πατάει, όπως ο Χριστός τα κύματα». Όταν λιγόστεψε η πίστη του Πέτρου άρχισε να καταποντίζεται. Δεν είχε τέλεια πίστη. Και η πίστη των εκλεκτών «εἶναι ἀτέλεστη ἐν τῷ νῦν αἰῶνι». Ο Πέτρος πίστευε στον Χριστό, αλλ’ όχι τόσο, που να τον κρατεί στα κύματα. Λύγισε. Είναι οι μεταπτώσεις της ανθρώπινης αδυναμίας.
Και ενώ ο Πέτρος φοβήθηκε τον άνεμο, ο Χριστός δεν τον σταματά, αλλά απευθύνεται στον Πέτρο και τον αποκαλεί «ολιγόπιστο». Η λύση του προβλήματος των δοκιμασιών και των τρικυμιών, δεν είναι η κατάργησή τους, αλλά η ενδυνάμωση της πίστεως, της σχέσεως με τον Χριστό, που είναι και ο τελικός σκοπός κάθε δοκιμασίας. Όταν αυτός ο σκοπός γίνει πόθος της καρδιάς μας, γίνεται το γλυκύ αντίδοτο στην πικρία των θλίψεων και των δοκιμασιών μας. Φοβάται όποιος διαθέτει αδύνατη πίστη. Ο αληθινά πιστός «χαίρει ἐν τοῖς παθήμασί Του», όπως έλεγε ο απόστολος Παύλος. Η δύναμη της Χάριτος ενδυναμώνει την ανθρώπινη φύση.
Η κατάληξη του σημερινού ευαγγελίου αποτελεί και τον τελικό σκοπό των ανθρωπίνων δοκιμασιών. Μετά την παρουσία του Χριστού εκόπασεν ο άνεμος και έγινε γαλήνη. Τότε, όσοι βρίσκονταν στο πλοίο, «ἐλθόντες προσεκύνησαν Αὐτῶ λέγοντες• ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς εἶ». Αυτός ο ερχομός (όχι αισθητός, αλλά νοητός) το πλησίασμα (της ψυχής) η οικειότης προς τον Χριστό, η ομολογία της θεότητός του, αλλά και η ευλαβική και λατρευτική προσκύνησή Του είναι ο τελικός σκοπός όλων των δοκιμασιών και των θλίψεων. Γιατί Αυτός είναι ο νικητής του θανάτου, που είναι το αποκορύφωμα όλων των δοκιμασιών. Χάρη στον Νικητή Χριστό πιστεύουμε, ότι θα διαπεράσουμε τη νοητή θάλασσα των πειρασμών και θα φθάσουμε προς τη γη «την εκείθεν του κόσμου ούσαν» (= που βρίσκεται πέραν αυτού του κόσμου) όπου ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα» (αββάς Ισαάκ).

Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διὰ τῶν Σπορίμων, Τόμος Α΄.