(Ματθ. κε΄, 14-30)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ' αὐτῶν λόγον. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ' αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ' αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ' αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ' αὐτοῦ. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Να αυξήσουμε το τάλαντο της Χάριτος
Στο σημερινό Ευαγγέλιο, όπως και σε άλλα, ο Χριστός ομιλεί παραβολικά. Μας εκθέτει την Παραβολή των Ταλάντων, δηλαδή των θείων χαρισμάτων, που ο Θεός χαρίζει στον άνθρωπο για να τα καλλιεργήσει, να τα αυξήσει, να αναδειχθεί «δούλος πιστός», για να εισέλθει στη χαρά της Βασιλείας Του. Με απλά και διηγηματικά λόγια, ο Κύριος μας αποκαλύπτει το μυστήριο της Βασιλείας Του και τον τρόπο που θα εισέλθουμε σ’ Αυτή ή τον τρόπο, που εμείς θα τη δεχθούμε μέσα μας, σύμφωνα με την επιβεβαίωσή Του, ότι η «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι». Είναι η σύναψη της ψυχής, στον χώρο της καρδίας, με τον Νυμφίο Χριστό, που είναι και Βασιλέας και Βασιλεία.
Όπως θα δούμε στην Παραβολή, ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από τη θυσία του ειδώλου, του «εγώ» μας, του εγωκεντρισμού μας, της «κατά σάρκα» ζωής, όπως λέγει ο απ. Παύλος, που εξ αιτίας της χωριστήκαμε από τον Θεό και οδηγηθήκαμε στον αιώνιο θάνατο. Η θυσία του «εγώ» και η μεταποίησή του σε αγάπη και σχέση με τον Θεό και τον άνθρωπο, είναι αθανασία και αιωνιότητα. Είναι η ζωή της Βασιλείας του Θεού. Αυτή δε η ζωή δεν είναι μια μεταθανάτια υπόθεση ενός μακρινού μέλλοντος. Τότε θα είναι το τέλειο. Εντασσόμαστε όμως σ’αυτή από τώρα, από τη στιγμή που λαμβάνουμε τη Χάρη της υιοθεσίας στο Βάπτισμα, που είναι το πρώτο τάλαντο-χάρισμα θείο, που μας χορηγεί ο Θεός. Θα είμαστε μακάριοι, εάν τη Χάρη αυτή εργασθούμε να την αυξήσουμε.
1. Η Παραβολή
Στην Παραβολή ο Χριστός παρομοιάζει τον εαυτό Του με άνθρωπο που αποδημεί, που φεύγει δηλαδή από τον τόπο του σε άλλη χώρα. Όταν τέλειωσε στη γη το μυστήριο της Οικονομίας Του, αναλήφθηκε στους ουρανούς, με σκοπό να ξανάρθει κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του. Αποχωρίζεται από κοντά μας και συγχρόνως είναι πάντοτε κοντά μας. Διαρκώς «ὑπάγει καὶ ἔρχεται πρὸς ἡμᾶς» (Ἰω. 14, 28) διά του Αγίου Πνεύματος. Υπάρχει μυστηριακά στην Εκκλησία Του, ως «Άρτος κλώμενος» και «Οίνος εκχυνόμενος». Τρώγεται και πίνεται και κατοικεί μέσα μας. Αφήνει στη γη το σύνολο των ανθρώπων, που εκπροσωπούν οι τρεις δούλοι της Παραβολής. Σε όλους αφήνει τα τάλαντά Του, τα θεία χαρίσματα και δωρήματα. Είναι όλα τα υλικά και πνευματικά αγαθά, προσόντα ψυχικά και σωματικά, που διαθέτει ο άνθρωπος στη ζωή του. Όλα είναι δώρα του Θεού.
Η αλήθεια αυτή πρέπει να μας συνέχει, για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στην αγάπη του Θεού, που μας δίνει τα χαρίσματα. Τίποτε δικό μας δεν έχουμε, καμιά ιδιοκτησία και γι’ αυτό τον λόγο η Παραβολή μας ονομάζει δούλους. Είναι ένας τίτλος- προσόν, που μας τιμά ιδιαίτερα. Δούλος του Θεού είναι ο ελεύθερος από τη δουλεία του αμαρτωλού εαυτού του, που οδηγεί στον αιώνιο θάνατο. Και εφ’ όσον ο άνθρωπος ελευθερώνεται από τον εαυτό του, δεν μπορεί να ζει εγωκεντρικά και να χρησιμοποιεί τα χαρίσματα του Θεού για να εξυπηρετεί αποκλειστικά το «εγώ» του. Οφείλει υπακοή σ’ Αυτόν, στον οποίο είναι «δούλος».
Ανάλογα με τη διάθεση και την προθυμία του κάθε «δούλου» να εργασθεί με αγάπη και υπακοή στον Κύριό του, που είναι όλος αγάπη, γίνεται και η κατανομή των ταλάντων. Γι’ αυτό δεν δίνει σε όλους τα ίδια. Σε ένα δίνει πέντε, στον άλλο δύο και στον τρίτο ένα. Σημασία έχει, πως κανένας δεν μένει χωρίς θείο χάρισμα. Το πιο σπουδαίο είναι αυτό, που πήραμε όλοι από τον Θεό και αποτελεί προϋπόθεση για να «εισέλθωμε στη χαρά του Κυρίου μας».
Είναι το χάρισμα να είναι ο καθένας «εικόνα και δόξα» (=φανέρωση) του Θεού πάνω στη γη. Είναι το χάρισμα της υιοθεσίας από τον «Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» και το χάσαμε, όταν φύγαμε από κοντά Του, αλλά μας το ανανέωσε στο μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος. Και επειδή ο Ίδιος είναι αγάπη και η αγάπη είναι ο τρόπος που ζει, με την υιοθεσία της Χάριτος μάς έδωσε το προνόμιο να ζούμε κι εμείς τη ζωή μας ως αγάπη και σχέση με τον Θεό και τους ανθρώπους, κατά την εικόνα των τριών προσώπων του Τριαδικού Θεού.
Παρόλο που ο Θεός δεν δίνει εξίσου τα τάλαντα στους «δούλους», δίνει όμως την ίδια αμοιβή -την είσοδο στη χαρά του Κυρίου- και σε κείνον που πήρε τα δύο και τα διπλασίασε, με κείνον που πήρε και διπλασίασε τα πέντε. Η χήρα του Ευαγγελίου π.χ. με δύο λεπτά κέρδισε τον Παράδεισο, γιατί τα αύξησε δίνοντάς τα. Τα χρησιμοποίησε με βάση την αγάπη. Δεν τα απόλαυσε εγωκεντρικά. Θυσίασε τη φιλαυτία της για την αγάπη στους άλλους. Έτσι αύξησε τα μικρό τάλαντο της ζωής ως αγάπης, θυσίας και προσφοράς.
2. Η «απόκρυψη» του ταλάντου
Όπως ακούσαμε στην Παραβολή, ο τρίτος δούλος έκρυψε το τάλαντό του στη γη και γι’ αυτό κατακρίθηκε από τον Κύριο. Δόθηκε και σ’ αυτόν το τάλαντο της Χάριτος, για να ζήσει τη ζωή, που έχει ως πηγή τη σχέση και την αγάπη στον Θεό και τους άλλους ανθρώπους. Η αγάπη θα τον κρατά σε κοινωνία με τους άλλους, όπως είναι ενωμένα τα τρία πρόσωπα του Τριαδικού Θεού, αφού και ο άνθρωπος είναι προορισμένος να γίνει θεός. Αρνήθηκε όμως να το κάνει, γιατί ήταν αιχμάλωτος στα πάθη του, στο «εγώ» του και στον εγωκεντρισμό του. Για να ζήσει την αγάπη, πρέπει να ελευθερωθεί από την αγάπη στο «εγώ» του. Το ενδιαφέρον του όμως ήταν τα υλικά αγαθά και οι υλικές απολαύσεις, γιατί ικανοποιούσαν τον σαρκικό εαυτό του. Δεν τον ενδιέφερε η Χάρις, ούτε ο Θεός και η Βασιλεία Του, ούτε και οι άλλοι άνθρωποι-αδελφοί του.
Το Ευαγγέλιο τον ονομάζει δούλο, αλλά δεν ήταν του Θεού. Ήταν των αναγκών της σάρκας του. Στη γη της καρδιάς του, που ήταν γεμάτη από τα αγκάθια των παθών, «έκρυψε» και έπνιξε το τάλαντο της Χάριτος, που πήρε από τον Θεό. Πώς θα χωρέσουν ο Θεός και οι άνθρωποι σε μια καρδιά γεμάτη πάθη, με πρώτο τη φιλαυτία;
Ο βασικός λόγος αυτής της συμπεριφοράς ήταν, γιατί δεν ένοιωσε ότι «ο Θεός αγάπη εστί» και δεν γεύθηκε στην καρδιά του τον θησαυρό αυτής της αγάπης. Δεν πίστευε πως η ζωή, ως ατομισμός, οδηγεί στον θάνατο, ενώ η ζωή ως αγάπη είναι αιώνια.
Το ότι δεν ένοιωσε τον Θεό ως αγάπη, φαίνεται από τα λόγια του και τη συμπεριφορά του στον κύριό του: «Σε γνώρισα ως σκληρό άνθρωπο», του είπε. Και επειδή δεν τον αγαπούσε, δεν ανέμενε την επιστροφή του. Δεν πίστευε σε άλλη ζωή, ούτε και πως είναι ταξιδιώτης για την πατρίδα την άνω. Αυτό που για άλλους είναι αγάπη, στον ατομιστή είναι σκληρότητα.
Ο Χριστός τον αποκάλεσε «δούλον οκνηρόν και πονηρόν», γιατί δεν δούλεψε καθόλου για τη σωτηρία του. Ούτε και ελάχιστη προσπάθεια δεν έκανε για να υπερβεί τον βιολογικό τρόπο ζωής και να φτάσει στην αληθινή ζωή, που είναι κοινωνία αγαπωμένων προσώπων. Αυτή η ελάχιστη προσπάθεια είναι η τοποθέτηση του ταλάντου στους τραπεζίτες, μια ελάχιστη έξοδος από τον ατομισμό του. Μια μικρή θυσία για τους άλλους, που αρνήθηκε να κάνει. Με την αμέλειά του αμαύρωσε το τάλαντο και έμεινε στο «σκότος το εξώτερο», στο «μαρτύριο της μη αγάπης».
3. Η αύξηση των ταλάντων
Οι δύο πρώτοι δούλοι αύξησαν τα τάλαντα και επαινέθηκαν από τον Κύριο. Τους αποκάλεσε «δούλους πιστούς», γιατί ήταν αφοσιωμένοι στον Κύριό τους, τους «κατέστησε στα πολλά» και τους εισήγαγε στη χαρά του Κυρίου τους, στη τράπεζα της αιώνιας αγάπης.
Αυτοί δεν είδαν τη ζωή εγωιστικά, αλλά απλώθηκαν και στην αγάπη στους άλλους. Ό,τι είχαν -αυτά που πήραν ως δάνειο από τον Θεό- υλικά και πνευματικά, τα συναπόλαυσαν με τους άλλους, ως κοινωνία αγαπωμένων προσώπων. Δεν συσχηματίσθηκαν με το πνεύμα του ατομισμού, που είναι το χαρακτηριστικό τούτου του κόσμου. Ασκήθηκαν να υπερβούν τη φιλαυτία τους και τα άλλα αμαρτωλά πάθη, για να μείνει κυρίαρχο μέσα τους το πάθος της αγάπης, το οποίο τότε μόνο σταματά, όταν περικλείσουν μέσα τους όλο τον κόσμο. Είν’ αυτό που χαρακτηρίζει τους Αγίους. Έτσι αυξάνονται τα τάλαντα, όταν διαμοιράζονται και ωφελούνται όλοι. Έτσι αυξάνει η Χάρη του Θεού. Το «εγώ» καταξιώνεται, όταν προσηλωθεί στον σταυρό της θυσίας, χάριν των αδελφών μας. «Οὐδὲν οὕτως ἐστὶ τῷ Θεῶ φίλον, ὡς τὸ κοινωφελως ζῆν». Τίποτε δηλαδή δεν αγαπά ο Θεός τόσο πολύ, όσο το να ζει κανείς για την ωφέλεια των άλλων, τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος.
Μέτρο των ανθρώπων αυτών είναι ο Κύριος, ο οποίος ποτέ δεν ζήτησε να κάνει τις επιθυμίες της ανθρώπινης φύσεώς Του, αλλά «ἐκένωσεν ἑαυτόν» και από την ελαχίστη επιθυμία της, χάριν των ανθρώπων, μέχρι που τη θυσίασε στον σταυρό της αγάπης και ποτέ δεν έγινε δούλος της. Γι’ αυτό νικήθηκε ο διάβολος και ο θάνατος. Κυριάρχησε ο τρόπος ζωής του Θεού, που είναι αγάπη και ζωή αιωνία. Η ζωή που πεθαίνει, είναι αυτή που περιορίζεται στην ικανοποίηση των αναγκών της φύσεως.
Όλα βέβαια αυτά δεν είναι εύκολα πράγματα. «Κανένας καθήμενος εν αναπαύσει, δεν εισήλθε ποτέ στη Βασιλεία των ουρανών» (αββάς Ισαάκ). Οι άγιοι «εβίαζαν εαυτούς» με άσκηση, με προσευχή, με συνεχή «μνήμη Θεού», για να ζήσουν στον Παράδεισο της αγάπης, για να μεταποιήσουν τη φιλαυτία του παλαιού ανθρώπου σε φιλαδελφία και φιλοθεΐα του καινού, που είναι αθανασία και αιωνιότητα. Πάντοτε βέβαια με τη συνεργασία της θείας Χάριτος, η οποία μας βοηθεί να κάνουμε το αγαθό κατά δύναμη. Ο Χριστός προσφέρεται στους ενωμένους, όχι στους χωρισμένους και απομονωμένους ατομιστές.
«Σκοπός που εισήλθαμε στην Εκκλησία, είναι για να αυξήσουμε τα τάλαντα της Χάριτος. Να μη ζούμε ατομικά, αλλά ως κοινωνία ανθρώπων που αγαπούν και αγαπώνται, που χωράνε μέσα στους άλλους και οι άλλοι χωράνε σ’ αυτούς. Αυτή είναι μια πρόγευση της Δεσποτικής χαράς στη Βασιλεία του Θεού. Ως κοινωνία αδελφών συγγενεύουμε πλέον με τον Θεό Πατέρα. Γι’ αυτό ο Χριστός λέγει για τους αναγεννημένους πνευματικά: «Καὶ Πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς• εἰς γὰρ ἔστιν ὁ Πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 23, 9). Στις δε μεταξύ μας σχέσεις λέγει: «πάντες ὑμεῖς ἀδελφοὶ ἐστε» (Ματθ. 23, 8) εννοώντας όλα τα μέλη της οικογένειας, που λέγεται Εκκλησία.
«Τίθεται όμως το ερώτημα: Αναγνωρίζουμε αυτή τη νέα ιδιότητά μας; Ξέρουμε τους αδελφούς μας, όχι τους μακρινούς, αλλά τους κοντινούς, τους συνενορίτες μας; Είμαστε ενωμένοι μ’ αυτούς έστω και λίγο για να αυξάνουμε το τάλαντό μας; Πόσοι είναι ανάπηροι, άρρωστοι, στερημένοι; Πόσοι στηρίζονται σ’ εμάς τους αδελφούς τους κι εμείς είμαστε απόντες από κοντά τους; Πιστεύουμε, πως η ζωή μας πρέπει να προέλθει απ’ αυτή τη σχέση μαζί τους; Μήπως γίναμε δούλοι της βιολογικής μας ύπαρξης; Πότε θα μεταμορφωθούμε και θα δεχθούμε τη ζωή ως αγάπη;». (Από άρθρο του επισκόπου Περγάμου Ιωάννου στο περιοδικό «Σύναξη»).
Για να γίνουν όλα αυτά «απαιτείται η άσκηση που ανέδειξε τους μάρτυρες, τους ασκητές, τις παρθένους, τους προφήτες» (π. Γ. Φλωρόφσκυ). Ο σύγχρονος άγιος, ο άγιος Παΐσιος, τόσο υπερέβηκε τον εαυτό του, ώστε «λαχταρούσε να κάνει την καρδιά του κομμάτια και να την προσφέρει στους ανθρώπους».
Ας αναλάβουμε τον αγώνα της άσκησης, για να πάρουμε κι εμείς μια μικρή γεύση του Παραδείσου της αγάπης, για να μη βρεθούμε ένοχοι, ότι «κρύψαμε το τάλαντο».
Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διά τῶν Σπορίμων, Τόμος Α΄.