(Φιλιπ. δ'4-9)
Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. Ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ᾽ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν· καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ᾽ ὑμῶν.
Ερμηνεία
Περάσαμε, με τη χάρη του Θεού, τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και υποδεχόμαστε απόψε τον Νυμφίο Χριστό, που έρχεται προς το Πάθος για τη σωτηρία μας. Θα «συμπορευθούμε» μαζί Του, συνοδεύοντάς Τον στην επίγεια Ιερουσαλήμ, για να μας οδηγήσει Εκείνος στην ουράνια Ιερουσαλήμ, στην ολοφώτεινη δόξα της βασιλείας Του. Θα μπορέσουν, βέβαια, και αυτή τη χρονιά να ακολουθήσουν πιστά τον Χριστό στο Πάθος και τη δόξα Του, όσοι και όλο τον καιρό της Τεσσαρακοστής, αλλά και στην υπόλοιπη ζωή τους, «συμπορεύονται» με τον Χριστό. Το πραγματοποιούν δε αυτό εκείνοι, που ζουν και πορεύονται «συν πάσι τοις Αγίοις». Αυτό μας βεβαιώνει σήμερα ο Απ. Παύλος: «Όσα εμάθετε, και παρελάβετε, και ακούσατε, και είδατε σε μένα, αυτά να πράσσετε». Καλώντας ο Απόστολος τους Φιλιππησίους να ακολουθούν εκείνα, που με όλους τους δυνατούς τρόπους προσλήψεως πήραν από αυτόν, υπογραμμίζει κατά τον πληρέστερο τρόπο την έννοια της Παραδόσεως, θεμελιακής κατηγορίας στη ζωή της Ορθοδοξίας.
Ουσία της παραδόσεως
Είναι σημαντικό, ότι ο Παύλος δεν συνιστά να διαφυλάξουν απλώς οι αναγνώστες της επιστολής του αυτά, που πήραν από εκείνον, αλλά ζητεί και να τα εφαρμόσουν. Μιλεί για πράξη, για ζωή. Τους προτρέπει να τα ζήσουν. Γιατί αυτό ακριβώς είναι η Εκκλησία ως Ορθοδοξία. Μια αδιάκοπη συνέχεια ζωής, που εκφράζεται με τον όρο παράδοση. Η πορεία της Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού, μέσα στους αιώνες δεν συνιστά μετάδοση σε κάθε επερχόμενη γενεά μιας άψυχης - φιλολογικής μαρτυρίας, που περιορίζεται σε μερικά «ομολογιακά» (όπως συνήθως τα ονομάζουν) κείμενα. Είναι η μετάδοση μιας εμπειρίας, μέσα στην οποία «παρατείνεται», (συνεχίζεται) εν Αγίω Πνευματι η Ζωή του Χριστού. Με τη σάρκωσή Του ο Λόγος του Θεού και την είσοδό Του στην ιστορία έφερε έναν νέο τρόπο ζωής στον κόσμο, τη ζωή τη δική Του, μια ζωή μέσα στη Χάρη του Θεού, χωρίς αμαρτία. Καλεί δε κάθε άνθρωπο να ενταχθεί στο Σώμα Του, στην Εκκλησία, για να ζει μέσα στην εν Χριστώ κοινωνία, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, και αυτός αυτή τη ζωή, που κρατεί τον άνθρωπο στην κοινωνία του Θεού και σε αγάπη και ειρήνη με τους αδελφούς του. Γιατί, όπου υπάρχει αυτός ο τρόπος ζωής, «ο Θεός της ειρήνης» -μας βεβαιώνει ο Απόστολος- είναι μαζί μας.
Παρ’ όλο, λοιπόν, που το κήρυγμα είναι ουσιαστικό μέρος της Ποιμαντικής και Ιεραποστολής της Εκκλησίας, ποτέ δεν νοείται χριστιανικά ο ευαγγελισμός του ανθρώπου και του κόσμου ως μηχανική μεταβίβαση μιας κωδικοποιημένης διδασκαλίας, αλλ’ ως κλήση για μετοχή σε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, τη ζωή της Εκκλησίας, που δεν είναι παρά παραλαβή και μετάδοση Χριστού. Τούτο εκφράζεται συμβολικά, αλλά συνάμα και ρεαλιστικά, σ’ ένα κεντρικότατο γεγονός της εκκλησιαστικής ζωής, τη χειροτονία του Πρεσβυτέρου. Μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων ο Επίσκοπος παραδίδει στον νεοχειροτονημένο τον καθαγιασμένο «Άγιον Άρτον» και του λέγει: «Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ, ὅτε παρ’ Αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτὴν». Ευγλωττότερη έκφραση του γεγονότος της παραδόσεως δεν μπορεί να υπάρξει. Ο όλος Χριστός, ως πίστη - λατρεία - ζωή, πρέπει να μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και από γενεά σε γενεά, για να σώζεται σε κάθε εποχή μέσα στην Εκκλησία ο κόσμος.
Κοντά σε Παύλους...
Δεν είναι όμως συμπτωματικό, ότι ο Παύλος, μιλώντας για χριστιανική ζωή, παραπέμπει στον εαυτό του! Και δεν είναι η πρώτη και μόνη φορά. Αλλού θα πει απερίφραστα «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α' Κορ. δ' 16). Τούτο έχει φυσικά την εξήγησή του. Όπως η Θεία Αποκάλυψη δεν είναι μερικά κείμενα, αλλά το ίδιο το Πρόσωπο του Θείου Λόγου, που ενανθρώπησε, έτσι και η συνέχεια της εν Χριστώ ζωής, η Παράδοση της Εκκλησίας, εμφανίζεται ως προσωπικό γεγονός στην ιστορία. Πραγματοποιείται στον λόγο και τον βίο του Παύλου και όλων των Αγίων μας. Οι Άγιοι είναι οι γνήσιοι μαθητές του Χριστού, τα πιστά τέκνα της Εκκλησίας Του. Η ζωή των Αγίων, σ’ όλο το πλήρωμά της (ο «βίος και η πολιτεία» τους) συνιστά την ευθεία γραμμή της παραδόσεως μέσα στον χρόνο. Γι’ αυτό και η Ορθοδοξία χωρίς Αγίους είναι αδιανόητη. Κοντά δε στους Άγιους γίνεται ο πιστός και αυτός μέτοχος και φορέας της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Γι’ αυτό και η σχέση Πνευματικού Πατρός - Πιστού είναι θεμελιακή στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας μας. Γιατί δεν «μαθαίνει» κανείς την εκκλησιαστική παράδοση σαν ένα μάθημα, διανοητικά και θεωρητικά. Αλλά τη γνωρίζει βιωματικά μέσα στη ζωή της ασκήσεως και μετανοίας. Μέσα στον αγώνα για κάθαρση από τα πάθη, που οδηγεί στον αγιοπνευματικό φωτισμό και τη θέωση. Η σπουδή της Θεολογίας ως επιστήμης -και μάλιστα «θεωρητικής», όπως συνήθως λέμε- δεν σημαίνει και μετοχή στην παράδοση - ζωή της Εκκλησίας. Είναι μόνο μια προϋπόθεση, για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στην αληθινή Θεολογία, που είναι η κατ’ εξοχήν πρακτική «επιστήμη» της ασκήσεως, της «όντως φιλοσοφίας», κατά τους αγίους Πατέρας μας. Κοντά στους Αγίους γίνεται κανείς φορέας της εκκλησιαστικής παραδόσεως.
...και στη Μία Εκκλησία
Παράδοση γνήσια υπάρχει, λοιπόν, όπου υπάρχουν και Άγιοι, οι αληθινοί και αυθεντικοί φορείς της. Αλλά τούτο δεν μπορεί να συμβεί έξω από τη Μία Εκκλησία, την Εκκλησία των Αγίων. Ο άγ. Ειρηναίος Λουγδούνου (β' αι.), γνωστός, ως «Θεολόγος της παραδόσεως» διδάσκει, ότι μόνο στη Μία Εκκλησία -και όχι στις κάθε λογής αιρέσεις- βρίσκεται η «παράδοση του Χριστού και των Αποστόλων Του», αφού η ίδια η Εκκλησία είναι η Παράδοση. Και μέσα στην Εκκλησία, τα Πρόσωπα (Επίσκοποι - Πρεσβύτεροι) συνιστούν, πάνω από κάθε κείμενο, την αμετακίνητη εγγύηση για τη γνησιότητα της παραδόσεώς της. Όπου υπάρχει στον κόσμο η Μία Εκκλησία (η Ορθοδοξία), υπάρχει και ενότητα παραδόσεως, που εκφράζεται ως ενότητα πίστεως, λατρείας και ζωής. Την ενότητα αυτή καμία εξωτερική διαφορά (γλώσσα, έθιμα, πολιτισμός) δεν είναι δυνατόν να καταστρέψει.
Είναι, πράγματι, γεγονός, ότι μόνο, όπου έχει αλλοιωθεί η ουσία της παραδόσεως, εκεί και όλα τα εξωτερικά στοιχεία γίνονται μέσα διασπαστικά. Τούτο συνέβη, άλλωστε, στη Δύση, όπου η αλλοίωση της παραδόσεως μέσα στο φραγκικό - φεουδαρχικό περιβάλλον, οδήγησε στο σχίσιμο της Ρωμιοσύνης σε Ανατολική και Δυτική, στο σχίσμα Ανατολής - Δύσεως. Κατά τους αγίους μας Πατέρες, όπου εμφανίζεται αίρεση, εκεί έχει προηγηθεί αλλοίωση της παραδόσεως, ως ζωής εν Χριστώ. Έχει χαθεί η εμπειρία της θεώσεως, και γι’ αυτό δημιουργείται άλλη παράδοση, που δεν είναι η εκκλησιαστική, αλλά «ψευδής» και «ψευδώνυμος». Η απομάκρυνση από την εμπειρία των θεουμένων, Αποστόλων και Αγίων, μεταβάλλει την εν Χριστώ ζωή σε αιρετικό τρόπο υπάρξεως, που φυσικά δεν μπορεί να σώσει.
Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Κηρύγματα στα Αποστολικά Αναγνώσματα