(Μαρκ. β΄, 1-12)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναοὺμ δι' ἡμερῶν καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοὶ, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον ἐφ' ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· Τί οὗτος οὕτως λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς εἶπεν αὐτοῖς· Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας - λέγει τῷ παραλυτικῷ· Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.

Ερμηνεία

Βρισκόμαστε στη Β' Κυριακή των Νηστειών και προχωρούμε προς τα σεπτά Πάθη, τον ζωηφόρο Σταυρό του Κυρίου και την ένδοξη Ανάστασή Του. Είναι περίοδος κατ’ εξοχήν σημαντική για τη σωτηρία μας. Για την Εκκλησία, βέβαια, όλος ο χρόνος της ζωής μας είναι σημαντικός, γιατί είναι καιρός σωτηρίας, δηλαδή επιστροφής στον Θεό. Επιστροφή δε στον Θεό θα πει, από την αυτόνομη ζωή μας, στη ζωή της σχέσης, της αγάπης και της κοινωνίας μαζί Του. Δηλαδή αποκατάσταση του ανθρώπου στην «κατά Θεόν» ζωή, στον αγιασμό. Γι’ αυτή την αποκατάσταση ο Κύριός μας πορεύεται προς τα φρικτά πάθη και τον πιο επώδυνο, αλλά και επονείδιστο θάνατο του σταυρού, για να απαλλάξει εμάς από τον θάνατο της ψυχής, που την χώρισε από τον Θεό, αλλά και από τον θάνατο του σώματος που ακολούθησε. Τον θάνατο της παρακοής μας ο Χριστός θα τον αποδεχθεί εκουσίως στο σώμα Του, αλλά με την πλήρη υπακοή στον Πατέρα Του, θα τον μεταποιήσει σε ζωή και ανάσταση για την ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε και ομοιώθηκε μ’ εμάς.
Έτσι θα Τον δούμε να θανατώνεται και συγχρόνως να ζωοποιείται (Α' Πέτρ. 3, 18) για να δείξει σ’ εμάς, σ’ όλους τους ανθρώπους, όλων των εποχών, το «υπέρ λόγον και αίσθησιν» μυστήριο, δη η ζωή, που δεν τη διαδέχεται θάνατος, κερδίζεται με τον θάνατο της αμαρτίας μέσα μας. Για να ζωοποιηθούμε πρέπει να νεκρωθούμε, γιατί ο Θεός «ζωοποιεί τους νεκρούς» (Ῥωμ. 4, 17) αυτούς που ασκούνται σ’ όλη τη ζωή τους, για να νεκρώσουν μέσα τους τα αμαρτωλά πάθη, που έφεραν τον θάνατό μας, δηλαδή μας χώρισαν από τον Θεό, που είναι πηγή αιωνίου ζωής. Γι’ αυτό και το μήνυμα της Μεγάλης Σαρακοστής είναι το:
Nisteion 21. Νεκρούμενοι και ανιστάμενοι
Όλο το περιεχόμενο των Κυριακών των επτά εβδομάδων, αλλά και των καθημερινών, μας παιδαγωγεί σε μετάνοια, στην άσκηση της νεκρώσεως, για να συμμετάσχουμε στη νέκρωση του Κυρίου μας, να γίνουμε κοινωνοί στη θυσία Του, στον σταυρό Του, αλλά και στην Ανάστασή Του.
Κάθε αμαρτωλό πάθος (μίσος, ψέμα, κατάκριση, υπερηφάνεια, φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία και άλλα πολλά) απεργάζεται για μας τη στέρηση της αιωνίου ζωής, δηλαδή τον αιώνιο θάνατο, τον χωρισμό από τον Θεό, που το ευαγγέλιο ονομάζει κόλαση.
Η άσκηση για να νεκρώσουμε ένα πάθος, είναι μια πνευματική θυσία, που γίνεται μέσα μας και είναι συμμετοχή στη θυσία του Κυρίου μας. Κάθε θυσία και στέρηση, που κάνουμε για την αγάπη μας στον Χριστό, είναι μια γεύση από τον σταυρό του - έστω και στο ελάχιστο. Όταν νηστεύουμε και ταλαιπωρούμε τη ράθυμη φύση μας, που επαναστατεί και δεν θέλει να αντλεί τη ζωή της από τη σχέση με τον Θεό, αλλά από τις υλικές απολαύσεις και ηδονές, είναι μια θυσία για τη σωτηρία μας.
Με την εγκράτεια των ποικίλων επιθυμιών της σαρκός, «βιάζουμε» τη φύση για να στραφεί προς άλλα ενδιαφέροντα, προς τα πνευματικά και ουράνια, προς τον «ουράνιον άρτον», ώστε αφενός να νεκρούται από τα γήινα και αφετέρου να ανίσταται με την απόλαυση των πνευματικών και ουρανίων, με την ένωση με τον Θεό. Αυτό αποτελεί καθημερινό σκληρό αγώνα, που λογίζεται ως μετοχή στη νέκρωση και την ανάσταση του Χριστού.
Με την υπακοή μας γενικά στην Εκκλησία και τη συμμετοχή μας στις Ακολουθίες της και στα Μυστήριά της, στο φρόνημα των Αγίων της, που έγιναν «εκ νεκρών ζώντες», θυσιάζουμε τον αυτόνομο τρόπο ζωής της αμαρτωλής φύσεώς μας και υπακούμε στην Εκκλησία, για να επανεύρουμε αυτό που εγκαταλείψαμε: τον τρόπο ζωής ως σχέσεως, αγάπης και κοινωνίας με τον Θεό.
Η άσκηση, η στέρηση των απολαύσεων της σαρκός είναι το «κατά Θεόν πένθος», η λύπη της ψυχής μας, γιατί δεν αγαπήσαμε τον Χριστό όσο έπρεπε, ώστε να κάνουμε υπακοή στο θέλημά Του. Γιατί δεν αντλούμε ζωή από τη σχέση μαζί Του, αλλά Τον εγκαταλείπουμε και τρέχουμε πίσω από το «θέλημα της σαρκός», της αυτόνομης φύσης μας, για να της εξασφαλίσουμε μια ικανοποίηση, που είναι φθορά και θάνατος. Το «κατά Θεόν πένθος» είναι το αίσθημα της μετανοίας μας, ότι επιθυμούμε να επιστρέψουμε κοντά Του, να εγκαταλείψουμε τον θάνατο και να έλθουμε στη ζωή. Όλη αυτή η άσκηση μετανοίας είναι συμμετοχή στον σταυρό του Κυρίου μας. Είναι αγώνας πολύ δύσκολος, γιατί η αντίσταση της σάρκας είναι μεγάλη και δεν υποχωρεί εύκολα. Αντιστέκεται στην προσπάθεια να συμβάλει στον αγιασμό, με την εναρμόνιση προς το θέλημα του Θεού.
Η Εκκλησία θεωρεί την άσκηση αυτή ισοδύναμη με χύσιμο αίματος, με μαρτύριο. Γι’ αυτό λένε οι Πατέρες: «δος αίμα για να λάβης πνεύμα». Η μάχη βέβαια αυτή δεν είναι προς ανθρώπους, γι’ αυτό και δεν είναι αισθητή, ορατή, αλλά νοητή, αόρατη, «πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας τοῦ σκότους... πρὸς τὰ πνευματικά τῆς πονηρίας (=τους πονηρούς δαίμονες) ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσ. 6, 12). Οι πονηροί δαίμονες, όχι μόνο μας παρασύρουν προς τα αμαρτωλά πάθη, για να μας απομακρύνουν από τον Θεό, αλλά και σε περίπτωση που θα επιτύχουμε κάτι στον πνευματικό αγώνα, το εκμηδενίζουν με το υπερήφανο φρόνημα, που μας υποβάλλουν για τη δήθεν επιτυχία μας, που ονομάζουν οι Πατέρες κενοδοξία. Γι’ αυτό και ο Κύριός μας συνιστά εγρήγορση και ανύστακτη ετοιμότητα για να νικηθεί ο εχθρός, η αμαρτία και ο θάνατος και να εξασφαλισθεί η αληθινή ζωή.
Οι ποικίλες νεκρώσεις της ζωής των παθών χάριν της ζωής «ἐν τῷ Θεῶ», είναι ένας τρόπος συσταύρωσης με τον Εσταυρωμένο. Γι’ αυτό και ονομάζεται Εσταυρωμένος και όχι Σταυρωθείς, γιατί ο σταυρός Του συνεχίζεται στα πρόσωπα των Μαρτύρων και όλων των Αγίων Του. Συγχρόνως όμως συνανιστάμεθα με τον Νικητή του θανάτου, όταν αντλούμε ζωή από τη σχέση, αγάπη και κοινωνία μαζί Του, όταν στην καρδιά μας «ἔχωμεν καὶ τηρῶμεν τὰς ἐντολᾶς Του». Σ’ αυτές βρίσκεται «μυστικώς» ο Ίδιος. Όταν καλλιεργούμε μέσα μας μια εντολή Του, π.χ. την αγάπη, συναντούμε τον Χριστό που βρίσκεται σ’ αυτή. Αυτό είναι ανάσταση από τη νέκρωση της αμαρτίας.
Νεκρούμεθα λοιπόν και ζωοποιούμεθα «σὺν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις», «πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἴνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῆ ἐν τῇ θνητὶ σαρκὶ ἡμῶν» (Β' Κορ. 4, 10). «Ὁ ἐκ νεκρῶν ἔργων ἐγερθεῖς, Χριστῷ συνανέστη» λέγει χαρακτηριστικά ο όσιος Νικήτας. Νεκρώνουμε τον έρωτα προς την αμαρτία και αποκτούμε έρωτα στον Νυμφίο Χριστό. Έτσι φθάνουμε στην Ανάσταση μέσα από τη νέκρωση. Και αυτό γίνεται με καθημερινή και σκληρή άσκηση.
Η συμμετοχή μας στα δικά του παθήματα γίνεται ακόμη με την:
2. Εξομολόγηση-αναγέννηση
Η πορεία για τη νέκρωση του «θελήματος και των επιθυμιών της σαρκός», διέρχεται από την ταπείνωση, αφού από τους Πατέρες θεωρείται «αρχή και πηγή και θεμέλιος πάντων των αγαθών», όπως και η «οἴησις ρίζα πάντων των ἀνιαρῶν».
Όταν προσερχόμαστε στον πνευματικό Ιερέα για να εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας, ταπεινώνουμε τη φύση μας, γιατί απαρνιόμαστε τον αυτόνομο τρόπο ζωής της, που αποβλέπει στη δική της ικανοποίηση, στη δόξα από τον κόσμο και «ποιούμεν το θέλημα του Θεού» (Ἑβρ. 10, 36). Η εξομολόγηση των αμαρτιών μας είναι ονειδισμός (=ντροπή) του σαρκικού ανθρώπου, ο οποίος ντρέπεται να ομολογήσει τις αμαρτίες του, για να μη θιγεί το «εγώ» του μπροστά στον ιερέα. Επιδιώκει να τον καλοχαρακτηρίζουν όλοι, ότι δεν υποπίπτει σε λάθη και αμαρτίες. Ο ονειδισμός αυξάνεται, αν η αμαρτία είναι πολύ σοβαρή και σιχαμερή. Η ομολογία της είναι σταυρός, συμμετοχή στους ονειδισμούς του Χριστού, τους εμπαιγμούς, τις ύβρεις, τις ατιμίες στον Σταυρό Του, «εν μέσω δύο ληστών».
Με την ομολογία των αμαρτιών μου δέχομαι να καταδικάσω τον άθλιο εαυτό μου, τον «παλαιόν άνθρωπον», τον οποίο θέλω να απολέσω και να απαρνηθώ, για να τον ανακαινίσω. Επειδή ποθώ τον Θεό, για την αγάπη και την επιστροφή κοντά Του, δέχομαι και τον πιο μεγάλο ονειδισμό, για να ζήσω τη ζωή ως σχέση, αγάπη και κοινωνία μαζί Του. Γι’ αυτό και ζητώ τη Χάρη Του, που είναι αποταμιευμένη στην Εκκλησία, για να ζήσω τη ζωή της Χάριτος. Έτσι με την ταπείνωσή μου αποσπώ το έλεος του Θεού και λαμβάνω το χάρισμα της υιοθεσίας, γιατί με τη μετάνοια και την εξομολόγηση επιστρέφω στον «οίκον του Πατρός μου». Αυτό πλέον είναι επιστροφή από τον θάνατο, είναι ανάσταση και ζωή, γιατί η αμαρτία του αμαρτωλού με τη Μετάνοια κατέληξε στη σχέση με τον Θεό, που αρνείτο μέχρι τώρα. Αυτή είναι η «χάρις της αναστάσεώς» του (άγ. Μακάριος) παρόλο που ο αμαρτωλός δεν είναι σε θέση να επινοήσει αυτό το Μυστήριο. Ύστερα από τον αγώνα αυτό, η πορεία μας πρέπει να είναι προς τα θεάρεστα και πνευματικώτερα, με φρόνημα ταπεινό. Με το «ἐν παντὶ ἑαυτοὺς μέμφεσθαι» (για όλα να κατηγορούμε τους εαυτούς μας) μπορούμε να προχωρήσουμε στο «θεαρέστως ζην». Αν, λόγω ραθυμίας, αποτύχουμε και πέσουμε -αφού η σαρκική φύση έχει δύναμη- θα επανεύρουμε το έλεος του Θεού, αν και πάλι μετανοήσουμε και επιστρέψουμε στην Εκκλησία, για να επαναληφθεί η πράξη της υιοθεσίας. Προϋπόθεση είναι η παραδοχή των αμαρτιών μας, χωρίς να τις επιρρίπτουμε σε άλλους.
Έτσι συναντιόμαστε με τον Χριστό, αφού συννεκρωθήκαμε και συναναστηθήκαμε μαζί Του. Η συνάντηση αυτή λαμβάνει χώρα μέσα στον άνθρωπο, «εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν», με την προσφορά του Σώματος και Αίματός Του στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Το παν είναι να συνειδητοποιήσουμε, πως ο αγώνας αυτός, είναι ανάγκη να γίνει πρώτη προτεραιότητά μας, αν όχι πάντοτε, ας είναι και στο διάστημα της Μ. Τεσσαρακοστής. Είναι υπόθεση ζωής αληθινής, που μόνο δια σταυρού και θανάτου κερδίζεται. Μακάρι να ήταν προτεραιότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Τα μηνύματα αυτά περιέχονται και
3. Στο σημερινό Ευαγγέλιο
Τι μας λέγει ακριβώς; Να κάνουμε το παν, τα αδύνατα δυνατά, για να προσεγγίσουμε τον Κύριο με τη ζωή μας και τη σταυρώσιμη εμπειρία μας. Να νεκρώσουμε κάθε εμπόδιο, κάθε αμαρτία, που αυτονομεί την ανθρώπινη φύση και απορρίπτει τη σχέση μαζί Του. Να πάμε κοντά Του και να του ζητήσουμε το πρώτο, αυτό που ο ίδιος θεωρεί πρώτο: την άφεση των αμαρτιών μας, για να καθαρθούμε και να τον συναντήσουμε. Όπως φαίνεται στο σημερινό Ευαγγέλιο, η άφεση των αμαρτιών, με σκοπό να έλθει η Χάρις, προηγείται και από την οποιανδήποτε θεραπεία του πάσχοντος σώματος. Παράδειγμα έμπρακτο ο παραλυτικός του σημερινού Ευαγγελίου.
Οι τέσσερεις φορείς που τον κρατάνε από τις τέσσερεις γωνιές του κρεβατιού του, προσπαθούν να τον οδηγήσουν μπροστά στον Κύριο. Ο Κύριος βρίσκεται στο εσωτερικό του σπιτιού, που είναι γεμάτο με κόσμο και μέσα και απ’ έξω. Οι τέσσερις δεν μπορούν ν’ ανοίξουν δίοδο μέσα από το πλήθος για να πλησιάσουν τον Χριστό. Όμως δεν υποχωρούν. Δεν γυρίζουν πίσω. Ανεβαίνουν στην οροφή, χαλάνε τη στέγη και κατεβάζουν τον ασθενή μπροστά στον Χριστό.
Η προσπάθειά τους αυτή είναι μια ενέργεια πνευματική, θεάρεστη, καρπός πίστεως, που υπερβαίνει τα εμπόδια και τους ανθρώπινους υπολογισμούς. Αυτή η πίστη είναι μια εσωτερική δύναμη, καρπός μιας «υπέρ φύσιν» σχέσεως του πιστεύοντος ανθρώπου με τον πιστευόμενο Θεό. Είναι πίστη έμπρακτη, που συνοδεύεται και από την αγάπη στον Θεό. Και η αγάπη συνιστά τη ζωή ως σχέση και κοινωνία μαζί Του, θεωρεί τα μέλλοντα αγαθά ως παρόντα, γιατί τα μέλλοντα είναι η ολοκλήρωση αυτής της σχέσεως.
Μ’ αυτή την πίστη ξεκινά ο πιστός την πνευματική πορεία της Μ. Τεσσαρακοστής για να συναντήσει τον Κύριο, να γίνει κοινωνός των παθημάτων Του και του Σταυρού Του, με την άσκηση που ορίζει η αγία μας Εκκλησία, με τελικό σκοπό να δεχθεί μέσα του τη Χάρη του Θεού.
Τίποτε δεν μπορεί να ματαιώσει την προσπάθεια του ανθρώπου να πλησιάσει τον Κύριο, να αναπτύξει τη σχέση και την αγάπη μαζί Του, εκτός από τον ίδιο τον εαυτό του, τα αμαρτωλά πάθη του, την απιστία και τη ραθυμία του. Αυτά είναι τα εμπόδια που καλύπτουν τη «στέγη» της ψυχής, που πρέπει να αρθούν για να βρεθεί κοντά στον Χριστό. Η ασθένεια του σώματος δεν αποτελεί εμπόδιο στον πνευματικό αγώνα. Στην περίπτωση του παραλυτικού, έγινε αιτία να πλησιάσει τον Χριστό. Οι δοκιμασίες, ο πόνος της ψυχής, αλλά και του σώματος, οι θλίψεις γενικά, τις περισσότερες φορές συνεργούν στη σωτηρία, γιατί βοηθούν τον άνθρωπο να νιώθει την ανεπάρκειά του και να καταφεύγει στον Θεό.
4. Πώς αξιολογεί ο Χριστός
Ο Κύριος «είδε την πίστιν» του παραλυτικού και των φορέων του και την ευλόγησε. Και ενώ όλοι ανέμεναν, πως πρώτα θα θεράπευε τον παραλυτικό σωματικά, ο Κύριος ενεργεί διαφορετικά. Θεραπεύει πρώτα την ψυχή. Την απαλλάσσει από την παράλυση της αμαρτίας, που την απομακρύνει από τον Θεό και γίνεται αιτία όλων των κακών. «Τέκνον, ἀφέωνται σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σου», του λέγει. Τον αποκαλεί «τέκνον», δηλαδή του χορηγεί το χάρισμα της υιοθεσίας για την πίστη του, αλλά και για τη καθαρότητα της ψυχής του, μετά την άφεση των αμαρτιών του, που τον έφερε στη σχέση με τον Θεό. Τον κάνει «κατά χάριν» υιό του ουρανίου Πατρός. Στη συνέχεια του χαρίζει και τη θεραπεία του σώματος και τη δύναμη για να σηκώσει το κρεβάτι του και να πάει στο σπίτι του.
Αντίθετα προς τους Γραμματείς, που αναφέρει το σημερινό ευαγγέλιο, αλλά και τους πλείστους ανθρώπους, που βλέπουν τον άνθρωπο μόνο εξωτερικά, ως σώμα, όχι και ως ψυχή, ο Χριστός πρώτα θεραπεύει την ψυχή, που προηγήθηκε στην πτώση από τη Χάρη του Θεού και μετά το σώμα, αφού η ασθένεια του σώματος ακολούθησε τη νόσο της ψυχής, την αμαρτία. Όταν η ψυχή πίστεψε, επανήλθε δηλαδή στη σχέση με τον Θεό, ακολούθησε η ίασή της, αλλά και του σώματος.
Το μήνυμα λοιπόν του Ευαγγελίου είναι το ίδιο με εκείνο της Μ. Τεσσαρακοστής, ή καλύτερα, η Μ. Τεσσαρακοστή είναι η εμπειρία της σταυροαναστάσιμης ζωής του Ευαγγελίου και προς αυτήν μας προσανατολίζει. Κάθε αμαρτία δηλαδή είναι παράλυση και νέκρωση για την ψυχή, που την εμποδίζει να προσεγγίσει τον Χριστό. Η μετάνοια νεκρώνει την αμαρτία και ζωοποιεί την ψυχή. Την δε άφεση των αμαρτιών τη χαρίζει μόνο ο Χριστός, τόσο στον παραλυτικό όσο και στον κάθε άνθρωπο. Σ’ εμάς σήμερα χορηγεί την άφεση στο Μυστήριο της εξομολογήσεως, μέσω της Εκκλησίας, στην οποία πάντοτε υπάρχει το Άγιο Πνεύμα. Επειδή και, στους πνευματικούς-ιερείς χορηγείται Πνεύμα Άγιο, όταν χειροτονούνται, αλλά και όταν καθίστανται πνευματικοί, γι’ αυτό αποκτούν το χάρισμα να γίνονται όργανα του Πνεύματος «εἰς τὸ ἀφιέναι ἁμαρτίας». Με την άφεση των αμαρτιών, αλλά και με την άρση του σταυρού της ασκήσεως για θεάρεστο βίο, όπως αναφέραμε, αίρονται τα καλύμματα της «στέγης» της ψυχής, τα πάθη, και ο άνθρωπος προσεγγίζει τον Κύριο, γιατί συσταυρούται και συνανίσταται με Αυτόν. Τον προσεγγίζει με τη συμμετοχή στον Σταυρό και την Ανάστασή Του. Και επανευρίσκει τη σχέση μαζί Του και γίνεται τέκνο «κατά χάριν» του ουρανίου Πατρός, όπως και ο παραλυτικός.
5. Ενέργεια διαβολική
Αντίθετη προς την πνευματική ενέργεια για να συναντήσουμε τον Κύριο, είναι η ενέργεια των Γραμματέων και Φαρισαίων, ενέργεια διαβολική, που αναφέρει το σημερινό Ευαγγέλιο.
Οι Φαρισαίοι δεν θέλουν τον Χριστό, δεν νιώθουν την αναγκαιότητά Του, γιατί νιώθουν αυτάρκεις και νομίζουν, πως δεν τον έχουν ανάγκη. Η καρδιά τους είναι μολυσμένη με τα πάθη του εγωισμού, της αλαζονείας. Νομίζουν πως έχουν τη γνώση όλων των πραγμάτων. Κρίνουν τον Χριστό με την εωσφορική λογική τους. Αμφισβητούν τα πάντα. Ακούουν τον Χριστό, αλλά δεν τον υπακούουν. Ό,τι καλό κάνει το θεωρούν κακό. Όταν π.χ. συγχώρησε τον παραλυτικό, η πράξη αυτή ήταν γι’ αυτούς βλασφημία: «Τί οὗτος λαλεῖ βλασφημίας;» σκέπτονταν. Δεν αναγνωρίζουν στον Χριστό το δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες. Αλλά και αν το αναγνώριζαν, θεωρούσαν αχρείαστη την άφεση των αμαρτιών, αφού αυτό που ήταν αναγκαίο γι’ αυτούς, ήταν η θεραπεία του σώματος, θεωρούν πιο σπουδαία τη θεραπεία του σώματος και νομίζουν, πως ο Χριστός από αδυναμία την αντιπαρήλθε και κατέφυγε στην άφεση των αμαρτιών, που δεν φαίνεται αν έγινε. Σκέπτονταν τόσο πονηρά, γιατί δεν τον πίστευαν για Θεό. Γι’ αυτούς είναι απλός άνθρωπος, που πλανά τον κόσμο. Ενώ ο Κύριος αποκαλύπτει τους «διαλογισμούς» τους, που είναι ίδιο μόνο του Θεού. Όπως λέγει ο Ευαγγελιστής, ο Χριστός «εἶδε τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν» και τους ρώτησε: «Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;»
Όλα τα αμαρτωλά πάθη ξεκινούν από τους ακάθαρτους λογισμούς, τους οποίους κατευθύνει ο διάβολος. Μπορούν να καθαρθούν, όταν ο άνθρωπος έλθει σε συναίσθηση της αμαρτωλής του καταστάσεως και ζητήσει τη βοήθεια του Θεού, «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ», αφού ταπεινωθεί, πενθήσει, συντριβεί, μετανοήσει και τους εξωτερικεύσει στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως και λάβει τη Χάρη του Θεού. Οι Φαρισαίοι όμως, ποτέ δεν πίστευαν στην αμαρτωλότητά τους, γιατί βρίσκονταν στην εξουσία του «πατρὸς αὐτῶν διαβόλου», όπως τους είπε ο Κύριος. Τους έλειπε η Χάρη του Θεού, γι’ αυτό πάντοτε κινούνταν στο σκοτάδι της ανθρώπινης αυτάρκειας, της αλαζονείας και οιήσεως. Όλος ο πνευματικός αγώνας συνίσταται στην κάθαρση της καρδιάς, που είναι και το μήνυμα της Μ. Τεσσαρακοστής, όπως αναφέραμε και πιο πάνω.
Είθε να δεχθούμε το μήνυμα αυτό της καθάρσεως της καρδιάς, για να αξιωθούμε να διαβούμε «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν», όπως μας έδειξε ο σταυρωθείς και αναστάς Κύριος.

Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διά τῶν Σπορίμων, Τόμος Β΄.