(Ἑβρ. α΄ 10 – β΄ 3)

Κατ᾽ ἀρχάς σὺ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι. Πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκέ ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχ θρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; οὐχὶ πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν; Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτε παραρρυῶμεν. Εἰ γὰρ ὁ δι᾽ Ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη.

Ερμηνεία

Σε μια εποχή σαν την δίκη μας, που, ενώ ο λόγος των ανθρώπων κατήντησε πληθωρικός, ο Λόγος του Θεού ακούεται όλο και λιγότερο ή -το χειρότερο- παραποιείται και διαστρεβλώνεται και έτσι χάνεται η σωστική του δύναμη, έρχεται ο Απ. Παύλος να μας υπογραμμίσει τη σημασία του Θείου Λόγου και τις σωτηριολογικές Του διαστάσεις. Ο Λόγος του Θεού «ελαλήθη» στην Π. Διαθήκη από Αγγέλους, σε μας όμως αποκαλύφθηκε από τον ίδιο τον Υιό του Θεού, με τη σάρκωσή Του, η οποία αποτελεί το γεγονός της αυτοφανερώσεως του Θεού στον κόσμο, στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ο Χριστός, ο ένσαρκος Θείος Λόγος, είναι η κατά κυριολεξία αποκάλυψη του Θεού, η ένσαρκη Παναλήθεια. Γι’ αυτό ο Απόστολος συγκρίνει τον Χριστό με τους Αγγέλους. Η τεράστια διαφορά ανάμεσά τους δείχνει και την υπεροχή της ευαγγελικής διδασκαλίας απέναντι στις νομικές διατάξεις της Π. Διαθήκης. Ο Χριστός είναι ο Δημιουργός και Κύριος των Αγγέλων˙ προσφέρει ο ίδιος τη σωτηρία. Οι Άγγελοι διακονούν, υπηρετούν στο σχέδιο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτό το διακονικό έργο των Αγγέλων μας βοηθεί να δούμε από μια άλλη προοπτική τη ζωή μας στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.
apostolos PavlosΠοιον διακονούν;
Το έργο των Αγγέλων περιγράφεται από τον Παύλο ως έργο «λειτουργικό». Δημιουργήματα, κτιστά όντα, είναι οι Άγγελοι, που προσφέρουν τη «λειτουργία» τους στον μόνον άκτιστο Τριαδικό Θεό. Η λειτουργική αναφορά τους στον Θεό είναι η συνεχής δοξολογία Του (Ἠσ. στ' 3), μέσα στην οποία και αυτοί «δοξάζονται». «Βλέπουν» το άφατο κάλλος των θείων ενεργειών, ως μέλη της «εν ουρανοίς» Εκκλησίας. Δεν σταματά όμως εδώ το έργο τους. Γιατί είναι και «διακονικό». Η διακονία τους είναι το άλλο στοιχείο της «λειτουργίας» τους. Διακονούν -πάλι- τον Θεό, ο Οποίος όμως είναι πέρα και πάνω από κάθε έλλειψη και ανάγκη. Γι’ αυτό η προς τον Θεό διακονία τους εκφράζεται ως διακονία των κτισμάτων του Θεού, των ανθρώπων. «Προς την ημετέραν σωτηρίαν λειτουργούσι», παρατηρεί ο ι. Χρυσόστομος. Η «λειτουργία» των Αγγέλων βρίσκει την τελειότερη έκφρασή της ως διακονία.
Σ’ αυτό το ύψος ανέβασε ο Θεός τους ανθρώπους. Να έχουν τους Αγγέλους διακόνους των, φύλακες και βοηθούς και συμπαραστάτες στο έργο της σωτηρίας τους. Έτσι αποκαλύπτεται η φιλανθρωπία του Θεού, με το να μικραίνει τόσο τη διαφορά μας από τους Αγγέλους. Πάλι θα επικαλεσθούμε τον ι. Χρυσόστομο: «Ἐννοήσατε, πῶς οὐ πολλὴν δίδωσι τοῖς κτίσμασι διαφοράν, καίτοι πολὺ τὸ μέσον ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων˙ ἀλλ’ ὅμως πλησίον ἠμῶν αὐτοὺς κατάγει». Βασιλείς και άρχοντες συνοδεύονται από τους ακολούθους τους. Ο πιστός στον Θεό άνθρωπος, ο Άγιος, μέσα στην κατά κόσμο φτώχεια και αφάνεια του, συνοδεύεται και διακονείται από Αγγέλους! Και αυτό το βλέπουμε τόσο στη Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη, στη ζωή της Εκκλησίας.
Διακονία σωτηρίας
είναι και το έργο της Εκκλησίας μέσα στην ιστορία. Ο Χριστός παρέχει εν Αγίω Πνεύματι χαρίσματα στα μέλη του Σώματός Του (Α' Κορ. ιβ' 4 ε.ε.), για να μετουσιώνονται συνεχώς σε διακονίες. Στο λεξιλόγιο της Εκκλησίας δεν υπάρχει ο όρος «εξουσία» με την κοσμική έννοια, αλλά «διακονία». Η ζωή της Εκκλησίας εκτυλίσσεται ως μία αδιάκοπος αλληλοδιακονία. Τα χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος είναι εσωτερικές ικανότητες, που δίδονται για την αύξηση και σωτηρία όλου του Σώματος. Δεν μένουν «ατομικά» δώρα, για την «ατομική» καταξίωση του πιστού, αλλά (πρέπει να) γίνονται «διακονίες». Πρέπει δηλαδή να ενεργοποιούνται κοινωνικά συνεχώς, διαφορετικά θάβουμε το τάλαντό μας, «νεκρώνουμε» τη ζωηφόρο Θεία Χάρη. Την κάνουμε ανενέργητη, με αποτέλεσμα να νεκρωνόμαστε εμείς οι ίδιοι, να πεθαίνουμε πνευματικά. Αντίθετα, με τη διακονία των αδελφών μας, των συνανθρώπων μας, μετέχουμε και μεις στη «λειτουργία» των Αγγέλων προς τον Θεό. «Ἀγγελικὸν ἔργον τοῦτό ἐστι -θα πει πάλι με τον θείο φωτισμό του ο ι. Χρυσόστομος-, τό πάντα ποιεῖν εἰς σωτηρίαν τῶν ἀδελφῶν». Και συνεχίζει: «Μᾶλλον δὲ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ τὸ ἔργον ἐστίν˙ αὐτὸς μὲν γάρ, ὡς Δεσπότης σώζει,
οὗτοι δὲ (οι Άγγελοι) ὡς δοῦλοι». Όχι δηλαδή μόνο αγγελικό, αλλά και θεϊκό έργο επιτελούμε, διακονώντας τους γύρω μας.
Διακονία του όλου ανθρώπου
Ο Χριστός προσλαμβάνει στο Σώμα Του και σώζει ολόκληρο τον άνθρωπο, ως ψυχοσωματική ενότητα και ολότητα. Δεν τον ξεσχίζει, δεν τον κομματιάζει. Δεν τον βλέπει ως αγεφύρωτη αντίθεση πνεύματος και ύλης, αλλ’ ως ενιαίο δημιούργημά Του, που, όπως ενιαίο και ολόκληρο πλάσθηκε, έτσι και ολόκληρο πρέπει να σωθεί. Γι’ αυτό θα πει επιγραμματικά ο άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ὅλον ὅλος ἀνέλαβέ με καὶ ὅλος ὅλω ἠνώθη, ἵνα ὅλω τὴν σωτηρίαν χαρίσηται». Η διακονία της Εκκλησίας προσφέρεται σ’ όλο τον άνθρωπο. Είναι διακονία «πνευματική», αλλά και «σωματική» - υλική. Αυτό θεμελιώθηκε με την πράξη της πρώτης Εκκλησίας (βλ. Πράξ. β' 42 ε.ε. - δ' 32 ε.ε.) και συνεχίστηκε με την περί ανθρώπου πίστη των αγίων Πατέρων, που κηρύττουν, ότι το σώμα μαζί με την ψυχή «συνθέτουν» τον «κατά φύσιν» άνθρωπον. Ολόκληρος ο άνθρωπος είναι λοιπόν ανάγκη να σωθεί. Να απαλλαγεί από την αμαρτία, τη φθορά, τον θάνατο, και να θεωθεί. Και αυτό γίνεται με την «χριστοποίηση» όλης της ζωής μας, με την ένταξη στο Σώμα του Χριστού όλης της ζωής μας, προσωπικής και κοινωνικής. Για να μείνει ανόθευτος και ευδιάκριτος ο δρόμος προς την θέωση του όλου ανθρώπου αγωνίστηκε και ο τιμώμενος σήμερα Άγιος, Γρηγόριος ο Παλαμάς. Μια αντίληψη, λοιπόν, ότι είναι δυνατό πνευματικά (κατά την ψυχή) να τροφοδοτείται ο άνθρωπος από τον Χριστό, σωματικά δε και κοινωνικά να δηλητηριάζεται από την αθεΐα των πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων του κόσμου είναι ορθόδοξα παντελώς αδιανόητη.
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι οι Άγιοι Πατέρες μας, Θεόπτες και Θεοφώτιστοι, όπως ήσαν, ομολογούν ότι, όταν μια ανθρώπινη κοινωνία είναι δομημένη πραγματικά χριστιανικά - ορθόδοξα, όπως λ.χ. το Βυζάντιο - η Ρωμιοσύνη, τότε οι δύο διακονικές αρχές που έδωσε ο Θεός, η «Ιερωσύνη» (Κλήρος) και η «Βασιλεία» (Πολιτική Διακονία) «εἰς ἵν ὁρῶσι τέλος, τὴν τῶν ὑπηκόων σωτηρίαν» (Μ. Βασίλειος), και «δι’ ἀμφοτέρων ὁ Θεὸς τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν οἰκονομεῖ» (ι. Χρυσόστομος). Αυτή είναι η αυθεντική παράδοση του Λαού μας για την κοινωνία του. Μοναδικός στόχος της ζωής μας είναι η σωτηρία, η θέωση. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αναπτύσσεται και η προσωπική και η κοινωνική ζωή μας. Και σ’ αυτό τον σκοπό «λειτουργούν» - διακονούν και οι Πνευματικοί Διάκονοι του Λαού του Θεού (οι Κληρικοί) και οι Πολιτικοί Διάκονοι του (οι πραγματικά ορθόδοξοι Πολιτικοί). Έτσι το έργο τους καταξιώνεται σε έργο αγγελικό, αφού στοχεύει σταθερά και μόνιμα την κοινή αιώνια σωτηρία.

Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Κηρύγματα στα Αποστολικά Αναγνώσματα