(Α' Κορ. η'8 - θ'2)

Ἀδελφοί, βρῶμα ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα. Βλέπετε δὲ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν. Ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε, τὸν ἔχοντα γνῶσιν, ἐν εἰδωλείῳ κατακείμενον, οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν; Καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι᾽ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν. Οὕτω δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε. Διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω. Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ ᾽Ιησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸν ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; Εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμί· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ.

Ερμηνεία

Paulos apostolosΠαιδαγωγικότατα προχωρεί στη λειτουργική της ζωή η Εκκλησία μας. Διανύουμε την περίοδο του Τριωδίου και καλούμεθα να οδεύσουμε διά της μετανοίας, νηστείας και εγκρατείας προς την «εορτήν εορτών», τη ζωηφόρο Ανάσταση του Χριστού μας. Την Κυριακή του «Τελώνου και Φαρισαίου» διδαχθήκαμε την ανάγκη ταπεινώσεως, που συνιστά το θεμέλιο της μετανοίας. Την «Κυριακή του Ασώτου» γνωρίσαμε τον Θεό ως Πατέρα και Αγάπη, που περιμένει αδιάκοπα την επιστροφή μας. Σήμερα βλέπουμε τον Θεό ως δίκαιο Κριτή του κόσμου, που με την παρουσία Του διαιρεί τους ανθρώπους σ’ αυτούς, που έχοντας ζήσει με την αναμονή Του δοξάζονται στο άκτιστο φως Του, και σ’ αυτούς, που τραγικά αμετανόητοι («οι μηδέποτε μετανοήσαντες», ψάλλουμε σήμερα) αντικρίζουν το Φως Του ως «πυρ καταναλίσκον» και κόλαση αιώνια. Σήμερα, στην «ανάμνηση» της κρίσεως, η Εκκλησία μας έρχεται να μας υπογραμμίσει τη σημασία του συνανθρώπου μας στην ιερή υπόθεση της σωτηρίας μας.
Η πτώση - ατομοποίηση του ανθρώπου
Ουσιαστικό επακόλουθο της πτώσης είναι η κατάλυση της αρμονικής σχέσης με τον συνάνθρωπο και όλο το φυσικό περιβάλλον μας. Η αποστασία μας από τον Θεό και η άρνηση της κοινωνίας μας μαζί Του επιφέρει τη μετάσταση από την κοινωνικότητα και αδελφοσύνη στη φυλακή της ατομικότητάς μας, το κλείσιμο στον εγωισμό μας. Ο κοινωνικά πλασμένος άνθρωπος ατομοποιείται. Από πρόσωπο ελεύθερο, γίνεται άτομο δέσμιο του εγωκεντρισμού του. Αρχικά οι δύο πρώτοι άνθρωποι συνυπάρχουν, κοινωνούν μεταξύ τους προσωπικά, διαλέγονται και συμφωνούν. Μετά την αμαρτία διχάζονται. Ο ένας μεταθέτει την ευθύνη στον άλλο και τον κατηγορεί. Γίνονται άτομα αυτόνομα, που το καθένα υπάρχει μόνο για τον εαυτό του. Υποκύπτουν στα ένστικτά τους και θεριεύει μέσα τους η ιδιοτέλεια και το συμφέρον. Συντελείται έτσι η τραγική διάσπαση της ανθρώπινης κοινωνίας, που ακολουθεί την εσωτερική διάσπαση του ανθρωπίνου προσώπου. «Στασιάζει ἡ φύσις καθ' ἑαυτῆς» θα πει χαρακτηριστικά, μέσα στη θεία σοφία του, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Πρόκειται για την ανισορροπία, που μπήκε στη ζωή μας, την τραγική μας σχιζοφρένεια, που εκφράζεται με τους μύριους τρόπους της αμαρτίας μας. Η εσωτερική μας διάσπαση οδήγησε στην κοινωνική διάλυση. Την κατάσταση αυτή περιγράφει θεόπνευστα ο Μ. Βασίλειος: «Γεγενήμεθα -γράφει- καθ’ ἑαυτὸν ἕκαστος, ὥσπερ ἡ ψάμμος, οὐ συνημμένοι ἀλλήλοις, ἀλλ’ ἕκαστος καθ’ ἑαυτόν, διηρημένοι» (Ε.Π. 31, 1419).
Ο «Άλλος», έτσι, από «βοηθὸς ὅμοιος ἡμῖν», από συνάνθρωπος γίνεται εχθρός και αντίπαλός μας. Σ’ αυτόν ζητούμε την αιτία του κακού, της κακοδαιμονίας μας. Η σύγχρονη φιλοσοφία δεν θα διστάσει να δει τον «Άλλο» σαν την ίδια την «κόλασή» μας, όπως και αν νοηθεί ο χαρακτηρισμός αυτός. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που η εποχή μας, ιδιαίτερα, πάσχει από λιμό κοινωνίας, ορθής και γνήσιας κοινωνίας. Όλα τα θλιβερά υποκατάστατα κοινωνίας (από τους «τεκέδες» των ναρκομανών μέχρι τις «κομμούνες» των ποικιλώνυμων αναρχικών της νεολαίας μας) τι άλλο παρ’ αυτό αποδεικνύουν; Ο σημερινός άνθρωπος πνίγεται στην ασφυκτική μονότητά του. Ο «Άλλος», ο συνάνθρωπος, απωθείται ως συμφορά. Όταν είναι παρών, θεωρείται αιτία της κακοδαιμονίας μας, σφετεριστής της ευτυχίας μας. Όταν απουσιάζει, νοείται ως αιτία της τραγικότητας της μοναξιάς μας!
Ο «Άλλος» η σωτηρία μας
Η Εκκλησία μας όμως διδάσκει σήμερα, με τα αγιογραφικά της αναγνώσματα, ότι ο συνάνθρωπός μας μάς δίνεται από τον Θεό ως δυνατότητα σωτηρίας, που μπορεί όμως να μεταβληθεί και σε δυνατότητα κολάσεως. Από μας εξαρτάται, από τη στάση μας απέναντί του. Εξαρτάται από το πως εμείς βλέπουμε τον «Άλλο» δίπλα μας με τα μάτια του Χριστού ή του Διαβόλου. Η «κατηγορία» του «πλησίον» σφραγίζει τελεσίδικα την εν Χριστώ νέα κοινωνία, την Εκκλησία. Με τη έννοια του «πλησίον», όπως τη γνωρίζουμε στην παραβολή του «καλού Σαμαρείτη», βγαίνει από κάθε εθνικιστικό ή φατριαστικό απομονωτισμό η Εκκλησία. «Πλησίον» μας είναι ο κάθε άνθρωπος. Στον συνάνθρωπο μας βλέπουμε τον ίδιο τον Χριστό. Αγαπώντας τον πλησίον μας, αγαπάμε Εκείνον, του Οποίου κάθε άνθρωπος είναι εικόνα (πρβλ. το « ἐμοὶ ἐποιήσατε» της σημερινής ευαγγελικής περικοπής). Δεν αγαπώ, συνεπώς, τον «πλησίον» μου με την έννοια του οίκτου, της ευσπλαχνίας, της συμπόνιας. Τον αγαπώ, διότι σ’ αυτόν υπάρχει ο ίδιος Χριστός, που υπάρχει και σε μένα. Αγαπώντας τον «πλησίον» μου, αγαπώ τον Χριστό, και μισώντας τον, μισώ Εκείνον. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι στο Ευαγγέλιο η έννοια του «πλησίον» είναι πρωταρχικά ενεργητική - αγαπητική, και όχι παθητική. «Πλησίον» είναι ο «Σαμαρείτης», αυτός που έμπρακτα αγαπά, και μετά εκείνος, που δέχεται την αγάπη.
Απόηχος αγιοπνευματικός του σημερινού Ευαγγελίου είναι τα λόγια του Παύλου. Αν η «θέση» στη στάση μου έναντι στον αδελφό μου είναι η αγάπη, η «άρνηση» είναι ο σκανδαλισμός του αδελφού μου και ο κλονισμός της πίστεώς του. «Γι' αυτό τον λόγο, αν κάποιο φαγητό κάνει τον αδελφό μου να πέσει, δεν θα φάγω ποτέ κρέας, για να μη γίνω αιτία να σκανδαλισθεί (και πέσει πνευματικά) ο αδελφός μου»! Ο τρόπος σκέψεως του Παύλου, το φρόνημά του, είναι απόλυτα Χριστοκεντρικό. Ο Χριστός θέλησε να πεθάνει για τη σωτηρία του αδελφού μου και εγώ δεν θα κάμω μια τόσο μικρή «θυσία» για τη πνευματική προκοπή του; Η φράση του Αποστόλου: «εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε» είναι διακήρυξη στους αιώνες, ότι κάθε κακό, που κάνουμε στον συνάνθρωπό μας, το δέχεται ο Χριστός. Τον Χριστό διώκουμε, διώκοντας -άδικα μάλιστα- τους αδελφούς μας (Πραξ. β' 5: ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς, ὃν σύ διώκεις). Τον Χριστό αδικούμε και εκμεταλλευόμαστε, βασανίζουμε ή κατατρέχουμε, στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας. Τρεις φορές αναφέρει ο Παύλος στο σύντομο αποστολικό ανάγνωσμα τη λέξη «αδελφός», την ίδια που χρησιμοποιεί και ο Κύριος στο ευαγγελικό ανάγνωσμα, δηλώνοντας την πνευματική συγγένεια, που συνάπτουμε με τους συνανθρώπους μας στο όνομά Του. Το βασικό κριτήριο της κρίσεώς μας είναι η στάση μας απέναντι στους «αδελφούς» μας.
Η λύση του δράματος της κοινωνίας μας δίνεται από τον Χριστό. Στην «καινή κτίση», την Εκκλησία Του, ο συνάνθρωπος (ξανά) γίνεται «πλησίον» και «αδελφός» μας. Η αιτία του κακού εντοπίζεται από τον Χριστό μέσα μας, και η δικαίωσή μας γίνεται με τον εν Χριστώ αγιασμό μας και ΟΧΙ με την κατάκριση του «Άλλου». Γι’ αυτό όλη την περίοδο του Τριωδίου, περισσότερο και συχνότερα από κάθε άλλη περίοδο του έτους, προσευχόμαστε με τα λόγια του Αγίου Εφραίμ του Σύρου: «Ναί, Κύριε βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμά πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου... Ἀμὴν».

Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Κηρύγματα στα Αποστολικά Αναγνώσματα