του Επισκόπου Λήδρας κ. Επιφανίου

Ο άγιος Επιφάνιος, επίσκοπος Κωνσταντίας, είναι ένας εκ των στύλων της Εκκλησίας της Κύπρου, μαζί, με τον Απόστολο Βαρνάβα. Η παρουσία του και η προσωπικότητά του, σε συνδυασμό με τη θαυμαστή επιφάνεια του ιερού και μαρτυρικού λειψάνου του Αποστόλου Βαρνάβα, συνετέλεσαν ώστε να καθιερωθεί το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας μας στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο το 425μ.Χ. Εκτός αυτού, συνέβαλε τόσο με τους λόγους του όσο και με τα κείμενά του, στον αντιαιρετικό αγώνα της Εκκλησίας, και μαζί με τους μεγάλους οικουμενικούς πατέρες και διδασκάλους Βασίλειο, Γρηγόριο τον Θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο, πρωτοστάτησαν στην ερμηνεία, τη διασάφηση και την έκφραση του τριαδολογικού δόγματος. Έτσι, απέβηκε και κριτήριον Ορθοδοξίας, όχι μόνο στην εποχή του και για την εποχή του, αλλά διαχρονικά μέχρι τις μέρες μας.

Μεταξύ των έργων του καταχωρείται μία ομιλία «εις την Ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Κατά τον άγιον Επιφάνιο, η Ανάληψις αποτελεί την κορωνίδα των δεσποτικών εορτών, το κόσμημα των κοσμημάτων στο πανάχραντο Σώμα του Χριστού μας. Κι αυτό συμβαίνει, διότι η Ανάληψις είναι το πλήρωμα των εορτών. Όλες οι δεσποτικές εορτές είναι σημαντικές και μεγάλες, συνδέονται δε μεταξύ τους και όλες μαζί συμπληρώνουν τον σκοπό της παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού στη γη. Κι ως να διαγράφεται μία κλίμακα, η οποία έχει ως πρώτη και σημαντική βαθμίδα την κατάβαση του Θεού στη γη και την ένωσή Του με την ανθρωπίνη φύση και την παρθενική Αυτού γέννηση εκ της Θεοτόκου Μαρίας, τελευταία δε βαθμίδα η οποία όχι μόνο αγγίζει τον ουρανό, αλλά ολοκληρώνεται στο υποπόδιο του θρόνου του Θεού, την ένδοξο πανήγυρη της του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Αναλήψεως. Διότι αφού κατέβηκε ο Ποιμήν ο καλός στην αναζήτηση του πλανωμένου λογικού προβάτου, του ανθρώπου, τον βρήκε απατημένο με δολιότροπα τεχνάσματα από τον απατεώνα όφιν, τον διάβολο, ο οποίος του υπέδειξε οδούς κακίας, τον εμόλυνε με την ακαθαρσία της πολυθεΐας, της πολυποίκιλης ειδωλολατρείας, και του αμαύρωσε το οπτικό νεύρο, τον νουν, ώστε να μην μπορεί να αντικρύσει και κατ’ επέκταση να λάβει τη θεογνωσία. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση βρήκε ο Χριστός μας τον άνθρωπο. Παρά ταύτα όμως, δεν δίστασε να απλώσει το πανάχραντο χέρι Του και να τον σώσει από τον πνιγμό και τον όλεθρο του απατηλού βίου, να τον καθαρίσει μέσα στα αγιασμένα ρείθρα του Ιορδάνου ξεπλένοντάς τον, να τον ευωδιάσει και να τον αρωματίσει με την χάριν του Αγίου Πνεύματος, να τον αναστήσει διά της τριημέρου Αυτού Αναστάσεως, και αφού τον έκανε άξιο της θείας Χάριτος και της κοινωνίας μετά του αληθινού Θεού, να τον προσφέρει ως προσφοράν ευπρόσδεκτη στον ουράνιον Πατέρα, καθιστώντας την ανθρωπίνη φύση, την οποία ένωσε με τον εαυτό Του, σύνθρονον και σύνεδρον μετά του Θεού. Έτσι, ο Άγιος, συνεχίζοντας προτρέπει: Αφού έχομε λάβει τέτοιαν ευλογία και τέτοια χάρη από τον Θεό, οφείλομεν ως ευγνώμονες δούλοι, ως υπήκοα τέκνα, ως γνήσιοι υιοί και θυγατέρες του Θεού Πατρός και του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος με την κοσμοσωτήριο και λυτρωτική Του θυσία μας εξηγόρασε, μας έκανε δεσποτικό κτήμα, δηλαδή μας έκανε δικούς Του, μας απέκτησε με το τίμιον Αίμα Του, οφείλομε και εμείς να ανταποκριθούμε ισάξια, κατά το μέτρο της δικής μας ανθρωπίνης αδυναμίας. Γι’ αυτό, όταν ο διάβολος με πονηρία και δολιότητα μας πλησιάζει προσπαθώντας να μας αμαυρώσει τον νου, να τον συγχύσει και να τον σκοτίσει, παρακινώντας μας στην αμαρτία, ας έχομε εμείς τον νου μας φύλακα άγρυπνον, και με θάρρος και ανδρεία, ενθυμούμενοι τη δεσποτική μας ευγένεια και υιοθεσία, να του πούμε: «Δεσποτικοῦ κτήματος προδότης οὒ (=δεν) γίνομαι, διάβολε». Να αντισταθούμε στις προκλήσεις του διαβόλου ο οποίος συμπράττει με τον παλαιόν άνθρωπο, στις προκλήσεις της πολύμορφης ηδονής, είτε αυτή λέγεται σαρκικές επιθυμίες, είτε χρήμα, είτε δόξα, είτε οτιδήποτε είναι αυτό το οποίο μας προσφέρει, εγκρύβοντας μέσα του το δηλητήριο της αμαρτίας. Έτσι, αντιστεκόμενοι και υπεραμυνόμενοι της δωρεάς και της χάριτος του Θεού προς εμάς, να επιτύχομε τα επηγγελμένα αγαθά της Βασιλείας των Ουρανών, συνάμα δε, να αξιωθούμε να δούμε και να βλέπουμε το πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του Πατρός Αυτού και του Αγίου Πνεύματος μετά παρρησίας, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(Δημοσιεύθηκε στό περιοδικό “Παράκληση. Περιοδική

Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 60)